Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, Παρασκευή, ημέρα των ψυχών. Η γριά μαμή «τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν να ’βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε: “Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης”». (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ.75)
Ο συγγραφέας τού Βίου και της Πολιτείας του Αλέξη Ζορμπά κανονικά έπρεπε να είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος και όχι ως συγγραφέας ή δημοσιογράφος. Για δικηγόρο τον προόριζε, άλλωστε, ο πατέρας του, ο καπετάν Μιχάλης, αφού πρώτα τον μύησε στην αγάπη και στο δέος της λευτεριάς. Στις σφαγές του 1889 τον πήρε από το χέρι κατά το ξημέρωμα της πρώτης αιματοβαμμένης νύχτας, τον πήγε στην Πλατεία με τα λιοντάρια και τον έβαλε να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των παλικαριών των κρεμασμένων από τους Τούρκους στον θεόρατο πλάτανο. Ήταν τουρκοκρατούμενη τότε η Κρήτη και μαχόταν για λευτεριά. Εκείνη η εικόνα και η εμπειρία δεν έφυγαν ποτέ ούτε από τη σκέψη του ούτε από την καρδιά του. Τα μετουσίωσε σε πνοή ελευθερίας, εθνικής και ατομικής, και σε συνείδηση περηφάνειας και αξιοπρέπειας.
Ο Νίκος Καζαντζάκης πήρε με άριστα το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Δεκέμβριο του 1906. Το πτυχίο φέρει και την υπογραφή τού Κωστή Παλαμά ως Γενικού Γραμματέως τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1907-1908 έκανε στο Παρίσι μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία, με καθηγητή τον Ερρίκο Μπερξόν, ο οποίος τον επηρέασε βαθύτατα στη διαμόρφωση της δικής του φιλοσοφίας. Στο Παρίσι έγραψε το 1908 και νωρίς το 1909 την πραγματεία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας, ως εναίσιμο επί υφηγεσία διατριβή για να γίνει Υφηγητής και ύστερα Καθηγητής τής Νομικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διατριβή αυτή τυπώθηκε το 1909 στο Ηράκλειο, και ξανατυπώθηκε τον Φεβρουάριο του 1998 στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης εμφανίσθηκε στα Γράμματα το 1906 με δοκίμια και άλλα κείμενα σε περιοδικά. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου. Έγραψε ποίηση, όπως η Οδύσεια με τους 33.333 στίχους και οι Τερτσίνες, μυθιστορήματα, όπως: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Βραχόκηπος, Ο Φτωχούλης του Θεού, Οι Αδερφοφάδες, Αναφορά στον Γκρέκο, Τόντα Ράμπα, Μέγας Αλέξανδρος, Στα Παλάτια της Κνωσού. Θεατρικά έργα, τραγωδίες, όπως: Προμηθέας Πυρφόρος, Προμηθέας Δεσμώτης, Προμηθέας Λυόμενος, Κούρος, Οδυσσέας, Μέλισσα, Χριστός , Ιουλιανός ο Παραβάτης, Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Σόδομα και Γόμορρα, Βούδας. Φιλοσοφία, όπως η Ασκητική και το Συμπόσιον. Ακόμη, έκανε πολλές μεταφράσεις, όπως Η Θεία Κωμωδίατού Δάντη, και διασκεύασε μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Τα ταξιδιωτικά του έργα αναφέρονται στην Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Παλαιστίνη, Κύπρο, Πελοπόννησο, Ισπανία, Αγγλία, Ρωσία, Ιαπωνία-Κίνα.
Ο πρώτος του γάμος, με τη Γαλάτεια Αλεξίου, έρωτα των νεανικών του χρόνων, ήταν ατυχής και δυστυχής και κατέληξε σε διάσταση και διαζύγιο. Την ευτυχία και τις γόνιμες συνθήκες συγγραφής και μεγαλείου βρήκε ο Καζαντζάκης στη δεύτερη σύζυγό του Ελένη, το γένος Σαμίου. Έγραψε ο Καζαντζάκης στον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη στις 4 Μαΐου 1957, έξι περίπου μήνες πριν από τον θάνατό του, και είναι το γράμμα τούτο δημοσιευμένο στο βιβλίο Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, σελ. 723-724: «Τι να Σας πω για την Ελένη; Γνωριστήκαμε σε μιαν εκδρομή στην Πεντέλη στα 1924. Παντρευτήκαμε 11.11.45. Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου· χωρίς αυτή θα 'χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη».
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ μέσα στην Ελλάδα, την ηπειρωτική και τη νησιωτική, για να γνωρίσει «τη συνείδηση της γης και της φυλής μας», όπως λέγει ο ίδιος, να δει από κοντά τούς ανθρώπους της και τους τόπους της, να βυθιστεί στην ιστορία, στην παράδοση, στον μύθο της. Τα ταξίδια τον ευχαριστούσαν και έτρεφαν την ψυχή του. Ακόμη, σε συνδυασμό με τις μελέτες του και τις γνώσεις του, απέβαιναν πηγή εμπνεύσεως και συγγραφής. Έτσι, ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε τόπους της Μέσης Ανατολής, και έφθασε μέχρι τη Σιβηρία, την Ιαπωνία και την Κίνα. Με την Κύπρο συνδέθηκε πολύ και τάχθηκε σταθερά υπέρ των αγώνων της για ελευθερία. Την επισκέφτηκε τον Μάιο του 1926 μαζί με τη σύντροφό του Ελένη και τις αδελφές Καίτη και Μαρίκα Παπαϊωάννου.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας ασκητής, ένας αναχωρητής, αναμείχθηκε και στα κοινά, ακόμη και στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Σπουδαιότατης εθνικής σημασίας είναι η αποστολή του στον Καύκασο το 1919 για τον επαναπατρισμό των εκεί Ελλήνων Ποντίων, που υπέφεραν μετά την επικράτηση του κομμουνισμού από το 1917 στη Ρωσία. Τον είχε στείλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού τον διόρισε Διευθυντή και μετά Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως. Μετέφερε τότε στην Ελλάδα, μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, 150.000 Έλληνες και τους εγκατέστησε στη Μακεδονία και στη Θράκη. Μαζί του πήρε και τον Γιώργη Ζορμπά, τον μυθιστορηματικό «Αλέξη Ζορμπά».
Από τις 26 Νοεμβρίου 1945 μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 1946 διετέλεσε Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη. Παραιτήθηκε, μη αντέχοντας, μεταξύ άλλων, τα «αιτήματα για ρουσφέτια». Επίσης, υπήρξε Δημοτικός Σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων. Το 1947-1948 διετέλεσε Τμηματάρχης της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Παρίσι, από όπου και πάλι παραιτήθηκε, κι ας ήταν σπουδαία εκείνη η θέση, για να μπορέσει απερίσπαστος να επιδοθεί στην αγνή και αφιλόκερδη πνευματική δουλειά, όπως είπε ο ίδιος.
Βασικός άξονας των βιβλίων του είναι η εσωτερική ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, όπως εκφράζεται στον φιλοσοφικό του όρο «Η Κρητική Ματιά», να κοιτάζεις άφοβα τον φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος, να αγωνίζεσαι για την καταξίωση της ψυχής, μιας ψυχής διαρκώς πεινασμένης και ανικανοποίητης, που κατατροπώνει και κατατρώει τη σάρκα και οδηγεί σε πνευματική υπέρβαση και λύτρωση. Η ζωή του, λέει ο ίδιος, ήταν ένας κακοτράχαλος ανήφορος, που τον ανέβαινε η σαρανταπληγιασμένη ψυχή του για να φτάσει τον σκοτεινό, τον μυστηριώδη όγκο του Θεού και να ενωθεί μαζί του.
Για την ακέραιη παρουσία του καταπολεμήθηκε και από την Πολιτεία και από την Εκκλησία. Η πολιτεία με τις επεμβάσεις της ματαίωσε τη σίγουρη απονομή σε αυτόν του Βραβείου Νόμπελ. Αλλ' η ποιοτική αξία των έργων του τον κατέστησε περισσότερο δημοφιλή και ένδοξο από πολλούς Νομπελίστες.
Στη δεκαετία τού 1950, η Εκκλησία της Ελλάδος άρχισε διαδικασία αφορισμού του, αλλά δεν τόλμησε να προχωρήσει στην πράξη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τής Αμερικής, χωρίς να το έχει καν διαβάσει, καταδίκασε το βιβλίο του Ο Καπετάν Μιχάλης Μαυρίδης! «Μαυρίδης» ήταν το όνομα του εκδότη, το οποίο αναγραφόταν χαμηλά στο εξώφυλλο και στον κύριο τίτλο του βιβλίου, αλλ' εξελήφθη και αυτό ως μέρος τού τίτλου και... κατεδικάσθη και αυτό. Το 1983 η ίδια Εκκλησία εξετύπωσε διδακτικό βιβλίο με αποσπάσματα από τον Καπετάν Μιχάλη, για να μάθουν τα Ελληνόπουλα της Αμερικής καλά ελληνικά και να φρονηματίζονται πατριωτικά και εθνικά. Το 1968 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας δήλωσε ότι τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη.
Το Βατικανό, το 1954, ανέγραψε το μυθιστόρημά του Ο Τελευταίος Πειρασμός, στον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων» το 1954. Ο Καζαντζάκης αντέδρασε με τηλεγράφημα προς το Βατικανό χρησιμοποιώντας μια φράση του Τερτυλλιανού: «Στο δικαστήριο Σου, Κύριε, κάνω έφεση.» (Ad tuum, Domine, tribunal appello.) Ο «Ίνδικας» (Index) καταργήθηκε το 1966.
Μυθιστορήματα τού Νίκου Καζαντζάκη έγιναν πολυβραβευμένες κινηματογραφικές ταινίες, όπως ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης με τίτλο Zorba the Greek, με πρωταγωνιστές τον Άντονυ Κουίν (Anthony Quinn), τον Άλαν Μπαίητς (Alan Bates), τη Λίλα Κέντροβα (Lila Kedrova) και την Ειρήνη Παπά, και το οποίο το 1964 χάρισε στην Ελλάδα τρία Όσκαρ. Ακόμη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος προτάθηκε γι' αυτό το έργο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας το 1988, με πρωταγωνιστές τον Γουίλλεμ Νταφόου (Willem Dafoe) ως Ιησού, τον Χάρβεϋ Καϊτέλ (Harvey Keitel) ως Ιούδα Ισκαριώτη, την Μπάρμπαρα Χέρσεϊ (Barbara Hershey) ως Μαρία Μαγδαληνή, και τον Ντέιβιντ Μπόουϊ (David Bowie) ως Πιλάτο. Η ταινία προκάλεσε έντονες ενστάσεις και βίαιες αντιδράσεις από παραχριστιανικές οργανώσεις, ακόμη και πριν από την εμφάνισή της στους κινηματογράφους, καθώς και οργανωμένες εφόδους στις αίθουσες όπου προβαλλόταν. Σύμφωνα με τη Mary Pat Kelly, συγγραφέα τού βιογραφικού βιβλίου Martin Scorsese, A Journey 1, ο Μάρτιν Σκορσέζε δήλωσε πως κάνοντας αυτή την ταινία ένιωθε σαν να προσευχόταν. Κινηματογραφική ταινία έγινε και το έργο του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται από τον Jules Dassin με πρωταγωνιστές τον Πιερ Βανέκ (Pierre Vaneck), τον Ζαν Σερβέ (Jean Servais), τη Μελίνα Μερκούρη και τον Φερνάντ Λεντού (Fernand Ledoux). Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις Κάννες τον Απρίλιο του 1957 και σ' αυτήν παρέστησαν ο Νίκος και η Ελένη Καζαντζάκη, μαζί με τον Jules Dassin και τη Μελίνα Μερκούρη. Ακόμη, εκτός από τα καθαρώς θεατρικά έργα του, και άλλα έργα τού Νίκου Καζαντζάκη διασκευάστηκαν και παρουσιάστηκαν στο θέατρο, όπως Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Καπετάν Μιχάλης, και ο Χριστόφορος Κολόμβος από τον Μάνο Κατράκη, ο Καποδίστριας από το Εθνικό Θέατρο, ο Βούδας σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού στο Ηρώδειο, κ.ά.
Σήμερα, ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρείται οικουμενικός συγγραφέας, ένας κλασσικός. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας σε όλο τον κόσμο. Σχεδόν δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει και δεν θα μπορέσει σε κάποια γλώσσα ή διάλεκτο να διαβάσει Καζαντζάκη.
Στις διάφορες περιόδους τής ζωής του, εκτός από το Ηράκλειο, έζησε στην Αθήνα, στην Αίγινα, σε διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις, και κατέληξε στην Antibes της νότιας Γαλλίας, αρχαία Ελληνική αποικία με το όνομα Αντίπολις. Η ομοιότητά της με την Κρήτη τον κράτησε εκεί στα τελευταία χρόνια τής ζωής του. Τον καιρό τής Γερμανικής κατοχής έμενε στην Αίγινα, όπου δοκίμασε την πείνα και τις άλλες κακουχίες της κατοχής. Συνελήφθη, μάλιστα, μαζί με την Ελένη από την Γκεστάπο στην Αίγινα και προπηλακίστηκαν βάναυσα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, κατά το ταξίδι τής επιστροφής του από την Ιαπωνία και την Κίνα, εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική τού Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στις 10:20 το βράδυ. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη. Τάφηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη τού Ηρακλείου.
Στον τάφο του, που είναι σήμερα παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα, έχει τοποθετηθεί το επιτύμβιο που εκείνος έγραψε και ζήτησε να χαραχθεί: