Θα έκαναν άραγε οι άνθρωποι τα πάντα φτάνει να τους το ζητούσες; Υποτασσόμαστε τυφλά στην εξουσία και την αυθεντία; Κρύβουμε πράγματι μέσα μας ένα θηρίο που με τις κατάλληλες συνθήκες απελευθερώνεται;
Κι αν ναι, τότε για ποια ατομική ευθύνη μπορούμε να κάνουμε λόγο; Αν ο κοινωνικός κομφορμισμός υπερβαίνει όσα μπορούμε να ελέγξουμε ως οντότητες, μήπως είμαστε άμοιροι ευθυνών; Έστω κι αν αυτές οι ευθύνες αφορούν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας;
Αυτό θέλησε να διερευνήσει ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1963 στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of Abnormal and Social Psychology» με τον ηπίων τόνων τίτλο «Συμπεριφορική Μελέτη της Υποταγής». Ο συντάκτης της ήταν ο νεαρότατος καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας του Γέιλ, Στάνλεϊ Μίλγκραμ, ο οποίος δεν είχε δημοσιεύει τίποτα μέχρι τότε σε ακαδημαϊκό περιοδικό και από τις λέξεις που μεταχειριζόταν ήταν ξεκάθαρο πως επιδίωκε να προκαλέσει σάλο.
Ο Μίλγκραμ είχε κάνει ένα πείραμα, το οποίο ισχυριζόταν πως τον είχε βοηθήσει να αποκαλύψει ένα από τα σκοτεινότερα, αν και πιο βασικά, χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης: την τάση μας να υπακούμε στις εντολές, ακόμα και σε αυτές που αντίκεινται στην ηθική μας, φτάνει να προέρχονται από κάποιας μορφής εξουσία.
Ήδη από την τέταρτη πρότασή του έκανε λόγο για τα ναζιστικά κολαστήρια και τις «ημερήσιες ποσότητες των πτωμάτων», υπαινισσόμενος πως όλο το Ολοκαύτωμα θα μπορούσε να εξηγηθεί με την εννιασέλιδη εργασία του.
Ο νεαρός καθηγητής θα περνούσε βέβαια στην ιστορία της επιστήμης ως ένας από τους κορυφαίους κοινωνικούς ψυχολόγους του 20ού αιώνα και το πείραμά του θα χαρακτηριζόταν σύντομα ορόσημο για την ψυχολογία. Βλέπετε ο Μίλγκραμ απέδειξε πειραματικά και αποφασιστικά ότι κάτω από συνθήκες πίεσης από την εξουσία οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να εκτελέσουν οποιαδήποτε εντολή, ακόμη κι αν αυτή θα βλάψει τους άλλους.
Δεν έψαχνε βέβαια να απαλλάξει τους γερμανούς στρατιώτες από τις ευθύνες τους στο Ολοκαύτωμα ούτε και να περάσει αργότερα από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ τα αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ. Το μόνο που τον ενδιέφερε, επιστήμονας καθώς ήταν, ήταν να φωτίσει τόσο μια βασική πτυχή της ανθρώπινης ψυχολογίας όσο και τις συνθήκες που επικρατούσαν στη ναζιστική Γερμανία, μιας και το Ολοκαύτωμα παρέμενε ακόμα αντικείμενο ψυχοκοινωνικής διερεύνησης.
Πέντε δεκαετίες αργότερα, η σειρά των πειραμάτων του Μίλγκραμ με τις περιβόητες προσομοιώσεις των φονικών ηλεκτροσόκ παραμένουν εμβληματικές στην επικράτεια της κοινωνικής ψυχολογίας. Δεν υπάρχει πανεπιστημιακό εγχειρίδιο στην κοινωνική ψυχολογία που να μπορεί να αφήσει απέξω τα ερευνητικά καμώματα του Μίλγκραμ, την ίδια ώρα που τα (ψεύτικα) ηλεκτροσόκ του κυρίου καθηγητή έπαιξαν σε κινηματογράφο και τηλεόραση, σε δοκίμια και μυθιστορήματα και τουλάχιστον σε δύο τραγούδια.
Ο Πίτερ Γκάμπριελ συνόψισε άλλωστε το 1986 τα εξαγόμενα του πειράματός του, ό,τι επιβίωσε τουλάχιστον από αυτά στον λαϊκό μας πολιτισμό, τραγουδώντας μας πως «Κάνουμε αυτά που μας λένε»…
Το διαβόητο πείραμα επικεντρώθηκε στη διάσταση μεταξύ της υποταγής στην εξουσία (αυθεντία) και της προσωπικής συνείδησης, αν και η πλάστιγγα έγειρε στην πλευρά της υποταγής. Είμαστε όντως μαριονέτες κινούμενες από τα νήματα μιας εξουσιαστικής κοινωνίας; Υποτασσόμαστε πράγματι στην εξουσία, με τον τρόπο που δήλωναν στις Δίκες της Νυρεμβέργης οι ναζί εγκληματίες πολέμου προσπαθώντας να απεκδυθούν την προσωπική τους ευθύνη;
Ακόμα και μέλη της ηγετικής ομάδας των ναζί, όπως και ο Άιχμαν, δικαιολογήθηκαν στο δικαστήριο (στη δική του κατοπινή δίκη) για τα μοχθηρά τους εγκλήματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λέγοντας πως ακολουθούσαν απλώς τις διαταγές των ανωτέρων τους, κι έτσι δεν είχαν καμία ευθύνη για την ανατριχιαστική γενοκτονία. Ήταν άραγε τόσο απλή η εξήγηση για ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά εγκλήματα του 20ού αιώνα; Ή μήπως για κάθε μαζικό έγκλημα που έλαβε ποτέ χώρα στην ανθρώπινη ιστορία;
Ήταν μάλιστα η δίκη του Άντολφ Άιχμαν που ενέπνευσε τον Μίλγκραμ να διερευνήσει το φαινόμενο της υποταγής στην εξουσία έναν χρόνο μετά την απολογία του αρχιναζί στην Ιερουσαλήμ. «Θα μπορούσε ο Άιχμαν και τα εκατομμύρια των συνεργατών του στο Ολοκαύτωμα να ακολουθούσαν απλώς εντολές; Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε όλους συνεργούς;», αναρωτιόταν ο Μίλγκραμ για τη φύση του γερμανικού λαού κατά τον Β’ Παγκόσμιο.
Ήταν απλώς κακοί και σατανικοί ή μήπως ενέπιπταν σε ένα μαζικό φαινόμενο που μπορεί να συμβεί σε όλους αν το φέρουν οι περιστάσεις;
Τι έκανε ο Μίλγκραμ
Ήταν το 1963 όταν δημοσιεύτηκε το ερευνητικό ενδιαφέρον του Μίλγκραμ αναφορικά με το πόσο μακριά είναι διατεθειμένος να φτάσει ο άνθρωπος που ακολουθεί μια εντολή, αν αυτή η εντολή είναι να κάνει κακό στον άλλο. Έβαλε μια αγγελία στην εφημερίδα λοιπόν που ζητούσε εθελοντές για να πάρουν υποτίθεται μέρος σε ένα εργαστηριακό πείραμα μάθησης.
Σύντομα είχε φτιάξει μια ομάδα 40 αρσενικών πειραματικών υποκειμένων, ηλικίας 20-50 ετών, οι δουλειές των οποίων ποίκιλαν από ανειδίκευτους εργάτες μέχρι και σπουδαγμένους επαγγελματίες. Όλοι τους θα έπαιρναν 4 πανεύκολα δολάρια για μια «ξεπέτα» μιας ωρίτσας.
Στην αρχή της δοκιμασίας λοιπόν τα υποκείμενα συστήνονταν στον πειραματικό συνεργό, έναν έμπιστο του Μίλγκραμ. Ένας θα ήταν τάχα ο εκπαιδευτής και ένας ο εκπαιδευόμενος, αν και η τύχη ήταν εδώ σικέ ώστε τα πειραματικά υποκείμενα να είναι πάντα στην ομάδα των εκπαιδευτών. Στην αίθουσα υπήρχε πάντα ο «πειραματιστής», ντυμένος με μια γκρι εργαστηριακή στολή, ρόλο που έπαιζε ένας ηθοποιός και όχι ο ίδιος ο καθηγητής.
Δύο δωμάτια στο Εργαστήριο Αλληλεπίδρασης του Πανεπιστημίου Γέιλ είχαν δεσμευτεί για το πείραμα, το ένα για τον εκπαιδευόμενο με μια ηλεκτρική καρέκλα στο εσωτερικό του και το άλλο για τον εκπαιδευτή και τον πειραματιστή με μια ηλεκτρική γεννήτρια εντός του.
Ο εκπαιδευόμενος, πάντα ο ηθοποιός κύριος Γουάλας, ήταν δεμένος σε μια καρέκλα με ηλεκτρόδια συνδεδεμένα υποτίθεται στη γεννήτρια που ήταν μπροστά στον εκπαιδευτή. Δεν ήταν, αλλά αυτό δεν το γνώριζε ο εκάστοτε εκπαιδευτής. Ο εκπαιδευόμενος έπρεπε να απομνημονεύσει μια λίστα με ζευγάρια λέξεων και ο εκπαιδευτής να τεστάρει τον βαθμό της μάθησής του ονοματίζοντας μια λέξη και περιμένοντας τον εκπαιδευόμενο να ανακαλέσει το σωστό ζευγάρι της από μια λίστα με τέσσερις επιλογές.
Ο Μίλγκραμ εγκαθίδρυσε έτσι τρεις διακριτούς ρόλους: τον Πειραματιστή (η εξουσία, η αυθεντία), τον Εκπαιδευτή (αυτόν που θα ακολουθούσε τις εντολές του Πειραματιστή, τον εκάστοτε συμμετέχοντα) και τον Εκπαιδευόμενο (τον αποδέκτη των χειρισμών του Εκπαιδευτή, τον πειραματικό συνεργό του Μίλγκραμ). Κάθε φορά που ο εκπαιδευόμενος έκανε λάθος (και ο πειραματικός χειρισμός ήταν έτσι φτιαγμένος ώστε να κάνει συχνότατα λάθος), ο πειραματιστής έλεγε στον εκπαιδευτή να χορηγήσει ένα ηλεκτροσόκ στον εκπαιδευόμενο.
Ο οποίος είχε μπροστά του μια γεννήτρια με 30 διακόπτες που χορηγούσαν από το ελαφρύ σοκ των 15 βολτ μέχρι και τη φονική δόση των 450 βολτ. Κάθε λάθος απάντηση, προσέθετε 15 βολτ ρεύματος στο ηλεκτροσόκ.
Ο εκπαιδευόμενος έδινε -εσκεμμένα- λάθος απαντήσεις και για καθεμία από αυτές λάμβανε ένα ηλεκτροσόκ. Όταν ο εκπαιδευτής (το εκάστοτε πειραματικό υποκείμενο δηλαδή) αρνιόταν να χορηγήσει ένα ηλεκτροσόκ, ο πειραματιστής του έδινε μια σειρά από τέσσερις διαδοχικές εντολές για να συνεχίσει. Αν ο εκπαιδευτής συνέχιζε να μην ανταποκρίνεται στον χειρισμό και μετά την τέταρτη διαταγή, τότε το πείραμα θα σταματούσε.
Να τι έλεγε ο πειραματιστής κύριος Γουίλιαμς στα υποκείμενα που δεν υποτάσσονταν στην εξουσία του:
Εντολή 1: Σας παρακαλώ συνεχίστε.
Εντολή 2: Το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε.
Εντολή 3: Είναι εντελώς απαραίτητο να συνεχίσετε.
Εντολή 4: Δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσετε.
Ο πειραματιστής ενημέρωνε μάλιστα τα υποκείμενα πως στο άλλο δωμάτιο ο εκπαιδευόμενος ήταν δεμένος στην ηλεκτρική καρέκλα, ώστε να μην μπορεί να το σκάσει. Ο εκπαιδευτής πίστευε φυσικά πως για κάθε λάθος απάντηση, ο εκπαιδευόμενος δεχόταν στην πραγματικότητα τα ηλεκτροσόκ, κάτι που πιστοποιούνταν άλλωστε από τις αντιδράσεις του ηθοποιού, από την απλή δυσφορία στα λίγα ηλεκτροσόκ μέχρι και τις κραυγές και τα ουρλιαχτά πόνου στα υψηλά βολτ. Και τις εκκλήσεις του να σταματήσουν τα βασανιστήρια και τον αφήσουν ελεύθερο.
Στους τελευταίους μάλιστα διακόπτες, ο συνεργός σταματούσε να ανταποκρίνεται (από τα 345-450 βολτ). Πριν συμβεί αυτό, ο εκπαιδευόμενος κοπανούσε τον διαχωριστικό τοίχο από τον πόνο και παραπονιόταν για την πάθηση που είχε υποτίθεται στην καρδιά του. Αν ο εκπαιδευτής συνέχιζε να του χορηγεί ακραία επικίνδυνες δόσεις ηλεκτρισμού, ο εκπαιδευόμενος δεν αντιδρούσε πια, υπονοώντας ότι είχε λιποθυμήσει ή πεθάνει από τη δοκιμασία…
Αποτελέσματα
Όπως είπαμε, αν το υποκείμενο της έρευνας ήθελε να σταματήσει μετά τις τέσσερις απανωτές προφορικές παραινέσεις του πειραματιστή, τότε το πείραμα σταματούσε. Ειδάλλως, η δοκιμασία έφτανε στο τέλος της όταν ο εκπαιδευτής χορηγούσε τρεις φορές τη μέγιστη δόση των 450 βολτ.
Τι βρήκε ο Μίλγκραμ, κάτι που δεν μπορούσε προφανώς να φανταστεί πριν από τη δοκιμασία του; Ότι το 65% (τα 2/3, οι 26 από τους 40) των συμμετεχόντων (των εκπαιδευτών) συνέχισαν στη φονική δόση των 450 βολτ! Και όλοι μα όλοι έφτασαν μέχρι και τα επικίνδυνα 300 βολτ, μέσα στα ουρλιαχτά και τις κραυγές του συνεργού. Κάποια υποκείμενα εμφανίστηκαν διστακτικά να συνεχίσουν όσο το ρεύμα ανέβαινε τάση και ήθελαν να σταματήσουν στο σημείο καμπής των 135 βολτ. Συνέχισαν όλοι τους ωστόσο ως τα 300 βολτ όταν ενημερώθηκαν από τον πειραματιστή πως δεν θα είχαν καμία ευθύνη για ό,τι πάθαινε ο εκπαιδευόμενος.
Άλλα υποκείμενα επιδόθηκαν μάλιστα σε σπαστικό γέλιο ή επέδειξαν άλλα σημάδια αυξημένου στρες όταν άκουγαν τις κραυγές αγωνίας και πόνου του πειραματικού συνεργού (εκπαιδευόμενου). Άλλοι πάλι ζητούσαν να μάθουν αν ο εκπαιδευόμενος θα πάθαινε μόνιμη βλάβη από τα ισχυρά ηλεκτροσόκ και συνέχιζαν κανονικά μόλις έπαιρναν τη διαβεβαίωση του πειραματιστή πως «παρά το γεγονός ότι τα ηλεκτροσόκ μπορεί να γίνουν επώδυνα, δεν θα υπάρξει μόνιμη βλάβη των ιστών, οπότε συνεχίστε παρακαλώ».
Όσοι ισχυρίζονταν μάλιστα, ακούγοντας τα άναρθρα ουρλιαχτά του συνεργού, πως ο εκπαιδευόμενος ήθελε να σταματήσει, ακόμα και αυτοί συνέχιζαν όταν τους καθησύχαζε ο πειραματιστής πως «είτε του αρέσει του εκπαιδευόμενου είτε όχι, εσείς πρέπει να συνεχίσετε μέχρι να μάθει όλα τα ζευγάρια των λέξεων σωστά, οπότε συνεχίστε παρακαλώ»…
Πριν εκτελέσει το πείραμά του μάλιστα, ο Μίλγκραμ είχε ζητήσει από τελειόφοιτους φοιτητές ψυχολογίας του Γέιλ αλλά και συναδέλφους του καθηγητές να προβλέψουν τη συμπεριφορά 100 υποθετικών εκπαιδευτών. Όλοι τους θεώρησαν πως μόλις ένα απειροελάχιστο ποσοστό των υποκειμένων (το 1,2% κατά μέσο όρο) θα έφταναν να χορηγήσουν τη μέγιστη φονική τάση.
Στο ίδιο κατέληξαν και οι 100 ψυχίατροι της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου, οι οποίοι πίστεψαν πως μέχρι το δέκατο ηλεκτροσόκ, εκεί δηλαδή που ο εκπαιδευόμενος ζητούσε επιτακτικά να τον απελευθερώσουν από τα δεσμά του, τα περισσότερα υποκείμενα θα αρνούνταν να συνεχίσουν. Πράγματι, η πραγματικότητα ήταν περισσότερο τρομακτική από όλες τις υποθέσεις.
Ο Μίλγκραμ εκτέλεσε στα επόμενα χρόνια 18 διαφορετικές εκδοχές του αρχικού πειράματός του και συνόψισε τα τραγικά αποτελέσματα σε άρθρο του το 1974 «Οι Κίνδυνοι της Υποταγής». Εκεί γράφει: «Η άκαμπτη εξουσία αντιτάσσεται στις ισχυρότερες ηθικές επιταγές των συμμετεχόντων αναφορικά με τη βλάβη των άλλων … Η εξουσία νικά περισσότερες φορές απ’ όσες θα θέλαμε. Η ακραία προθυμία των ενηλίκων να φτάσουν όσο μακριά προστάζει η εντολή της εξουσίας αποτελεί το βασικό εύρημα αυτής της μελέτης και το δεδομένο που αναζητεί επιτακτικά εξήγηση».
Πώς απλοί καθημερινοί άνθρωποι δηλαδή, φιλήσυχοι πολίτες που κοιτούν τη δουλειά και την οικογένειά τους, χωρίς ιστορικά βίας στις πλάτες τους, μπορούν να γίνουν παράγοντες μιας καταστροφικής διαδικασίας. Μιας καταστροφικής διαδικασίας που ακόμα και όταν γίνεται ορατή από τους ίδιους, φτάνει να τους το ζητήσει η εξουσία για να συνεχίσουν να την ασκούν, παρά το γεγονός ότι αυτές οι πράξεις τους αντιβαίνουν στις βασικές συνιστώσες της ίδιας τους της ηθικής. «Σχετικά λίγοι άνθρωποι έχουν τα απαραίτητα μέσα για να αντιταχθούν στην εξουσία», καταλήγει ο Μίλγκραμ βασιζόμενος στα ευρήματά του.
Έκανε όμως και κάτι άλλο εντύπωση στον κύριο καθηγητή: ότι ακόμα και οι συμμετέχοντες που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τα τελευταία ανατριχιαστικά βήματα της δοκιμασίας δεν ζήτησαν να διακοπεί το πείραμα που έβλαπτε τον συνάνθρωπό τους, απλώς να μη συνεχίσουν οι ίδιοι. Ακόμα χειρότερα, κανείς τους δεν εγκατέλειψε το δωμάτιο χωρίς να ζητήσει την άδεια του πειραματιστή (εξουσιαστή εδώ) και εξίσου κανένας δεν πετάχτηκε δίπλα για να ελέγξει την κατάσταση του εκπαιδευόμενου. Αυτού με την καρδιακή πάθηση που είχε σταματήσει να αντιδρά…
Από τα κατοπινά του πειράματα για την υποταγή στην εξουσία, ο σπουδαίος κοινωνικός ψυχολόγος κατέληξε σε δύο πράγματα που πρέπει να υπάρχουν για να υποταχθεί κάποιος στην εξουσία: πρώτον, πρέπει ο άνθρωπος που δίνει την εντολή να προσληφθεί ως επαρκής ώστε να κατευθύνει τη συμπεριφορά των άλλων. Να νομιμοποιείται, με άλλα λόγια, η εξουσία του. Και δεύτερον, ο εξουσιαζόμενος να πιστέψει ότι δεν θα έχει καμία ευθύνη για τις πράξεις του, ευθύνη που θα αναλάβει ο εξουσιαστής.
Κάτι που φάνηκε αποφασιστικά στις επόμενες εκδοχές του πειράματος, όταν ο Μίλγκραμ έβαλε τον πειραματιστή του να υπενθυμίζει στους εκπαιδευτές πως εκείνοι ήταν υπόλογοι για τις πράξεις τους. Τι βρήκε τότε; Πως σχεδόν κανείς τους δεν ήταν πρόθυμος να υπακούσει στην εξουσία του πειραματιστή! Αν το ίδιο αυτό υποκείμενο διαβεβαιωνόταν πάντως μετά πως πρακτικά δεν είχε καμία ευθύνη (την έπαιρνε πάνω του ο πειραματιστής), τότε συνέχιζε κανονικά τα ηλεκτροσόκ, φτάνοντας σε διαφορετικά τέλη, κοντά πάντως στην οριστική και αμετάκλητη τάση των 450 βολτ.
Όσα βρήκε ο Μίλγκραμ δεν αφορούσαν κατά κανέναν τρόπο αυτούς τους παλιούς ανθρώπους σε κείνα τα παλιά τα χρόνια, καθώς τα αποτελέσματά του έχουν επιβεβαιωθεί σε πλήθος κατοπινών μελετών. Η πιο πρόσφατη μας έρχεται από το 2015 και την Πολωνία. Οι ψυχολόγοι του Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών της Πολωνίας βρήκαν πως οι 72 από τους 80 συμμετέχοντες του πειράματός τους συμμορφώθηκαν πλήρως με την εξουσία του πειραματιστή, χορηγώντας τα ίδια φονικά σοκ των 450 βολτ.
«Όταν μαθαίνουν για το πείραμα του Μίλγκραμ, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ισχυρίζονται πως "εγώ ποτέ δεν θα συμπεριφερόμουν με τέτοιο τρόπο". Η μελέτη μας έδειξε όμως για μια ακόμη φορά την τρομερή δύναμη των συνθηκών του κοινωνικού περιβάλλοντος και πόσο εύκολα οι άνθρωποι μπορούν να συμφωνήσουν να κάνουν πράγματα που βρίσκουν δυσάρεστα», κατέληξαν οι πολωνοί κοινωνικοί επιστήμονες.
Φαίνεται πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε εντολές που εκπορεύονται από κάποιον που θεωρούμε πως έχει την εξουσία να προβαίνει σε αυτές. Από κάποιον που έχει το ηθικό δικαίωμα ή τη νομική δικαιολόγηση. Ακόμα κι αν πρόκειται να σκοτώσουμε έναν αθώο ανθρωπάκο. Η υποταγή στην εξουσία, μας λέει ο Μίλγκραμ, είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας ήδη από τον τρόπο που μεγαλώνουμε, από την οικογένειά μας, το σχολείο μας, τη δουλειά που κάνουμε αργότερα.
Υπακούμε εύκολα τους άλλους και τους επιτρέπουμε να κατευθύνουν τη συμπεριφορά μας φτάνει να αναλάβουν την ευθύνη των πεπραγμένων μας. Λειτουργούμε, όμως διατείνεται ο Μίλγκραμ, ως μεσάζοντες της βούλησης των εξουσιαστών μας.
Κάποιο απάνθρωπο θηρίο φαίνεται πως κρύβουμε μέσα μας που μπορεί κάλλιστα να απελευθερωθεί φτάνει να πιστέψουμε πως κάποιος έχει τη δύναμη να μας πει τι πρέπει να κάνουμε…