Του Ελευθέριου Σκιαδά από τον Μικρό Ρωμιό
Όσοι έγραφαν για τις χειμωνιάτικες νύχτες στην Αθήνα μέχρι και τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα δεν παρέλειπαν να αναφερθούν και να περιγράψουν το άναμμα των φαναριών του γκαζιού.
Τα φανάρια του γκαζιού διαδέχτηκαν τα λαδολύχναρα και τις λάμπες πετρελαίου. Τα κλασικά φανάρια, τοποθετημένα στην κορυφή ενός σιδερένιου στύλου χρησίμευαν ως φάρος για τους ηρωικούς διαβάτες οι οποίοι ριψοκινδύνευαν τις νύχτες στα σοκάκια και τα καλντερίμια των Αθηνών. Παθητικό το φως των γκαζοφάναρων, με αναιμικό αντιφέγγισμα δεν έφτανε για να φωτίσει τις λακκούβες των δρόμων, όπου έπεφταν οι διαβάτες.
Η ύπαρξή τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους φανοκόρους, τους δημοτικούς υπαλλήλους που είχαν την υποχρέωση να ανάβουν τα φανάρια. Αθόρυβες και γοργές σκιές που μόλις σουρούπωνε γλιστρούσαν από γωνιά σε γωνιά, άνοιγαν με το καμάκι τους την κλούβα του γκαζιού και έδιναν τη φλόγα που συντρόφευε τους ελάχιστους περιπατητές.
Ο μεγάλος μας πεζογράφος Γεώργιος Δροσίνης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα την οθωνική περίοδο, περιγράφοντας τα παιδικά του χρόνια αναφέρει ότι «από το ίδιο παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου».
Οι «σκοτεινές» μορφές των φανοκόρων τα άναβαν σε κάθε γωνιά της πόλης και γλίτωναν τους διαβάτες από τις παγίδες
Πολύ χαρακτηριστική είναι επίσης και η περιγραφή για τη διαδικασία που ακολουθούσε ο φανοκόρος: «Έξω από τα σπίτια μας ψηλά στο πλάι της καμαρωτής εξώπορτας, κρέμονταν ένα μεγάλο φανάρι από μακρύ σιδερένιο κοντάρι καρφωμένο στον τοίχο και κάθε βράδυ ερχόταν και ένας άνθρωπος ψηλός, αμίλητος, κουκουλωμένος σα μάγος του παραμυθιού, μ’ ένα μακρύ σίδερο στα χέρια κι ένα τενεκεδένιο ροΐ γεμάτο λάδι. Με το σίδερο ξεγάντζωσε και κατέβαζε το κοντάρι και αφού γέμιζε το φανάρι λάδι και το καθάριζε με ένα πανί, το άναβε και το ανέβαζε πάλι ψηλά για να φέγγη το δρόμο… ».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.