Ο διάλογος αποτελεί βασική παράμετρο της επικοινωνίας. Τα λεκτικά μηνύματα που ανταλλάσσουν δύο ή περισσότερα άτομα, μαζί με τα παραγλωσσικά/παραλεκτικά αλλά και τα κατεξοχήν μη λεκτικά μηνύματα, συνιστούν τη διαπροσωπική επικοινωνία.
Γράφει η Βασιλική Παππά, MSc, PhD, Συμβουλευτική ψυχολόγος,
Ο διάλογος αποτελεί μια ευκαιρία για εκμάθηση και προσωπική βελτίωση και όχι απλώς για έκθεση και προβολή των προσωπικών μας απόψεων και θέσεων. Σύμφωνα με τους Πουχόλ Ι Πονς & Λουθ Γκονθάλεθ (2004, ό. α. Παππά, 2016β), διάλογος είναι η συζήτηση που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα, με την οποία γίνεται ανταλλαγή ιδεών και απόψεων. Απαραίτητη προϋπόθεση του διαλόγου είναι η προσεκτική ακρόαση εκ μέρους των συνομιλητών, αλλά και η αποδοχή και κατανόηση της διαφορετικότητας του ενός από τον άλλο.
Η διεξαγωγή ουσιαστικού διαλόγου δε συμβαίνει συχνά, καθώς οι άνθρωποι συνήθως συνδιαλέγονται μεταξύ τους μόνο φαινομενικά. Ο πραγματικός διάλογος δημιουργεί θετικά συναισθήματα, χαρίζει την αίσθηση της πληρότητας και αυξάνει το αίσθημα αυτοαξίας και την αυτοεκτίμηση. Ο φαινομενικός –και όχι ο πραγματικός– διάλογος έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Οι άνθρωποι που συνδιαλέγονται δε μιλούν με τη σειρά αλλά ταυτόχρονα.
- Διακόπτουν ο ένας τον άλλο, πριν ολοκληρώσει ο καθένας αυτό που έχει να πει.
- Ανυπομονούν, βιάζονται να πουν τη γνώμη τους.
- Πολλές φορές μιλάει μόνο ο ένας και ο άλλος μόνο ακούει.
- Άλλες φορές ο ένας μιλάει και ο άλλος δεν ακούει πραγματικά, σκέφτεται κάτι διαφορετικό.
- Και άλλες φορές ο ένας μιλάει και ο άλλος δεν ακούει γιατί σκέφτεται αυτό που θα πει μετά ο ίδιος.
- Υπάρχει ακόμη περίπτωση ο ένας να μιλάει και ο άλλος να σκέφτεται ότι δεν πρόκειται να του αλλάξει γνώμη με κανένα τρόπο, οπότε δεν υπάρχει λόγος να απαντήσει.
Ο πραγματικός διάλογος σπάνια επιτυγχάνεται. Αυτό συμβαίνει αφενός γιατί τα μέρη που συνδιαλέγονται δε συνειδητοποιούν μέσα από προσεκτική αυτοακρόαση τα λάθη τους και αφετέρου διότι ακόμη κι αν τα συνειδητοποιούν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα διορθώσουν. Τις περισσότερες φορές, η διαπροσωπική επικοινωνία λαμβάνει χώρα πάνω σε προκαθορισμένα πρότυπα που οι άνθρωποι ανταλλάσσουν μεταξύ τους παίζοντας «ρόλους»: κάποιος μιλάει και κάποιος ακούει, κάποιος διαφωνεί μόνιμα και κάποιος μόνιμα συγκατανεύει, κάποιος επαναστατεί και κάποιος παίζει τον ρόλο του «κυματοθραύστη». Τα συγκεκριμένα πρότυπα είναι δυσλειτουργικά διότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του «υγιούς» διαλόγου. Ακόμα και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στις μεταξύ τους συναλλαγές είναι συχνά προκαθορισμένες, ανάλογα με το πρόσωπο με το οποίο συνδιαλέγονται.
Με τον πραγματικό διάλογο, κάθε συνομιλητής είναι δεκτικός στις απόψεις του άλλου και έτοιμος να αναθεωρήσει τις δικές του απόψεις, αν χρειάζεται. Έτσι οδηγείται στην αυτοβελτίωση και μαθαίνει περισσότερα πράγματα τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. Επίσης ο διάλογος καθιστά αποτελεσματικότερη την ομαδική συνεργασία.
Στον αυθεντικό διάλογο:
- Επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τον άλλο.
- Επιδεικνύουμε σεβασμό στη διαφορετική άποψη που εκφέρεται από τον συνομιλητή μας.
- Ακούμε ενεργητικά, έχοντας την προσοχή μας στραμμένη στον συνομιλητή μας.
- Χρησιμοποιούμε μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο και αποφεύγουμε να μιλάμε για άλλους.
- Χρησιμοποιούμε περισσότερες ανοικτού απ' ό, τι κλειστού τύπου ερωτήσεις.
- Επιδεικνύουμε εμπιστοσύνη και εχεμύθεια.
Στη σχέση γονέα – παιδιού, ο διάλογος είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής επικοινωνίας και την οικοδόμηση μιας παραγωγικής σχέσης. Ο γονιός χρησιμοποιεί τον διάλογο όταν θέλει να μάθει πώς σκέφτεται και πώς νιώθει το παιδί του, όταν θέλει να μάθει πράγματα για την καθημερινότητά του, όταν προσπαθεί να θέσει όρια στη συμπεριφορά του, όταν θέλει να επιχειρηματολογήσει για τις δικές του απόψεις ή όταν βοηθά το παιδί να επιλύσει τυχόν συγκρούσεις. Γενικά ο διάλογος αποτελεί βασικό συστατικό της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης.
Σύμφωνα με τη Hayman (2016), κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με το παιδί του ο γονιός χρειάζεται να κάνει τα ακόλουθα:
- Να μην απορρίπτει όσα λέει το παιδί/ο έφηβος. Η απόρριψη των λεγομένων του οδηγεί στη διακοπή της επικοινωνίας και την απόσυρση.
- Να αποφεύγει δηλώσεις του τύπου: «Ω, σιγά το πράγμα. Συμβαίνει σ' όλους. Δεν είναι κάτι σημαντικό». Με μια τέτοια δήλωση μπορεί να πιστεύει ότι θα κάνει το παιδί να νιώσει καλύτερα, ωστόσο, αυτό που το παιδί βιώνει είναι μοναξιά και συνήθως σταματά να εκφράζει τα συναισθήματά του.
- Να αποφεύγει να αποδίδει χαρακτηρισμούς, τόσο αρνητικούς όσο και θετικούς, οι οποίοι οδηγούν σε υπεραπλουστεύσεις και υπεργενικεύσεις.
- Να αποφεύγει φράσεις με τις οποίες επιδιώκει να «σκληραγωγήσει» το παιδί, ενώ αυτό τις περισσότερες φορές τις βιώνει ως μη αποδοχή.
- Να μην αδιαφορεί.
- Να μην αλλάζει θέμα συζήτησης.
- Να μην κατευθύνει το παιδί σχετικά με αυτό που πρέπει να κάνει.
- Να μην αρνείται τα συναισθήματα του παιδιού με φράσεις όπως «Δε νιώθεις άσχημα. Μια χαρά είσαι».
- Να μην υποτιμά τη σημασία του θέματος που απασχολεί το παιδί, θεωρώντας ότι αν μπορέσει να το υποβαθμίσει, θα έχει μικρότερη σημασία για το παιδί («Είναι ανόητο ν' ανησυχείς γι' αυτό. Υπάρχουν πολύ σημαντικότερα πράγματα στη ζωή για ν' ανησυχείς».)
Τα χαρακτηριστικά του πραγματικού διαλόγου συνοψίζονται στα εξής (Παππά, 2013, 2016α,β):
Ο διάλογος συνδέεται άρρηκτα με την εμπιστοσύνη τόσο προς τον εαυτό μας όσο και προς τους άλλους. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας είναι απαραίτητη ώστε κάποιος να μπορέσει να εκθέσει τις απόψεις του μπροστά σε άλλους. Επιπλέον είναι σημαντικό να έχει εμπιστοσύνη και στους άλλους, να πιστεύει ότι αξίζει τον κόπο να επικοινωνήσει μαζί τους και να ακούσει τις απόψεις τους.
Ο αυθεντικός διάλογος χρειάζεται να διακατέχεται από σεβασμό απέναντι στις απόψεις των άλλων και στο δικαίωμά τους να εκφράζονται ελεύθερα. «Σέβομαι» ουσιαστικά σημαίνει «λαμβάνω υπόψη», δε λειτουργώ εγωκεντρικά.
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Hayman, S. (2016). Μεγαλώνοντας χαρούμενους εφήβους (μτφρ.-επιστ. επιμ.: Β. Παππά). Αθήνα: Βήτα.
Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2016α). Γονείς σε κρίση. Η διαχείριση της απώλειας και της αλλαγής. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2016β). Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Γονικού Συναισθηματικού Αλφαβητισμού (EPPEL). Aθήνα.