Από πολλούς έχει χαρακτηριστεί η πιο “κιτς” δεκαετία του 20ου αιώνα. Άποψη που αρκετοί αναθεωρούν όσο περνά ο χρόνος, αν και σίγουρα υπήρξε μια υπερβολή στη μόδα. Ντύσιμο, χτένισμα, βάψιμο, διακόσμηση κλπ. Ειδικά για τη διακόσμηση αρκεί να θυμηθούμε τα εφηβικά δωμάτια.
Κατ’ αρχήν τα περισσότερα είχαν ταπετσαρία, όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Το σχέδιο συνήθως διάλεγαν οι γονείς.Τα παιδιά το μισούσαν, αλλά δεν περνούσε ο λόγος τους.
Έτσι, έκαναν τα πάντα για να βλέπουν όσο το δυνατό λιγότερο τους τοίχους. Το καμουφλάζ ήταν οι αφίσες που προσέφεραν απλόχερα τα περιοδικά της εποχής.
Σε κάθε δωμάτιο υπήρχαν δεκάδες αφίσες καλλιτεχνών ή ομάδων.
Αν το δωμάτιο ήταν κοινό για αγόρι και κορίτσι υπήρχαν και τα δύο. Ο καθένας φρόντιζε την πλευρά του.
Το αποτέλεσμα ήταν μισό δωμάτιο καλυμμένο με αφίσες, κασκόλ και σημαίες ομάδων και το άλλο μισό με συγκροτήματα, τραγουδιστές, ηθοποιούς κλπ.
Αν το δωμάτιο ήταν κοινό για αγόρια τότε κυριαρχούσαν πόστερ ομάδων, αλλά υπήρχε σίγουρα μια αφίσα της Σαμάνθα Φοξ. Χωρίς ρούχα. Πρωταγωνιστές ήταν επίσης ο Σβαρτσενέγκερ και ο Σταλόνε.
Αν ήταν κοριτσίστικο, σε κάθε τοίχο υπήρχε ένας Patrick Swayze, σίγουρα ο Matt Dillon, ο Σταμάτης Γαρδέλης, ένας (μπορεί και δύο) Tom Cruise, οι Duran Duran, οι Bon Jovi, οι Europe, η Madonna και άλλα ποπ και ροκ είδωλα της εποχής.
«Θύματα» της αφίσας έπεφταν και οι ντουλάπες. Σε πολλά δωμάτια δεν φαινόταν καν το χρώμα τους αφού ήταν από πάνω ως κάτω καλυμμένες με πόστερ αλλά και αυτοκόλλητα.
Τα αυτοκόλλητα κοσμούσαν και τα γραφεία τα οποία ήταν συνήθως ενσωματωμένα σε βιβλιοθήκες.
Τα αυτοκόλλητα γενικά ήταν παντού. Και στα κομοδίνα και στις συρταριέρες και όπου αλλού υπήρχε ελεύθερη έστω και μικρή επιφάνεια.
Στις βιβλιοθήκες επικρατούσε το απόλυτο χάος. Εκτός από βιβλία και τετράδια, ατάκτως πεταμένα ήταν μολύβια, στιλό, γόμες, ξύστρες, χάρακες, μοιρογνωμόνια, φωτογραφίες με συμμαθητές, χαρτάκια με αφιερώσεις, κασέτες, κάρτες ποδοσφαιριστών, το δώρο του κολλητού ή της κολλητής, ένας κύβος του Ρούμπικ, το πρόγραμμα του σχολείου και κάποιο λούτρινο που είχε ξεφύγει από το πατάρι όπου βρίσκονταν τα υπόλοιπα παιδικά παιχνίδια, που οι έφηβοι δεν ήθελαν να ξαναδούν μπροστά τους.
Κάπου υπήρχε η Μανίνα, η Κατερίνα ή ο Μπλεκ.
Στο δωμάτιο έπρεπε απαραιτήτως να υπάρχει εκείνο το τεράστιο ραδιοκασετόφωνο το οποίο ειδικά τα σαββατοκύριακα δεν σταματούσε να παίζει. Πολλές μαμάδες έμαθαν απ’ έξω τους στίχους των A-ha, της Cyndi Lauper, της Sandra, των Scorpions, των Sex Pistols, των Pink Floyd, του Alice Cooper και άλλων καλλιτεχνών που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Η ατάκα που ακουγόταν μετά από ώρες υπομονής ήταν: “θα το χαμηλώσεις επιτέλους γιατί μου έχει πάρει το κεφάλι;” Και χαμήλωνε. Μέχρι το επόμενο τραγούδι...
Τα κρεβάτια ήταν συνήθως “ντυμένα” με ύφασμα, όπως πρόσταζε η μόδα της εποχής.
Σεντόνια, μαξιλαροθήκες, παπλώματα ήταν γεμάτα λουλούδια ή λαχούρια και οι κουβέρτες συνήθως καρώ.
Στα μικρά δωμάτια υπήρχαν τα κομολί, που ήταν γεμάτα αυτοκόλλητα. Αν υπήρχε δεύτερη τηλεόραση στο σπίτι αυτή οπωσδήποτε ήταν στο εφηβικό δωμάτιο. Ούτε λόγος να τοποθετηθεί οπουδήποτε αλλού. Εξάλλου, πού θα συνδεόταν το atari;
Πάνω από τα κρεβάτια η μαμά είχε κρεμάσει εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας. Κι ας ήταν δίπλα στην αφίσα των Slayer ή των Metallica.
Απαραίτητο αξεσουάρ για ένα αγορίστικο κυρίως δωμάτιο ήταν και μια μικρή μπασκέτα βιδωμένη στον τοίχο ή στην ντουλάπα, αλλά σε σημείο που μπορούσες να σουτάρεις από το κρεβάτι, χωρίς να σηκωθείς.
Το πάτωμα ήταν μονίμως γεμάτο ρούχα, κάλτσες, κάποιο περιοδικό, ένας δίσκος, μια κασέτα, τα σπορτέξ και άλλα χρηστικά και άρχηστα αντικείμενα.
Μέσα σε αυτό το γενικό χάος, όποια έκκληση «να καθαρίσεις επιτέλους το δωμάτιό σου», έπεφτε στο κενό.
Η πόρτα του δωματίου ήταν μόνιμα κλειστή και σε πολλές υπήρχε το σήμα STOP ή απαγορευτικό.
Η είσοδος στους ενήλικες επιτρεπόταν μόνο κατόπιν αδείας. Τα βράδια που οι γονείς έπεφταν για ύπνο έκανε την εμφάνισή του από το συρτάρι του κομοδίνου το λατρεμένο walkman. Το πρωί το ξυπνητήρι, με τον πρώτο χτύπο, βρισκόταν με αστραπιαία κίνηση στον απέναντι τοίχο και όλη τη δουλειά την έκανε μετά κόπων και βασάνων η μάνα που φώναζε κάθε δυο λεπτά από άλλο δωμάτιο: “θα σηκωθείς επιτέλους; πάλι θα χάσεις την πρώτη ώρα”…