Ο Amir Pinkey-Jengkens, είναι ένα οχτάχρονο αγόρι που μένει στο Los Angeles και μαθαίνει τρομπόνι, μέσω ενός προγράμματος που ονομάζεται «harmony».
Πρόκειται για ένα μη κερδοσκοπικό πρόγραμμα εκτός ωρών σχολείου, κατά το οποίο μοιράζονται μουσικά όργανα και γίνεται και διδασκαλία μουσικής σε παιδιά από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Δύο φορές Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η μουσική εκπαίδευση μπορεί να επηρεάσει θετικά την προφορική γλωσσική ικανότητα του παιδιού.
Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η μουσική εκπαίδευση βελτιώνει το «αυτί» τόσο σε σχέση με τη μουσική όσο και με τον προφορικό λόγο, όπως δημοσιεύτηκε σε έρευνα στο Journal of Neuroscience. Οι ερευνητές διαπίστωσαςν πως παιδιά που έκαναν μαθήματα μουσικής για 2 χρόνια όχι μόνο βελτιώθηκαν στη μουσική αλλά και στον χειρισμό της γλώσσας.
Το πρόγραμμα εμπνεύστηκε η Margaret Martin, η οποία αν και άστεγη μεγάλωσε 2 παιδιά και τελικά, δύο χρόνια πριν, απέκτησε ντοκτορά στη δημόσια υγεία.
Μια από τις ιδιαιτερότητες της έρευνας ήταν ότι πραγματοποιήθηκε όχι σε συνθήκες εργαστηρίου αλλά στα γραφεία του project στο Los Angeles. Δύο απογεύματα την εβδομάδα νευρολογία και μουσική «συναντιούνται» εκεί όπου περίπου 24 παιδιά συγκεντρώνονται για να μάθουν να παίζουν φλάουτο, όμποε, τρομπόνι και τρομπέτα. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ακόμη εξ-αποστάσεως (μέσω διαδικτύου) μαθήματα μουσικής σε δημόσια σχολεία του Los Angeles.
Η επιτυχία του προγράμματος βασίζεται σε διάφορες παραμέτρους όπως το ότι τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παίζουν όργανα που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν λόγω υψηλού κόστους. Επίσης τα δωρεάν μαθήματα είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Ακόμη το ότι τα παιδιά ολοκληρώνοντας τη μέρα τους στο σχολείο, έχουν τη δυνατότητα να πάνε σε κάποιο μέρος όπου ενήλικες τα φροντίζουν και συναναστρέφονται μαζί τους.
Όμως πέρα από όλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Με λίγα λόγια : το μυαλό λειτουργεί με νευρώνες. Κάθε φορά που εισέρχεται μια καινούρια πληροφορία (μέσω της ακοής ή της όρασης κτλ), οι νευρώνες τη μεταδίδουν διαδοχικά με τις λεγόμενες νευρικές ώσεις (ηλεκτρικούς παλμούς). Αυτά τα ‘εγκεφαλικά κύματα’ μπορούν να παρατηρηθούν (τόσο οπτικά όσο και ακουστικά) με ηλεκτρόδια.
Ακόμη μπορούν να αναλυθούν ώστε να γίνει κατανοητός ο τρόπος που τα παιδιά επεξεργάζονται όχι μόνο τη μουσική αλλά και τον λόγο, καθώς έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά : χροιά, ύψος και χρόνο, γι’ αυτό και ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί τον ίδιο μηχανισμό για να τα επεξεργαστεί.
Το να μάθει κάποιος να παίζει ένα μουσικό όργανο φαίνεται πως βοηθά τον εγκέφαλο να αντιληφθεί το βάθος και τον πλούτο των προφορικών γλωσσικών ήχων. Σε σχετικό πείραμα για να διαπιστωθεί η ορθότητα του ευρήματος αυτού, εξετάστηκε μια ομάδα παιδιών έναν χρόνο μετά τη διδασκαλία ενός μουσικού οργάνου και μια άλλη ομάδα τα παιδιά της οποίας είχαν διδαχτεί μουσικό όργανο για δύο χρόνια.
Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά της δεύτερης ομάδας μπορούσαν να επεξεργάζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια τους ήχους. Η βελτίωση αποδόθηκε στα κοινά χαρακτηριστιά που υπάρχουν ανάμεσα στη μουσική και τον λόγο (χροιά, ύψος και χρόνος). Έτσι τα παιδιά μπορούν να διακρίνουν τα φωνήεντα από τα σύμφωνα με μεγαλύτερη ευκολία και ο εγκέφαλος λειτουργεί πιο γρήγορα ως προς αυτήν τη διάκριση.
Αναμφίβολα υπάρχουν περιορισμοί στη συγκεκριμένη έρευνα (μιας και διενεργήθηκε με 50 παιδιά περίπου ηλικίας 6 ως 9 ετών), δεν έγινε σε εργαστηριακές συνθήκες και ίσως τα οφέλη να ήταν ίδια αν τα παιδιά έκαναν κάποια άλλη δραστηριότητα.
Ωστόσο η 10χρονη Monica Miranda δεν χρειάζεται απόδειξη του πόσο τη βοήθησε το ότι έμαθε να παίζει βιολί. «Νιώθω ότι η μουσική συνδέεται με την εκπαίδευση, βοηθά στη συγκέντρωση». Η Μιράντα είναι στο 3ο έτος του προγράμματος. «Όταν κάνω τα μαθήματά μου και κουραστώ κάποια στιγμή, συνήθως πιάνω το βιολί μου και αρχίζω να παίζω. Νιώθω ότι ηρεμεί το μυαλό μου. Και όταν έρχομαι εδώ και παίζω με την ορχήστρα, είναι απλώς εκπληκτικό. Το λατρεύω!».
Και σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, το λατρεύει κι ο εγκέφαλός της…
Μετάφραση / επιμέλεια : Λία Μαλλίδου