"Μέσα από τη δουλειά μου έμαθα ότι υπάρχει κάτι το μαγικόστις ιστορίες των ανθρώπων. Ο τρόπος που αφηγείται κανείς τη ζωή του, τα προβλήματα του είναι ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο, ο τρόπος που δίνει νόημα ο ίδιος σε καταστάσεις που του συμβαίνουν και στα γεγονότα. Έτσι, αν αλλάξει η αφήγηση σημαίνει πως έχει αλλάξει και το πώς βλέπει κανείς τα πράγματα γύρω του. Ελπίζω για λίγο να γίνετε παιδιά και να αφεθείτε σε ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών".
Γράφει η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια, Έρα Μουλάκη
Λίγα λόγια για τα παραμύθια:
Πιστεύω πως τα παραμύθια είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να επικοινωνήσει ένας γονιός με το παιδί. Ένας αποτελεσματικός τρόπος να του μιλήσει για το πώς να μη φοβάται το σκοτάδι, πώς να του διδάξει να μοιράζεται τα παιχνίδια του αλλά και πώς να του εξηγήσει το θάνατο ενός αγαπημένου του προσώπου.
Ο λόγος που τα παραμύθια έχουν αυτή την ικανότητα είναι γιατί επιτρέπουν στο παιδί να πάρει απόσταση από το γεγονός με το οποίο είναι συναισθηματικά φορτισμένο, ενώ ταυτόχρονα του επιτρέπουν μέσα από τους συμβολισμούς και τις μεταφορές να ταυτιστεί με τον ήρωα, να μάθει, να διδαχθεί και να μοιραστείτη λύση που φέρνει συχνά και τη κάθαρση, την συναισθηματική αποφόρτιση.
Μπορείτε να πείτε όλα όσα θέλετε στο παιδί μέσα από τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου χαρακτήρα στη ιστορία. Στη ροή της ιστορίας μπορείτε να πείτε: Ο ελέφαντας είπε στο λιοντάρι «μπορείς να μοιραστείς την τροφή σου με τα άλλα ζώα». Σ’ αυτό το παράδειγμα το παιδί αγνοεί, σε συνειδητό επίπεδο, ότι η φράση «να μοιραστείς την τροφή σου με τους άλλους» απευθύνεται σ’ εκείνο. Όλη η προσοχή του, συνειδητά, είναι στραμμένη στην πλοκή της ιστορίας. Θεωρεί το διάλογο αυτό μέρος της ιστορίας, αλλά ασυνείδητα είναι σε θέση να καταγράψει την υπόδειξη ότι είναι καλό να μοιραζόμαστε αυτά που έχουμε με τους άλλους.
Γιατί να λέμε ιστορίες και παραμύθια στα παιδιά;
Η αφήγηση ιστοριών έχει πολλά πλεονεκτήματα. Ακούγοντας, τα παιδιά ασκούν τη φαντασία τους και την ικανότητα τους να οραματίζονται. Μαθαίνουν ακόμα να ακούν προσεκτικά. Το παραμύθι είναι μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες και τρόπους αφήγησης.
Τα Βασικά Βήματα:
1. Απομονώστε το πρόβλημα και καθορίστε με ακρίβεια ποιος το έχει πχ η μικρή Μαρία που είναι ακατάστατη και δεν μαζεύει τα παιχνίδια της.
2. Ξεχωρίστε τα πρόσωπα που εμπλέκονται (παιδί, γονείς, φίλοι κτλ), τις τοποθεσίες και τα πράγματα ή γεγονότα που συνδέονται με το πρόβλημα.
3. Επιλέξτε το περιεχόμενο της μεταφοράς (άνθρωποι, ζώα, βασιλιάδες κτλ), που θα ενσαρκώσουν τους ρόλους στην ιστορία σας. Καλό είναι να επιλέξτε σε ποιο βασίλειο θα διαδραματιστεί η ιστορία ζωικό, πριγκιπικό, επιστημονικό κτλ.
4. Επινοείστε μια λύση ή μια επιθυμητή συμπεριφορά πχ η Μαρία να τακτοποιεί τα παιχνίδια της όταν τελειώνει το παιχνίδι
5. Επιστρατεύστε όλη τη μαεστρία σας και υποδείξτε πως τα πρόσωπα της ιστορίας που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα φτάνουν στη λύση του.
Είναι σημαντικό το παιδί να έχει σημείο αναφοράς στην ιστορία ώστε να μπορέσει να ταυτίζεται με τους χαρακτήρες, τα γεγονότα και τις μεταξύ τους σχέσεις.
π.χ. Η Μαρία λοιπόν αφήνει το δωμάτιο της άνω κάτω κάθε φορά που παίζει παρόλο που ξέρει πως δυσαρεστεί τους γονείς της και παραβιάζει έναν κανόνα του σπιτιού.
Μια ιστορία για το πρόβλημα αυτό θα είχε τις ακόλουθες αντιστοιχίες:
Μαρία: Η Πριγκίπισσα
Πατέρας: Βασιλιάς
Μητέρα: Βασίλισσα
Οικογένεια: Βασιλική Οικογένεια
Βασικός Κανόνας: Βασιλικό Δίκαιο
Η ακαταστασία του γιου: Η ακατάστατη πριγκίπισσα
Η στεναχώρια των γονιών: Η δυσαρέσκεια της βασιλικής οικογένειας
Έχουμε λοιπόν τους ήρωες, την ιστορία και τώρα βάζουμε όση φαντασία έχουμε… :
Μια φορά και ένα καιρό σε κόσμο μακρινό ζούσε η βασιλική οικογένεια...
Είχε μια κόρη όμορφη και καλή που ήταν πριγκίπισσα. Όλη είχαν να το λένε για την ομορφιά και την καλοσύνη της. Η βασιλική οικογένεια ζούσε αγαπημένη για καιρό. Όταν άρχισε να μεγαλώνει η πριγκίπισσα άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ακατάστατη. Πέταγε τα ακριβά της ρούχα και τα καλά της τα παπούτσια εδώ και εκεί. Οι γονείς της όσο και αν της λέγανε να τα μαζεύει εκείνη τίποτα. Γίνονταν ολοένα και πιο ακατάστατη και δεν έβαζε μυαλό.
Απελπισμένοι ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα , το σκέφτηκαν, το ξανασκέφτηκαν, το έφεραν από εδώ το γύρισαν από εκεί και αποφάσισαν πως δεν είχαν άλλη επιλογή από την πιο τρελή, περίεργη και παράξενη λύση. Να γίνουν και αυτοί ακατάστατοι. Να δοκιμάσουν μήπως και έτσι βάλει μυαλό η κόρη τους. Μέσα σε λίγες μέρες το παλάτι είχε γίνει αγνώριστο.
Η πριγκίπισσα έπαψε να βρίσκει συγυρισμένο το δωμάτιο της και στρωμένο το κρεβάτι της, ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει ένα ζευγάρι γόβες. Μέσα σε μια εβδομάδα είχε χάσει τον ύπνο της έτσι όπως μπλέκονταν τα πόδια της στα τσαλακωμένα σεντόνια, κυκλοφορούσε σαν κλόουν με χρωματιστά ρούχα που έβρισκε εδώ και εκεί. Μια μέρα αφού δεν άντεχε να ψάχνει τα πράγματα της άλλο έβαλε τις φωνές « Φτάαανει δεν σας αντέχω άλλο. Μαζέψτε αυτό το αχούρι. Δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος έτσι» είπε. «Και σας υπόσχομαι ότι και εγώ θα γίνω από αύριο η πιο τακτική πριγκίπισσα».
Έτσι και έγινε, οι γονείς με ένα χαμόγελο την αγκάλιασαν και όλοι μαζί, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, η πριγκίπισσα και όλο το προσωπικό του παλατιού βάλθηκαν να το μαζεύουν και αργά πια το βράδυ κατάφεραν να το συγυρίσουν και να είναι και πάλι ένα όμορφο και τακτοποιημένο παλάτι. Από τότε η πριγκίπασσα δεν ξαναπέταξε τα ρούχα της από εδώ και από εκεί, και πήρε το μάθημα της.
Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς ακόμα καλύτερα.