Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
| ||
λύν-ω
λύν-εις
λύν-ει
λύν-ουμε ή λύν-ομε
λύν-ετε
λύν-ουν(ε)
|
να λύν-ω
να λύν-εις
να λύν-ει
να λύν-ουμε ή λύν-ομε
να λύν-ετε
να λύν-ουν(ε)
|
λύν-ε
λύν-ετε
|
λύν-οντας
| |||
έλυν-α
έλυν-ες
έλυν-ε
λύν-αμε
λύν-ατε
έλυν-αν / λύνανε
|
να έλυν-α
να έλυν-ες
να έλυν-ε
να λύν-αμε
να λύν-ατε
να έλυν-αν / λύνανε
| |||||
θα λύν-ω
θα λύν-εις
θα λύν-ει
θα λύν-ουμε ή λύν-ομε
θα λύν-ετε
θα λύν-ουν(ε)
| ||||||
έλυσ-α
έλυσ-ες
έλυσ-ε
λύσ-αμε
λύσ-ατε
έλυσ-αν / λύσανε
|
να λύσ-ω
να λύσ-εις
να λύσ-ει
να λύσ-ουμε
να λύσ-ετε
να λύσ-ουν(ε)
| να έλυσ-ανα έλυσ-ες να έλυσ-ε να λύσ-αμε να λύσ-ατε να έλυσ-αν |
λύσ-ε
λύ-στε
|
λύσ-ει
| ||
θα λύσ-ω
θα λύσ-εις
θα λύσ-ει
θα λύσ-ουμε ή λύσ-ομε
θα λύσ-ετε
θα λύσ-ουν(ε)
| ||||||
έχω λύσ-ει ή έχω λυμένο
έχεις λύσ-ει ή έχεις λυμένο
έχει λύσ-ει ή έχει λυμένο
έχουμε λύσ-ει ή έχουμε λυμένο
έχετε λύσ-ει ή έχετε λυμένο
έχουν λύσ-ει ή έχουν λυμένο
|
να έχω λύσ-ει ή να έχω λυμένο
να έχεις λύσ-ει ή να έχεις λυμένο
να έχει λύσ-ει ή να έχει λυμένο
να έχουμε λύσ-ει ή να έχουμε λυμένο
να έχετε λύσ-ει ή να έχετε λυμένο
να έχουν λύσ-ει ή να έχουν λυμένο
| |||||
είχα λύσ-ει ή είχα λυμένο
είχες λύσ-ει ή είχες λυμένο
είχε λύσ-ει ή είχε λυμένο
είχαμε λύσ-ει ή είχαμε λυμένο
είχατε λύσ-ει ή είχατε λυμένο
είχαν λύσ-ει ή είχαν(ε) λυμένο
|
να είχα λύσ-ει ή να είχα λυμένο
να είχες λύσ-ει ή να είχες λυμένο
να είχε λύσ-ει ή να είχε λυμένο
να είχαμε λύσ-ει ή να είχαμε λυμένο
να είχατε λύσ-ει ή να είχατε λυμένο
να είχαν λύσ-ει ή να είχαν(ε) λυμένο
| |||||
θα έχω λύσ-ει ή θα έχω λυμένο
θα έχεις λύσ-ει ή θα έχεις λυμένο
θα έχει λύσ-ει ή θα έχει λυμένο
θα έχουμε λύσ-ει ή θα έχουμε λυμένο
θα έχετε λύσ-ει ή θα έχετε λυμένο
θα έχουν λύσ-ει ή θα έχουν(ε) λυμένο
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
| |
λύν-ομαι
λύν-εσαι
λύν-εται
λυν-όμαστε
λύν-εστε ή λυν-όσαστε
λύν-ονται
|
να λύν-ομαι
να λύν-εσαι
να λύν-εται
να λύν-όμαστε
να λύν-εστε ή να λυν-όσαστε
να λύν-ονται
|
(λύν-ου)
(λύν-εστε)
| |||
λυν-όμουν (α)
λυν-όσουν(α)
λυν-όταν(ε)
λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
λυν-όσασταν ή λυν-όσαστε
λύν-ονταν ή λυν-όντουσαν
|
να λυν-όμουν(α)
να λυν-όσουν(α)
να λυν-όταν(ε)
να λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
να λυν-όσασταν ή λυν-όσαστε
να λύν-ονταν ή λυν-όντουσαν
| ||||
θα λύν-ομαι
θα λύν-εσαι
θα λύν-εται
θα λυν-όμαστε
θα λύν-εστε ή λυν-όσαστε
θα λύν-ονται
| |||||
λύ-θη-κα
λύ-θη-κες
λύ-θη-κε
λυ-θή-καμε
λυ-θή-κατε
λύ-θη-καν(ε)
|
να λυθ-ώ
να λυθ-είς
να λυθ-εί
να λυθ-ούμε
να λυθ-είτε
να λυθ-ούν(ε)
|
λύσ-ου
λυ-θείτε
|
λυ-θεί
| ||
θα λυθ-ώ
θα λυθ-είς
θα λυθ-εί
θα λυθ-ούμε
θα λυθ-είτε
θα λυθ-ούν(ε)
| |||||
έχω λυ-θεί ή είμαι λυμένος, η, ο
έχεις λυ-θεί ή είσαι λυμένος, η, ο
έχει λυ-θεί ή είναι λυμένος, η, ο
έχουμε λυ-θεί ή είμαστε λυμένοι, ες, α
έχετε λυ-θεί ή είστε λυμένοι, ες, α
έχουν λυ-θεί ή είναι λυμένοι, ες, α
|
να έχω λυ-θεί ή να είμαι λυμένος, η, ο
να έχεις λυ-θεί ή να είσαι λυμένος, η, ο
να έχει λυ-θεί ή να είναι λυμένος, η, ο
να έχουμε λυ-θεί ή να είμαστε λυμένοι, ες, α
να έχετε λυ-θεί ή να είστε λυμένοι, ες, α
να έχουν λυ-θεί ή να είναι λυμένοι, ες, α
|
λυμένος, η, ο
| |||
είχα λυ-θεί ή ήμουν λυμένος, η, ο
είχες λυ-θεί ή ήσουν λυμένος, η, ο
είχε λυ-θεί ή ήταν λυμένος, η, ο
είχαμε λυ-θεί ή ήμασταν λυμένοι, ες, α
είχατε λυ-θεί ή ήσασταν λυμένοι, ες, α
είχαν λυ-θεί ή ήταν λυμένοι, ες, α
|
να είχα λυ-θεί ή να ήμουν(α) λυμένος, η, ο
να είχες λυ-θεί ή να ήσουν(α) λυμένος, η, ο
να είχε λυ-θεί ή να ήταν λυμένος, η, ο
να είχαμε λυ-θεί ή να ήμαστε λυμένοι, ες, α
να είχατε λυ-θεί ή να ήσαστε λυμένοι, ες, α
να είχαν λυ-θείή να ήταν λυμένοι, ες, α
| ||||
θα έχω λυ-θεί ή θα ήμουν λυμένος, η, ο
θα έχεις λυ-θεί ή θα ήσουν λυμένος, η, ο
θα έχει λυ-θεί ή θα ήταν λυμένος, η, ο
θα έχουμε λυ-θεί ή θα ήμασταν λυμένοι, ες, α
θα έχετε λυ-θεί ή θα ήσασταν λυμένοι, ες, α
θα έχουν λυ-θεί ή θα ήταν λυμένοι, ες, α
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
| |
χτυπ-ώ ή χτυπάω
χτυπ-άς
χτυπ-ά ή χτυπάει
χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
χτυπ-άτε
χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)
|
να χτυπ-ώ ή χτυπάω
να χτυπ-άς
να χτυπ-ά ή χτυπάι
να χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
να χτυπ-άτε
να χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)
|
χτύπ-α
χτυπ-άτε
|
χτυπ-ώντας
| ||
χτυπ-ούσα ή χτύπ-αγα
χτυπ-ούσες ή χτύπ-αγες
χτυπ-ούσε ή χτύπ-αγε
χτυπ-ούσαμε ή χτυπ-άγαμε
χτυπ-ούσατε ή χτυπ-άγατε
χτυπ-ούσαν ή χτύπ-αγαν(ε)
|
να χτυπ-ούσα ή χτύπ-αγα
να χτυπ-ούσες ή χτύπ-αγες
να χτυπ-ούσε ή χτύπ-αγε
να χτυπ-ούσαμε ή χτυπ-άγαμε
να χτυπ-ούσατε ή χτυπ-άγατε
να χτυπ-ούσαν ή χτύπ-αγαν(ε)
| ||||
θα χτυπ-ώ ή χτυπάω
θα χτυπ-άς
θα χτυπ-ά ή χτυπάει
θα χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
θα χτυπ-άτε
θα χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)
| |||||
χτύπ-ησα
χτύπ-ησες
χτύπ-ησε
χτυπ-ήσαμε
χτυπ-ήσατε
χτύπ-ησαν ή χτυπ-ήσανε
|
να χτυπ-ήσω
να χτυπ-ήσεις
να χτυπ-ήσει
να χτυπ-ήσουμε
να χτυπ-ήσετε
να χτυπ-ήσουν(ε)
|
χτύπ-ησε
χτυπ-ήστε
|
χτυπ-ήσει
| ||
θα χτυπ-ήσω
θα χτυπ-ήσεις
θα χτυπ-ήσει
θα χτυπ-ήσουμε
θα χτυπ-ήσετε
θα χτυπ-ήσουν(ε)
| |||||
έχω χτυπήσει ή έχω χτυπημένο
έχεις χτυπήσει ή έχεις χτυπημένο
έχει χτυπήσει ή έχει χτυπημένο
έχουμε χτυπήσει ή έχουμε χτυπημένο
έχετε χτυπήσειι ή έχετε χτυπημένο
έχουν χτυπήσει ή έχουν χτυπημένο
|
να έχω χτυπήσει ή να έχω χτυπημένο
να έχεις χτυπήσει ή να έχεις χτυπημένο
να έχει χτυπήσει ή να έχει χτυπημένο
να έχουμε χτυπήσει ή να έχουμε χτυπημένο
να έχετε χτυπήσει ή να έχετε χτυπημένο
να έχουν χτυπήσει ή να έχουν χτυπημένο
| ||||
είχα χτυπήσει ή είχα χτυπημένο
είχες χτυπήσει ή είχες χτυπημένο
είχε χτυπήσει ή είχε χτυπημένο
είχαμε χτυπήσει ή είχαμε χτυπημένο
είχατε χτυπήσει ή είχατε χτυπημένο
είχαν χτυπήσει ή είχαν(ε) χτυπημένο
|
να είχα χτυπήσει ή να είχα χτυπημένο
να είχες χτυπήσει ή να είχες χτυπημένο
να είχε χτυπήσει ή να είχε χτυπημένο
να είχαμε χτυπήσει ή να είχαμε χτυπημένο
να είχατε χτυπήσει ή να είχατε χτυπημένο
να είχαν χτυπήσει ή να είχαν(ε) χτυπημένο
| ||||
θα έχω χτυπήσει ή θα έχω χτυπημένο
θα έχεις χτυπήσει ή θα έχεις χτυπημένο
θα έχει χτυπήσει ή θα έχει χτυπημένο
θα έχουμε χτυπήσει ή θα έχουμε χτυπημένο
θα έχετε χτυπήσει ή θα έχετε χτυπημένο
θα έχουν χτυπήσει ή θα έχουν(ε) χτυπημένο
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
| |
χτυπ-ιέμαι
χτυπ-ιέσαι
χτυπ-ιέται
χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
|
να χτυπ-ιέμαι
να χτυπ-ιέσαι
να χτυπ-ιέται
να χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
να χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
| ||||
χτυπ-ιόμουν(α)
χτυπ-ιόσουν(α)
χτυπ-ιόταν(ε)
χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-ιόνταν(ε)
ή χτυπ-ιόντουσαν |
να χτυπ-ιόμουν(α)
να χτυπ-ιόσουν(α)
να χτυπ-ιόταν(ε)
να χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-ιόσαστε
να χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-ιόνταν(ε)
ή χτυπ-ιόντουσαν | ||||
θα χτυπ-ιέμαι
θα χτυπ-ιέσαι
θα χτυπ-ιέται
θα χτυπ-ιόμαστε
θα χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
θα χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
| |||||
χτυπ-ήθηκα
χτύπ-ήθηκες
χτύπ-ήθηκε
χτυπ-ηθήκαμε
χτυπ-ηθήκατε
χτύπ-ήθηκαν ή χτυπ-ηθήκανε
|
να χτυπ-ηθώ
να χτυπ-ηθείς
να χτυπ-ηθεί
να χτυπ-ηθούμε
να χτυπ-ηθείτε
να χτυπ-ηθούν(ε)
|
χτυπ-ήσου
χτυπ-ηθείτε
|
χτυπ-ηθεί
| ||
θα χτυπ-ηθώ
θα χτυπ-ηθείς
θα χτυπ-ηθεί
θα χτυπ-ηθούμε
θα χτυπ-ηθείτε
θα χτυπ-ηθούν(ε)
| |||||
έχω χτυπηθεί ή είμαι χτυπημένος, η, ο
έχεις χτυπηθεί ή είσαι χτυπημένος, η, ο
έχει χτυπηθεί ή είναι χτυπημένος, η, ο
έχουμε χτυπηθεί ή είμαστε χτυπημένοι, ες, α
έχετε χτυπηθεί ή είστε χτυπημένοι, ες, α
έχουν χτυπηθεί ή είναι χτυπημένοι, ες, α
|
να έχω χτυπηθεί ή να είμαι χτυπημένος, η, ο
να έχεις χτυπηθεί ή να είσαι χτυπημένος, η, ο
να έχει χτυπηθεί ή να είναι χτυπημένος, η, ο
να έχουμε χτυπηθεί ή να είμαστε χτυπημένοι, ες, α
να έχετε χτυπηθεί ή να είστε χτυπημένοι, ες, α
να έχουν χτυπηθεί ή να είναι χτυπημένοι, ες, α
|
χτυπημένος, η, ο
| |||
είχα χτυπηθεί ή ήμουν χτυπημένος, η, ο
είχες χτυπηθεί ή ήσουν χτυπημένος, η, ο
είχε χτυπηθεί ή ήταν χτυπημένος, η, ο
είχαμε χτυπηθεί ή ήμασταν χτυπημένοι, ες, α
είχατε χτυπηθεί ή ήσασταν χτυπημένοι, ες, α
είχαν χτυπηθεί ή ήταν χτυπημένοι, ες, α
|
να είχα χτυπηθεί ή να ήμουν χτυπημένος, η, ο
να είχες χτυπηθεί ή να ήσουν χτυπημένος, η, ο
να είχε χτυπηθεί ή να ήταν χτυπημένος, η, ο
να είχαμε χτυπηθεί ή να ήμασταν χτυπημένοι, ες, α
να είχατε χτυπηθεί ή να ήσασταν χτυπημένοι, ες, α
να είχαν χτυπηθεί ή να ήταν χτυπημένοι, ες, α
| ||||
θα έχω χτυπηθεί ή θα είμαι χτυπημένος, η, ο
θα έχεις χτυπηθεί ή θα είσαι χτυπημένος, η, ο
θα έχει χτυπηθεί ή θα είναι χτυπημένος, η, ο
θα έχουμε χτυπηθεί ή θα είμαστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχετε χτυπηθεί ή θα είστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχουν χτυπηθεί ή θα είναι χτυπημένοι, ες, α
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
| |
θεωρ-ώ
θεωρ-είς
θεωρ-εί
θεωρ-ούμε
θεωρ-είτε
θεωρ-ούν(ε)
|
να θεωρ-ώ
να θεωρ-είς
να θεωρ-εί
να θεωρ-ούμε
να θεωρ-είτε
να θεωρ-ούν(ε)
|
θεωρ-είτε
|
θεωρ-ώντας
| ||
θεωρ-ούσα
θεωρ-ούσες
θεωρ-ούσε
θεωρ-ούσαμε
θεωρ-ούσατε
θεωρ-ούσαν
|
να θεωρ-ούσα
να θεωρ-ούσες
να θεωρ-ούσε
να θεωρ-ούσαμε
να θεωρ-ούσατε
να θεωρ-ούσαν
| ||||
θα θεωρ-ώ
θα θεωρ-είς
θα θεωρ-εί
θα θεωρ-ούμε
θα θεωρ-είτε
θα θεωρ-ούν(ε)
| |||||
θεώρ-ησα
θεώρ-ησες
θεώρ-ησε
θεωρ-ήσαμε
θεωρ-ήσατε
θεώρ-ησαν ή θεωρ-ήσανε
|
να θεωρ-ήσω
να θεωρ-ήσεις
να θεωρ-ήσει
να θεωρ-ήσουμε
να θεωρ-ήσετε
να θεωρ-ήσουν(ε)
|
θεώρ-ησε
θεωρ-ήστε
|
θεωρ-ήσει
| ||
θα θεωρ-ήσω
θα θεωρ-ήσεις
θα θεωρ-ήσει
θα θεωρ-ήσουμε
θα θεωρ-ήσετε
θα θεωρ-ήσουν(ε)
| |||||
έχω θεωρήσει ή έχω θεωρημένο
έχεις θεωρήσει ή έχεις θεωρημένο
έχει θεωρήσει ή έχει θεωρημένο
έχουμε θεωρήσει ή έχουμε θεωρημένο
έχετε θεωρήσει ή έχετε θεωρημένο
έχουν θεωρήσει ή έχουν θεωρημένο
|
να έχω θεωρήσει ή να έχω θεωρημένο
να έχεις θεωρήσει ή να έχεις θεωρημένο
να έχει θεωρήσει ή να έχει θεωρημένο
να έχουμε θεωρήσει ή να έχουμε θεωρημένο
να έχετε θεωρήσει ή να έχετε θεωρημένο
να έχουν θεωρήσει ή να έχουν θεωρημένο
| ||||
είχα θεωρήσει ή είχα θεωρημένο
είχες θεωρήσει ή είχες θεωρημένο
είχε θεωρήσει ή είχε θεωρημένο
είχαμε θεωρήσει ή είχαμε θεωρημένο
είχατε θεωρήσει ή είχατε θεωρημένο
είχαν θεωρήσει ή είχαν(ε) θεωρημένο
|
να είχα θεωρήσει ή να είχα θεωρημένο
να είχες θεωρήσει ή να είχες θεωρημένο
να είχε θεωρήσει ή να είχε θεωρημένο
να είχαμε θεωρήσει ή να είχαμε θεωρημένο
να είχατε θεωρήσει ή να είχατε θεωρημένο
να είχαν θεωρήσει ή να είχαν(ε) θεωρημένο
| ||||
θα έχω θεωρήσει ή θα έχω θεωρημένο
θα έχεις θεωρήσει ή θα έχεις θεωρημένο
θα έχει θεωρήσει ή θα έχει θεωρημένο
θα έχουμε θεωρήσει ή θα έχουμε θεωρημένο
θα έχετε θεωρήσει ή θα έχετε θεωρημένο
θα έχουν θεωρήσει ή θα έχουν(ε) θεωρημένο
|
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
| |
θεωρ-ούμαι
θεωρ-είσαι
θεωρ-είται
θεωρ-ούμαστε
θεωρ-είστε
θεωρ-ούνται
|
να θεωρ-ούμαι
να θεωρ-είσαι
να θεωρ-είται
να θεωρ-ούμαστε
να θεωρ-είστε
να θεωρ-ούνται
| ||||
θεωρ-ούμουν(α)
θεωρ-ούσουν(α)
θεωρ-ούνταν(ε)
θεωρ-ούμασταν ή θεωρ-ιόμαστε
θεωρ-ούσασταν ή θεωρ-ιόσαστε
θεωρ-ούνταν(ε) ή θεωρ-ιόνταν(ε)
ή θεωρ-ιόντουσαν |
να θεωρ-ιόμουν(α)
να θεωρ-ιόσουν(α)
να θεωρ-ιόταν(ε)
να θεωρ-ιόμασταν ή θεωρ-ιόμαστε
να θεωρ-ιόσασταν ή θεωρ-ιόσαστε
να θεωρ-ιούνταν(ε) ή θεωρ-ιόνταν(ε)
ή θεωρ-ιόντουσαν | ||||
θα θεωρ-ούμαι
θα θεωρ-είσαι
θα θεωρ-είται
θα θεωρ-ούμαστε
θα θεωρ-είστε
θα θεωρ-ούνται
| |||||
θεωρ-ήθηκα
θεωρ-ήθηκες
θεωρ-ήθηκε
θεωρ-ηθήκαμε
θεωρ-ηθήκατε
θεωρ-ήθηκαν ή θεωρ-ηθήκανε
|
να θεωρ-ηθώ
να θεωρ-ηθείς
να θεωρ-ηθεί
να θεωρ-ηθούμε
να θεωρ-ηθείτε
να θεωρ-ηθούν(ε)
|
θεωρ-ήσου
θεωρ-ηθείτε
|
θεωρ-ηθεί
| ||
θα θεωρ-ηθώ
θα θεωρ-ηθείς
θα θεωρ-ηθεί
θα θεωρ-ηθούμε
θα θεωρ-ηθείτε
θα θεωρ-ηθούν(ε)
| |||||
έχω θεωρηθεί ή είμαι θεωρημένος, η, ο
έχεις θεωρηθεί ή είσαι θεωρημένος, η, ο
έχει θεωρηθεί ή είναι θεωρημένος, η, ο
έχουμε θεωρηθεί ή είμαστε θεωρημένοι, ες, α
έχετε θεωρηθεί ή είστε θεωρημένοι, ες, α
έχουν θεωρηθεί ή είναι θεωρημένοι, ες, α
|
να έχω θεωρηθεί ή να είμαι θεωρημένος, η, ο
να έχεις θεωρηθεί ή να είσαι θεωρημένος, η, ο
να έχει θεωρηθεί ή να είναι θεωρημένος, η, ο
να έχουμε θεωρηθεί ή να είμαστε θεωρημένοι, ες, α
να έχετε θεωρηθεί ή να είστε θεωρημένοι, ες, α
να έχουν θεωρηθεί ή να είναι θεωρημένοι, ες, α
|
θεωρημένος, η, ο
| |||
είχα θεωρηθεί ή ήμουν θεωρημένος, η, ο
είχες θεωρηθεί ή ήσουν θεωρημένος, η, ο
είχε θεωρηθεί ή ήταν θεωρημένος, η, ο
είχαμε θεωρηθεί ή ήμασταν θεωρημένοι, ες, α
είχατε θεωρηθεί ή ήσασταν θεωρημένοι, ες, α
είχαν θεωρηθεί ή ήταν θεωρημένοι, ες, α
|
να είχα θεωρηθεί ή να ήμουν θεωρημένος, η, ο
να είχες θεωρηθεί ή να ήσουν θεωρημένος, η, ο
να είχε θεωρηθεί ή να ήταν θεωρημένος, η, ο
να είχαμε θεωρηθεί ή να ήμασταν θεωρημένοι, ες, α
να είχατε θεωρηθεί ή να ήσασταν θεωρημένοι, ες, α
να είχαν θεωρηθεί ή να ήταν θεωρημένοι, ες, α
| ||||
θα έχω θεωρηθεί ή θα είμαι θεωρημένος, η, ο
θα έχεις θεωρηθεί ή θα είσαι θεωρημένος, η, ο
θα έχει θεωρηθεί ή θα είναι θεωρημένος, η, ο
θα έχουμε θεωρηθεί ή θα είμαστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχετε θεωρηθεί ή θα είστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχουν θεωρηθεί ή θα είναι θεωρημένοι, ες, α
|
Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Δημοτικό εδώ.
Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Γυμνάσιο εδώ.
Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Λύκειο εδώ.