Η λογοτεχνική δεκαετία του 1960
(Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά)
Η περίοδος χαρακτηρίζεται από πολιτική αστάθεια και μεταβατικότητα. Τα ιστορικά γεγονότα συνεχίζουν να σημαδεύουν τη λογοτεχνία. Η σκιά της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς είναι ακόμη έντονη. Παράλληλα όμως οι λογοτέχνες διαφοροποιούνται μέσα από την αμφισβήτηση. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Κική Δημουλά, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μένης Κουμανταρέας κ.ά.
Α. Η ποίηση
Στη σκιά του παρελθόντος.
Αμφισβήτηση και διαμαρτυρία
Αμφισβήτηση και διαμαρτυρία
Γύρω στα 1960 εμφανίζεται μια νέα γενιά ποιητών που συνεχίζουν σε μικρότερη κλίμακα την παράδοση των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών, αλλά παράλληλα διαφοροποιούνται από την προηγούμενη γενιά προχωρώντας προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας. Η γενιά αυτή αναπτύσσεται μέσα σε ένα χώρο όπου διακρίνονται ακόμη τα ίχνη της Γενιάς του Τριάντα (που εξακολουθεί να κάνει αισθητή την παρουσία της), ενώ παράλληλα η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας βρίσκεται στη δημιουργικότερη και παραγωγικότερη στιγμή της.
Πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο που οδηγεί στη νέα ποιητική γενιά του 1970, η οποία θα φέρει μια νέα ποιητική καρποφορία. Οι ποιητές της μεταβατικής αυτής περιόδου γεννήθηκαν όλοι ανάμεσα στο 1929 και το 1940 και αυτό είναι, σύμφωνα με τους μελετητές, το ασφαλέστερο κριτήριο για τη χάραξη των ορίων αυτής της γενιάς. Πρόκειται επομένως για ποιητές που γύρω στα 1940 διανύουν την τρυφερή παιδική ηλικία τους, πράγμα που σημαίνει ότι ο Αλβανικός πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση είναι κυρίως τα τραυματικά γεγονότα που σημαδεύουν τη μνήμη τους.
Χαρακτηριστικά της ποιητικής γενιάς του '60
1. Οι ποιητές της γενιάς του '60 εμφανίζονται ως «ηττημένοι» χωρίς, ωστόσο, να έχουν δώσει κάποια μάχη (ένοπλη ή ιδεολογική). Αισθάνονται να τους βαραίνει η αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός εφιάλτη, καθώς έχουν βιώσει παθητικά τις τραυματικές μνήμες μιας ταραγμένης εποχής.
2. Ζουν σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε στην αγωνιστική τους διάθεση, με αποτέλεσμα να ωθούνται στην εσωστρέφεια, την ενδοσκόπηση και την εξομολόγηση.
3. Τα ποιήματά τους εκφράζουν φόβο, απόγνωση, αίσθηση αποτυχίας και ήττας. Οι μελετητές παρατήρησαν ότι η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά παρουσιάζει αντιστοιχίες με τους ποιητές της δεκαετίας του '20 (οι οποίοι σημαδεμένοι από την Μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσαν μια «χαμένη γενιά»). Γι' αυτό και στα ποιήματα της περιόδου εμφανίζεται έντονη η επίδραση της ποίησης του Καρυωτάκη.
4. Ο φόβος, η αποξένωση και η στέρηση έγιναν οι αιτίες της διαμαρτυρίας των ποιητών απέναντι στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.
Θέματά τους, ωστόσο, παραμένουν τα αιώνια θέματα της ποίησης: ο έρωτας, ο θάνατος, η ανθρώπινη κοινωνία.
Εκπρόσωποι
Οι νέοι ποιητές αισθάνονται πικραμένοι και προδομένοι και αυτό εκφράζεται στην ποίησή τους. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος(Θεσσαλονίκη, 1931), φιλόλογος και υπεύθυνος του περιοδικού Διαγώνιος (που ιδρύθηκε το 1958 και υπήρξε φυτώριο για πολλούς ποιητές και πεζογράφους της εποχής), έγραψε ποίηση έντονα εξομολογητική, η οποία όμως δεν αποφεύγει να ασκεί κοινωνική κριτική.
Ο Βύρων Λεοντάρης (1932, Νιγρίτα Σερρών), ο οποίος το 1997 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του Εν γη αλμυρά, εκφράζει στους στίχους του την απογοήτευσή του. Μιλώντας για το έργο του ο ποιητής και κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου σημειώνει: «Η ήττα του χθες είναι ήττα του σήμερα αλλά και του αύριο». Σύζυγος του Λεοντάρη είναι η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, που δημιουργεί μια ονειρική ποίηση εκφράζοντας το «ποιητικό της όνειρο» σε εσωτερικό μονόλογο.
Στις ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικότητας στηρίζεται η ποίηση του Μακεδόνα ποιητή Μάρκου Μέσκου (1935). Σε αυτές αντισταθμίζεται η απαισιόδοξη πραγματικότητα. Στο έργο του Μέσκου, όπως και σε αυτό του Πρόδρομου Μάρκογλου (Καβάλα, 1935) είναι έκδηλες οι ιστορικές και κοινωνικές αναφορές. Η ποίηση του Μάρκογλου έχει κοινωνικό προσανατολισμό, τόνο αποσπασματικό και είναι έντονα αντιλυρική, ασκώντας αυστηρή κριτική απέναντι στον κόσμο που τον περιβάλλει. Στη μνήμη στηρίζεται και η ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου (Θεσσαλονίκη 1937-1994), ο οποίος αισθάνεται αποξενωμένος και εξόριστος μέσα στο ίδιο το περιβάλλον του. Από την πρώτη του ήδη συλλογή (Περιγραφή εξώσεως, 1960) ο Ευαγγέλου δίνει το στίγμα της ποίησής του: αίσθηση στέρησης και αδυναμία συμφιλίωσης με τη σκληρή πραγματικότητα.
Το ποιητικό έργο του Τάσου Κόρφη (1929-1994), ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή, διαπνέεται από συγκρατημένη μελαγχολία, ενώ η ποίηση του Τόλη Νικηφόρου(Θεσσαλονίκη, 1938), έχει τόνο ελεγειακό. Την οδύνη από τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις εκφράζει και η ποίηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (Θεσσαλονίκη, 1930), που ενώ ξεκίνησε αναζητώντας «εμπειρίες έξω από τα ανθρώπινα μέτρα», αρκέστηκε τελικά στην ποιητική αποτύπωση καθημερινών εμπειριών με τρόπο τρυφερό τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία της (βλ. παρακάτω).
Σε διαφορετικό κλίμα κινείται ο Μάνος Ελευθερίου (Ερμούπολη Σύρου, 1938), γνωστός κυρίως από τα τραγούδια του (έγραψε 350 περίπου τραγούδια και συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους έλληνες συνθέτες). Ο ποιητής ασχολήθηκε επιτυχώς με την αυτοβιογραφική αφήγηση (βλ. πεζογραφία).
Ανάμεσα στους ποιητές της δεκαετίας του '60 αναμφίβολα ξεχώρισε η ευρηματική ποίηση της Κικής Δημουλά(1931). Η ποιήτρια, ευαίσθητη στα ερεθίσματα της καθημερινότητας, μπορεί με τη γλωσσική άνεση που τη διακρίνει να μετατρέπει σε εικόνες το χρόνο της μνήμης χρησιμοποιώντας νεολογισμούς και αντιπαραθέτοντας το συναίσθημα στη λογική. Από τις πρώτες της συλλογές (Έρεβος, 1956, Ερήμην, 1958, Επί τα ίχνη, 1963), μέχρι την ώριμη ποίησή της (Το λίγο του κόσμου, 1971, Χαίρε ποτέ, 1988 κλπ.) η ποιήτρια συνομιλεί με τη φθορά, τη ματαιότητα, το κενό, ενώ από τα ωραιότερα ποιήματά της είναι αυτά που συνθέτει με αφορμή φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες στην ποίησή της, όπως γράφει ο κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου, συχνά αποκτούν την ιδιότητα ενός κειμένου, γίνονται «αναγνώσιμες» συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν.
Ο ποιητής και δημοσιογράφος Σπύρος Τσακνιάς (1929-2000) διακρίνεται κυρίως για τη διαύγεια του ποιητικού λόγου του. Σύζυγός του η Αμαλία Τσακνιά (1932-1984), η οποία στην ποίησή της κινητοποιεί κυρίως τη διαδικασία της μνήμης χωρίς να μεμψιμοιρεί ή να έχει ψευδαισθήσεις. Η ποιήτρια χαρακτηρίζεται, όπως σημειώνει ο Κώστας Παπαγεωργίου, από «νηφάλιο πάθος, εγκράτεια συναισθημάτων και αβρότητα εκφραστικών τρόπων».
Ιδιότυπη εμφανίζεται και η ποίηση της Νανάς Ησαΐα (1934-2003), της οποίας η ποίηση εκφράζει την υπαρξιακή της αγωνία. Την αγωνία της γραφής που αποτυπώνεται από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πραγματοποίησή της συναντάμε στην ποίηση του Νίκου Φωκά (1927), μεταφραστή του έργου του Μπωντλαίρ, ο οποίος επηρεάζει βαθιά την ποίησή του. Τέλος η ποίηση του Κώστα Στεργιόπουλου (1926), πανεπιστημιακού καθηγητή, ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας, είναι ουσιαστικά λυρική με έντονα τα στοιχεία του συμβολισμού.
Τη στρατευμένη ποίηση υπηρέτησε ο Γιάννης Νεγρεπόντης και ο Θωμάς Γκόρπας, ενώ ο Λουκάς Κούσουλας (1927), φιλόλογος, δίνει μια χαμηλόφωνη ποίηση, στοχαστική που, όπως γράφει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, ξεκίνησε από το λυρισμό του Γιώργου Σεφέρη και είχε εμφανείς σταθμούς το διάλογο με τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη και τους αρχαίους δραματουργούς. Στους νεότερους συγκαταλέγονται ο Μάριος Μαρκίδης (1940-2002), ο οποίος στην ποίησή του συνδυάζει έντεχνα τη λογική με το συναίσθημα, ο Τάσος Δενέγρης και ο Βασίλης Καραβίτης με την αμεσότητα και την παρατηρητικότητά τους και τέλος ο Γιώργης Μανουσάκης (1933), φιλόλογος, που έδωσε ποίηση «εσωτερική», «κλειστή», σε οικείο, φιλικό και εξομολογητικό τόνο. Ο μικρός αυτός κατάλογος θα κλείσει με τον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη (1940), του οποίου το έργο απηχεί το τραγικό γεγονός της εισβολής στην Κύπρο και τον απόηχο των συνεπειών του.
Β. Η πεζογραφία
Γενικά, το μυθιστόρημα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα δεν αποβλέπει τόσο στην ανάδειξη της ατομικότητας των προσώπων όσο στην εξωτερική περιγραφή ιστορικών καταστάσεων και κοινωνικών σχέσεων.
Στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) στην Ελλάδα οι συγγραφικές φωνές της πρωτοπορίας θα σιγήσουν προσωρινά. Το 1967 και η δικτατορία των συνταγματαρχών θα σηματοδοτήσουν για το μυθιστόρημα το τέλος της μεταπολεμικής περιόδου. Αργότερα, στη «σύγχρονη περίοδο» του ελληνικού μυθιστορήματος, σημαντικοί δημιουργοί θα ασχοληθούν για πρώτη φορά σε έκταση και βάθος με το πρόβλημα της ανελευθερίας και της καταπίεσης σε έργα που θα δουν το φως κυρίως μετά τη μεταπολίτευση (1974). Τα έργα αυτά προτιμούν να καταγγέλλουν μέσα από την παρωδία, την αλληγορία και τη σκοτεινότητα. Η ελληνική πεζογραφία θα περάσει στο χώρο του μοντερνισμού.
Μέσα στις μεταπολεμικές περιπέτειες αρκετοί από τους συγγραφείς της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς επηρεάστηκαν από τις ιδεολογικές και λογοτεχνικές ζυμώσεις και τα καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης. Έτσι, εκτός από τη ρωσική, την αγγλική, τη γαλλική και τη σκανδιναβική λογοτεχνία, που ήταν ήδη γνωστές και παλαιότερα, τώρα γίνονται γνωστοί και επηρεάζουν Αμερικανοί συγγραφείς, όπως ο Φόκνερ, ο Χεμινγουέι και ο Τζων Ερνστ Στάινμπεκ, ευρύτερα γνωστός από το μυθιστόρημά του Τα σταφύλια της οργής (1940), όπου περιγράφεται η εκμετάλλευση που υφίστανται οι μετανάστες ακτήμονες αγρότες από το ανελέητο σύστημα της αγροτικής οικονομίας. Ακόμα στη δεκαετία του '60 μεγάλη επίδραση άσκησε στην Ευρώπη το έργο του Τσεχοεβραίου συγγραφέα Φραντς Κάφκα (1883-1924) και ιδιαίτερα τα μυθιστορήματά του (Η Δίκη, 1925, Ο Πύργος, 1926), που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του και στα οποία εκφράζεται η αγωνία και η αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ού αιώνα.
Από το ρεαλισμό στη φαντασία: οι καινούριες λογοτεχνικές μορφές
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 εμφανίζονται με βιβλία τους οι περισσότεροι συγγραφείς, που δεν είναι οι πρωταγωνιστές των ιστορικών γεγονότων, αλλά εκείνοι που υφίστανται τις συνέπειές τους χωρίς να είναι υπεύθυνοι γι' αυτά.
Στη δεκαετία του '60 η μεταπολεμική περίοδος έχει ουσιαστικά κλείσει. Oι αναμνήσεις του πολέμου είναι πια μακριά, η στάση απέναντι στο παρελθόν αλλάζει και λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών (21-4-1967) η λογοτεχνία γνωρίζει πραγματική άνθηση.
Σπύρος Πλασκοβίτης
Το έργο του Σπύρου Πλασκοβίτη (1917-1998) Το φράγμα (1961) είναι ένα αλληγορικό μυθιστόρημα που εγκαινιάζει μια νέα θεματική. Κεντρικός ήρωας εδώ είναι ένας μηχανικός που έχει καθήκον να παρακολουθεί και να διευθύνει τις συνεχείς επισκευές ενός γιγάντιου φράγματος, από το οποίο εξαρτάται η ζωή μιας μεγαλούπολης. Στο βιβλίο έντονο είναι το στοιχείο του φανταστικού αλλά και ο συμβολισμός. Το φράγμα, που τελικά πρέπει να γκρεμιστεί, υποδηλώνει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, που απειλεί τον άνθρωπο. Με σημερινούς όρους, το μυθιστόρημα αυτό διαβάζεται και σαν «οικολογικό» μυθιστόρημα, αφού ο θεματικός πυρήνας του είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να επιβάλει τη θέλησή του στη φύση.
Βασίλης Βασιλικός
Η εκδίκηση της φύσης είναι το κεντρικό θέμα στην τριλογία του Βασίλη Βασιλικού (γενν. 1934) με τίτλο Το φύλλο, το πηγάδι, τ' αγγέλιασμα (1961), που θα εγκαινιάσει την παραγωγική πορεία του συγγραφέα. O συγγραφέας χρησιμοποιεί νεοτερικές τεχνικές γραφής, παρωδώντας τον ηθογραφικό ρεαλισμό και μεταφέροντας στον αναγνώστη το φόβο της ολοκληρωτικής καταστροφής που απειλεί τον άνθρωπο. Ο Βασίλης Βασιλικός θα μυθιστοριοποιήσει στο μυθιστόρημά του Το Ζ την υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη (που θα γυριστεί σε ταινία από το σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά).
Βρισκόμαστε στην εποχή που το πνεύμα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας απηχεί το δίδαγμα του εξεγερμένου ανθρώπου ενάντια στον παραλογισμό του κόσμου. Τότε ακριβώς ο Άρης Αλεξάνδρου(1922-1978) θα εμπνευστεί από τον καταναγκασμό της εξουσίας και θα αρχίσει να γράφει το περίφημο μυθιστόρημα Το κιβώτιο, που στη δεκαετία του '70 θα εκφράσει την οδυνηρή απορία του ανθρώπου μπροστά στον αυθαίρετο μηχανισμό της βίας.
Το 1961 ο Χριστόφορος Μηλιώνης (1932) εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων Παραφωνία ισορροπώντας τη νεοτεριστική του γραφή με ένα ρεαλιστικό λόγο. Ο Μένης Κουμανταρέας (1933) με τη συλλογή διηγημάτων του Τα μηχανάκια (1962), με θέμα τα ψυχικά αδιέξοδα των ηρώων του, αποδεικνύει πως διαθέτει μεγάλη αφηγηματική ικανότητα και με τον τρόπο αυτό η νεοτεριστική γραφή του δε δίνει την εντύπωση πως παραβιάζει τα όρια του ρεαλισμού.
Η λειτουργία της μνήμης θα παίξει σημαντικό ρόλο και σε συγγραφείς όπως ο Μάριος Χάκκας (1931-1972) που παρουσιάστηκε με μια ποιητική συλλογή (Όμορφο καλοκαίρι, 1965). Συνέχισε όμως με πεζογραφία, κυρίως με μικρά διηγήματα, όπου είναι έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας και η εξομολογητική διάθεση (Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966). Η αρρώστια του και η επίγνωση του επικείμενου τέλους της ζωής του επέδρασε ιδιαίτερα στην μορφή των διηγημάτων του.
Η συγγραφική παραγωγή της δεκαετίας αυτής σταμάτησε απότομα με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967.
Η γενιά της αμφισβήτησης
Το χρονικό πλαίσιο της γενιάς του '70 αποτελεί η περίοδος της δικτατορίας (1967-1974). Οι παγκόσμιες ανακατατάξεις επηρεάζουν την ποίηση που χαρακτηριστικά της είναι πλέον η αμφισβήτηση και η αντίδραση στον καταναλωτισμό και την τεχνοκρατία.
Ποιητές της γενιάς του '70
Στη δεκαετία του 1970-1980 έκανε την εμφάνισή του ένας μεγάλος αριθμός λογοτεχνών, από τους οποίους μερικοί έχουν διαμορφώσει στις μέρες μας την φυσιογνωμία τους. Η κριτική έχει δεχτεί κοινά χαρακτηριστικά των λογοτεχνών αυτής της γενιάς με σημαντικότερα την αμφισβήτηση, την ειρωνεία και την κριτική που ασκούν ενάντια σε καταστάσεις που βιώνουν. Η αμφισβήτησή τους μπορεί να έχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, όπως για παράδειγμα τη δικτατορία, αλλά μπορεί να στραφεί και σε άλλες μορφές διαμαρτυρίας, όπως ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κριτικοί αναγνωρίζουν στη γενιά του '70 φαινόμενα που παρατηρούνται αντίστοιχα στην Ευρώπη και την Αμερική. Οι ποιητές, έχοντας προσλάβει τα μηνύματα του γαλλικού Μάη (1968), επιτίθενται ενάντια σε κάθε κοινωνικό κονφορμισμό. Οι εκτιμήσεις, ωστόσο, αυτές δεν μπορεί να είναι απόλυτες, αφού κάθε λογοτέχνης, ανάλογα με τις συνθήκες που βιώνει και από τις οποίες επηρεάζεται, προσκομίζει στην τέχνη κάτι διαφορετικό και εντελώς προσωπικό.
Οι ποιητές της γενιάς αυτής εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία από το 1965, αλλά έκαναν ευδιάκριτη την παρουσία τους λίγο αργότερα, στις αρχές του '70. Μεγαλωμένοι σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει σημαντική οικονομική άνοδο και γίνεται όλο και περισσότερο καταναλωτική, οι ποιητές της δεκαετίας αυτής, οι οποίοι έχουν την οδυνηρή εμπειρία της επταετούς δικτατορίας, φαίνονται να διατηρούν την ίδια νοοτροπία με τους προγενέστερους και το ίδιο πνεύμα της επαναστατικότητας, της αμφισβήτησης και της έλλειψης εμπιστοσύνης. Οι ποιητές αντιμετωπίζουν τη σύγχρονη μοναξιά μέσα στην αστική καθημερινότητα και αναζητούν τη συντροφικότητα. Το έργο των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από στοχασμό και ήπια μελαγχολία. Πολλοί από τους ποιητές εμπλουτίζουν τη γλώσσα τους με θησαυρίσματα από παλαιότερους γλωσσικούς τύπους ανάλογα με την παιδεία τους.
Επιλέγοντας τους πιο αντιπροσωπευτικούς, αναφερόμαστε στο έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (1939), το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με την άποψη των κριτικών, μια «εσωτερική αυτοβιογραφία», σε αυτό του Γιάννη Κοντού (1943), του Μιχάλη Γκανά (1944), της Τζένης Μαστοράκη (1949), του Νάσου Βαγενά (1945), του Κώστα Παπαγεωργίου (1945) και της Δήμητρας Χριστοδούλου (1953), η οποία εμφανίστηκε μέσα στην περίοδο της δικτατορίας.
Η ποιητική παραγωγή του Μιχάλη Γκανά από τη Θεσπρωτία σημαδεύεται από μνήμες και αναμνήσεις. Η Ελλάδα των καφενείων, των γηπέδων και της εγκαταλελειμένης επαρχίας συναντιούνται στην ποίησή του που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία και πόνο για όσα αγαπά αλλά βλέπει να εξαφανίζονται. Από τις πιο γνωστές του συλλογές Ο Ακάθιστος δείπνος (1978), Η μητριά πατρίδα (1981) και Τα γυάλινα Γιάννινα (1999).
Από τη ρεαλιστική-περιγραφική θεώρηση της ανθρώπινης δράσης στη διερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού
Στη δεκαετία αυτή (και περισσότερο στην επόμενη, τη δεκαετία του '80) η πεζογραφία γνωρίζει μιαν αναπάντεχη ανάπτυξη. Οι πεζογράφοι παρουσιάστηκαν με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τους συνομηλίκους τους ποιητές, αν και ορισμένοι ήταν ήδη γνωστοί πριν από τη μεταπολίτευση του '74, όπως ο Φίλιππος Δρακονταειδής(1940), ο οποίος είχε εμφανιστεί με διηγήματα, ενώ τώρα εμφανίζεται με μυθιστόρημα (Σχόλια σχετικά με την περίπτωση, 1978). Το 1974 εμφανίστηκαν σημαντικότατοι πεζογράφοι, όπως ο Δημήτρης Νόλλας(1941) με τη Νεράιδα της Αθήνας και την Πολυξένη (1974), ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης (1940) με το Λειμωνάριο (1974) και η Μάρω Δούκα (1947) με το μυθιστόρημά της Η αρχαία σκουριά (1979). Ακολούθησαν ο Αντώνης Σουρούνης (1942) με το μυθιστόρημα Οι συμπαίχτες (1977), που αναφέρεται στη ζωή των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, η Μαργαρίτα Καραπάνου (1946) με το μυθιστόρημά της Η Κασσάνδρα και ο λύκος (1976), ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930) με το Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη(1973), ο Τόλης Καζαντζής με το Η κυρά-Λισάβετ (1975), ενώ στην ίδια δεκαετία κυκλοφόρησαν Το διπλό βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή (βλ. παραπάνω) και Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (1974), που, όπως είδαμε είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα.
Τα βιβλία του Δημήτρη Νόλλα , που έμεινε για ένα διάστημα πιστός στο σύντομο αφήγημα, ξεχωρίζουν για το επίκαιρο θεματικό υλικό τους αντλημένο κυρίως από το τοπίο των σημερινών αστικών κέντρων και για την ιδιαίτερη αντίληψη του κόσμου που εκφράζεται με μια γραφή σαφώς επηρεασμένη από τη γλώσσα του κινηματογράφου. Χαρακτηριστικούς κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς εκφράζει στο έργο της η Μάρω Δούκα που χρησιμοποιεί κυρίως νεοτερική τεχνική (εσωτερικούς μονολόγους, αλλαγές οπτικής γωνίας κλπ.) και πλούσια επεξεργασμένη γλώσσα (Αρχαία σκουριά, 1979, Η πλωτή πόλη, 1983, Οι λεύκες ασάλευτες, 1989 κλπ.). Η Μαργαρίτα Καραπάνου, κόρη της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη, έλκεται ιδιαίτερα από το θέμα του διχασμού της προσωπικότητας και από τη συμπόρευση πραγματικότητας και φαντασίας (Η Κασσάνδρα και ο λύκος, 1975, Ο υπνοβάτης, 1985 κλπ.). Ο Αντώνης Σουρούνης με αφηγηματική άνεση και πηγαίο χιούμορ θα ασχοληθεί στη συνέχεια στο έργο του με τους ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου, ενώ ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στο εκτεταμένο μυθιστορηματικό έργο του θα διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη συνείδηση και στους θεσμούς, όπως διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία.
Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του Κοσμά Χαρπαντίδη (1959), από το Κάτω Νευροκόπι Δράμας, του οποίου οι αφηγήσεις στηρίζονται στο μύθο και την Ιστορία. Γνωστές συλλογές διηγημάτων του Μανία πόλεως (1993), Οι εξοχές των νερών (1995), Το έκτο δάκτυλο και άλλες. Από τη Μακεδονία κατάγεται ο Νίκος Βασιλειάδης (1945) που καθιερώθηκε αμέσως από το πρώτο του μυθιστόρημα (Αγάθος) ως από τις πιο αξιόλογες πένες της περιφέρειας. Ακολούθησαν το Άγημα τιμώνκαι Ο Συμβολαιογράφος (1995). Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών είναι ο Νίκος Χουλιαράς (1940), από τα Γιάννενα, ο οποίος ασχολήθηκε με τη μουσική και διασκεύασε δημοτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία τραγούδησε ο ίδιος. Το μυθιστόρημά του Ο Λούσιας(1979) μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος(1945), από την Αθήνα, σπούδασε νομικά και κινηματογράφο και διακρίθηκε για τα ντοκιμαντέρ του καθώς και για την τριλογία του σχετικά με τη μετανάστευση (Η Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης(1976), Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα (1978) και Η Αθήνα σήμερα(1982). Ο Παντελής Καλιότσος (1925) στο μυθιστόρημά του Το συμπόσιο (1985) παρωδεί το διάλογο του Πλάτωνα. Ο Γιάννης Μαγκλής (1909), διηγηματογράφος κυρίως, έδωσε ένα εκτενέστατο, πάνω από είκοσι πέντε τόμους, πεζογραφικό έργο.
Στη δεκαετία του '80 μεγάλη εντύπωση προκάλεσε το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη (γενν.1925) Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987), που αναφέρεται στη ζωή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση. Η Ζέη έγραψε έξι μυθιστορήματα για παιδιά, ιστορίες, θεατρικά και έχει μεταφράσει θεατρικά έργα. Τα έργα της είναι τα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα με αναφορά σε σύγχρονα γεγονότα, όπως η δικτατορία του Μεταξά (Το καπλάνι της βιτρίνας, 1963), η Κατοχή (Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971), η εφτάχρονη δικτατορία (Κοντά στις ράγες). Τα έργα της χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό, κοινωνικό προβληματισμό για σύγχρονα θέματα και από σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Ένα από τα κύρια υφολογικά της χαρακτηριστικά είναι το χιούμορ που εμπεριέχει και στοιχεία κριτικής.
Παρόμοια ρεαλιστική γραφή συναντούμε και στα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαρρή (γενν. 1925), που την τελευταία 25ετία γράφει κυρίως για παιδιά. Από τα γνωστά της μυθιστορήματα είναι η Νινέτ(1993), όπου ο έφηβος αναγνώστης παράλληλα με την ψυχολογική εξέλιξη και ωρίμαση της ηρωίδας προβληματίζεται για θέματα όπως η κρίση ταυτότητας, η διάσταση με το οικογενειακό περιβάλλον, τα προβλήματα της εφηβείας. Μερικά από τα μυθιστορήματά της για νέους είναι Ο θησαυρός της Βαγίας, Το γαϊτανάκι, Τα χέγια, Κρίμα κι άδικο κ.ά.
Τότε εμφανίστηκε και ο Αλέξης Πανσέληνος με το μυθιστόρημά του Η μεγάλη πομπή (1985), όπου μέσα από την ιστορία ενός λαϊκού νέου εξιστορεί ρεαλιστικά τις αδυσώπητες συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, ενώ η Ρέα Γαλανάκη (1947) έγινε ευρύτερα γνωστή με το μυθιστόρημα Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989), εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία ενός Κρητικού που αιχμαλωτίστηκε από τους Αιγύπτιους, εξισλαμίστηκε και στάλθηκε στην Κρήτη για να καταπνίξει την εξέργερση των ομογενών του εναντίον του Σουλτάνου. Αλλά και στα επόμενα βιβλία της (Θα υπογράφω Λουί, 1993, Ελένη ή ο Κανένας, 1998) η συγγραφέας στηρίζει τις ιστορίες της σε πρόσωπα που ανασύρονται από το παρελθόν. Παρόμοια εργάστηκε αργότερα και ο Διαμαντής Αξιώτηςαπό την Καβάλα στην μυθιστορηματική του βιογραφία Το ελάχιστον της ζωής του (1999).
Σημαντική παρουσία στην πεζογραφία της εποχής ήταν αυτή της Ευγενίας Φακίνου (1945) με τα μυθιστορήματά της Η Αστραδενή(1982) και Το έβδομο ρούχο (1983), της Ζυράννας Ζατέλλη (1951) με τη συλλογή διηγημάτων Περισυνή αρραβωνιαστικιά (1984) και του Τάκη Θεοδωρόπουλου (1954), ο οποίος το 1985 εξέδωσε με το Μάνο Χατζηδάκι το πολιτιστικό περιοδικό Το τέταρτο.
Τα ονόματα όμως των πεζογράφων της περιόδου, πολλοί από τους οποίους συνεχίζουν και σήμερα να δημιουργούν, δεν τελειώνουν εδώ. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Βαγγέλη Ραπτόπουλο, Μάρω Βαμβουνάκη, Ανδρέα Μήτσου, Άρη Σφακιανάκη, Βασίλη Τσιαμπούση, Σωτήρη Δημητρίου, Σώτη Τριανταφύλλου, Δημήτρη Μίγγα, Νίκο Θέμελη, του οποίου τα έργα Αναζήτηση (1998), Ανατροπή(2000) αναφέρονται στην περίοδο λίγο πριν το 1900 με την άνοδο της αστικής τάξης στη χερσόνησο του Αίμου μέχρι τη Νότια Ρωσία. Τέλος το πεζογραφικό έργο του Τάσου Καλούτσα (Θεσσαλονίκη, 1948), συνεργάτη του περιοδικού Διαγώνιος, χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική, χαμηλόφωνη γραφή, το αυτοβιογραφικό στοιχείο και την καταγραφή καθημερινών καταστάσεων ανθρώπων του κοινού μόχθου (Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα, 1987, Το κλαμπ και άλλα διηγήματα, 1990, Το καινούριο αμάξι, 1995, Το τραγούδι των σειρήνων, 2000).