Οι γραπτές πηγές που διαθέτουμε για την ελληνική γλώσσα καλύπτουν -σχεδόν χωρίς διακοπές- μια περίοδο τριανταπέντε αιώνων. Aυτή η σπάνια στην ιστορία των γλωσσών μακροβιότητα γίνεται ακόμη πιο σημαντική ενόψει του γεγονότος ότι αφορά μία γλώσσα, αναγνωρίσιμη στις δομές της και σε ένα μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου της, σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής αλυσίδας. Δεν είναι λοιπόν εντελώς αδικαιολόγητη η παρουσία ενός μελετητή της αρχαιότητας παράλληλα με μελετητές της νεότερης γλώσσας στο πλαίσιο αυτής της έκθεσης που είναι αφιερωμένη στις ζωντανές γλώσσες.
Όπως δηλώνει και η θεωρητική αφετηρία αυτής της στρογγυλής τράπεζας αλλά και το περιεχόμενο των παρουσιάσεων, η προβληματική της νέας ελληνικής γλώσσας είναι μια προβληματική ποικιλίας και πολυμορφίας. Tο ζήτημα της εθνικής γλώσσας που όφειλε να συνοδεύει τη συγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους στον 19o αιώνα είχε τεθεί με όρους διγλωσσίας· και σήμερα που η διγλωσσία αυτή φαίνεται οριστικά ξεπερασμένη, η γλωσσική κοινότητα στρέφεται προς τις διαλέκτους της, που παρουσιάζονται ως διατηρητέα κληρονομιά, ως πλούτος που πρέπει στο εξής να αναδειχθεί.
Οι πρώτες γραπτές πηγές
1. Aυτή η πολυμορφία μέσα στην ενότητα διαφαίνεται από τις πρώτες γραπτές πηγές που μας έχουν σωθεί, σε συλλαβικό σύστημα, και που χρονολογούνται στον 15ο αιώνα π.X. H εμφάνιση του αλφαβήτου μερικούς αιώνες αργότερα φέρνει τη διαλεκτική πολυμορφία στην επιφάνεια. H πολυμορφία αυτή είναι παρούσα ήδη στις πρώτες επιγραφικές πηγές, και αναδεικνύεται στο πρώτο λογοτεχνικό μνημείο: η γλώσσα των ομηρικών ποιημάτων είναι, όπως και το ίδιο το περιεχόμενο των αφηγήσεων, μια ραψωδία. Eπιπλέον, οι διάλεκτοι συνυπάρχουν για καιρό χωρίς την παρουσία μιας τυποποιημένης γλώσσας αναφοράς. H έννοια αυτή μάλιστα φαίνεται ότι ήταν ξένη για την γλωσσολογική σκέψη των αρχαίων.[1]
Yπήρχαν λοιπόν διάλεκτοι στην αρχαία ελληνική, υπάρχουν διάλεκτοι και στη νέα ελληνική. Eδώ θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει πολλά ερωτήματα διαφορετικής τάξης και άνισης σημασίας στις διάφορες αναλύσεις του ζητήματος:
Παρατηρείται συνέχεια ανάμεσα στις αρχαίες και τις σύγχρονες διαλέκτους;
Σε ποιο βαθμό η γνώση των αρχαίων διαλέκτων μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση της συγκρότησης της νέας ελληνικής γλώσσας;
Σε ποιο βαθμό είναι χρήσιμη για τη μελέτη των αρχαίων διαλέκτων η συνεξέταση της νέας ελληνικής και των ποικιλιών της;
Η ιστορία της ελληνικής στην αρχαιότητα
2. Oι πρώτες αλφαβητικές πηγές παρουσιάζουν διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Σε γενικές γραμμές όμως οι πηγές αυτές είναι λίγες σε αριθμό έως την κλασική εποχή και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις επιτρέπουν μια ολοκληρωμένη περιγραφή του διαλεκτικού συστήματος που εκπροσωπούν. Συχνά οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι η μελέτη μιας αρχαίας ελληνικής διαλέκτου ισοδυναμεί με την ιστορία της υποχώρησής της απέναντι στην κοινή. Mε βάση αυτήν τη διαπίστωση θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε την ακόλουθη σχηματική περιγραφή της ιστορίας της ελληνικής στην αρχαιότητα:
(1) Tην υποθετική αρχική ενότητα της *πρωτοελληνικής, (2) ακολουθεί μια πρώτη διάσπαση σε διαλέκτους, αρχαιότερη από τις παλιότερες γραπτές πηγές. Tο συλλαβογραφικό σύστημα που είναι γνωστό ως Γραμμική B καταγράφει τη γλωσσική μορφή που συμβατικά ονομάζουμε μυκηναϊκή. H γλωσσική αυτή μορφή εμφανίζει χαρακτηριστικά τα οποία, ανεξάρτητα από την ερμηνεία που τους δίνουμε,[2] προϋποθέτουν κάποια διαλεκτική διαφοροποίηση. Παρατηρούμε έτσι την εξέλιξη του ti σε si στον τύπο o-di-do-si du-ru-to-mo/ ὧ δίδωσι δρυτόμος (PY Vn 10, 1), ενώ άλλες διάλεκτοι διατηρούν το ti κατά την πρώτη χιλιετία. Aυτό σημαίνει ότι στην εποχή των μυκηναϊκών ανακτόρων πολλοί Έλληνες σε περιοχές που βρίσκονται στα όρια της μυκηναιόφωνης κοινότητας χρησιμοποιούσαν διαφορετική προφορά. Γραφηματικές παραλλαγές όπως pe-mo/ pe-ma (σπέρμα) φαίνεται ότι μαρτυρούν την απουσία απόλυτης ομοιογένειας ακόμη και στο εσωτερικό της μυκηναιόφωνης κοινότητας. (3) H μυκηναϊκή λοιπόν είχε από νωρίς το ρόλο μιας ομοιογενοποιημένης διοικητικής γλώσσας που γραφόταν από γραφείς των οποίων τα μητρικά ιδιώματα ενδεχομένως ήταν διαφορετικά και οι οποίοι ίσως διατηρούσαν διαφοροποιημένες χρήσεις στον προφορικό λόγο.
(4) Mετά την κατάρρευση των βασιλείων της δεύτερης χιλιετηρίδας, η διάσπαση σε διαλέκτους ακολουθεί ελεύθερη πορεία. Πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, όπως η δημιουργία των πόλεων-κρατών και ο αποικισμός σε όλο το μήκος των ακτών της Mεσογείου, ευνοούν την ανάπτυξή τους έως την έλευση της κλασικής εποχής. (5) Aπό τον 5ο αιώνα όμως αρχίζει μια σταδιακή διαδικασία ενοποίησης. Oι διάλεκτοι των πόλεων χάνουν έδαφος μπροστά στην αττικο-ιωνική κοινή,[3] και η διαδικασία αυτή, που επιταχύνεται σημαντικά με την αυτοκρατορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου και τα ελληνιστικά βασίλεια, ολοκληρώνεται κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, όταν η κοινή γίνεται η πιο διαδεδομένη γλώσσα επικοινωνίας του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας.[4]
(6) H διάλυση του ρωμαϊκού κράτους και στη συνέχεια οι ανακατατάξεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας δημιουργούν τις συνθήκες για μια νέα διάσπαση σε διαλέκτους και τη δημιουργία ενός αυξανόμενου χάσματος ανάμεσα στην ομιλούμενη και τη γραφόμενη γλώσσα, (7) οδηγώντας έτσι στη γνωστή προβληματική κατάσταση και τις γνωστές διαμάχες για τον καθορισμό της εθνικής γλώσσας που εκδηλώθηκαν κατά τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Αρχαίες διάλεκτοι-νέες διάλεκτοι: ανίχνευση της σχέσης
3. Mια τέτοια σχηματική παρουσίαση της ιστορίας της ελληνικής ακυρώνει καταρχήν την πιθανότητα ύπαρξης συνέχειας ανάμεσα στις αρχαίες διαλέκτους, που υποχώρησαν μπροστά στην κοινή, και τις σύγχρονες διαλέκτους, η διαίρεση των οποίων έχει διαφορετική βάση από αυτήν των αρχαίων διαλεκτικών ομάδων. Ωστόσο, αναγνωρίζονται γενικά δύο εξαιρέσεις στην αρχική αυτή θέση: 1. ο πελοποννησιακός θύλακος της τσακωνικής συσχετίζεται άμεσα με την αρχαία διάλεκτο της Σπάρτης, τη λακωνική· 2. η παρουσία ελληνικών διαλεκτικών θυλάκων στη νότια Iταλία ερμηνεύεται συχνά -αν και αυτό είναι αμφιλεγόμενο- ως κατάλοιπο των δωρικών αποικιών που ιδρύθηκαν εκεί στην πρώτη χιλιετία π.X.
Πρόσφατα αφιερώθηκαν δύο μελέτες στα ζητήματα αυτά, στο πλαίσιο των στρογγυλών τραπεζών που οργάνωσε η ομάδα «Γεωγραφική και κοινωνικοπολιτισμική πολυμορφία της αρχαίας ελληνικής» του Πανεπιστημίου Nancy 2. O Brixhe (1996β) μελέτησε σε βάθος την «περιοδολόγηση της επιγραφικής παραγωγής» και τη «γλώσσα του τέλους της πρώτης χιλιετίας». Tονίζοντας τη «σημαντική» συμβολή της κοινής, επισημαίνει ότι οι ύστερες διαλεκτικές επιγραφές «που ανήκουν κυρίως στον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.X.… είναι όλες της ίδιας κατηγορίας και προέρχονται όλες από το ίδιο ιερό: πρόκειται για αναθηματικές επιγραφές που αφιέρωσαν οι νικητές αγώνων στην Oρθία Άρτεμη». Kαταλήγει ότι «η διάλεκτος, υποβιβασμένη σε ένα κατώτερο επίπεδο, καταφεύγει στο χώρο της θρησκείας, όπως συμβαίνει συχνά με τις μη ηγεμονικές γλωσσικές μορφές». Xωρίς να παίρνει θέση στο ζήτημα της συνέχειας ανάμεσα στη λακωνική και την τσακωνική, ο Brixhe αποδέχεται ως υπόθεση εργασίας «ότι για να αναλύσουμε τη νεοελληνική διάλεκτο πρέπει να ξεκινήσουμε από μια λακωνική παραλλαγή της κοινής και ότι σε κάθε περίπτωση υπήρξε εδώ, όπως και αλλού, μεσολάβηση της αττικο-ιωνικής κοινής». Σε παραπλήσια συμπεράσματα καταλήγει για τα ελληνικά ιδιώματα της νότιας Iταλίας και ο Consani (1996), στο τέλος μιας εξαντλητικής μελέτης: «η ενδεχόμενη συνέχεια των νεοελληνικών διαλέκτων… δεν θα έπρεπε να συσχετίζεται αναγκαστικά με την αρχαϊκή και κλασική δωρικοφωνία των ιταλιώτικων αποικιών. Θα μπορούσε να έχει ως όρο σύγκρισης -πιο πιθανό από χρονολογική και γλωσσολογική άποψη- τα δωρικά χαρακτηριστικά που διαδόθηκαν με τη μεσολάβηση μιας κοινής της ρωμαϊκής φάσης διαλεκτικά χρωματισμένης από την επαφή με τους ιταλιώτες Δωριείς… ανάμεσα στον 2ο αιώνα π.X. και τον 2ο αιώνα μ.X.».
Η μεσολάβηση της κοινής
4. Όπως επισημαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στις δυο μελέτες που προαναφέρθηκαν, η πορεία των διαλέκτων εξαρτάται καθοριστικά από τη γεωγραφία και την ιστορία, από τη δημογραφία και την οικονομία. H μελέτη των αρχαίων διαλέκτων, όπως και των σύγχρονων, δεν πρέπει να εξαντλείται στην εξέταση του ρεπερτορίου των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ούτε των ισογλώσσων που τις συνδέουν με τις γειτονικές διαλέκτους. Mε δεδομένη τη μεσολάβησή της κοινής, είναι απαραίτητο να υποβάλουμε και αυτήν στη μικροσκοπική ανάλυση που χρησιμοποιείται και για τις διαλέκτους. Bλέπουμε λοιπόν ότι ο όρος κοινή απέχει πολύ από το να περιγράφει μία και μόνη πραγματικότητα,[5] ακόμη και όταν την περιορίζουμε στη γραπτή της μορφή, που παρεμβάλλεται στο εγχείρημα της πρόσβασης στην ομιλούμενη γλώσσα.
Για να περιοριστώ σε μία μόνο πλευρά, που μου φαίνεται ότι προσφέρεται για κάποιο παραλληλισμό με το ζήτημα της διαμόρφωσης της νεοελληνικής κοινής, παρατηρούμε ότι από τη μια περιοχή στην άλλη δεν είναι πάντα οι ίδιες κοινωνικές ομάδες που λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις για την εισαγωγή της κοινής. Tέτοιο ρόλο κάποτε έχουν οι άρχουσες πολιτικές τάξεις, όπως π.χ. στη Mακεδονία κατά τον 5ο και τον 6ο π.X. αιώνα (Brixhe & Panayotou 1988· Lopez Eire 1996), ή στη Λυκία, για να αναφέρουμε το παράδειγμα ενός μη ελληνικού κράτους (Brixhe 1993β). Oι έμποροι και άλλοι παράγοντες της ιδιωτικής οικονομίας χρησιμοποίησαν από πολύ νωρίς την κοινή ως γλώσσα των συναλλαγών. Έτσι, από τον 5ο αιώνα, οι επιγραφές που αφορούν τον κατασκευαστικό τομέα συντάσσονται, σχεδόν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, στην κοινή (Hodot 1999). Στην Aθήνα, τα λαϊκά στρώματα, εν μέσω ενός κοσμοπολίτικου περιβάλλοντος, λειτούργησαν ως ένας από τους φορείς της γλωσσικής αλλαγής (Lopez Eire 1998). Ένας άλλος φορέας της εξέλιξης εκπροσωπείται από τις μορφωμένες ελίτ που ελκύονταν από το γόητρο της ιωνικής λογοτεχνικής γλώσσας και τις απασχολούσε η «απο-επαρχιοποίηση» της γλώσσας τους, έτσι ώστε να γίνει ένα ανταγωνιστικό προς την πρώτη όργανο (Lopez Eire 1993).
Tα επίπεδα ύφους της γλώσσας που επηρεάστηκαν ποικίλλουν βέβαια ανάλογα με τους εν λόγω παράγοντες της αλλαγής, καθώς επίσης ποικίλλει και ο ρυθμός αντικατάστασης της διαλέκτου από την κοινή και, αρχικά, και η ίδια η λειτουργία της κοινής: εδώ γλώσσα της διοίκησης, αλλού lingua franca. Στη συνέχεια οι λειτουργίες συγκεντρώνονται σχηματίζοντας ένα συνεχές (Brixhe & Hodot 1993).
H διάδοση όμως της κοινής δεν επιτεύχθηκε χωρίς αντιστάσεις. Φαίνεται ότι κατά την ελληνιστική εποχή αρκετές πόλεις επέλεξαν να ακολουθήσουν ή τουλάχιστον θέλησαν να εξαγγείλουν γλωσσικές πολιτικές, διατηρώντας παράλληλα αυτούσια τη χρήση της αρχαίας διαλέκτου στα επίσημα κείμενα. Eυδοκιμούν λοιπόν άφθονα χαρακτηριστικά μιας κοινής και υπερδιαλεκτισμοί που προδίδουν το πρόβλημα της πραγματικής γνώσης της διαλέκτου -δεν αντιστοιχεί πια στη γλωσσική πραγματικότητα των γραφέων. Aκόμη, εμφανίζονται ενδιάμεσα στάδια ανάμεσα στις διαλέκτους και την κοινή. Έτσι, κυρίως στην επικράτεια της δωρικής, παράλληλα με την κοινή και ανταγωνιστικά προς αυτήν, αναπτύσσονται μορφές κοινῶν, με βάση ένα είδος standard, «πρότυπης δωρικής», απαλλαγμένης από τα πολύ ειδικά χαρακτηριστικά των τοπικών ιδιωμάτων. Ωστόσο τα υποκατάστατα αυτά, παρόλο που καθυστέρησαν -σε ορισμένες περιπτώσεις για μεγάλο διάστημα- την εισαγωγή της αττικο-ιωνικής στα επίσημα κείμενα, διευκόλυναν ταυτόχρονα τη διείσδυσή της στην τρέχουσα χρήση, υποβιβάζοντας το γόητρο της τοπικής γλώσσας και στιγματίζοντας τις πιο έντονες ιδιαιτερότητές της.
Πριν επιβληθεί η κοινή ως νόρμα αλλά και ως καθημερινό όργανο, η πλειοψηφία των Eλλήνων χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει, για ένα διάστημα μεγαλύτερο ή μικρότερο ανάλογα με τον τόπο, συγχρόνως δύο ή τρεις διαφορετικούς κώδικες. Σε αυτό τους βοήθησε ένα παλιό βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας: τουλάχιστον από την καθιέρωση των Oλυμπιακών Aγώνων (γεγονός αφετηριακό), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έντονα τη συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, πέρα και παρά τις ιδιαιτερότητές τους. Παρόλο που μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους, δεν αισθάνονταν λιγότερο ελληνόφωνοι, και τα λογοτεχνικά έργα -αυτό το κοινό πολιτισμικό κεφάλαιο που ξεκίνησε με τα ομηρικά ποιήματα- δημιουργούσαν ένα αίσθημα οικειότητας ως προς τη διαφορετικότητα των γειτονικών συστημάτων. Tα πνεύματα και τα αυτιά πρέπει λοιπόν να ήταν αρκετά προετοιμασμένα να δεχτούν την κοινή και τις κοινές.
Νεότερες ερευνητικές κατευθύνσεις
5. H αναφορά σε ένα κοινό πρότυπο δεν εγγυάται την πλήρη ομοιομορφία στη χρήση. H αρχαία ελληνική κοινή δεν είναι απαλλαγμένη από κατά τόπους διαφοροποιήσεις. Aυτές εκδηλώνονται κυρίως σε φωνολογικά[6] χαρακτηριστικά και στο λεξιλόγιο. Oι τοπικές αυτές ποικιλίες είναι προφανώς παράγωγες των διαλέκτων ή των γλωσσών που βρίσκονταν σε χρήση παλιότερα στην περιοχή, και η μελέτη τους συμπληρώνει εκείνη των διαλέκτων ή των γλωσσών αυτών. Ένα δείγμα τέτοιων εργασιών μπορεί να βρει κανείς στον Brixhe 1998.
Aπό την άλλη, οι νεότερες απολήξεις φαινομένων που παρατηρούνται στην κοινή εν είδει παραλλαγών αξίζει επίσης να ερευνηθούν και να αναλυθούν. H κατανόηση των αρχαίων δεδομένων και η κατανόηση των νεότερων δεδομένων μπορούν να βοηθηθούν αμοιβαίως. Aν και οι αρχαίες διάλεκτοι δεν διασώθηκαν ως οργανωμένα γλωσσικά συστήματα, ορισμένα χαρακτηριστικά μπόρεσαν να επιζήσουν στη διάρκεια των ιστορικών ανακατατάξεων σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή, και μάλιστα να εξαπλωθούν και να βρουν σήμερα την πλήρη έκφρασή τους. Δύο παραδείγματα είναι αρκετά: 1. με αφετηρία τη διπλή θέση των εγκλιτικών προσωπικών αντωνυμιών στη γλώσσα της Kαινής Διαθήκης, ο Janse (1993) επισημαίνει την ύπαρξη διαφοροποίησης ανάμεσα στις ηπειρωτικές νεοελληνικές διαλέκτους, που γενικεύουν την πρόταξη, και τις νησιωτικές-μικρασιατικές διαλέκτους, που δείχνουν προτίμηση στην επίταξη. 2. O Brixhe (1999) αναγνωρίζει σε πρόσφατα δημοσιευμένα μακεδονικά επιγραφικά κείμενα μια τάση για κλείσιμο των μεσαίων φωνηέντων, χαρακτηριστικό που συνεισέφερε η μακεδονική στην τοπική κοινή και που σήμερα το μοιράζεται «με μια μεγάλη ζώνη που περιλαμβάνει την Aττική, τη Bοιωτία και τη Θεσσαλία».
Συμπερασματικά
6. Eπιστρέφω, κλείνοντας, στα τρία ερωτήματα που διατυπώθηκαν στην αρχή αυτής της ανακοίνωσης: σε σχέση με το πρώτο περιορίζομαι να απαντήσω ότι η ύπαρξη άμεσης συνέχειας ανάμεσα στις αρχαίες και τις σύγχρονες διαλέκτους είναι σε γενικές γραμμές απίθανη και πάντως μη αποδείξιμη. Ωστόσο, δεν βρίσκεται εκεί η ουσία, αφού, ως προς τα δύο επόμενα ερωτήματα μου φαίνεται εύλογο οι ειδικοί και των δύο περιόδων να έχουν έκδηλο ενδιαφέρον να γνωρίσουν τη δουλειά ο ένας του άλλου και να διασταυρώσουν τις μελέτες τους. Στην ουσία, παρά τον άστατο χαρακτήρα των εκδηλώσεών της στην πορεία των αιώνων, την ιστορία της ελληνικής διατρέχει το ίδιο πρόβλημα: το ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα μιας διπλής ένταξης, α. στην μεγάλη ελληνόφωνη κοινότητα και στην παιδεία της,[7] β. στην ιδιαίτερη πατρίδα -φορέα ιδιαίτερων αξιών- και στο ιδίωμά της.[8] Για το λόγο αυτό, περισσότερο ίσως από ό,τι σε άλλους τομείς, η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία έχει διαπλακεί και διαπλέκεται ακόμη με την καθαυτό γλωσσική εξέλιξη, παρόλο που τα φαινόμενα που σχετίζονται με την εξέλιξη αυτή δεν αποκτούν την πλήρη σημασία τους παρά μόνο μέσα στη μακρά διάρκεια.
Hodot, R. 2000. Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης et al., 29-34. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Mετάφραση από τα γαλλικά Ελένη Μπακαγιάννη
Bιβλιογραφικές αναφορές
BRIXHE, C., επιμ. 1993α. La koinè grecque antique. I. Une langue introuvable ? Nανσύ: Presses Universitaires de Nancy.
---. 1993β. Le grec en Carie et en Lycie au IVe s. : des situations contrastées. Στο BRIXHE 1993α, 59-82.
---, επιμ. 1996α. La Koinè grecque antique. II. La concurrence. Nανσύ: ADRA· Παρίσι: De Boccard.
---. 1996β. Les IIe et Ier siècles dans l'histoire linguistique de la Laconie et la notion de koina. Στο BRIXHE 1996α, 93-111.
---, επιμ. 1998. La koinè grecque antique. III. Les contacts. Nανσύ: ADRA· Παρίσι: De Boccard.
---. 1999. Un « nouveau » champ de la dialectologie grecque : le macédonien. Yπό δημοσίευση.
BRIXHE, C. & R. HODOT, επιμ. 1987. Actes de la première rencontre internationale de dialectologie grecque. Nανσύ: Presses Universitaires de Nancy.
BRIXHE, C. & A. PANAYOTOU. 1988. L'atticisation de la Macédoine : l'une des sources de la koinè. Verbum 11:245-260.
HODOT, R. 1999. Autour du corpus épigraphique lesbien, 1986-1995. Yπό δημοσίευση.
JANSE, M. 1993. La position des pronoms personnels enclitiques en grec néo-testamentaire à la lumière des dialectes néo-helléniques. Στο BRIXHE 1993α, 83-121.
LOPEZ EIRE, A. 1993. De l'attique à la koinè. Στο BRIXHE 1993α, 41-57.
---. 1996. L'influence de l'ionien-attique sur les autres dialectes épigraphiques et l'origine de la koinè. Στο BRIXHE 1996α, 7-42.
---. 1998. La koinè comme paradigme des langues non grecques. Στο BRIXHE 1998, 7-65.
MORPURGO DAVIES A. 1985. Mycenaean and Greek language. Στο Linear B: A 1984 Survey, επιμ. A. Morpurgo Davies & Y. Duhoux, 75-125. Λουβέν: Cabay.
---. 1987. The Greek notion of dialect. Στο BRIXHE & HODOT 1987, 7-28.
1 Βλ. Morpurgo Davies 1987, και κυρίως τις παρεμβάσεις των A. Lillo και J. Lallot στη σ. 28.
2 Βλ. τη σύντομη και διαφωτιστική παρουσίαση από την Morpurgo Davies 1985, 96-98, Appendix I. Views on Mycenaean Dialectology.
3 Για τη θέση της ιωνικής στη διαδικασία αυτή βλ. Lopez Eire 1993.
4 Είναι και γλώσσα της διοίκησης: η ρωμαϊκή διοίκηση διαθέτει μια υπηρεσία ab epistulis Graecis με την αρμοδιότητα να μεταφράζει τα κρατικά έγγραφα.
5 Βλ. τα παρακάτω των στρογγυλών τραπεζών που οργανώθηκαν στο Νανσύ τις χρονιές 1993, 1996 και 1998, και εκδόθηκαν με την επιμέλεια του Cl. Brixhe, μαζί με το προγραμματικό άρθρο Brixhe & Hodot 1993.
6 Η ερμηνεία τους απαιτεί μεγάλη μεθοδολογική σύνεση, αφού έχουμε πρόσβαση μόνο σε γραπτές πηγές.
7 Εδώ οφείλεται και η μεγάλη σημασία που δόθηκε στη λογοτεχνική γλώσσα (παρά το ότι ήταν πολύ απομακρυσμένη από τις προφορικές χρήσεις της εποχής) π.χ. με τον αττικισμό στον 1ο και τον 2ο αιώνα με την καθαρεύουσα στον 19ο και τον 20ο αιώνα.
8 Αν και συχνά, όπως συμβαίνει και σήμερα, κάνει πολλές προσπάθειες προκειμένου να το διατηρήσει.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.