Η ψυχαγωγία έχει τη θέση της, θέση γενικά παραδεκτή, νόμιμη μέσα στη ζωή μας. Αφού του θνητού η μοίρα είναι να βρέχει κάθε του έργο με τον ιδρώτα του προσώπου του, και επειδή αυτός ακριβώς ο κλήρος του έλαχε (είτε ως τίμημα ακριβό της ελευθερίας του, είτε ως αναπόφευκτη συνέπεια της δυσαναλογίας1 που υπάρχει ανάμεσα στις επιδιώξεις και στις δυνάμεις του), δικαίωμά του θεώρησε ο άνθρωπος να κλέβει χρόνο από τη σκληρή θητεία του βιοπορισμού2 και να τον αφιερώνει στη διασκέδαση, για να ελαφρώνει κάπως το φορτίο της ζωής και να ξεχνάει, για λίγο έστω, τα δεινά της. Το δικαίωμα τούτο το έχει αναγνωρίσει, με τους άγραφους και τους γραφτούς νόμους της, η κοινωνία. Όσο και να ψάξομε σε τόπους άγριους και σε χρόνους αρχαίους, δεν θα βρούμε κοινότητα ανθρώπων που δεν έχει παραδεχτεί και θεσμοθετήσει την ομαδική διασκέδαση, τις παρενθέσεις της ξεκούρασης και της χαράς μέσα στο αφόρητα κάποτε μονότονο κείμενο του ατομικού και του συλλογικού βίου. Όλες οι κοινωνίες, από τις πιο πρωτογενείς έως τις πιο εξελιγμένες, επινοούν και καθιερώνουν, σε συνάρτηση με τις θρησκευτικές τελετές και τις πολιτικές συγκεντρώσεις, ευκαιρίες για να ξεσπάει ανεμπόδιστα και να ικανοποιείται η ανάγκη του πλήθους για ψυχαγωγία. Τρία θέματα δεσπόζουν πάντοτε στα διαφέροντα της μάζας και στις φροντίδες των αρχηγών τους: ο χορτασμός, ο πόλεμος, και η διασκέδαση. Απόκλιση από τη γραμμή αυτή δεν θα βρει κανείς ούτε στους οικονομικά και πνευματικά πιο ανεπτυγμένους λαούς των χρόνων μας· μόνο που, στη δική τους περίπτωση, το πρόγραμμα πλουτίζεται και διαφοροποιείται για να περιλάβει το κάθε κεφάλαιο πολλές υποδιαιρέσεις.
Αν όχι ο βεβαιότερος, ασφαλώς όμως ο παραστατικότερος δείκτης πολιτισμού μιας κοινότητας ανθρώπων είναι ο τρόπος της ψυχαγωγίας της. Λαοί με ένστικτα ανημέρωτα και χαμηλό επίπεδο μόρφωσης διασκεδάζουν βάναυσα· αντίθετα όσοι ημέρωσαν τα ήθη τους και καλλιέργησαν το πνεύμα τους αγαπούν ευγενείς μορφές και λεπτά μέσα ψυχαγωγίας. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για τον χαρακτηρισμό των ατόμων: «πες μου πώς διασκεδάζεις να σου ειπώ ποιος είσαι». Ο αβρός3 στους τρόπους και πνευματικά προικισμένος άνθρωπος είναι και στην ψυχαγωγία του εκλεκτικός και διακριτικός· ο βάρβαρος και άξεστος αγαπάει τις διασκεδάσεις που τον αποκτηνώνουν. [...]
Υπογράμμισα ήδη ότι λαοί και πολιτισμοί χαρακτηρίζονται ακόμη και από τους τρόπους ψυχαγωγίας που έχουν επινοήσει και καθιερώσει στους χώρους της ατομικής και της συλλογικής ζωής. Πολύ ορθά λοιπόν ιστορικοί και ανθρωπολόγοι μελετούν τις διασκεδάσεις και τις παιδιές4 τους. Δεν είναι λ.χ. άσχετο προς τον χαρακτήρα των αρχαίων Ελλήνων και προς τον τύπο του πολιτισμού που δημιούργησαν, το γεγονός ότι από τους ομηρικούς χρόνους έως το δείλι της ιστορικής τους ζωής είχαν θεσμοθετήσει μαζί με τα αθλητικά και ποιητικά αγωνίσματα, και στις πανηγύρεις τους επευφημούσαν με τον ίδιο ενθουσιασμό τους νικητές των αγώνων του στίβου και του θεάτρου. Εξίσου χαρακτηριστικός για τον αρχαίο ελληνικό βίο και πολιτισμό είναι ο θεσμός του «συμποσίου» που κατάκτησε την αθανασία μέσα στην ποιητική φιλοσοφία του Πλάτωνα. Ήταν και αυτός ένας τυπικά ελληνικός τρόπος γνήσιας ψυχαγωγίας: Ύστερ' από τις κοπιαστικές ή τις οχληρές5 για τον «ελεύθερο» άνθρωπο της εποχής ασχολίες της ημέρας, ένας όμιλος φίλων συγκεντρώνεται το βράδυ γύρω από το τραπέζι ενός φιλόξενου οικοδεσπότη με μιαν οποιαδήποτε αφορμή (όπως μέσα στο πλατωνικό «Συμπόσιο» είναι η νίκη του Αγάθωνα στον δραματικό αγώνα) και με τόνο άλλοτε σοβαρό και άλλοτε εύθυμο συζητεί «φλέγοντα» θέματα της αισθηματικής, της ηθικής ή της πολιτικής ζωής. Ο «διάλογος» με την ανταλλαγή των σκέψεων, τους διαξιφισμούς και τα φαιδρολογήματά6 του δημιουργεί την «καλή συντροφιά», όπου καθένας από τους συνδαιτυμόνες7 αναζητώντας και βρίσκοντας τον «άλλο» που θα τον συμπληρώσει –όχι όπως ο συνεταίρος στο επάγγελμα ή το άλλο φύλο στον έρωτα, αλλά όπως ο ομοεθνής, ο ομόγλωσσος, ο ομόσπουδος, ο φίλος, που νιώθει κι' αυτός την ίδια ανάγκη: να βγει από τη μοναξιά του και να επικοινωνήσει μ' εκείνον που θα τον προσέξει και θα τον καταλάβει– δεν είναι πια μόνος, απεναντίας έχει το αίσθημα ότι απλώθηκε και ενώθηκε με τους ομοίους του. Αποτέλεσμα: δυναμώνει μέσα του ο τόνος της ζωής, υψώνεται η ψυχική του θερμοκρασία, ευγενίζεται η ύπαρξή του.
Είναι άραγε ανεξήγητη η βαθειά διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ελληνικό και στο ρωμαϊκό συμπόσιο; Όπως τη θέση του ελληνικού μαρμάρου και της λιτής γραμμής επήρε στη Ρώμη το τούβλο και ο όγκος, έτσι και το συμπόσιο έχασε την ευγενή ευθυμία του και έγινε όργιο ακρασίας.8 Τα οικοδομήματα μέσα στον ρωμαϊκό γεωγραφικό και ιστορικό χώρο απόκτησαν μέγεθος, αλλά τα υλικά φτήνηναν και το ποιόν της κατασκευής έπεσε. Παράλληλα το ανθρώπινο μέτρο, και μαζί η ανθρώπινη ευπρέπεια, έπαψαν να είναι ο κανόνας μέσα στη χλιδή και στη διαφθορά των αρχοντικών μεγάρων. Και έτσι η λάμψη του στοχασμού και του αστεϊσμού η λεπτότητα δεν εβρήκαν στη Ρώμη έδαφος πρόσφορο για να μεταφυτευτούν και να ευδοκιμήσουν. Ψυχαγωγία έγινε η πολυφαγία, η πολυποσία, η ακολασία.
- Πώς χαρακτηρίζει τη θέση της ψυχαγωγίας στη ζωή των ανθρώπων ο συγγραφέας; Με ποια επιχειρήματα στηρίζει τους χαρακτηρισμούς του;
- Με ποιον τρόπο επιχειρηματολογίας τεκμηριώνει ο συγγραφέας την άποψή του ότι οι τρόποι ψυχαγωγίας ενός λαού αποτελούν δείκτη του πολιτισμού του;
- Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η τελευταία παράγραφος του κειμένου;
[...] Η νόθη ψυχαγωγία είναι απόπειρα φυγής, επιθυμία απόδρασης από τον κλοιό μιας ζωής που μόνο πληγές μας δίνει και απογοητεύσεις ή που μας έγινε αφόρητη από το αθεράπευτο κενό της. Απόπειρα φυγής, όχι φυγή· επιθυμία απόδρασης, όχι απόδραση. Γιατί σε λίγο ξαναγυρίζομε στην αρένα βαρύτερα πληγωμένοι, βρισκόμαστε και πάλι στο πηγάδι μας με μεγαλύτερο άγχος – η απελευθέρωση ήταν ψεύδος, τραγική αυταπάτη. Πίσω λοιπόν από τη νόθη ψυχαγωγία υπάρχει πανικός και μωρία·1 όταν μαυρίσει από την απελπισία ή ρημάξει μέσα στην ανία η ψυχή μας, μας πιάνει τρόμος, και τρέχομε να αναπληρώσομε αυτό που μας λείπει με μια συγκίνηση (ας είναι και αγωνία), με μια διέγερση (ας είναι και αλλοτρίωση του προσώπου μας), με μιαν εξαντλητική ηδονή (ας φέρνει και την αποκτήνωση) – με κάτι τέλος πάντων που έστω και προσωρινά θα δώσει άλλη τροπή στη ζωή μας. Εκείνο που μας τρομάζει περισσότερο είναι η ερημιά της ψυχής, το εσωτερικό άδειασμα. Και ριχνόμαστε σ' εκείνους τους τρόπους της ψυχαγωγίας και ελπίζομε ότι θα μας βοηθήσουν να ξεφύγομε – από τι; Ολοφάνερα από τον «εαυτό μας». Αυτός μας έχει γίνει ανυπόφορος και, επειδή μας πονεί ή μας αηδιάζει η παρουσία του, επιχειρούμε να αποδράσομε «σκοτώνοντας» το χρόνο που μας πολεμάει ή έχει περιφρονήσει την ψυχή μας. Κάθε ευκαιρία φυγής είναι τότε ευπρόσδεκτη, ακόμη κι' αν υπονομεύει την υγεία ή μας ντροπιάζει. Και όταν μας παρουσιαστεί (η κοινωνία έχει και για τούτο προνοήσει με τις λέσχες, τα καπηλειά, τα καταγώγια) τρέχομε να επωφεληθούμε. Αστόχαστα, αφού στο τέρμα του δρόμου μάς περιμένει ήσυχος ο εχθρός που θέλομε να του ξεφύγομε... [...]
Αντίθετα προς τη νόθη η γνήσια ψυχαγωγία ως ανάγκη γεννιέται από τη δύναμη και τη χαρά της ζωής, και εκείνο που προσφέρει είναι να συντηρεί και να ανανεώνει τη δύναμη και τη χαρά της ζωής. Αυτήν ακριβώς που φθείρει και αφανίζει η νόθη. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται αποδείξεις για να βεβαιωθεί κανείς ότι άλλο πράγμα είναι να ρίχνεσαι στο ξεφάντωμα από αμηχανία και άγχος, για να «διασκεδάσεις» την κατάθλιψη και την ανία που σε ρημάζει, και άλλο (εντελώς άλλο και στις προθέσεις και στα αποτελέσματα) να διασκεδάζεις από περίσσεια δυνάμεων και ευφρόσυνη2 διάθεση, για να κρατείς υψηλά την εσωτερική σου θερμοκρασία και να απολαβαίνεις την ακμή του σώματος και τη χαρά της ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση, όπως είπαμε, η ψυχαγωγία είναι απόπειρα φυγής, αναζήτηση σωτηρίας από το αδιέξοδο που αντί να δώσει ανακούφιση από το άλγος3 και την πλήξη, κάνει τη ζωή πιο δύσκολη, ζοφερή4 και αρρωστημένη. Στη δεύτερη, είναι ακτινοβολία και θρίαμβος σωματικής και ψυχικής ευφορίας, άξια επιβράβευση εκείνων που ευδοκιμούν στο σκληρόν αγώνα της ζωής με την περίσκεψη, το θάρρος, το τάλαντο τους – και για τούτο προσφέρει ό,τι υπόσχεται: δύναμη και χαρά μεγαλύτερη. Εάν βρίσκεσαι σε συμφωνία με τον εαυτό σου (τις διαθέσεις, τις ικανότητες, τα όνειρά σου)· εάν με τους συνανθρώπους ζεις αρμονικά προσπαθώντας με καλή προαίρεση5 να γεφυρώνεις τα χάσματα και ν' αποφεύγεις την τριβή στις σχέσεις σου μαζί τους· εάν εργάζεσαι έντιμα και δημιουργικά και είσαι ικανοποιημένος από την αναγνώριση των αποδόσεων σου· εάν στην αισθηματική σου ζωή αξιώθηκες να γνωρίσεις την τρυφερότητα και τη στοργή· εάν προπάντων έχεις πεισθεί ότι ο δρόμος του βίου δεν είναι ποτέ ομαλός και γίνεται βατός μόνο από κείνους που μπορούν να δέχονται τις αποτυχίες με χαμόγελο και τους πόνους με εγκαρτέρηση – τότε θα είσαι πάντα δυνατός και χαρούμενος, και αυτή τη δύναμη και τη χαρά σου θα την ξαναβρίσκεις πολλαπλάσια όταν θα διαθέτεις τον ελεύθερο χρόνο σου σε σύστοιχους6 προς το ψυχικό κλίμα και το πνευματικό σου επίπεδο τρόπους ψυχαγωγίας. Ούτε καταπονημένος και ταπεινωμένος, ούτε αηδιασμένος από τον εαυτό σου θα βγαίνεις από τους τόπους των διασκεδάσεων – με την πικρή γεύση που δίνει ο ανώφελος κάματος, η αποστροφή και η μεταμέλεια. Ο Spinoza7 έχει λαμπρά αποδείξει στα θεωρήματα της δικής του Γεωμετρίας δύο ταυτότητες που επαληθεύονται διαρκώς από την καθημερινή πείρα: Ένταση της ζωής, ευφορία ψυχική ίσον δύναμη, ίσον χαρά. Χαλάρωση της ζωής, ψυχική αφορία ίσον αδυναμία, ίσον θλίψη. Η θέση της νόθης ψυχαγωγίας είναι στο κεφάλαιο της δεύτερης ταυτότητας· της γνήσιας, στο κεφάλαιο της πρώτης. Ποιας η δωρεά είναι η ευ-θυμία των Αρχαίων, περιττεύει –νομίζω– και να το υπαινιχθούμε.
- Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και ποια τα κριτήρια για να χαρακτηρίσετε την ψυχαγωγία νόθη ή γνήσια, σύμφωνα με το κείμενο;
- Εάν επιχειρούσατε να διαιρέσετε τη δεύτερη μεγάλη παράγραφο σε δύο, σε ποιο σημείο θα κάνατε το διαχωρισμό και γιατί;
- Πιστεύετε ότι υπάρχουν τρόποι ψυχαγωγίας που αντικειμενικά εντάσσονται στις μορφές της νόθης και της γνήσιας ψυχαγωγίας; Τεκμηριώστε την απάντηση σας τόσο στο υλικό του δοκιμίου, όσο και στην προσωπική σας αντίληψη. Επιπλέον, χρησιμοποιήστε παραδείγματα για να κάνετε κατανοητή την άποψή σας.
- Ποιες είναι, κατά την άποψή σας, οι ενέργειες ή οι απασχολήσεις με τις οποίες πρέπει να γεμίζει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του;
Το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου και η επίλυσή του
[...] Υπολογίζεται ότι η καλπάζουσα τεχνική πρόοδος με τη βοήθεια της «κυβερνητικής» δεν θ' αργήσει να επιτρέψει στις ευημερούσες χώρες την καθιέρωση των 40 ωρών εργασίας την εβδομάδα (με δύο ολόκληρες ημέρες ανάπαυσης), και σε λίγο των 32 ωρών (με τρεις ολόκληρες ημέρες ανάπαυσης) για όλους ανεξαίρετα τους εργαζόμενους. Αντί όμως να εορτάσουν το γεγονός, οι κοινωνιολόγοι μας τρέμουν για τις συνέπειες που μπορεί να έχει, στην ατομική και στη συλλογική ζωή, ένας τόσος μακρός χρόνος αργίας. Πώς θα τον χρησιμοποιήσει άραγε ο άνθρωπος του μέλλοντος; Τι θα κάνει; Θα κοιμάται περισσότερο; θα γυμνάζεται περισσότερο; θα διασκεδάζει περισσότερο; Και πώς θα διασκεδάζει; Θα πίνει και θα χαρτοπαίζει, θα χορεύει και θα ακολασταίνει1 τις μακρές ώρες του Σαββάτου; Ή θα τρέχει ξέφρενος2 με το αυτοκίνητο του σε δάση και βουνά, δήθεν για περίπατο, αλλά πραγματικά για να γυρίσει στο σπίτι του τσακισμένος από την κούραση και να βρει αμέσως τον ύπνο που θα έχει αρχίσει να του γίνεται δύσκολος; Τότε όμως μήπως θα είναι συμφερώτερο, και για τον ίδιο και τον πολιτισμό της χώρας του, να μη μένει καθόλου αργός παρά να εργάζεται και τις έξι μέρες της εβδομάδας αναπαυόμενος μόνο την έβδομη κατά το παράδειγμα του Υψίστου;
Τη λύση, κατά τη γνώμη μου, θα δώσει στο πρόβλημα μόνο η μεγαλύτερη μόρφωση του λαού σε συνδυασμό με τη δικαιότερη οργάνωση της κοινωνίας. Εάν μορφωθεί αληθινά ο άνθρωπος, θα φωτισθεί το πνεύμα και θα λεπτυνθεί η ευαισθησία του, και έτσι θα αποκτήσει μέτρα αυστηρότερα για να κρίνει και τους άλλους και τον εαυτό του· και εάν οργανωθεί με δικαιοσύνη η κοινωνία όπου ζει, θα σεβαστεί και θα τιμήσει και τους άλλους και τον εαυτό του. Τότε δεν θα έχομε λόγο ν' ανησυχήσομε για το πώς θα διαθέσει το χρόνο της αργίας του, όσο μακρός κι' αν είναι· ας τον αφήσομε ελεύθερο και εκείνος ασφαλώς θα τον καλύψει με ευχαρίστηση και σωφροσύνη. Εάν όμως μείνει άξεστος και αγροίκος, εκτεθειμένος στην πλεονεξία και στην περιφρόνηση εκείνων που θα τον κυβερνούν με τους ψυχρούς ηλεκτρονικούς εγκεφάλους των, η μακρά ανάπαυση, με τις ευκαιρίες που θα του προσφέρει, θα τον εκβαρβαρώσει, και θα γίνει δυστυχέστερος βυθίζοντας μαζί του στην εξαθλίωση και όλους τους άλλους.
- Ποιο πρόβλημα που σχετίζεται με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου αντιμετωπίζουν οι κοινωνιολόγοι;
- Τι προτείνει ο συγγραφέας για την επίλυση αυτού του προβλήματος; Συμφωνείτε με την πρότασή του; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας.
Κάνουμε νομίζω ένα σοβαρό λάθος προσέγγισης όταν εξετάζουμε τον ελεύθερο χρόνο –απ' οποιαδήποτε άποψη– ανεξάρτητα από τη θεμελιακή σχέση, που είναι η σχέση του ανθρώπου με την εργασία του. Σε τελευταία ανάλυση αντιμετωπίζουμε τον ελεύθερο χρόνο σαν αντίβαρο σε κατά βάση αρνητικές και αλλοτριωτικές συνθήκες εργασίας, όπου η αναζήτηση μηχανισμών αντιρρόπων1 και διαφυγής διαδραματίζουν αναγκαστικά τον πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, κατά τη γνώμη μου, ότι η τοποθέτηση αυτή –συνειδητή ή υποσυνείδητη αδιάφορο– είναι όχι μόνο λαθεμένη, αλλά βαθύτατα παγιδευτική. Ο άνθρωπος είναι μια πολυδιάστατη, αλλά οπωσδήποτε ενιαία οντότητα και ακριβώς γι' αυτό δεν διαμερισματοποιείται και η λειτουργία των οποιωνδήποτε υποκαταστάτων δεν μπορεί να εξισορροπήσει τις καταστροφικές –σωματικές, πνευματικές ψυχικές– συνέπειες, που προκαλούνται στον κυρίως τομέα πράξης και αυτοπραγμάτωσης, δηλαδή στην εργασία. Η απουσία νοήματος και καταξίωσης στην εργασία δεν μπορεί παρά –ακόμα και στην περίπτωση μιας από πολιτιστική άποψη «σωστής» διάρθρωσης του ελεύθερου χρόνου– να υποθηκεύει αρνητικά τον χρόνο αυτό. Και τον υποθηκεύει αρνητικά, γιατί ο αλλοτριωμένος στην εργασία του άνθρωπος και στις καλύτερες ακόμα περιπτώσεις επιχειρεί μια αντιστάθμιση, δεν επιλέγει χρήσεις χρόνου ανάλογα με τις πραγματικές του ανάγκες τελείωσης και ολοκλήρωσης της προσωπικότητάς του. Αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο άνθρωπος επιφυλάσσει για τον ελεύθερο χρόνο του ό,τι θεωρεί ότι πραγματικά τον εκφράζει ή πιστεύει ότι συνιστά θετική δραστηριότητα αποτελεί μια αρνητική επιβάρυνση. Βεβαίως η εργασία ποτέ δεν ήταν απαλλαγμένη από την πίεση της ανάγκης επιβίωσης, επομένως από ένα χαρακτήρα καταναγκασμού χρησιμοθηρικής2 επιδίωξης και σκοπιμότητας, όμως και ποτέ δεν είχε επιχειρηθεί η λειτουργική της αποκοπή από το ειδικό βάρος που έχει σαν το κατ' εξοχήν πεδίο καταξίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως επιχειρείται στην εποχή μας.
[...] Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι στην εποχή μας αυτή έχει επέλθει μια ψυχολογική διχοτόμηση ανάμεσα στο χώρο παραγωγή – εργασία και στον χώρο κατανάλωση – ελεύθερος χρόνος. Μια ψυχολογική διχοτόμηση, που ενώ αφαιρεί από το χώρο της εργασίας το αίτημα της θετικής καταξιωτικής λειτουργίας του ελεύθερου ανθρώπου, αφήνει τον μη δεσμευμένο από την εργασία χρόνο έκθετο στη χυδαιοποιητική επενέργεια ενός ασυγκράτητου καταναλωτισμού. Ο πολωτικός αυτός μηχανισμός δεν αφήνει τελικά καμιά περιοχή γνήσιας ανάπτυξης και έκφρασης της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η εργασία στην τεχνοκρατική εποχή μας όχι μόνο απαιτεί μια απόλυτη εξειδίκευση, που μερικοποιεί την ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά και αντιμετωπίζεται καθαρά χρησιμοθηρικά, δηλαδή σαν απλό μέσο εξασφάλισης εισοδήματος. Ο ελεύθερος χρόνος από το άλλο μέρος έχει κυριαρχηθεί από τη λεγόμενη «βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου», που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε απλό παθητικό και άκριτο δέκτη «απολαύσεων».
Η εξαίρεση στη διαδικασία αυτή είναι οι άνθρωποι εκείνοι που «αξιοποιούν» τον ελεύθερο χρόνο τους με ποιοτικές επιλογές ανώτερης τάξης. Πρόκειται όμως αληθινά για εξαίρεση; Ναι, στον βαθμό που οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής δεν γίνονται λεία των εκχυδαϊστικών μηχανισμών της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου, όχι όμως ως προς τη βασική διαδικασία. Η αντιμετώπιση της κουλτούρας σαν ένα είδος «χόμπυ» υψηλής στάθμης γεννάει τον κοσμοπολίτη «κουλτουριάρη», τους αυτοηδονιζόμενους υπερόπτες ενός περιορισμένου κοινού και των κλειστών κύκλων, όχι πνευματικά, πολιτικά και πολιτιστικά υπεύθυνο άτομο, που βρίσκεται σε μια σχέση συνειδητής πρόκλησης και απάντησης με τις πολιτιστικές ρίζες και την πολιτιστική πραγματικότητα του λαού που ανήκει. Ουσιαστική πολιτιστική προσφορά επιβάλλει μια ολοκληρωτική ένταξη που ακριβώς προϋποθέτει την άρση της ψυχολογικής διχοτόμησης, τουλάχιστο στο προσωπικό επίπεδο, ανάμεσα στην εργασία, που εισπράττεται απαξιωτικά,3 και τον ελεύθερο χρόνο, που λειτουργεί σαν πεδίο ψυχοπνευματικής εκτόνωσης.
Με τις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις, μπορεί πλέον να απαντηθεί το ερώτημα, σχετικά με τον τρόπο αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου από τον σύγχρονο Έλληνα κατά τρόπο όχι υπεραπλουστευτικό, όπως συνήθως συμβαίνει. Ασφαλώς υπάρχουν στην Ελλάδα οι ιδιομορφίες της υποανάπτυξης, αλλά κατά βάση λειτουργούν και εδώ τα στοιχεία, που προαναφέρθηκαν και που – τουλάχιστον στη δυτική περιοχή – εμφανίζουν μια παγκοσμιότητα. Ιδιομορφικό ελληνικό στοιχείο είναι χωρίς αμφιβολία ένας πολύ υψηλότερος βαθμός ανασφάλειας σε σύγκριση με άλλες προηγμένες χώρες του κόσμου. Ο υψηλότερος αυτός βαθμός ανασφάλειας σε συνδυασμό με μια απότομη έξαρση του καταναλωτισμού, που εμφανίζεται σ' όλες τις χώρες, οι οποίες έχουν βγει πρόσφατα από το στάδιο της υπανάπτυξης και της στέρησης, οδηγεί το μέσο αστικοποιημένο Έλληνα σε αναζήτηση μιας πρόσθετης απασχόλησης, που ουσιαστικά ελαχιστοποιεί τον ελεύθερο χρόνο για πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Ένα δεύτερο ελληνικό ιδιομορφικό χαρακτηριστικό είναι ότι το απότομο πέρασμα από παραδοσιακά κοινωνικά μορφώματα στη σύγχρονη κοινωνία της «αφθονίας» έχει προκαλέσει μια τρομακτική αξιολογική σύγχυση, με αποτέλεσμα ό,τι είναι «μοντέρνο», οσοδήποτε βάναυσο και χυδαίο, να θεωρείται και ποιοτικά ανώτερο. Σ' αυτό ακριβώς οφείλεται το γεγονός ότι το βάρος της «ετεροκατεύθυνσης» –βασικά η επιρροή της διαφήμισης– είναι τόσο συνθλιπτικό στη χώρα μας, το οποίο τελικά σημαίνει ότι ο μέσος σύγχρονος Έλληνας διαμορφώνει τα πρότυπα ζωής του –και φυσικά του ελεύθερου χρόνου του– σύμφωνα με τα συμφέροντα των προαγωγών του επιδεικτικού καταναλωτισμού. Ένα τρίτο ιδιομορφικό ελληνικό χαρακτηριστικό είναι η απουσία γνήσιας αστικής κουλτούρας, γνήσιας παράδοσης πόλης, που μειώνει ακόμη περισσότερο τις αντιστάσεις στην εισβολή της κατευθυνόμενης ακρισίας,4 η οποία στηρίζεται στην παθητικοποίηση του μέσου ατόμου. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, περισσότερο ίσως από χώρες ανάλογης στάθμης υπάρχει παραδοσιακά μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην ιντελιγκέντσια5 και τις πλατιές μάζες, πράγμα, που οδηγεί στην ουδετεροποίηση και την αλειτουργικότητα των απαραίτητων μορφωτικών ενδιαμέσων, που είναι αναγκαίοι για την καλλιέργεια και την προώθηση μιας άλλης, ουσιαστικά και όχι καταναλωτικά, ανώτερης ποιότητας ζωής. Αν σ' αυτά προστεθούν οι απανθρωποποιητικές συνθήκες κατοικίας, κυκλοφορίας και περιβάλλοντος, που έχουν δημιουργηθεί κυρίως στις μεγάλες ελληνικές πόλεις είναι φανερό ότι ο καθημερινός ελεύθερος χρόνος, ο οποίος και είναι εκείνος που βασικά ζυγίζει, είναι πολύ αρνητικότερα βαρυμένος σε σύγκριση ακόμα και με άλλες χώρες του κόσμου αντιστοίχου ή αναλόγου επιπέδου ανάπτυξης.
Ο ελεύθερος χρόνος σήμερα είναι μεγαλύτερος από ό,τι στο παρελθόν, το ερώτημα όμως για τον τρόπο διαμόρφωσης του σε συσχετισμό πάντοτε με την εργασία παραμένει ο πυρήνας του ζητήματος. Ο πυρήνας αυτός συνάπτεται6 απόλυτα με τη συνολική μορφολογία και με τον τρόπο λειτουργίας του κοινωνικού συστήματος και μεταβάλλεται στο βαθμό που το ίδιο το σύστημα μετασχηματίζεται βαθμιαία ή ριζικά αλλάζει. Στοιχείο όμως καίριο κάθε αλλαγής είναι πάντοτε η άνοδος του επιπέδου συνειδητοποίησης μιας κατάστασης, στην οποία συνειδητοποίηση καλούμεθα όλοι να συμβάλλουμε με τον λόγο και την πράξη.
- Γιατί αντιμετωπίζουμε λαθεμένα, κατά την άποψη του συγγραφέα, το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου, αν το διαχωρίσουμε από τη σχέση του ανθρώπου με την εργασία του;
- Είναι δυνατόν ν' αντιμετωπιστεί η αλλοτριωτική «βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου» μόνο με το να μη γινόμαστε «λεία των εκχυδαϊστικών μηχανισμών της»; Ποια είναι η βασική προϋπόθεση, κατά το συγγραφέα, για μια ουσιαστική πολιτιστική προσφορά και δημιουργία;
- Ποια είναι τα ιδιομορφικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου Έλληνα που τον επηρεάζουν στον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο του;
- Ποιος είναι, κατά την άποψή σας, ο ρόλος των θεσμών της κοινωνικοποίησης (οικογένειας, σχολείου, τοπικής αυτοδιοίκησης κτλ.) τόσο στη συνειδητοποίηση της σημασίας του ελεύθερου χρόνου, όσο και στη δημιουργική αξιοποίησή του από τη νέα γενιά;
«Θυμάμαι πώς γελούσαμε όταν ερχόταν ο παππούς στο σπίτι και έλεγε ότι στην εποχή του δούλευαν από το πρωί ως τη δύση του ηλίου. Τώρα θα γέλαγε ο παππούς με μας που δουλεύουμε εν έτει 2000 από... λάμπα σε λάμπα, από το πρωί στο σκοτεινό γραφείο ως το βράδυ. Ο πολιτισμός και η τεχνολογία εξελίσσεται και εμείς είμαστε σκλάβοι της δουλειάς, με αλυσίδες που κλειδώνουν τα λουκέτα με...τηλεχειρισμό. Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα διεκδικούσαμε το 8ωρο και τώρα κινδυνεύουμε να γίνουμε άνευ ωραρίου ή με ωράριο άνευ ορίων...».
Εβλεπα ότι είναι απαυδισμένος. Τον άκουγα και καταλάβαινα ότι είναι αγανακτισμένος. Ο Θάνος δουλεύει σε ιδιωτική τράπεζα, παίρνει μισθό που κοντεύει τις 220.000 δρχ., του εμφύσησαν εξ αρχής την αίσθηση του προνομιούχου στελέχους έστω και μεσαίου της μεγάλης τραπεζικής οικογένειας και... χτυπάει 10ωρο που πάει σύννεφο και χωρίς επιπλέον αποδοχές. Το ίδιο και η Ελένη που είναι γραμματέας σε διευθυντικό στέλεχος εμπορικής επιχείρησης. Το ίδιο και η Αννα που παίρνει ψίχουλα σε μια βιοτεχνία πουκαμισού είναι και ο εργοδότης της όχι μόνο της κάνει τη ζωή πατίνι για να κολλήσει ένσημα αλλά την υποχρεώνει να δουλεύει όσο πάει ώσπου να βγει η δουλειά με κουτσή επιπλέον αμοιβή. Ασε τι γίνεται με τους χιλιάδες Ελληνες και δημοσίους υπαλλήλους που διπλοαπασχολούνται για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους...
Η ζωή μας έχει γίνει λάστιχο. Αντίο ελεύθερε χρόνε... «Αν θέλετε έξτρα σοβαρό εισόδημα από 50.000 ως 250.000 την εβδομάδα στον ελεύθερο χρόνο σας (όχι χειρονακτική εργασία) τηλεφωνήστε...» διάβασα σε μια αγγελία πρόσφατα. Και στην αντίπερα όχθη ο άνεργος, ο υποαπασχολούμενος... Το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών αντιστοιχεί στις δυνατότητες της εποχής. Περισσότερος πλούτος προκύπτει για τους έχοντες τα ηνία με την αύξηση της παραγωγικότητας λόγω των τεχνικών μέσων, δεν θα έπρεπε να επιστρέφεται και στον εργαζόμενο ως πλούτος σε χρόνο, σε αμοιβή ή σε κοινωνικές παροχές; Η πραγματικότητα όμως ξεπερνά τη λογική και συντάσσεται με την επικρατούσα λογική του ανταγωνισμού που μας χορεύει στο ταψί ρυθμικά με την απειλή της ανεργίας, της απόλυσης, της αναλωσιμότητας, των καταναλωτικών προτύπων. Από την άλλη μάς έχουν πείσει ότι είναι αυτονόητο να μην κοιτάμε τον ουρανό ή τα αστέρια ή τα απέναντι μάτια, αφού σοβαρότερο είναι να σκεφτόμαστε τον αραμπά της επόμενης ημέρας στη δουλειά με φρέσκες ιδέες για όσους είναι μεγαλοστελέχη, με καθαρό μυαλό για όσους είναι τα μεσαία «γρανάζια» της μηχανής, με το κεφάλι σκυμμένο για όσους είναι ανειδίκευτοι ή μισοειδικευμένοι...
«Να διεκδικήσουμε όλο τον κλεμμένο χρόνο» έφερε τίτλο η επιστολή που έστειλαν κάποιοι μισθωτοί μηχανικοί, τεχνολόγοι, σχεδιαστές στο ΤΕΕ και δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο τεύχος 2044, (22.3.99) με αφορμή έρευνα του Τεχνικού Επιμελητηρίου για τους μηχανικούς, από την οποία προέκυπτε ότι ο χρόνος εργασίας ήταν 9 ως 10 ώρες για το 34%, 11 ως 12 ώρες για το 19%, 13 ως 14 ώρες για το 12%. «Τα αποτελέσματα αυτά είναι ενδεικτικά της τρομερής κατάστασης που βιώνουν όχι μόνο οι μηχανικοί αλλά όλοι οι εργαζόμενοι τεχνικοί στα τεχνικά γραφεία και στα εργοτάξια, στις τεχνικές και εμπορικές εταιρείες»σημείωναν. «Ατέλειωτες ώρες, πολλές φορές Σαββατοκύριακα και αργίες και ούτε κουβέντα για υπερωρίες. Ολο και περισσότερο η έννοια του ωραρίου αποσύρεται από το λεξιλόγιο. Ο ευέλικτος απασχολίσιμος είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση της εταιρείας, πρέπει να ζει για την εταιρεία, να οργανώνει τη ζωή και τον χρόνο του γύρω από την εταιρεία».
Τα όρια ανάμεσα στον ελεύθερο και στον εργάσιμο χρόνο τείνουν να καταρρεύσουν. Ο εργάσιμος χρόνος καταλαμβάνει σταδιακά ολόκληρη τη ζωή. Οπως επισημαίνει ο κ. Γιώργος Σταθάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, «οδεύουμε ήδη σε ένα εργασιοκεντρικό μοντέλο, όπου όλη η κοινωνική ζωή είναι η εργασία.Επίσης οδηγούμαστε στο αμερικανικό σύστημα όπου γίνεται ατομική διαπραγμάτευση για τις αμοιβές μεταξύ εργαζομένου και διοίκησης. Ετσι έχουμε εργαζομένους για την ίδια δουλειά με διαφορετικό μισθό. Υπάρχει μια "γκρίζα ζώνη" που κανείς δεν ξέρει τι ισχύει και τι όχι».Μάλιστα επισημαίνει ότι αρχίζει να είναι το μοντέλο προς το οποίο τείνει ο κύκλος της «νέας επιχειρηματικότητας» (κλάδος πληροφορικής, ασφαλιστικές εταιρείες, φαρμακευτικές εταιρείες, δίκτυο μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων). «Αν πριν από 10 χρόνια ήταν ορατό μόνο σε μικρό ποσοστό εργαζομένων (κυρίως στις ναυτιλιακές εταιρείες, όπου ακουγόταν κάποτε "δουλεύω σε εταιρεία στον Πειραιά, άρα δεν έχω ωράριο..."), τώρα διαχέεται η αίσθηση ότι δεν υπάρχει ωράριο σε μεγάλο κύκλο εργαζομένων».
Βεβαίως η Ευρώπη και η Ελλάδα δεν είναι Αμερική. Υπάρχουν αντιστάσεις. Και φαίνεται ότι η τάση είναι η μείωση του ωραρίου, το 35ωρο ήδη μπαίνει σε τροχιά εφαρμογής (Γαλλία, Ιταλία) και «θα επεκταθεί σίγουρα σε όλη την Ευρώπη» εκτιμά ο κ. Σταθάκης. «Στην Ελλάδα,με ένταση της προσπάθειας για σωστή εφαρμογή του και χωρίς μείωση αποδοχών, παρά τις αντιστάσεις των εργοδοτών, θα βρει επίσης τον δρόμο του».
Πάντως ο τρόπος εφαρμογής του 35ώρου στη Γαλλία έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους επειδή συνδυάστηκε με την ανακατανομή του χρόνου εργασίας ανάλογα με τις παραγωγικές ανάγκες των επιχειρήσεων. Αυτό είχε αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι για ένα χρονικό διάστημα να δουλεύουν πέραν των 40 ωρών και να ακολουθούν μειωμένο ωράριο κάποια άλλη χρονική περίοδο. Οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται γιατί το συγκεκριμένο ωράριο απορρυθμίζει τον ελεύθερο χρόνο τους και δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στην οικογένειά τους.
Ωστόσο ο κ. Σταθάκης πιστεύει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες οδηγούνται σε μια πρωτόγνωρη δυαδικότητα όσον αφορά τις αμοιβές, τον χρόνο εργασίας και τις συνθήκες εργασίας. «Το ωράριο θα ισχύει και θα παραμείνει επίμαχο θέμα για στρώματα ανειδίκευτης εργασίας με χαμηλούς μισθούς, για εργάτες στη βιομηχανία, κατώτερους υπαλλήλους σε δημόσιες υπηρεσίες, εργαζόμενους στη βιοτεχνία κ.ά. Στους χώρους επιχειρήσεων με νέες τεχνολογίες και νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες οι εργαζόμενοι (όχι μόνο υψηλόβαθμα στελέχη αλλά ακόμη και οι γραμματείς) δουλεύουν χωρίς ωράρια και αμείβονται καλύτερα».
Η μάχη του 35ώρου
Η μάχη του 35ώρου
Η κυρία Βάνα Γεωργακοπούλου, διδάκτωρ οικονομίας, ειδική σύμβουλος ΟΤΟΕ σε εργασιακά θέματα και μεσολαβητής-διαιτητής του ΟΜΕΔ (Οργανο Μεσολάβησης και Διαιτησίας) επισημαίνει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να απαντήσει με μορφές παρέμβασης στα νέα δεδομένα. Ενώ αρχίζουν να γίνονται όλο και περισσότεροι οι μισθωτοί, τείνει να αλλάζει και να γίνεται ευέλικτος ο πυρήνας της τυπικής εργασίας (πλήρης απασχόληση) και να μοιάζει σαν την εργασία τού... εμπορικού αντιπροσώπου ή του ελεύθερου επαγγελματία. «Οταν πριν από λίγα χρόνια λέγαμε όλοι οι οικονομολόγοι ότι θα πρέπει να εξετάσουμε άτυπες μορφές εργασίας, σήμερα βλέπουμε την ίδια την τυπική σχέση εργασίας να αλλοιώνεται και μαζί να αλλοιώνονται και τα δικαιώματα των εργαζομένων».
Οπως διαπίστωσε η κυρία Γεωργακοπούλου που βρέθηκε σε εφόδους επιθεωρητών εργασίας οι διευθυντές των καταστημάτων των τραπεζών δεν φτιάχνουν προγράμματα εργασίας για κάθε εργαζόμενο ώστε να τα καταθέσουν οι τράπεζες συνολικά και να πάρουν άδειες για υπερωρίες από την επιθεώρηση εργασίας. «Ετσι εμφανίζονται λίγες υπερωρίες, αν και είναι κοινό μυστικό ότι οι πόρτες στις τράπεζες είναι ανοιχτές και οι εργαζόμενοι δουλεύουν χωρίς να καταγράφεται η εργασία τους και χωρίς αμοιβή... Να σκεφτείτε ότι αν δεν υπήρχαν έστω αυτές οι επίσημες υπερωρίες (σταγόνα στον ωκεανό των πραγματικών) θα αυξανόταν κατά 4% η απασχόληση στον τραπεζικό κλάδο (πάνω από 2.500 θέσεις εργασίας)!». Πιστεύει επίσης ότι πρέπει να διασφαλιστεί το 35ωρο, γιατί πάμε «για ανεξέλεγκτες καταστάσεις αν δεν προσέξουμε, για συμβάσεις και ρυθμίσεις που δεν θα εφαρμόζονται όπως γινόταν ως τώρα για τους μισθούς, τώρα μπορεί να γίνει για τους χρόνους εργασίας». Κομβικό θεωρεί να τεθούν κανόνες με άξονα:
* την πραγματική φύση της εργασίας και τις ειδικότητες που αφορά.
* τη διασφάλιση ωραρίου νόμιμου και συμβατικού όσον αφορά τον συγκεκριμένο εργαζόμενο (μια θέση μπορεί να απαιτεί λειτουργία 24 ώρες το 24ωρο αλλά ο εργαζόμενος να δουλεύει 7 ή 8 ώρες).
* δραστικό περιορισμό των υπερωριών με συστηματική διερεύνηση για να εκτιμηθεί ποιες εταιρείες καλύπτουν πάγιες ανάγκες τους με υπερωρίες ώστε να κληθούν στις θέσεις αυτές να προσλάβουν εργαζομένους.
Τα σκήπτρα της Ελλάδας
Τα σκήπτρα της Ελλάδας
Στην Ελλάδα ο πραγματικός εργάσιμος χρόνος είναι πολύ υψηλότερος σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ το ίδιο ισχύει για τον συμβατικό χρόνο εργασίας (στη χώρα μας επικρατεί το ωράριο των 40 ωρών που αυξάνεται) διαπιστώνει ο κ. Γιάννης Κουζής, λέκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός σύμβουλος στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, υπεύθυνος του τομέα εργασιακών σχέσεων.
«Είναι υψηλός γιατί υπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ χρόνου εργασίας και αμοιβής» μας εξηγεί. Σύμφωνα με έρευνες που έγιναν έχει φανεί ότι «στην Ελλάδα το 1/3 των μισθωτών κάνει υπερωριακή απασχόληση, το 20% του εργατικού δυναμικού διπλοαπασχολείται ή και πολυαπασχολείται. Στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι ο έλληνας εργαζόμενος για να αποκτήσει όσα ο Ευρωπαίος δουλεύει 90% περισσότερο! Η πραγματική αμοιβή του έλληνα εργαζομένου (μέσος όρος) αποτελεί το το 65% της αμοιβής του Ευρωπαίου! ».
Επίσης θεωρεί ότι είναι πια συνηθισμένο φαινόμενο να δίνουν σε μεσαία στελέχη αμοιβή πάνω από το νόμιμο πλαίσιο («πάρε 250.000-300.000 δρχ. και δούλευε όσο χρειάζεται η εταιρεία»), αμοιβή όμως που δεν ανταποκρίνεται ως προς το ύψος αν συγκριθεί με το ποσό που θα προσαυξάνονταν με βάση το αντίστοιχο ωρομίσθιο. Μάλιστα το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε, όπως μας λέει ο κ. Κουζής, και στην περίπτωση της Γαλλίας με την εφαρμογή του 35ώρου, όπου οι επιχειρήσεις εξαιρούν τα στελέχη τους από το πλαίσιο αυτού του ωραρίου!
Το πρόβλημα του αυξημένου χρόνου εργασίας συναντάται όλο και πιο συχνά όταν έχουμε να κάνουμε με πολλές μορφές απασχόλησης που δεν χαρακτηρίζονται μισθωτές (είτε γιατί δεν είναι είτε γιατί υποκρύπτεται μισθωτή εργασία με δελτίο παροχής) και περνούν στα πλαίσια της αυτοαπασχόλησης. Αναμένεται μάλιστα να ενταθεί το πρόβλημα στο άμεσο μέλλον, όταν θα εφαρμόζεται ευρέως η τηλεργασία!
Στις μικροβιοτεχνίες και στις μικρές επιχειρήσεις «οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας είναι καθημερινή υπόθεση. Εκεί παρατηρείται σοβαρότατο έλλειμμα ελέγχου της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Εδώ και δύο χρόνια υπάρχει ο νόμος για να αναβαθμιστεί ο ρόλος της επιθεώρησης εργασίας αλλά ουδέν γίνεται» σημειώνει ο κ. Κουζής.
Είναι ενδεικτικό ότι επειδή υπάρχουν περιορισμοί για τις υπερωρίες και απαιτούνται ειδικές άδειες από το υπουργείο Εργασίας, «τις περισσότερες φορές οι επιχειρήσεις αψηφούν την επιθεώρηση εργασίας και χωρίς άδεια προχωρούν σε υπερωρίες εργαζομένων τους».
Μπίτσικα Παναγιώτα, Εφημερίδα "Το Βήμα"
Ντιέγκο Φουζάρο
Ποιος μας έκλεψε τον χρόνο;
Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα συνέντευξης του ιταλού μελετητή Ντιέγκο Φουζάρο, ο οποίος μίλησε για το βιβλίο του «Esserre senza tempo» («Bompiani», 2010) στον διαδικτυακό τόπο Lanterne Rosse.
- Τον χρόνο τον ζούμε είτε το θέλουμε είτε όχι. Ωστόσο, εσείς λέτε ότι ο χρόνος κατά κάποιον τρόπο μας έχει κλαπεί, μας έχει αφαιρεθεί. Από ποιον, από τι;
- Μεταξύ των πολλών ορισμών που μπορούμε να δώσουμε στην παρούσα ιστορική φάση, υπάρχει ένας ο οποίος ίσως καλύτερα από τους άλλους συλλαμβάνει το πνεύμα της: το παρόν μας είναι η εποχή της βιασύνης, ένας «χρόνος χωρίς χρόνο», στον οποίο όλα τρέχουν άτακτα και χωρίς να σταματούν ποτέ, εμποδίζοντάς μας όχι μόνον να ζούμε πλήρως τις παρούσες στιγμές, που διαδέχονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα η μία την άλλη, αλλά και να σκεφτούμε νηφάλια αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Πάρα πολλά γεγονότα συσσωρεύονται σε όλο και πιο σύντομες χρονικές περιόδους, προκαλώντας σε μας που ζούμε αυτήν την επιτάχυνση κάθε τομέα της εμπειρίας (από την καθημερινή ζωή ως τον εργασιακό βίο, από τις διαδικασίες μάθησης ως το σύμπαν των πληροφοριών) μιαν αίσθηση αποξένωσης και ταυτόχρονα έναν εκνευρισμό: ποτέ δεν έχουμε αρκετό χρόνο για όλα όσα έπρεπε ή θα θέλαμε να κάνουμε. Η νεωτερικότητα, με το πάθος της για το μέλλον, είχε συνειδητά επιλέξει τον δρόμο της επιτάχυνσης των ρυθμών στο όνομα του μέλλοντος. Το παρόν γινόταν αντιληπτό ως σημείο μετάβασης προς ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον. Οι επαναστατικές εμπειρίες είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του πάθους για το μέλλον. Ας σκεφτούμε τη γαλλική και την μπολσεβίκικη επανάσταση και το πάθος τους για το μέλλον. Από το 1989, αντίθετα, με την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, το μέλλον ως προγραμματικός ορίζοντας έχει χαθεί. Δεν ζούμε πλέον στο όνομα του μέλλοντος αλλά στο όνομα του ίδιου του παρόντος, που τείνει να γίνει ολικό, πανταχού παρόν, αιώνιο. Η ίδια η ιστορία, με την αδιάκοπη ροή της, φαίνεται σαν να έχει ξαφνικά παγώσει. Αυτή η διαιώνιση του παρόντος συνοδεύεται από μιαν ερημοποίηση του μέλλοντος. Και ωστόσο συνεχίζουμε να βιαζόμαστε. Αυτός είναι ο παραλογισμός του καιρού μας, το πιο μεγάλο του παράδοξο. Δεν υπάρχει πλέον ένας μελλοντικός σκοπός και ωστόσο συνεχίζουμε να τρέχουμε.
- Προς τα πού; Σε τι χρησιμεύει αυτή η βιασύνη, η παραφορτωμένη με παρόν;
Το μυστικό της μηδενιστικής και μεταμοντέρνας επιτάχυνσής μας έγκειται κατά τη γνώμη μου σε ένα σύστημα παραγωγής -το καπιταλιστικό- το οποίο πρέπει να εγγυάται αποτελεσματικότητα, παραγωγικότητα, όλο και πιο γρήγορα κέρδη, και ταυτόχρονα δεν έχει πλέον ανάγκη το μέλλον και μάλιστα πρέπει να το εξορκίζει, επειδή εμπεριέχει τη δυνατότητα του διαφορετικού. Απώθηση του μέλλοντος και υπαρξιακή και παραγωγική βιασύνη μπορούν έτσι να συμβιώνουν αινιγματικά στο πλαίσιο μιας εποχής που έπαψε να πιστεύει στον Θεό αλλά εξακολουθεί να πιστεύει στην Αγορά.
- Ο καιρός περνάει με τρόπο διαφορετικό για όποιον είναι πλούσιος και για όποιον είναι φτωχός...
- Ο χρόνος είναι ένας για όλους, αλλά δεν τον κατοικούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η κοινωνία που περιγράφει θαυμάσια ο Μαρξ είναι μια κοινωνία στην οποία, πλάι στη γνωστή «πάλη των τάξεων», διεξάγεται και μια εξίσου λυσσαλέα «πάλη για τον χρόνο». Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ δείχνει με εντυπωσιακό τρόπο πως το κεφάλαιο προσπαθεί με κάθε τρόπο να νικήσει στο πεδίο του χρόνου, αρχικά επιμηκύνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο το ωράριο εργασίας πέρα από κάθε ανθρώπινη αντοχή. Στη συνέχεια, καθώς προσκρούει στα ανυπέρβλητα φυσικά όρια, απορρίπτει την απεριόριστη επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας, αλλά δεν απαρνιέται το μοχθηρό όνειρό του για ολική κυριαρχία πάνω στον χρόνο και επιβάλλει την παραγωγή σε μικρότερο χρόνο αυτού που προηγουμένως παραγόταν σε περισσότερο χρόνο. Είναι η γνωστή μετάβαση από την «απόλυτη» στη «σχετική υπεραξία». Η παραγωγή επιταχύνεται και μαζί με αυτήν αναστατώνονται και οι ρυθμοί της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία υποχρεώνεται να προσαρμοστεί στους ταχύτατους ρυθμούς των μηχανών.
- Πώς περιγράφετε στο έργο σας την ίδια την έννοια του «χρόνου»;
- Ο Αυγουστίνος, στις «Εξομολογήσεις», έλεγε ότι γνώριζε καλά τι είναι ο χρόνος όσο δεν χρειαζόταν να το εξηγήσει σε κάποιον. Ο ίδιος ο Καντ, τον 18ο αιώνα, σημείωνε το παράδοξο σύμφωνα με το οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε για τον χρόνο παρά μόνον «χωροθετώντας» τον, δηλαδή ανάγοντάς τον σε χωρικές μεταφορές. Στο βιβλίο μου προσπαθώ να ανιχνεύσω μιαν ιστορικο-κοινωνική γένεση του χρόνου, βοηθούμενος σε αυτό και από τις αναλύσεις ιστορικών όπως ο Μπροντέλ ή ο Κοσέλεκ. Η ίδια η ιδέα μιας ιστορίας στον ενικό, γραμμικής, κατευθυνόμενης «μονοσήμαντα» από το παρελθόν προς το μέλλον, γεννιέται μόνον με τον Διαφωτισμό, ακολουθώντας το ρεύμα της επιτάχυνσης της ιστορίας που γεννήθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, χάρη σε διαδικασίες όπως η βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία ή η Γαλλλική Επανάσταση. Ολο και περισσότερα γεγονότα συσσωρεύονταν σε όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα και αυτό γινόταν τόσο στο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο (η επαναστατική Γαλλία) όσο και στο τεχνικό-βιομηχανικό-επιστημονικό (η Αγγλία). Αρχισαν τότε να ζουν με την πεποίθηση ότι ήταν η ίδια η ολότητα των ανθρώπινων εμπειριών και επομένως η ιστορία αυτή που επιτάχυνε τον βηματισμό της (...). *
Εφημερίδα Κυριακάτικη, Ένθετο Επτά, Στήλη «Σημειωματάριο Ιδεών» του Θανάση Γιαλκέτση, 31-12-2010
Οι χαμένοι παράδεισοι
Νίκος Δήμου, εφ. Ελευθεροτυπία, 6/8/2006
Όταν οι Πρωτόπλαστοι εξωπετάχθηκαν από τον Παράδεισο, τους έμεινε η νοσταλγία. Για την παρθένα φύση, τα κρύα νερά, την ανεμελιά και την τεμπελιά.
Το πρώτο κακό που τους βρήκε, μετά την έξοδο, ήταν η εργασία. Άρχισαν να μοχθούν, να ιδρώνουν («εν τω ιδρώτι του προσώπου σου...»), να καταπονούνται: είτε για τον άρτο, είτε για την Μερτσέντες. Γενικά η έκπτωση από την παραδείσια ευτυχία έφερε την δουλειά (από την «δουλεία» κατάγεται η λέξη) και η νοσταλγία του Παραδείσου οξύνθηκε.
Μέχρι που κάποιος ανακάλυψε τις διακοπές. Οι διακοπές λειτουργούν ως υποκατάστατο του Παραδείσου. Όπως ο καλός Χριστιανός υπομένει τα πάντα μία ζωή, προσδοκώντας να πάει στον Παράδεισο, έτσι κι ο εργαζόμενος ανέχεται την καθημερινή ρουτίνα, τον αυταρχισμό του προϊστάμενου, την πειθαρχία του ωραρίου, την αυθάδεια του πελάτη -προκειμένου κάποτε να πάει διακοπές.
«Ε, δεν θα έρθει ο Αύγουστος;» μονολογεί.
Και μεταθέτει όλες του τις ελπίδες, τις προσδοκίες, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, σε αυτό το μικρό διάστημα παραδείσου.
«Παραδείσους» ονομάζουν όχι τυχαία και οι τουριστικοί πράκτορες τους ωραιότερους προορισμούς τους.
Σκεφθείτε το: τι αναζητάμε στις διακοπές μας; Μα όλα όσα χάσαμε με το Προπατορικό Αμάρτημα (την παρθένα φύση, τα κρύα νερά, την ανεμελιά και την τεμπελιά, την γύμνια και τον ελεύθερο έρωτα).
Ίσως δεν είχατε σκεφθεί αυτή τη διάσταση -όμως για μένα είναι εμφανές πως οι διακοπές δεν έχουν μόνο τουριστικό, ψυχολογικό ή κοινωνικό- έχουν και θεολογικό χαρακτήρα. Και από εκεί πηγάζει το μεγάλο τους πρόβλημα.
Περιμένουμε πολλά από τις διακοπές μας. Μία επιστροφή στον Παράδεισο.
Εκπλήρωση ονείρων, εξόφληση επιταγών, ικανοποίηση επιθυμιών, πλήρωση προσδοκιών... Κι επειδή δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλα όσα λαχταράει η καρδιά μας, επειδή δεν μπορεί ένας μήνας (κι αν είναι μήνας) να ξεπληρώσει τα χρέη ενός χρόνου, ούτε είναι δυνατόν ένα υποκατάστατο Παραδείσου να λειτουργήσει ως πραγματικός Παράδεισος, στο τέλος τους περισσότερους τους περιμένει η απογοήτευση.
Οι ψυχίατροι γνωρίζουν καλά το σύνδρομο. Ο εργαζόμενος που γυρίζει με κατάθλιψη (ή ακόμα χειρότερα: την παθαίνει επί τόπου, μέσα στον «Παράδεισο»). Οι στατιστικές λένε ότι τα περισσότερα εμφράγματα συμβαίνουν τις πρώτες μέρες των διακοπών. (Αναψυχή είναι αυτή, ή Βαγδάτη;)
Μαζί και οι περισσότεροι συζυγικοί καβγάδες. Η απογοήτευση από το αναμενόμενο στο πραγματικό τεντώνει τα νεύρα στα άκρα.
Την πληρώνει η σύζυγος, ο σύζυγος, τα παιδιά... ή όλοι μαζί.
Μακάριοι όσοι έχουν θητεία στη βουδιστική σκέψη και δεν περιμένουν τίποτα. Μόνον αυτοί θα περάσουν καλά. Μην έχοντας βάλει ψηλά τον πήχη μπορούν άνετα να κάνουν ρεκόρ ανεμελιάς.
Οι άλλοι, που περιμένουν να ανανεωθούν, να ξανανιώσουν, να τους ερωτευθούν (και να τους κάτσουν), να χαλαρώσουν, να διασκεδάσουν, να ξεσαλώσουν αλλά και να ξεκουραστούν, να έχουν περιπέτειες ξαπλωμένοι και να γλεντήσουν σε επαρχιακή ντίσκο, μάλλον θα γυρίσουν με έλλειμμα.
Βέβαια, δεν το ομολογούν πάντα στους άλλους. Ντρέπονται και εξωραΐζουν. Για λόγους προσωπικού κύρους, εξιδανικεύουν. Ή απλώς απωθούν και ξεχνάνε: τις παγωμένες πατάτες, τις εξατμίσεις από τα μηχανάκια, το ρεντρούμι που δεν είχε αποχέτευση, τις τσιρίδες των παιδιών (δεν κοιμούνται ποτέ;) την βρόμικη παραλία, τις τιμές που εκτινάσσονται μόλις ρωτήσεις...
Αχ εκείνες οι αφίσες του Τουρισμού, τι ζημιά έχουν κάνει! Αμ, τα ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ -από τον Μαυρίτιο, τις Σεϋχέλλες, την Καραϊβική- Διαβάζεις το «Γεωτρόπιο» της «Ελευθεροτυπίας» και τις λυρικές περιγραφές του περιγράφοντος, βλέπεις τις εντυπωσιακές φωτογραφίες, μαζεύεις φασούλι το φασούλι και πας σε μακρινά νησιά...
Χμ... Γιατί άραγε από κοντά είναι όλα αλλιώτικα; (σπάνια καλύτερα). Διότι οι φωτογράφοι και οι καμέραμεν ξέρουν τη δουλειά τους. Διαλέγουν τη σωστή στιγμή, τον κατάλληλο φωτισμό, αποκλείουν τα άσχετα στοιχεία. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, στην Γρανάδα είχα τραβήξει μία σειρά από φωτογραφίες του ανάκτορου και των κήπων της Αλάμπρα. Μου είχε κοστίσει αρκετές ημέρες δουλειάς και ώρες υπομονής (π.χ. να βρω το δευτερόλεπτο που θα έμενε άδεια μία αίθουσα). Κανένας επισκέπτης δεν θα δει ποτέ την Αλάμπρα όπως την έχω φωτογραφήσει.
Α, ναι, η άλλη μορφή διακοπών, ο πολιτιστικός τουρισμός, υποφέρει από κακοήθη υπερπληθυσμό -αδύνατο πια να δεις τα σημαντικότερα αξιοθέατα του πλανήτη. Μπροστά σου θα είναι πάντα εκατό Ιάπωνες (στους οποίους προστέθηκαν πρόσφατα και διακόσιοι Κινέζοι).
Και η κλασική μορφή διακοπών, η φυγή και η χαλάρωση, υποφέρει από την παραπλανητική διαφήμιση και το «σύνδρομο του Παραδείσου». Πρωτόπλαστοι δεν θα ξαναγίνουμε... Άπαξ και φάγαμε το Μήλο, μόνο διακοπές. Εφ' ω και πολλοί μένουν στο σπίτι τους...
Στη στάση η Αθήνα αναστενάζει
Κώστας Ντελέζος Θόδωρος Νικολάου, εφ. Τα Νέα, 8/10/2007
Έως και 2 ώρες χάνουν κάθε ημέρα οι Αθηναίοι σε μετακινήσεις
«Η καθημερινή μου διαδρομή από και προς τη δουλειά μοιάζει με μια μικρή Οδύσσεια, αφού αναγκάζομαι να αλλάζω τέσσερις συγκοινωνίες και να χάνω πάνω από τέσσερις ώρες στον δρόμο». Η Άννα Φάλκου κατοικεί στον Κορυδαλλό και εργάζεται στο Εμπορικό Κέντρο του Αεροδρομίου.
Χρησιμοποιεί τις αστικές συγκοινωνίες, που όμως αναδεικνύονται σε... αδύναμο κρίκο των καθημερινών μετακινήσεων στην Αττική. Κατά μέσον όρο, οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου υπολογίζεται ότι χάνουν έως και δύο ώρες την ημέρα για τις μετακινήσεις τους με τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
«Όταν δουλεύω πρωινή βάρδια, ξυπνάω στις πέντε και μισή για να βρίσκομαι στις οκτώ στη δουλειά μου. Αρχικά παίρνω το λεωφορείο από τον Κορυδαλλό όπου μένω για τον σταθμό του ηλεκτρικού στον Πειραιά, από εκεί πηγαίνω στο Μοναστηράκι όπου αλλάζω συρμό για την Εθνική Άμυνα και τέλος παίρνω το λεωφορείο για το αεροδρόμιο». Συνολικά η κ. Φάλκου για να φτάσει στον τόπο εργασίας της και να επιστρέψει, ξοδεύει τέσσερις ώρες. Όπως προσθέτει, μάλιστα, η ταλαιπωρία είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν δουλεύει το μεσημέρι, καθώς το βράδυ τελειώνοντας, ο χρόνος που χρειάζεται για να φτάσει στο σπίτι της στον Κορυδαλλό είναι ακόμη μεγαλύτερος λόγω της μείωσης των δρομολογίων τις βραδινές ώρες.
Ο κυριότερος λόγος- πέραν του οξυμμένου προβλήματος του κυκλοφοριακού- για τον οποίο χάνεται πολύτιμος χρόνος στις αστικές συγκοινωνίες, είναι ότι οι περισσότεροι από τους μετακινούμενους (σχεδόν το 88%) αναγκάζονται να αλλάζουν δύο ή ακόμα και τρία μέσα μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους!
Έρευνα 150.000 συνεντεύξεων
Από την άλλη πλευρά, το ανεπαρκές σε πολλές περιπτώσεις δίκτυο των μέσων μαζικής μεταφοράς, οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση των δρομολογίων τους, αλλά και ο τρόπος τιμολόγησης των μετακινήσεων που προκαλεί συγχύσεις είναι οι κυριότεροι λόγοι που κρατούν τους κατοίκους της Αττικής προσκολλημένους στο αυτοκίνητό τους. Τα στοιχεία αυτά φέρνει στην επιφάνεια η μεγάλη έρευνα (με περισσότερες από 150.000 συνεντεύξεις) που ξεκίνησε και θα ολοκληρωθεί εντός του 2008 ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών της Αθήνας (ΟΑΣΑ) για τις μετακινήσεις στην Αττική. Στα στοιχεία- ευρήματα της έρευνας αυτής θα στηριχθεί ο Οργανισμός προκειμένου να σχεδιάσει τον νέο συγκοινωνιακό χάρτη της πρωτεύουσας. Όπως προκύπτει από την έρευνα αυτή, οι Αθηναίοι σήμερα μπορεί να θέλουν περισσότερες λεωφορειολωρίδες, να είναι ικανοποιημένοι για τη λειτουργία του Μετρό και του ηλεκτρικού και συμπαθούν το τραμ και τον προαστιακό, όμως... για τις μετακινήσεις τους βασίζονται κυρίως στο Ι.Χ. τους! «Πέρα από το ότι δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις δημόσιες συγκοινωνίες, τα δρομολόγια που ήδη υπάρχουν δεν με εξυπηρετούν», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Θανάσης Κόκκας, ιδιοκτήτης καταστήματος στην οδό Ιπποκράτους.
Δεν έχει το βράδυ
Έτσι είναι υποχρεωμένος, όπως υποστηρίζει, να χρησιμοποιεί καθημερινά το αυτοκίνητό του. «Πολλές φορές που κλείνω το μαγαζί στις δύο το βράδυ, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιστρέψω στη Νέα Σμύρνη όπου είναι το σπίτι μου. Έχω κάθε διάθεση να αφήσω το αυτοκίνητο, αλλά, δυστυχώς, από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει λύση».
Όπως δείχνει η μελέτη, την ίδια διάθεση με τον κ. Κόκκα, δηλαδή να αφήσουν το Ι.Χ., τους έχουν οι περισσότεροι κάτοικοι της Αττικής. Όμως όσο βλέπουν να αυξάνονται η ταλαιπωρία και οι ουρές στις στάσεις τόσο απομακρύνονται από αυτές. Έτσι, στο τέλος οι περισσότεροι βρίσκονται καθημερινά εγκλωβισμένοι με το Ι.Χ. τους στους δρόμους, που τις ώρες αιχμής μετατρέπονται σε... εκθέσεις αυτοκινήτων!
Η ιστορία των διακοπών
Μανώλης Πιμπλής, Αριστοτελία Πελώνη, εφ. Τα Νέα, 12/8/2005
H γοητεία μιας «αμαρτίας» που είναι πια δικαίωμα
Τον Δεκαπενταύγουστο οι πόλεις αδειάζουν. Οι διακοπές, όμως, μέχρι πριν από 80 χρόνια ήταν αποκλειστικό δικαίωμα των ολίγων. Για τους άλλους, θεωρούνταν αμάρτημα...
Σε άρθρο της εφημερίδας «Λόγος», της 1ης Αυγούστου 1892, που μνημονεύει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, παρατίθενται οι όροι των εμπόρων του Βόλου προκειμένου να συγκατατεθούν στο αίτημα των «υπηρετών» τους για την αργία της Κυριακής: α) Ότι δεν θα πήγαιναν στο θέατρο το Σάββατο το βράδυ. β) Ότι την Κυριακή θα εκκλησιάζονταν και θα έμεναν ώς το τέλος της λειτουργίας. γ) Ότι από τις 2 μ.μ. ώς τις 5 μ.μ. της Κυριακής θα παρέμεναν στο σπίτι τους διαβάζοντας «ηθικά και ωφέλιμα βιβλία», για τα οποία θα λογοδοτούσαν τη Δευτέρα. δ) Ότι τους επιτρεπόταν η συμμετοχή στη «βόλτα» από τις 5 ώς τις 7 ή 8 το βράδυ, αλλά μόνο εφόσον υπόσχονταν ότι θα επέστρεφαν νωρίς στο σπίτι ώστε την επομένη να βρίσκονται έγκαιρα στη δουλειά.
Χωρίς να το συνειδητοποιούν, οι έμποροι αυτοί επέβαλαν όρους που εμπεριείχαν την ιστορική εξέλιξη αιώνων. Γιατί η σχόλη, ιδιαίτερα δε οι διακοπές, είναι κατάκτηση του 20ού αιώνα. H έννοια του ελεύθερου χρόνου, άγνωστη στις αρχαϊκές κοινωνίες, σχεδόν άγνωστη κατά τον Μεσαίωνα, άρχισε να «ανατέλλει» στο τέλος του 18ου αιώνα, κι αυτό μετά φόβου Θεού. Μέχρι τότε, «ό,τι δεν είναι χειρωνακτική εργασία ή θρησκευτικό καθήκον καταδικάζεται ως οκνηρία ή - ακόμη χειρότερα - ως acedia, δηλαδή ως μεγάλο αμάρτημα», λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας κ. Αλεξάνδρα Κορωναίου, συγγραφέας του βιβλίου «Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου». Στις ΗΠΑ, όπως αναφέρει η καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, κ. Σίντι Άρον, η προτεσταντική ηθική τής εργασίας στεκόταν εμπόδιο στα ταξίδια αναψυχής. Αυτά ήταν προνόμιο των ολίγων και πάντα με τη δικαιολογία προβλημάτων υγείας ή εκπαιδευτικών αναγκών.
Και η σχέση με τη θάλασσα όμως ακολούθησε ανάλογη πορεία. Το θαλάσσιο μπάνιο ήταν άγνωστο σε παλαιότερες εποχές. Στη θάλασσα έριχναν με το ζόρι μόνον τους αρρώστους (όσους έπασχαν από δερματικές παθήσεις, επιληψία, λύσσα) και όσους είχαν σεξουαλικές επιθυμίες λίαν έντονες, ώστε να υποστούν σοκ από τα κρύα νερά και να θεραπευθούν. H ανάπτυξη του σιδηροδρόμου επέτρεψε σε λίγους (αριστοκράτες ή καλλιτέχνες) από τις αρχές του 19ου αιώνα, και σε περισσότερους - από τις αρχές του 20ού - να αρχίσουν να απολαμβάνουν τη σχέση με τη θάλασσα. Αυτό είχε και οικονομικές συνέπειες. Δεν αναφέρονται λίγες περιπτώσεις (και στα ελληνικά νησιά) όπου από την αλλαγή των ηθών βγήκαν κερδισμένα τα κορίτσια. Οι παλαιοί έδιναν στις κόρες τα «άχρηστα» παραλιακά κτήματα και στα αγόρια τα γόνιμα της ενδοχώρας...
Θεσμοθετημένες διακοπές (άδεια μετ' αποδοχών) θεσπίστηκαν στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του '30. Και στη Γαλλία, ο πρώτος νόμος που προέβλεπε δύο εβδομάδες άδεια μετ' αποδοχών ετησίως ψηφίστηκε το 1936, από την Αριστερή κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Οι διακοπές σταδιακά αυξήθηκαν, με αποκορύφωμα την πέμπτη εβδομάδα που εισήγαγε η κυβέρνηση Μιτεράν το 1982. Το ωράριο εργασίας, μέχρι να φτάσει στις σημερινές συζητήσεις για διατήρηση ή μη των 35 ωρών εβδομαδιαίως, είχε «περιοριστεί» στις 12 ώρες ημερησίως το 1848 και στις 8 ώρες το 1919.
Πάντως, «παρόλο που οι σχετικοί νόμοι για τη μείωση του χρόνου εργασίας και τη θέσπιση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων είχαν ψηφιστεί από τις αρχές του 20ού αιώνα, πέρασε σχεδόν μισός αιώνας για να εφαρμοστούν πλήρως», λέει στα «NEA» η κ. Κορωναίου. «Επιπλέον, η περίοδος μετά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μια περίοδος αφθονίας. H λεγόμενη ευφορική 30ετία στην Ευρώπη - από το 1945 ώς το 1975 - συνδέθηκε με την αύξηση της παραγωγικότητας, που αποτελεί προϋπόθεση για την εμφάνιση του ελεύθερου χρόνου. H ιδέα είναι ότι παράγουμε περισσότερο δουλεύοντας λιγότερο· άρα μπορούμε να κάνουμε και διακοπές! Από τις 4.000 ώρες εργασίας τον χρόνο που δούλευε ένας εργαζόμενος στα τέλη του 19ου αιώνα, περάσαμε σε λιγότερες από 2.000 στο τέλος 20ού».
H αρχή έγινε από τα παιδιά
Από την πλευρά των Ελλήνων ιστορικών ελάχιστες εργασίες, που να αναλύουν το φαινόμενο των διακοπών στη χώρα μας, έχουν εκπονηθεί. Ο καθηγητής κ. Αντώνης Λιάκος επισημαίνει τις σκληρές απεργίες το 1923 - 24 για την εφαρμογή τού οκταώρου ενώ, από την άποψη των νοοτροπιών, ο αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Μιχάλης Ρηγίνος, μιλώντας στα «NEA», συσχετίζει την αλλαγή με την εμφάνιση των παιδικών κατασκηνώσεων. Πράγματι, με τις απαγορεύσεις τής παιδικής εργασίας (που θεσπίστηκαν διεθνώς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα), τα παιδιά βρέθηκαν απασχολούμενα για λιγότερο χρόνο απ' ό,τι οι γονείς τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σύνδεσμος Ελλήνων Προσκόπων άρχισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του και να ιδρύει παραρτήματα ήδη από τη δεκαετία του 1910, με οικονομική ενίσχυση μάλιστα της κυβέρνησης Βενιζέλου.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στις ΗΠΑ. «Οι πρώτοι - από τις τάξεις των εργαζομένων στον 20ό αιώνα - που απήλαυσαν διακοπές σε μεγάλους αριθμούς ήταν οι φτωχές γυναίκες και τα παιδιά, που πήγαιναν σε κατασκηνώσεις», λέει η κ. Σίντι Άρον. Αυτό συνδυαζόταν με τη διαδεδομένη άποψη περί ανθυγιεινών πόλεων, που καλό είναι κανείς να τις εγκαταλείπει το καλοκαίρι.
Μεταπολεμική κατάκτηση για την Ελλάδα
«Οι πρώτες διατάξεις που θεσπίζουν επισήμως την άδεια μετ' αποδοχών στην Ελλάδα - και αυτό στον ιδιωτικό τομέα - είναι του 1945», λέει στα «NEA» ο επίκουρος καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Γιάννης Κουζής. Δεν αποκλείει μάλιστα να υπήρχαν και νωρίτερα επιχειρήσεις που να έδιναν άδειες με δική τους πρωτοβουλία. «Στον δημόσιο τομέα πρέπει να εισήχθη με τον πρώτο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, που ψηφίστηκε καθ' υπόδειξιν της... αμερικανικής πρεσβείας (ήταν η εποχή Πιουριφόι), το 1951». Από το 1975 και μετά, εξηγεί ο κ. Κουζής, τα θέματα των αδειών (22 ημέρες για τους πρωτοδιόριστους) ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και όχι από διατάξεις νόμων. Αποτελούν μάλιστα (θεωρητικά, τόσο προς την κατεύθυνση της αύξησης όσο και προς την κατεύθυνσης της μείωσης) αντικείμενο διαπραγματεύσεων.
Κάνοντας συσχετισμούς με τη σημερινή συγκυρία, αλλά και με τις στατιστικές που δείχνουν ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο, έχοντας μειώσει τον χρόνο των διακοπών τους, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παντείου κ. Αλέκα Κορωναίου σημειώνει ότι «από τη στιγμή που πλήττεται το 8ωρο και το πενθήμερο, η Κυριακή πάει να τιναχθεί στον αέρα και αυξάνονται τα όρια της συνταξιοδότησης, ήδη μιλάμε για μείωση του ελεύθερου χρόνου αλλά και για τον κίνδυνο να χαθούν κατακτήσεις που χρειάστηκαν αιώνες να εδραιωθούν».
INFO
* Αλεξάνδρα Κορωναίου, «Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου», μεταφράσεις κειμένων: K. Καψαμπέλη, Γ. Σταυρακάκης, Εκδ. Νήσος, τιμή 22 ευρώ.
* Αντώνης Λιάκος, «Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας Εμπορικής Τραπέζης.
* Ζαν Ντιντιέ Ουρμπέν, «Στην ακροθαλασσιά. H μεταμόρφωση του ταξιδιώτη σε παραθεριστή», μτφρ. Τίνα Πλυτά, Εκδ. Ποταμός, τιμή: 19 ευρώ.
* Cindy Aron, «Working at Play: Α History of Vacations in the United States», Εκδ. Oxford University Press, τιμή: 15 ευρώ.
Σπίτι - δουλειά, μια ώρα
Δέσποινα Κουκλάκη-Φωτεινή Στεφανοπούλου, εφ. Τα Νέα, 12/7/2005
Οι Αθηναίοι οι μεγάλοι χαμένοι των μετακινήσεων σε σχέση με τους Ευρωπαίους
Χθες γύρω στη μιάμιση το μεσημέρι ξεκίνησε για τη δουλειά. H βάρδιά της άρχιζε στις τρεις... Μιάμιση ώρα - στην καλύτερη περίπτωση - περνά η Σοφία Ανδρεάδη στον δρόμο για να φτάσει από το σπίτι στη δουλειά της.
«Παίρνω το λεωφορείο από το Μενίδι, φτάνω στο Μετρό, στο Σύνταγμα αλλάζω συρμό και από την Εθνική Άμυνα, πάλι λεωφορείο για τον Χολαργό. Τις... καλές ημέρες η διαδρομή είναι μιάμιση ώρα. Στην επιστροφή, ειδικά αν είναι μεσημέρι, θέλω τουλάχιστον δύο ώρες», λέει στα «NEA» η 23χρονη νοσηλεύτρια που χάνει καθημερινά τουλάχιστον τρεις ώρες στις μετακινήσεις. H Σοφία ταλαιπωρείται μία ώρα περισσότερο από τον μέσο Αθηναίο: Όπως προκύπτει από πρόσφατη καταγραφή του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), οι Αθηναίοι χάνουν κατά μέσο περισσότερες ώρες στους δρόμους, σε σχέση με τους κατοίκους αρκετών ευρωπαϊκών πόλεων, τους Αμερικανούς και τους Καναδούς. Οι Έλληνες, άλλωστε, είναι «πρωταθλητές» Ευρώπης στη δεύτερη δουλειά, γεγονός που σημαίνει γι' αυτούς περισσότερες μετακινήσεις και χαμένο χρόνο καθημερινά.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι Αθηναίοι χάνουν καθημερινά μία ώρα και 56 λεπτά στις μετακινήσεις τους, είτε με ιδιωτικό όχημα είτε με μέσα μαζικής μεταφοράς! Από τις χώρες που μελετήθηκαν, μόνο στην Τσεχία - συγκεκριμένα στην Πράγα - το πρόβλημα εμφανίζεται εντονότερο από ό,τι στη χώρα μας, με τους κατοίκους της να χάνουν δύο ολόκληρες ώρες.
Οι πιο... χαμένοι της υπόθεσης είναι - σύμφωνα με τους ερευνητές - όσοι εργάζονται μακριά από τον τόπο κατοικίας τους και μετακινούνται καθημερινά. H κατάσταση γίνεται χειρότερη για εκείνους που έχουν καθήκοντα... εξωτερικής φύσης - ταχυδρόμοι, οδηγοί, οδοκαθαριστές, αστυνομικοί κ.ά. Αντίθετα, νέοι και ηλικιωμένα άτομα περνούν λιγότερες ώρες στον δρόμο αφού δεν χρειάζεται να κάνουν καθημερινές διαδρομές.
Οι μετακινήσεις με I.X. κοστίζουν και σε χρήμα. Υπολογίζεται ότι η χρήση και η συντήρηση ενός αυτοκινήτου στην Ευρώπη κοστίζει έως και 9.000 ευρώ (για 15.000 χιλιόμετρα). Καταλαμβάνει δηλαδή μέχρι και το ένα πέμπτο του προϋπολογισμού μιας οικογένειας, ενώ το ποσοστό για στέγαση δεν υπερβαίνει το 28%.
Κίνδυνος για την υγεία η μεγάλη έκθεση στους ρύπους
ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ μένει κάποιος στον δρόμο τόσο μεγαλύτερη είναι και η έκθεσή του στους επικίνδυνους ρύπους που εκπέμπουν τα αυτοκίνητα, ενώ οι εποχούμενοι εκτίθενται σε μεγαλύτερες ποσότητες ρύπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια μέση διαδρομή με αυτοκίνητο, οδηγός και επιβάτες εκτίθενται σε 43,2 μικρογραμμάρια αιωρούμενων σωματιδίων (PM 10), με όριο επικινδυνότητας τα 40 (ετήσια συγκέντρωση)! Καρδιαγγειακές παθήσεις και σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα είναι οι κυριότερες επιπτώσεις των ρύπων στην υγεία.
Ταλαιπωρία και στη Θεσσαλονίκη
ΑΝΑΛΟΓΗ ταλαιπωρία «επιφυλάσσουν» και οι δρόμοι της συμπρωτεύουσας για τους κατοίκους της. «Τώρα το καλοκαίρι, η διαδρομή με το λεωφορείο από την Καλαμαριά στο Κέντρο διαρκεί περίπου μισή ώρα. Τον χειμώνα μπορεί να κάνω και περισσότερο από τρία τέταρτα, παρά τον λεωφορειόδρομο», λέει στα «NEA» ο Χρήστος Ρούκας.
H Μαίρη Κοτανίδου προτιμά το αυτοκίνητό της: από τον Εύοσμο στο Κέντρο της πόλης, όπως αναφέρει, έχει οδηγήσει έως και μία ώρα, ενώ της έχει συμβεί να ψάχνει άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο, για να παρκάρει... «Ευτυχώς που έχω ελαστικό ωράριο, αλλιώς θα έχανα τη δουλειά μου», λέει χαρακτηριστικά.
Το πολύ 12 χιλιόμετρα την ώρα είναι η μέση ταχύτητα που αναπτύσσουν τα οχήματα στη Θεσσαλονίκη κατά τις ώρες αιχμής. Έτσι, δρομολόγια που υπό φυσιολογικές συνθήκες εκτελούνται σε 20 λεπτά, μπορεί να διαρκέσουν υπερδιπλάσιο χρόνο.
Σε 45 υπολογίζονται οι κεντρικές αρτηρίες που παρουσιάζουν οξύτατα προβλήματα, με βασικότερες τις δύο εισόδους της Θεσσαλονίκης, τις οδούς K. Καραμανλή και Μοναστηρίου. Τα λεωφορεία που κινούνται στους συγκεκριμένους άξονες μπορεί και να χρειαστούν και μία ώρα για να εκτελέσουν δρομολόγιο κανονικής διάρκειας 35 λεπτών.
Το γουικέντ ενώνει τους λαούς
Παναγιώτα Καρλατήρα, εφ. Το Βήμα, 20/7/2003
H προϊστορία του «ευλογημένου» από θεούς και ανθρώπους Σαββατοκύριακου
H προσμονή του και μόνο δίνει... δύναμη στους απανταχού εργαζομένους - ή τουλάχιστον στην πλειονότητά τους - ώστε να συνεχίσουν τον καθημερινό «αγώνα» τους. Ως την έλευσή του μπορούν να ονειρεύονται, να σχεδιάζουν, να οργανώνουν πώς θα ξοδέψουν «αυτό» που απλόχερα θα τους προσφέρει. Ο λόγος για το Σαββατοκύριακο (γνωστό και ως γουικέντ από τον ευρέως διαδεδομένο αγγλικό όρο), ημέρες ξεγνοιασιάς, χαλάρωσης, απόδρασης, αλλά πάνω από όλα «επίσημες» ημέρες αργίας για τους περισσότερους εργαζομένους. Δεν ήταν όμως ανέκαθεν δεδομένος ο ελεύθερος χρόνος του Σαββατοκύριακου ούτε κεκτημένο δικαίωμα - τουλάχιστον για τους πολλούς. Χρειάστηκαν χρόνος και αγώνες ώσπου να καθιερωθεί η Κυριακή ως ημέρα ανάπαυσης (η πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία αποτελεί κεκτημένο μόλις μερικών δεκαετιών), ενώ η φημολογία και μόνο για την ενδεχόμενη προσωρινή κατάργησή της προκαλεί πάντοτε έντονες αντιδράσεις. Σήμερα το Σαββατοκύριακο αποτελεί ορόσημο στην καθημερινότητα όλων - ακόμη και αν εργάζονται στη διάρκειά του... Οι ειδικοί επιχειρούν πλέον την «προσέγγισή» του ιστορικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά, κοινωνιολογικά· ακόμη και από ιατρικής απόψεως απασχολεί τους επιστήμονες καθώς το «σύνδρομο του Σαββατοκύριακου» προσβάλλει ολοένα περισσότερους ανθρώπους. Οι εκατομμύρια «πιστοί» του γουικέντ ανά τον κόσμο, πάντως, μάλλον προτιμούν να αφήνουν για άλλους τις αναλύσεις και να απολαμβάνουν το διήμερο. Σε όσους συγκαταλέγονται στους «τυχερούς», δεν μένει παρά να ευχηθούμε ένα ακόμη... καλό Σαββατοκύριακο!
Στους κόλπους της Χριστιανικής Εκκλησίας το ζήτημα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης διευθετήθηκε νωρίς· η εντολή άλλωστε ήταν ρητή: «Εξ ημέρας εργά και ποιήσης πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου» (Εξοδος, Κεφ. K, 9-10). Περί τον 2ο αιώνα μ.X. ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε ότι η Κυριακή θα είναι για τους απανταχού χριστιανούς ημέρα υποχρεωτικής αργίας, λατρείας και ξεκούρασης. Ανάλογα έπραξαν «ομόλογοί» του από τη Ρωμαιοκαθολική και την Προτεσταντική Εκκλησία. Έπρεπε, ωστόσο, να περάσουν αρκετοί αιώνες προτού αναγνωριστεί επισήμως και από... εξω-εκκλησιαστικούς παράγοντες, συγκεκριμένα από τους εργοδότες, η Κυριακή ως ημέρα αργίας.
Ως και τον 18ο αιώνα οι έξι εργάσιμες ημέρες αποτελούν... όνειρο θερινής νυκτός για τους σκληρά εργαζομένους που «βάζουν» τα θεμέλια του βιομηχανικού κόσμου. Θα χρειαστούν μακρόχρονοι αγώνες για την κατάκτηση του δικαιώματος της αργίας της Κυριακής, ενώ το αυτονόητο για τους περισσότερους σήμερα εργαζομένους πενθήμερο αποτελεί κεκτημένο μόλις μερικών δεκαετιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται στο βιβλίο του «Περιμένοντας το Σαββατοκύριακο» ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια Βίτολντ Ρουμπζίνσκι, το «προνόμιο» των πέντε εργάσιμων ημερών απολαμβάνουν πρώτοι το 1929 οι εργαζόμενοι στις υφαντουργικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά σύντομα στα χνάρια τους βρίσκονται και άλλοι εργαζόμενοι, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Οι αγώνες και οι διεκδικήσεις των ίδιων των εργαζομένων μέσω των περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένων εργατικών κινημάτων αλλά και η ανάπτυξη της τεχνολογίας, που έδωσε τη δυνατότητα για αύξηση παραγωγής σε λιγότερο χρόνο, αποτελούν δύο παράγοντες που καθόρισαν τις εξελίξεις στον εργασιακό χώρο. «Για την ακρίβεια τις επιτάχυναν» λέει η κυρία Αλεξάνδρα Κορωναίου, επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, και εξηγεί ότι «πρόκειται για δύο ιστορικές διεργασίες στην πορεία της ανθρωπότητας που συντελέστηκαν μέσα σε διάστημα περίπου 150 ετών». Προσθέτει, μάλιστα, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία ερευνών, μέσα σε δύο αιώνες οι εργαζόμενοι του δυτικού κυρίως κόσμου κέρδισαν περίπου 2.000 ώρες εργασίας ετησίως· από 4.000 που ήταν κατά μέσο όρο οι ώρες εργασίας στις αρχές του 19ου αιώνα μειώθηκαν τον 20ό αιώνα στις 1.800 τον χρόνο.
H Ελλάδα ακολούθησε τις εξελίξεις με τη «συνήθη» χρονική καθυστέρηση. H εβδομαδιαία ανάπαυση των εργαζομένων καθιερώθηκε νομοθετικώς το 1909, ενώ το πενθήμερο το «σωτήριον» έτος 1975. Για την ακρίβεια, η εβδομάδα των πέντε εργάσιμων ημερών καθιερώθηκε πρωταρχικά για τους εργαζομένους στη βιομηχανία με τη συλλογική σύμβαση εργασίας που υπεγράφη το 1975, ενώ το μέτρο της πενθήμερης εργασίας (και των 40 ωρών εργασίας) επεκτάθηκε συνολικά στους εργαζομένους το 1984. «Οι νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με το θέμα του εργασιακού χρόνου έγιναν στη χώρα μας με αρκετή καθυστέρηση συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Διεργασίες και ζυμώσεις που είχαν γίνει ως προς το ζήτημα αυτό από τη δεκαετία του '60 στην πλειονότητα των δυτικών χωρών "έφτασαν" στην Ελλάδα - λόγω και των πολιτικών συγκυριών - κατά τη μεταπολίτευση» λέει ο κ. Γ. Κουζής, ερευνητής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Παρατηρεί, ωστόσο, ότι και τώρα δεν επιδεικνύουν οι αρμόδιοι ιδιαίτερη σπουδή για το ζήτημα της εναρμόνισης με τα διεθνώς ισχύοντα· στις περισσότερες χώρες, όπως επισημαίνει, ισχύει πλέον το 38ωρο.
H γοητεία του ελεύθερου χρόνου
Στις δεκαετίες του '40 και του '50 ο ελεύθερος χρόνος ήταν ζητούμενο για τους εκατομμύρια εργαζομένους των δυτικών κυρίως κοινωνιών, οι οποίοι αρχίζουν να «γεύονται» τους καρπούς των εργατικών αγώνων μια δεκαετία αργότερα με την κατοχύρωση του μειωμένου ωραρίου και την καθιέρωση του πενθήμερου. Τη δεκαετία του '70 ο δεδομένος πλέον ελεύθερος χρόνος γίνεται αντικείμενο επιστημονικής μελέτης καθώς αντιμετωπίζεται ως «συστατικό» όχι απλώς του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά συνδέεται με την ποιότητα ζωής. Τις δεκαετίες του '80 και του '90 από δεδομένο τείνει να αποτελέσει ζητούμενο καθώς όλοι, παρασυρμένοι από το κυνήγι της επιτυχίας, της καριέρας, του χρήματος, θέτουν άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους. Τη δεκαετία που διανύουμε συνδέθηκε ακόμη και με ψυχοσωματικά συμπτώματα, τέτοια που οδήγησαν τους επιστήμονες στο να μιλήσουν για «σύνδρομο του ελεύθερου χρόνου», τη «μοντέρνα» νόσο που ταλαιπωρεί χιλιάδες εργαζομένους σε όλον τον κόσμο.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το εν λόγω σύνδρομο εμφανίζεται κατά την προσπάθεια του ατόμου να χαλαρώσει έπειτα από μια κουραστική εβδομάδα στην εργασία του. Τα δε συμπτώματα που μαρτυρούν την ύπαρξη του συνδρόμου είναι κόπωση, ναυτία και μυϊκό άλγος, τα οποία εκδηλώνονται έντονα στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Έρευνες που έχουν γίνει έδειξαν μάλιστα ότι όσοι έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας στη διάρκεια της εβδομάδας ή υψηλό αίσθημα ευθύνης έχουν και αυξημένες πιθανότητες να προσβληθούν από το «σύνδρομο του Σαββατοκύριακου» το οποίο και τους ταλαιπωρεί επί μακρόν.
Πώς ο άνθρωπος έχασε τον ελεύθερο χρόνο του
Θ.Δ. Παπαγγελής*, εφ. Το Βήμα, 21/5/2000
Δεν είναι γνωστό πόσο ελεύθερο χρόνο είχαν οι πεντακοσιομέδιμνοι (τουτέστιν, τα εισοδηματικά «ρετιρέ») της αρχαίας Αθήνας, ξέρουμε όμως ότι οι ρωμαίοι πατρίκιοι είχαν τουλάχιστον δύο εξοχικά όπου αποσύρονταν συχνά για αναψυχή, πνευματική αυτοσυγκέντρωση ή, αναλόγως, όργια. Αλλωστε η ρωμαϊκή άρχουσα τάξη ήταν αυτή που θεωρητικοποίησε συστηματικά το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου και της χρήσης του και έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στις πρακτικές υποχρεώσεις της καθημερινότητας και της δημόσιας ζωής από τη μια μεριά (negotium) και στην ελεύθερη από τέτοιες δεσμεύσεις ιδιώτευση από την άλλη (otium). Με την ίδια έννοια, οι μεσαιωνικοί φεουδάρχες είχαν όλον τον ελεύθερο χρόνο που έλειπε από τους δουλοπάροικους· και αργότερα οι τυχεροί του ευρωπαϊκού ancien regime διακρίνονταν από το εύρος της σχόλης που είχαν την πολυτέλεια να απολαμβάνουν για να καταγραφούν τελικά στην ιστορία ακριβώς ως «σχολάζουσες τάξεις» (leisured classes).
Πολύ πριν οι ανερχόμενοι «γιάπις» της αστικής επανάστασης καταλήξουν στο βουλιμικό και αγχωτικό αξίωμα ότι ο χρόνος είναι χρήμα, οι εξ αίματος και αγχιστείας αριστοκράτες έκαναν ιππασία ή έπαιζαν γκολφ με την κληρονομική βεβαιότητα ότι χρήμα ίσον (ελεύθερος) χρόνος. Μέχρι σχετικά πρόσφατα οι «κυανές ακτές» δεν διέθεταν τουριστική θέση για τα «μπάνια του λαού» και τα ελβετικά «σαλέ» ήταν φιλόξενα μόνο για δύο είδη πελατών, τα τρανά τζάκια και τα μεγάλα πορτοφόλια. Το βιοθεωρητικό μανιφέστο των «χίπις» της δεκαετίας του '60 έκανε ειδική αναφορά στο ζήτημα του ελεύθερου χρόνου με το επιχείρημα ότι ο κόσμος διέθετε τόση αφθονία αγαθών όσην ακριβώς χρειαζόταν για να χαλαρώσει αμέριμνος στους ρυθμούς μιας «κατά φύσιν» νωχέλειας. Αλλά βέβαια η «γενιά των λουλουδιών» ήταν, για τους δικούς της λόγους, αποφασισμένη να λησμονεί την πραγματικότητα για χάρη της ουτοπίας· γιατί μέχρι τότε κανείς δεν είχε τολμήσει να αμφισβητήσει την παμπάλαιη πραγματικότητα που μόλις σκιαγραφήσαμε ότι δηλαδή η κατοχή του ελεύθερου χρόνου, για να διασκευάσουμε την αθλητικογραφική φόρμουλα, ήταν πάντα 70 ή 80 τοις εκατό τουλάχιστον υπέρ της ομάδας των εχόντων και κατεχόντων. Έγκυρες πηγές μάς προειδοποιούν τώρα ότι επέστη ο καιρός που θα έρθουν τα πάνω κάτω. Ενας χαλκέντερος βρετανός ερευνητής μελετά εδώ και πολύ καιρό 120.000 προσωπικά ημερολόγια που καταγράφουν, από τη δεκαετία του '60 μέχρι σήμερα, την καθημερινότητα ευρύτατου δείγματος ατόμων από ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Το πόρισμα είναι τόσο ενδιαφέρον όσο είναι και παράδοξο: δεν είναι πλέον οι πλούσιοι και ισχυροί που διαθέτουν ελεύθερο χρόνο αλλά οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις και, φυσικά, οι άνεργοι. Μπορεί ο χρόνος να είναι ακόμη χρήμα, αλλά φαίνεται ότι στην εκκίνηση του νέου αιώνα η αντίστροφη εξίσωση δεν έχει μέλλον όχι, το χρήμα δεν είναι πια χρόνος. Ο νέος λογότυπος στον θυρεό των εχόντων είναι «δεν μου λείπει τίποτε εκτός από τον χρόνο», και ο κοινωνιολογικός κωδικός της νέας φτώχειας που αρχίζει ήδη να μαστίζει τα δύο περίπου τρίτα του πληθυσμού στην αναπτυγμένη Δύση είναι διεθνώς γνωστός ως «time poverty».
Οι εν λόγω νεόπτωχοι βιώνουν μια τραγική ειρωνεία καθώς συνειδητοποιούν ότι τα πρώτα συμπτώματα της πενίας τους εμφανίστηκαν μαζί με τις νέες τεχνολογίες που τους υπόσχονταν ακριβώς εξοικονόμηση χρόνου. Αλλά φαίνεται ότι οι τεχνολογίες παίρνουν με το ένα χέρι τον ελεύθερο χρόνο που δίνουν με το άλλο. Από την άποψη αυτή, οι μεγιστάνες των μεγάλων μπίζνες που γίνονται όλο και πιο μεγάλες με τις ευλογίες της τεχνολογίας βρίσκονται σαφώς κάτω από το όριο της φτώχειας: το υπόλοιπο χρόνου μετά την αφαίρεση του «breakfast meeting», της τηλεδιάσκεψης, του «e-mail» και του «lap top» είναι απλώς μια στιγμιαία ανακωχή όπου χωράει μόνο μια μερίδα «fast food». Στο νέο παγκοσμιοποιούμενο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον η τεχνολογία διευκολύνει την «υπερκινητικότητα» (hypermobility) και η υπερκινητικότητα σφετερίζεται τον ελεύθερο χρόνο. Τα κινητά, που μοιάζει να είναι πια περισσότερα από τους μικροοργανισμούς, χτυπούν ασταμάτητα, αδιάκριτα και επίμονα απαγορεύοντας και τον πιο ολιγόλεπτο ρεμβασμό, κατακερματίζοντας τα πέντε αθώα λεπτά μιας ανώδυνης και χαλαρής συνομιλίας.
Το περιοδικό «Management Today» δημοσίευσε πρόσφατα αποδείξεις για του λόγου το αληθές: μόνον ένας στους τρεις προνομιούχους της νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων έχει χρόνο για να ξοδέψει τα χρήματα που κερδίζει· μόνο ένας στους δύο καταφέρνει να υποκλέψει χρόνο για τις προσωπικές του σχέσεις· και σχεδόν κανένας δεν έχει χρόνο για «μυθιστορηματικούς ποταμούς» a la Balzac και Proust. Από τα ημερολόγια του βρετανού ερευνητή προκύπτει με σαφήνεια ότι τα παντρεμένα ζευγάρια αφιερώνουν κατά μέσο όρο μόνο μισή ώρα στη συναισθηματική «συντήρηση» της γαμήλιας μηχανής· και τα τέκνα τους φαίνεται να πάσχουν από συγγενή χρονοπενία, καθώς στροβιλίζονται απνευστί ανάμεσα σε σχολικές και φροντιστηριακές αίθουσες, μεταξύ ξενόγλωσσου ινστιτούτου και ωδείου ή χοροδιδασκαλείου.
Στις νέες συνθήκες ο ελεύθερος χρόνος, που παλιότερα ήταν συνάρτηση της προσωπικής βιοθεωρίας, ενδέχεται να γίνει απλώς αντικείμενο στατιστικής ανάλυσης και να περιέλθει τελικά στη δικαιοδοσία του «μάνατζμεντ». Ή μήπως περιήλθε ήδη; Η τεχνική ορολογία που χρησιμοποιούν οι σχετικές μελέτες δικαιολογεί κάτι περισσότερο από ανατριχίλα: ο (κοινώς λεγόμενος) «ελεύθερος χρόνος» ορίζεται τώρα ως «μη δομημένος χρόνος» (unstructured time) και η χρήση του εμπίπτει στο νέο επιστητό της «χρονοδιαχείρισης» (time management). Η τεχνοκρατική ρητορική θεριεύει, το ανθρωπολογικό περιεχόμενο στερεύει. Οσονούπω στην Αμερική ο προσωπικός χρονοδιαχειριστής θα «δομεί» τα πενιχρά υπολείμματα της σχόλης για τους ενδιαφερομένους και πριν από τους ενδιαφερομένους.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γράψεις την ιστορία της ανθρωπότητας· και επειδή δεν είναι ώρα για πολύτομες βαθυστόχαστες μελέτες, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί μια εμπορικότερη διάρθρωση: εν αρχή, στο μακρινό ηρωικό μας παρελθόν, ήταν το «κάντε πόλεμο, όχι έρωτα»· ακολούθησε το «κάντε έρωτα όχι πόλεμο»· πιο πρόσφατα προτιμήσαμε να κάνουμε χρήματα, όχι έρωτα· ίσως στο άμεσο μέλλον χρειαστεί να ξαναδιεκδικήσουμε τον χαμένο ελεύθερο χρόνο που αρχίσαμε να χάνουμε αφότου κάναμε χρήματα. Με ποιον τρόπο; Αν δεν εμπιστεύεστε το «time management» εμπιστευθείτε τους αυτοματισμούς της καταναλωτικής μας κουλτούρας. Όταν διαπιστωθεί ότι οι ευκατάστατοι χρονοπένητες δεν διαθέτουν πια αρκετό χρόνο για να καταναλώσουν αγαθά και υπηρεσίες, το πρόβλημα κατά πάσα πιθανότητα θα λυθεί έστω μόνο και μόνο για να μπορεί να ξαναδημιουργηθεί. Για τα υπόλοιπα συνιστάται απευθείας σύνδεση με τον καθηγητή J. Gershuny. Τα 120.000 ημερολόγια που λέγαμε γίνονται ήδη ένα βιβλίο με τίτλο «Changing Times»· και θα μπορούμε να το διαβάσουμε ήδη από τον επόμενο μήνα αν μας μένει ελεύθερος χρόνος.
* καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Η δουλειά «τρώει» το χρόνο μας
Τασούλα Καραϊσκάκη, εφ. Καθημερινή, 27/9/1998.
Ελαστικά ωράρια, πρόωρη συνταξιοδότηση αλλά και παράταση του χρόνου συνταξιοδότησης, μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών (ή με μείωσή τους), μερική απασχόληση ή πολυαπασχόληση, τηλεργασία κι άλλες νέες μορφές εργασίας διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο τοπίο, στο οποίο δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα αν σήμερα, την εποχή της τεχνολογικής προόδου και της βελτίωσης των συνθηκών ζωής, έχουμε περισσότερο ή λιγότερο ελεύθερο χρόνο από άλλοτε.
(…) Έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ σε Αθήνα και Πειραιά, για το πώς διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο του ο Έλληνας εργαζόμενος, έδειξε ότι δουλεύει πολύ, ψυχαγωγείται λίγο και συγκεκριμένα μπροστά στην τηλεόραση, διαβάζει ή ασχολείται με κάτι δημιουργικό ελάχιστα. Με άλλα λόγια, καταναλώνει παθητικά τον ελεύθερο χρόνο του μέσα σ’ ένα σχετικά υποβαθμισμένο πολιτισμικά πλαίσιο ζωής.
Ας δούμε πιο αναλυτικά πώς έχουν τα πράγματα. Ο συνολικός μέσο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας (συμπεριλαμβανομένης της δεύτερης εργασίας ή της συνέχισης της πρώτης) είναι 46 ώρες και 45 λεπτά περίπου. Πολύ υψηλός μέσος όρος, αν τον συγκρίνει κανείς με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (37,5 ώρες την εβδομάδα). Κι αυτό λόγω της αυξημένης πολυαπασχόλησης και της υπερωριακής απασχόλησης, που είναι οι βασικοί τροφοδότες πρόσθετου εισοδήματος. (…)
Δύο στους τρεις εργαζόμενους θεωρούν το ωράριο εργασίας πιο δημιουργικό από το υπόλοιπο της ημέρας τους, ενώ ένας στους τρεις εργαζομένους αναπτύσσει τις κοινωνικές του σχέσεις κατά τη διάρκεια της εργασίας του. (…) Ο ελεύθερος χρόνος αφιερώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά στην παρακολούθηση της τηλεόρασης. Το 82% των απασχολουμένων δηλώνουν ότι βλέπουν καθημερινά τηλεόραση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 3,4% δηλώνει ότι έστω και μια μόνο φορά την εβδομάδα πηγαίνει σε κινηματογράφο, θέατρο ή συναυλία. Οι νέοι διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους εργαζόμενους και δηλώνουν σε ποσοστό 47,4% ότι πηγαίνουν σε μπαρ ή ντίσκο μια φορά την εβδομάδα, ενώ σε ποσοστό 29,2% σε αθλητικούς χώρους ή γυμναστήρια.
Ημέρα εργαζομένου/ης
Άνδρες | Γυναίκες | |
Εργάζονται | 8,40 ώρες | 7,35 ώρες |
Μετακινούνται | 1,20 ώρες | 1,20 ώρες |
Δουλειές του σπιτιού | 50 λεπτά | 2,45 ώρες |
Φροντίδα παιδιών | 36 λεπτά | 1,30 ώρες |
Ξεκουράζονται ή διασκεδάζουν | 3,35 ώρες | 2,10 ώρες |
Αξιοποίηση ελεύθερου χρόνου
Τηλεόραση | 93 |
Διάβασμα | 31,5 |
Κινηματογράφος, θέατρο, συναυλίες | 3,4 |
Εκδρομές, ταξίδια | 4,3 |
Γήπεδα, γυμναστήρια | 16,5 |
Μπαρ, ντίσκο | 16,5 |
Ταβέρνες, εστιατόρια | 22 |
Φιλικές συντροφιές | 50,3 |
Η μάχη του ωραρίου
Τασούλα Καραϊσκάκη, εφ. Καθημερινή, 27/9/1998
Ένας αιώνας χρειάστηκε για να καθιερωθεί η μεγαλύτερη εργατική κατάκτηση όλων των εποχών, το οχτάωρο. Παγκόσμιο αίτημα των εργαζομένων από το 1829 (τότε οι άνθρωποι δούλευαν κατά μέσο όρο 80 85 ώρες την εβδομάδα(!), ενώ το 1900 πάνω από 65 ώρες), καθιερώθηκε με ειδική σύμβαση εργασίας το 1919. Η Ελλάδα, η ΕΣΣΔ, η Γαλλία, η Σουηδία και η Νορβηγία ήταν τα πρώτα κράτη που την υπέγραψαν.
Ωστόσο στη χώρα μας το 8ωρο έγινε πραγματικότητα με προεδρικό διάταγμα του 1932, οπότε θεσπίστηκε 8ωρο και εβδομάδα 48 ωρών. Το 1984 επετεύχθη η γενικευμένη ρύθμιση της εβδομάδας των 40 ωρών. Η πενθήμερη εβδομάδα που ίσχυε ήδη από το 1983 στη βιομηχανία επεκτάθηκε στο εμπόριο το 1990.
(…) Οι εργαζόμενοι πάντα ήθελαν τη διείσδυση του ελεύθερου χρόνου στον εργάσιμο. «Η μείωση του χρόνου εργασίας γι’ αυτούς συμβολίζει τη δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου με τη μορφή του περισσότερου ελεύθερου χρόνου και της επιπλέον αμοιβής», λέει ο κ. Γιάννης Κουζής, επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. «Ωστόσο για 20 και πλέον χρόνια αυτή η μείωση του εργάσιμου χρόνου για τις περισσότερες χώρες έχει σταματήσει (στο 40ωρο). Το αίτημα των 35 ωρών διατυπώθηκε για πρώτη φορά από της Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων το 1976 και υλοποιήθηκε εν μέρει μόνο στη Γερμανία. (…)
Πώς διαθέτουμε τον ελεύθερο χρόνο μας
Εφ. Τα Νέα, 1995
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που έγιναν στη Δυτική Ευρώπη, οι ώρες εργασίας τα τελευταία 20 χρόνια έχουν μειωθεί περαιτέρω και κυμαίνονται γύρω στις 1.600 το χρόνο. Σε αυτό συμβάλει τόσο η μερική απασχόληση όσο και τα ποσοστά ανεργίας που συνεχώς αυξάνονται. Άλλες έρευνες δείχνουν ότι στο σύνολο της ζωής μας η εργασία καταλαμβάνει σήμερα το 14% του χρόνου μας, ενώ το 1850 η εργασία ήταν η κυριότερη απασχόληση και καταλάμβανε το 70% του συνολικού χρόνου ζωής. Αυτό οφείλεται σε λόγους όπως: η αύξηση του μέσου όρου ζωής, η καθυστέρηση στην ένταξη του εργατικού δυναμικού λόγω σπουδών και η μείωση των ωρών εργασίας. Αυτό το 14% πάντως ισχύει για την πλειοψηφία των εργαζομένων στις δυτικές χώρες, καθώς το 25% του ενεργού πληθυσμού στις χώρες αυτές εργάζεται σαφώς περισσότερες ώρες.
Όπως επισημαίνει η κοινωνιολόγος Αλέκα Κορωναίου, «όλες οι έρευνες που έχουν γίνει από τη δεκαετία του ’80 και μετά σε ΗΠΑ και Ευρώπη δείχνουν πως στο συνολικό ελεύθερο χρόνο μας οι πολιτικές δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν μόνο το 5%, οι θρησκευτικές έχουν μειωθεί στο 13%, ενώ όλο το υπόλοιπο ποσοστό πηγαίνει στην ψυχαγωγία και τις απολαυστικές δραστηριότητες. Όλος αυτός ο χρόνος που απελευθερώθηκε δεν πήγε σ’ αυτό που ήλπιζαν οι μεγάλοι οραματιστές, δηλαδή σε συλλογικές διαδικασίες αλλά καθαρά σε ό,τι αφορά το άτομο».
Άρα, ο τρόπος με τον οποίο διαθέτουμε τον ελεύθερο χρόνο μας μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη “συμμετοχή” μας; «Το φαινόμενο της ιδιώτευσης δεν είναι καθόλου άσχετο», συνεχίζει η κ. Κορωναίου, «με το χρόνο που απελευθερώθηκε από την εργασία. Αυτό έδωσε στους άνδρες και τις γυναίκες της εποχής μας την αντικειμενική δυνατότητα να επικεντρωθούν στον εαυτό τους. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία, η πλειοψηφία των εργαζομένων διαθέτει ελεύθερα βράδια, σαββατοκύριακα για μαζικές εξόδους, πληρωμένες διακοπές και σύνταξη για μια "τρίτη ηλικία" που αναζητά τη δική της έκφραση...».
Δουλεύουν λιγότερο, κουράζονται περισσότερο
Αστέρω Χριστοδουλίδου-Χρήστος Μέγας, εφ. Ελευθεροτυπία, 27/6/1996
Υπερωρίες στο... σπίτι κάνει η εργαζόμενη σύζυγος, ενώ ο άνδρας δουλεύει σε σχέση με τη γυναίκα μια ώρα παραπάνω, αλλά ξεκουράζεται μιάμιση ώρα περισσότερο απ’ αυτή. Και ο ελεύθερος χρόνος του αναλίσκεται μπροστά στην τηλεόραση (93%) ή σε επίσκεψη σε φιλικά σπίτια (50,3%). Εναλλακτικά οι εργαζόμενοι διαβάζουν κανένα βιβλίο (21,5%) , πάνε σε καμιά ταβέρνα (21,5%), κάνουν «κλάμπινκγ» (16,5%) ή πάνε σε γήπεδα και γυμναστήρια (16,5%). Εκδρομές πηγαίνει μόνο ένα 4,3% ενώ 3,4% πηγαίνουν στο θέατρο ή στο σινεμά.
Αυτό είναι το προφίλ των εργαζόμενων σήμερα σύμφωνα με έρευνα της PRC που έγινε στο διάστημα από 22 Απριλίου έως 13 Μαΐου στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά με δείγμα 1.046 άτομα (πλήρεις συνεντεύξεις) για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ). Η έρευνα φέρει τον τίτλο «Οι εργαζόμενοι μετά την κύρια απασχόληση» και έγινε καθώς το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ έχει διαπιστώσει ότι για τη χάραξη μιας ολοκληρωμένης πολιτικής παρέμβασης για τα θέματα των εργαζομένων «απαιτείται μια συνολικότερη εικόνα των δραστηριοτήτων και των δράσεων των εργαζομένων» και εκτός ωραρίου(...)
Η έρευνα έδειξε (...) ότι ο άνδρας δουλεύει κατά μέσο όρο 8 ώρες και 40 λεπτά την ημέρα, δηλαδή μία και πλέον ώρα περισσότερο από την εργαζόμενη γυναίκα (7 ώρες και 35 λεπτά), αλλά εκεί φαίνεται ότι εξαντλούνται οι δραστηριότητές του. Οι δουλειές του σπιτιού για τον άνδρα σημαίνουν ημερήσια απασχόληση μόλις 50 λεπτών, έναντι 2 ωρών και 45 λεπτών για τη γυναίκα, η οποία όπως φαίνεται στην έρευνα δε σηκώνει μόνο το κύριο βάρος του νοικοκυριού αλλά και της φροντίδας των παιδιών.
Η σύγχρονη «Άννα Παναγιωταρά» εκτός από τις σχεδόν 3 ώρες που αφιερώνει στη ‘λάτρα’ του σπιτιού, φροντίζει και τα παιδιά της για μιάμιση ώρα την ημέρα, ενώ ο σύζυγος μόλις 36 λεπτά. Κατά συνέπεια ο άνδρας εργαζόμενος ξεκουράζεται για 3 ώρες και 35 λεπτά, ενώ η γυναίκα εργαζόμενη 2 ώρες και 10 λεπτά. Και οι δύο αφιερώνουν 1 ώρα και 20 λεπτά για τις ημερήσιες μετακινήσεις τους από και προς τη δουλειά.
Εντυπωσιακά είναι όμως τα ευρήματα της έρευνας για το πώς διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους οι εργαζόμενοι. Πρώτη επιλογή είναι η τηλεόραση για το 93% των ερωτηθέντων και ακολουθούν οι κοινωνικές συναναστροφές με 50,3%. Και οι δύο διέξοδοι είναι προφανές ότι έχουν το μικρότερο οικονομικό κόστος ενδεικτικά στοιχεία για την οικονομική δυσπραγία των εργαζομένων αν και ποιοτικά διαμετρικά αντίθετες επιλογές (από την αποξένωση της TV στην κοινωνική επαφή)· αρκεί να μη συζητούν με τις παρέες τους (μόνο) αυτά που βλέπουν στην τηλεόραση.
Τρίτη και αρκετά παρήγορη επιλογή των εργαζομένων ως προς της διάθεση του ελεύθερου χρόνου είναι το διάβασμα κάποιου βιβλίου, εφημερίδων και περιοδικών. Σταδιακά οι εργαζόμενοι καταφεύγουν σε πιο ακριβές επιλογές, όπως την ταβέρνα, τα μπαρ και τις ντίσκο αλλά και τα γυμναστήρια και τα γήπεδα. Αφύσικα μικρό ποσοστό στο ξόδεμα του ελεύθερου χρόνου έχουν οι εκδρομές και τα ταξίδια (με ποσοστό 4,3%) και η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και κινηματογράφου (3,4%).
Ελεύθερος χρόνος
Κιτσάκης Αθανάσιος, Η σύγχρονη κοινωνία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα χ.χ., σελ. 139-140
Ως ελεύθερο χρόνο θεωρούμε το χρόνο που απομένει μετά από την αφαίρεση του χρόνου που διαθέτουμε για τον ύπνο και την εργασία ή τις άλλες απασχολήσεις που σχετίζονται με τις άμεσες βιοτικές ανάγκες. (Σαφής διάκριση πρέπει να γίνεται ανάμεσα στις απασχολήσεις βιοποριστικού χαρακτήρα και στις απασχολήσεις ψυχαγωγικού χαρακτήρα· σαφώς οι πρώτες, οι οποίες δεν αποτελούν αυτό που λέμε κυρίως εργασία και που καλύπτουν ένα μεγάλο ποσοστό του ελεύθερου χρόνου, δεν συντείνουν και τόσο στην αποκατάσταση της ψυχοσωματικής ισορροπίας του ανθρώπου).
(...) Οι δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου εξαρτώνται και από τους μηχανισμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις τα περιθώρια επιλογής ψυχαγωγικών πολιτιστικών αγαθών περιορίζονται αισθητά, για το λόγο ότι οι εταιρείες ψυχαγωγικών αγαθών δεν προσφέρουν πάντα «προϊόντα» ποιότητας αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υποπροϊόντα, υποκουλτούρα. Έρμαιο λοιπόν αυτών των μηχανισμών που αποσκοπούν στο κέρδος, όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το πολιτικό κοινωνικό, ελάχιστα περιθώρια έχει ο σημερινός άνθρωπος για σωστή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου και σωστή επιλογή πολιτιστικών αγαθών.
Όταν μιλάμε βέβαια για σωστή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου εννοούμε σαφώς τα εξής:
1) Την αποφυγή της πλήξης, αφού είναι δεδομένο ότι ο νεκρός χρόνος, ο χρόνος που δεν κάνουμε τίποτα, σκοτώνει ψυχικά (και σωματικά) τον άνθρωπο. (Σ’ αυτή την περίπτωση η κάλυψη του ελεύθερου χρόνου ακόμα και με υποκατάστατα, δηλ. με απασχολήσεις όχι ουσιαστικές που θα ταίριαζαν ίσως στις πραγματικές ανάγκες, είναι αναγκαία).
2) Την εκτόνωση, την απαλλαγή από τις φροντίδες, τις έγνοιες, όχι μόνο της εργασίας αλλά και της ζωής. (Γενικότερα η εκτόνωση είναι θεμιτή αφού και η εργασία παρά την πρόοδο της τεχνικής εξακολουθεί να είναι ανιαρή και ολόκληρη η ζωή έχει γίνει μονότονη.
3) Την κάλυψη του ελεύθερου χρόνου με απασχολήσεις «ποιότητας», που όχι μόνο θα καλύπτουν τον ελεύθερο χρόνο δημιουργικά, αλλά θα έχουν και ως βαθύτερο σκοπό την επαύξηση της ευαισθησίας και την ανάπτυξη του πνεύματος, τη δημιουργία δηλαδή μιας κατά πώς συνηθίζουμε να λέμε ολοκληρωμένης προσωπικότητας.
Είναι όμως γεγονός πως ορισμένες απασχολήσεις ψυχαγωγικού χαρακτήρα απαιτούν εγρήγορση και σημαίνουν πρόσθετη δαπάνη δυνάμεων, όπως είναι επίσης γεγονός ότι στην Ελλάδα ελάχιστα συνηθίζουμε από τη μικρή ηλικία στην αυτοδημιούργητη ψυχαγωγία. Περισσότερο είμαστε καταναλωτές ψυχαγωγικών αγαθών και λιγότερο δημιουργοί.
Ελεύθερος χρόνος
Παπανούτσος Ε. Π., Η κρίση του πολιτισμού μας, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1989, σελ. 258
Να συμπιέσεις το χρόνο σου που δεν αποτελείται από σημαντικά γεγονότα (τον ψυχικά άδειο ή περίπου άδειο), για να επιμηκύνεις κάποιον άλλο που τον περιμένεις πλούσιο σε βιώματα «ποιότητος», είναι μια καλή τακτική: επιστρέφω με το ταχύτερο μέσο στο σπίτι από τη δουλειά μου, για να απολαύσω μουσική μαζί με αγαπητούς φίλους. Τέτοια δεν είναι η βιασύνη του σημερινού ανθρώπου. Αυτή μοιάζει με άγχος. Τρέχοντας μεταθέτουμε διαρκώς τους στόχους μας χωρίς να περιμένουμε να δούμε μήπως αυτοί που τους προσπεράσαμε κάνουν περιττούς τους παρακάτω. Έτσι το τυχόν κέρδος μας από τη συμπίεση του χρόνου δεν το επενδύουμε έπειτα σε μια προσοδοφόρο επιχείρηση, αλλά το θυσιάζουμε ανώφελα.
Λέγεται ότι, όταν κάποτε ο Romain Rolland φιλοξενούσε τον Mahatma Gandhi στην έπαυλή του, στην Ελβετία, του μίλησε για ένα γειτονικό ιστορικό πύργο και του πρότεινε μια εκδρομή ως εκεί. «Τι προτιμάτε;», τον ρώτησε, «να πάμε με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο; Αν πάμε με το αυτοκίνητο θα κερδίσουμε μια ώρα». «Για να την κάνουμε τι;», είπε ο Ασιάτης σοφός, που συνήθιζε να εκτιμά ένα χρονικό κέρδος με άλλα μέτρα.
Ελεύθερος χρόνος: η αποτυχία μιας επιτυχίας
Σαράντος Καργάκος, Προβληματισμοί, Ένας διάλογος με τους νέους, εκδ. Gutenberg, τ. Ε’, Αθήνα 1989, σελ. 54-57
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των ανεπτυγμένων κοινωνιών είναι το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου. Συγκεκριμένα, η μείωση του ωραρίου εργασίας, το πενθήμερο, η μακρά διάρκεια διακοπών και η πρώιμη συνταξιοδότηση αφήνουν πολλά περιθώρια ελεύθερου χρόνου σε μαθητές, εργαζομένους και κυρίως στους εκπροσώπους της λεγόμενης «τρίτης» ηλικίας. Ο ελεύθερος αυτός χρόνος δε γίνεται αντικείμενο πάντοτε σωστής αξιοποίησης κι αυτό δημιουργεί πολλά ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα... Πώς είναι δυνατό να δημιουργηθεί η αναγκαία υποδομή, ώστε οι άνθρωποι να μην αναγκάζονται να σκοτώνουν το χρόνο τους;
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να μην εκτιμά κανείς πράγματα που του προσφέρονται. Και δεν έχουμε μάθει να τα εκτιμούμε, γιατί δεν έχουμε μάθει να τα αξιοποιούμε. Όταν τον περασμένο αιώνα οι εργάτες πάλευαν για τα «Τρία Οχτώ»..., σίγουρα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα φτάναμε κάποτε στη σημερινή κατάσταση: (...) οι άνθρωποι να έχουν αρκετό χρόνο, τον οποίο θεωρητικά μπορούν να διαθέσουν όπου και όπως αυτοί θέλουν (...) Γιατί ο σωστά αξιοποιημένος ελεύθερος χρόνος, είναι ο χρόνος της πραγματικής ελευθερίας.
Στην πράξη όμως τις περισσότερες φορές κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο συμβαίνει. Για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων ο ελεύθερος χρόνος είναι μια νεκρή περίοδος, μια περίοδος ανίας, χειμερίας νάρκης ή τεχνητά έντονης ψυχαγωγίας. Δε λείπει μόνο υποδομή, λείπουν οι ιδέες, λείπει και η φαντασία. Ελάχιστοι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι πλούσιοι δε θα γίνουμε, αν γεμίσουμε το σεντούκι μας χρήματα, αλλά αν γεμίσουμε την ψυχή μας με ωραίες εικόνες, εντυπώσεις, ωραία αισθήματα. Όσο πιο πολλά ηλιοβασιλέματα κλείσουμε στην ψυχή μας, τόσο περισσότερο πλούσιοι θα φύγουμε από τον κόσμο τούτο. Κι όλα αυτά προσφέρονται δωρεάν.
Ίσως η αδυναμία αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου να οφείλεται σε μια εγγενή ανικανότητα του Νεοέλληνα, που πηγάζει από την ιδιοσυγκρασία του, την τάση για ανώφελη δραστηριοποίηση και προτίμηση εύπεπτων μορφών ψυχαγωγίας. Όμως είναι σκόπιμο ν’ αναλογιστούμε μήπως αυτή η κατάκτηση κάποιου ελεύθερου και εντελώς δικού μας χρόνου είναι μόνο πλασματική από κάποιο σημείο και πέρα. Το πρόβλημα αισθητοποιείται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στην πρόκληση του ελεύθερου χρόνου και να τον καλύψει δημιουργικά είναι μειονέκτημα της κοινωνίας που τα μέλη της δεν ξέρουν να οργανώνουν και να αξιολογούν το χρόνο τους, που δεν ξέρουν να επενδύουν το πλεόνασμα του δυναμισμού τους σε πράγματα (εκτός εργασίας) ωφέλιμα και για το σύνολο και για τους ίδιους. Δεν πρόκειται μόνο για ατομική αποτυχία αλλά και για την αποτυχία ενός ολόκληρου παιδευτικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, που δεν προσφέρει στα κοινωνικά μέλη ιδέες, ερεθίσματα και μέσα για επωφελή αξιοποίηση του με σκληρούς αγώνες αποκτημένου ελεύθερου χρόνου.
Αν σκεφτούμε πως η αξία του ανθρώπου, κατά ένα μεγάλο βαθμό, κρίνεται από την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, από την αξιοποίηση της στιγμής που δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εργασιακό καταναγκασμό, συνειδητοποιούμε την ανάγκη να αναζητήσουμε τα αίτια της αποτυχίας μιας επιτυχίας, τα αίτια που έκαναν τη λύση πρόβλημα, τα αίτια που έκαναν τον κάποτε πολυπόθητο ελεύθερο χρόνο «δώρον άδωρον», έτσι που πολλοί να καλύπτουν τα χρονικά κενά με πρόσθετη εργασία, με εργασία που δε γίνεται για ευχαρίστηση αλλά απλά και μόνο για να καλυφθεί ένα μέρος ζωής, που δεν ξέρουν πώς αλλιώς μπορεί να αξιοποιηθεί.
Περισσότερο λυπηρή παρουσιάζεται η αδυναμία δημιουργικής εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου στους νέους ανθρώπους, που διαθέτουν θεωρητικά τουλάχιστον και το δυναμισμό και τη φαντασία για πρωτότυπη, εποικοδομητική απασχόληση. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι η πλειονότητα των μαθητών φροντίζει να «αξιοποιεί» τον ελεύθερο χρόνο, που προσφέρθηκε με το «πενθήμερο», βλέποντας τηλεόραση / VIDEO είτε ασχολούμενη με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είτε σκοτώνοντας την ώρα της στις καφετέριες είτε παρακολουθώντας αθλητικούς αγώνες αλλά σπανίως αθλούμενη. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι ο δυναμισμός της νεολαίας (όχι όλης βέβαια) φαίνεται να βρίσκει διέξοδο σε κάποιες μορφές βιαιότητας (φαινόμενα «χουλιγκανισμού»). Κάποιοι άλλοι νέοι εμφανίζονται εντελώς παθητικοποιημένοι. Αυτοί δεν καταφεύγουν στη βία αλλά σε μια μορφή ψυχαγωγίας με τεχνητά μέσα. Αποστασιοποιημένοι από την πολιτική και κοινωνική δράση επιζητούν μια φτηνή διασκέδαση για να «σκοτώσουν» την ανία τους, να σκοτώσουν την ώρα τους, αγνοώντας πως έτσι σκοτώνουν ένα μέρος της ζωής τους, μια και η ζωή προσμετρείται ως χρόνος. Την ώρα που η ενεργητικότητά τους θα μπορούσε να διοχετευθεί σε μια υγιή πνευματική, καλλιτεχνική, κοινωνική, αθλητική απασχόληση, αναλώνονται σε μια φτηνή ψυχαγωγία, που δεν έχει απαιτήσεις αλλά δεν έχει και τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει.
Σε κάποιους νέους, που διατηρούν ακόμα τη μαθητική ιδιότητα, το «πενθήμερο» προσφέρει ένα πλασματικό ελεύθερο χρόνο. Αν εξαιρέσουμε εκείνους που δεν έχουν καμιά πνευματική και καλλιτεχνική έφεση και περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους άσκοπα, οι άλλοι, που έχουν κάποιες ευαισθησίες και που δε φαίνεται να ικανοποιεί η σχολική παιδεία μετά την κατάργηση κάποιων μαθημάτων που κρίθηκαν ανώφελα, όπως τα καλλιτεχνικά, υποχρεώνονται να καλύπτουν τις ανάγκες τους με εξωσχολικό εργασιακό φόρτο. Η συμπύκνωση της σχολικής πράξης σε πέντε μέρες προκάλεσε καθημερινό φόρτο εργασίας δυσβάστακτο, έτσι ώστε το δήθεν ελεύθερο σαββατοκύριακο να χρησιμοποιείται για την κάλυψη της ύλης που δεν αφομοιώθηκε στο πενθήμερο. Δυστυχώς το σύνδρομο της βαθμοθηρίας δεν αφήνει περιθώρια για ελεύθερο χρόνο. Ακόμη και σ’ αυτόν το φαινομενικά ελεύθερο χρόνο ένα πελώριο μάτι παρακολουθεί το μαθητή και η επίγνωση της ύπαρξής του ρυθμίζει τις πράξεις του. Εξάλλου η νοοτροπία που διαμορφώνει κανείς στα χρόνια της μαθητικής του ζωής καθιστά αδύνατη την ουσιαστική μορφωτική απασχόληση. Το παιδί είτε αποστρέφεται το βιβλίο είτε εξακολουθεί να διαβάζει μηχανικά, απομνημονευτικά, όπως του υπαγορεύει μια αυταρχική παρά την επίφαση φιλελευθερισμού παιδεία, που δεν αποσκοπεί στη γνώση και στη μάθηση αλλά στην εκμάθηση. Όμως μια τέτοια σχέση με το βιβλίο είναι μια στείρα απασχόληση. Έτσι, όσοι δεν μπόρεσαν από το δικό τους δρόμο να γνωρίσουν τη χαρά της γνώσης ή την ομορφιά της φύσης ή της τέχνης, αναζητούν το «ωραίο» στο κοντινότερο Video club. Τα αισθητικά τους κριτήρια, δεινά διαστρεβλωμένα μέσα σε μια πνευματοκτόνο περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τους οδηγούν σε προμήθεια βιντεοταινιών με το κιλό ή σε μια έντονη μορφή διασκέδασης στο μισοσκόταδο των ντισκοτέκ.
Η «επίπλωση» του ελεύθερου χρόνου δεν είναι πολύ διαφορετική στον εργαζόμενο. Η μείωση των ωρών εργασίας, το συνεχές ωράριο, και η καθιέρωση του πενθήμερου σε πολλούς εργασιακούς τομείς αφήνουν τεράστια μεγέθη ελεύθερου χρόνου στον εργαζόμενο. Από την άλλη, όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι κατά τις μέρες της δουλειάς τους δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να περιμένουν εναγώνια την προσεχή αργία. Ωστόσο, η εκμετάλλευση αυτού του ελεύθερου χρόνου, που αναμένεται με πραγματική λαχτάρα, είναι μάλλον απογοητευτική. Απλώς στις μεγαλύτερες ηλικίες υπάρχει μια «διαφοροποίηση» ως προς τις ασχολίες του μαθητή, καθώς εδώ επικρατεί το καφενείο με τα χαρτιά και το τάβλι για τους άντρες, η σχολαστική ενασχόληση με τα οικιακά, το κουτσομπολιό (σε συνδυασμό με χαρτιά) και η φροντίδα της ομορφιάς για τη γυναίκα. Όλα τα παραπάνω ελάχιστη ικανοποίηση μπορούν να προσφέρουν και σε πολύ μικρό βαθμό κατορθώνουν να γεμίσουν τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, να δώσουν κάποιο νόημα και σκοπό στη ζωή του. Οι άνθρωποι κέρδισαν χρόνο αλλά δεν ξέρουν τι να τον κάνουν. Τουλάχιστον οι Αρχαίοι στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου του φιλοσοφούσαν, την ώρα που άλλοι λαοί μεθοκοπούσαν ή έκαναν όργια.
Η παραίτηση από κάθε προσπάθεια ουσιαστική και επωφελούς ψυχαγωγίας, από κάθε προσπάθεια δυναμικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, καλύπτεται με τον ισχυρισμό πως τάχα ο εργαζόμενος προσπαθεί να ξεφύγει από την καθημερινή εργασιακή ρουτίνα. Αυτό όμως είναι υπεκφυγή, μια φτηνή δικαιολόγηση για τη μετατροπή του ελεύθερου χρόνου σε αποχαύνωση. Αλλά ίσως θα ήταν ουτοπικό, αντίθετο με την «παιδεία» που έχει δεχτεί και τη νοοτροπία που έχει διαμορφώσει, να ζητήσουμε από το μέσο εργαζόμενο να σταματήσει να απορροφάται από εξωτερικά στοιχεία και επιδερμικές ενασχολήσεις και να επιχειρήσει μια μορφή ενδοσκόπησης που θα του επιτρέψει να επιλέξει μια ποιοτικότερη ψυχαγωγία και πιο δραστήρια εκμετάλλευση του ελεύθερου χρόνου. (1238 λέξεις)
[Συντομευμένη εκδοχή]
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των ανεπτυγμένων κοινωνιών είναι το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου. Συγκεκριμένα, η μείωση του ωραρίου εργασίας, το πενθήμερο, η μακρά διάρκεια διακοπών και η πρώιμη συνταξιοδότηση αφήνουν πολλά περιθώρια ελεύθερου χρόνου σε μαθητές, εργαζομένους και κυ-ρίως στους εκπροσώπους της λεγόμενης «τρίτης» ηλικίας. Ο ελεύθερος αυτός χρόνος δε γίνεται αντικεί-μενο πάντοτε σωστής αξιοποίησης κι αυτό δημιουργεί πολλά ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα... Πώς είναι δυνατό να δημιουργηθεί η αναγκαία υποδομή, ώστε οι άνθρωποι να μην αναγκάζονται να σκο-τώνουν το χρόνο τους;
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να μην εκτιμά κανείς πράγματα που του προσφέρονται. Και δεν έχουμε μάθει να τα εκτιμούμε, γιατί δεν έχουμε μάθει να τα αξιοποιούμε. Όταν τον περασμένο αιώνα οι εργάτες πάλευαν για τα «Τρία Οχτώ»..., σίγουρα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα φτάναμε κάποτε στη ση-μερινή κατάσταση: (...) οι άνθρωποι να έχουν αρκετό χρόνο, τον οποίο θεωρητικά μπορούν να διαθέσουν όπου και όπως αυτοί θέλουν (...) Γιατί ο σωστά αξιοποιημένος ελεύθερος χρόνος, είναι ο χρόνος της πραγματικής ελευθερίας.
Στην πράξη όμως τις περισσότερες φορές κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο συμβαίνει. Για ένα μεγάλο α-ριθμό ανθρώπων ο ελεύθερος χρόνος είναι μια νεκρή περίοδος, μια περίοδος ανίας, χειμερίας νάρκης ή τεχνητά έντονης ψυχαγωγίας. Δε λείπει μόνο υποδομή, λείπουν οι ιδέες, λείπει και η φαντασία. Ελάχιστοι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι πλούσιοι δε θα γίνουμε, αν γεμίσουμε το σεντούκι μας χρήματα, αλλά αν γεμίσουμε την ψυχή μας με ωραίες εικόνες, εντυπώσεις, ωραία αισθήματα. Όσο πιο πολλά ηλιοβασιλέ-ματα κλείσουμε στην ψυχή μας, τόσο περισσότερο πλούσιοι θα φύγουμε από τον κόσμο τούτο. Κι όλα αυτά προσφέρονται δωρεάν. (…)
Περισσότερο λυπηρή παρουσιάζεται η αδυναμία δημιουργικής εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου στους νέους ανθρώπους, που διαθέτουν θεωρητικά τουλάχιστον και το δυναμισμό και τη φαντασία για πρωτότυπη, εποικοδομητική απασχόληση. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι η πλειονότητα των μαθητών φροντίζει να «αξιοποιεί» τον ελεύθερο χρόνο, που προσφέρθηκε με το «πενθήμερο», βλέποντας τηλεό-ραση / VIDEO είτε ασχολούμενη με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είτε σκοτώνοντας την ώρα της στις καφε-τέριες είτε παρακολουθώντας αθλητικούς αγώνες αλλά σπανίως αθλούμενη. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι ο δυναμισμός της νεολαίας (όχι όλης βέβαια) φαίνεται να βρίσκει διέξοδο σε κάποιες μορφές βι-αιότητας (φαινόμενα «χουλιγκανισμού»). Κάποιοι άλλοι νέοι εμφανίζονται εντελώς παθητικοποιημένοι. Αυτοί δεν καταφεύγουν στη βία αλλά σε μια μορφή ψυχαγωγίας με τεχνητά μέσα. Αποστασιοποιημένοι από την πολιτική και κοινωνική δράση επιζητούν μια φτηνή διασκέδαση για να «σκοτώσουν» την ανία τους, να σκοτώσουν την ώρα τους, αγνοώντας πως έτσι σκοτώνουν ένα μέρος της ζωής τους, μια και η ζωή προσμετρείται ως χρόνος. Την ώρα που η ενεργητικότητά τους θα μπορούσε να διοχετευθεί σε μια υγιή πνευματική, καλλιτεχνική, κοινωνική, αθλητική απασχόληση, αναλώνονται σε μια φτηνή ψυχαγωγία, που δεν έχει απαιτήσεις αλλά δεν έχει και τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει.
Στις μεγαλύτερες ηλικίες από την άλλη υπάρχει μια «διαφοροποίηση» ως προς τις ασχολίες του μαθητή, καθώς εδώ επικρατεί το καφενείο με τα χαρτιά και το τάβλι για τους άντρες, η σχολαστική ενασχόληση με τα οικιακά, το κουτσομπολιό (σε συνδυασμό με χαρτιά) και η φροντίδα της ομορφιάς για τη γυναίκα. Όλα τα παραπάνω ελάχιστη ικανοποίηση μπορούν να προσφέρουν και σε πολύ μικρό βαθμό κατορθώνουν να γεμίσουν τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, να δώσουν κάποιο νόημα και σκοπό στη ζωή του. Οι άνθρωποι κέρδισαν χρόνο αλλά δεν ξέρουν τι να τον κάνουν. Τουλάχιστον οι Αρχαίοι στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου του φιλοσοφούσαν, την ώρα που άλλοι λαοί μεθοκοπούσαν ή έκαναν όργια.
Η παραίτηση από κάθε προσπάθεια ουσιαστική και επωφελούς ψυχαγωγίας, από κάθε προσπάθεια δυ-ναμικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, καλύπτεται με τον ισχυρισμό πως τάχα ο εργαζόμενος προ-σπαθεί να ξεφύγει από την καθημερινή εργασιακή ρουτίνα. Αυτό όμως είναι υπεκφυγή, μια φτηνή δικαι-ολόγηση για τη μετατροπή του ελεύθερου χρόνου σε αποχαύνωση. Αλλά ίσως θα ήταν ουτοπικό, αντίθετο με την «παιδεία» που έχει δεχτεί και τη νοοτροπία που έχει διαμορφώσει, να ζητήσουμε από το μέσο εργαζόμενο να σταματήσει να απορροφάται από εξωτερικά στοιχεία και επιδερμικές ενασχολήσεις και να επιχειρήσει μια μορφή ενδοσκόπησης που θα του επιτρέψει να επιλέξει μια ποιοτικότερη ψυχαγωγία και πιο δραστήρια εκμετάλλευση του ελεύθερου χρόνου. (653 λέξεις)
Είμαι νέος... Αναζητώ χρόνο
Λαμπρινή Σταμάτη, εφ. Τα Νέα, 13/3/1998
Είναι νέοι, αλλά διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους. Κάποιοι εργάζονται και είναι πολυάσχολοι, κάποιοι άλλοι έχουν ήδη αποκτήσει οικογενειακές υποχρεώσεις. Κάποιοι τρίτοι δεν έχουν μπλεχτεί ακόμη σε τίποτα απ’ όλα αυτά, έχουν όμως δραστηριότητες που κι αυτές «στριμώχνουν» κατά πολύ τον ελεύθερο χρόνο τους. Κοινή συνισταμένη στα διαφορετικά αυτά ενδιαφέροντα και τις καταστάσεις ζωής είναι η αναζήτηση: η αναζήτηση του ελεύθερου χρόνου που όλοι, ανεξαιρέτως συνθηκών, ζωής και ευθυνών, έχουν ανάγκη, απλά για να κάνουν λίγα βήματα πίσω, να σταθούν, να χαλαρώσουν, να σκεφθούν και να ηρεμήσουν, πριν ξεκινήσουν και πάλι τον αγώνα της καθημερινότητας.
Ακόμα και από κοινωνιολογικής απόψεως, η διασκέδαση ανάγεται σε θέμα πρώτης προτεραιότητας για τους νέους. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, επιστημονικός υπεύθυνος της οποίας ήταν ερευνητής του ΕΚΚΕ κ. Γιάννης Μυριζάκης, οι νέοι είτε ζουν σε αστικές είτε σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές, αγωνίζονται για το δικαίωμά τους στον ελεύθερο χρόνο.
«Βγαίνουν έξω, πηγαίνουν σε κέντρα διασκέδασης, σε καφετέριες, σε ταβέρνες ή ακόμα και στα μπουζούκια, γιατί επιδιώκουν με τον τρόπο αυτό να ξεχάσουν για λίγο τις καθημερινές τους ασχολίες, ν’ αποφύγουν τις δυσκολίες και τη μονοτονία στη δουλειά, στο σπίτι, στο σχολείο. Θέλουν ν’ αλλάξουν για λίγο περιβάλλον, να περάσουν χαρούμενα κι ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο τους, με τη συντροφιά των φίλων τους», αναφέρει ο κ. Μυριζάκης.