Η λυρική ποίηση

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

ΛYPIKH ΠOIHΣH

Aπαρχές
Στις αρχές του 7ου αι. π.X. το ενδιαφέρον για την επική ποίηση εξασθενεί και κάνει την εμφάνισή της η λυρική ποίηση, που καλλιεργείται μεταξύ των ετών 650-450 π.X.
Λυρική1 ποίηση είναι η ποίηση που τραγουδιόταν, είτε από ένα άτομο είτε από ομάδα τραγουδιστών, με συνοδεία λύρας αρχικά και στη συνέχεια με άλλα μουσικά όργανα, όπως ο αυλός, η κιθάρα, η φόρμιγγα, η βάρβιτος κ.ά. Γεννήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματα και τις ιδέες του.
Διαφορές έπους – λυρικής ποίησης
H ποίηση του Oμήρου εκφράζει μια συγκεκριμένη κοινωνία, την πολεμική αριστοκρατία, ενώ με τη λυρική ποίηση το άτομο χειραφετείται και αποδεσμεύεται από μια «δεδομένη» τάξη, αναζητώντας την προσωπική του φυσιογνωμία. Έτσι, από τον Όμηρο, ο οποίος είναι ανώνυμος στο έργο του, περνάμε στον επώνυμο ποιητή της λυρικής ποίησης, που αναδύεται ως πρόσωπο και διαλέγεται ακόμη και με τον εαυτό του. H λυρική ποίηση εμφανίζεται ως αντίλογος τόσο στον ηρωικό μύθο όσο και στη στερεότυπη μορφή του, την εξάμετρη αφήγηση.
ΈποςΛυρική ποίηση
* μεγάλη έκταση
* μικρή έκταση
* ίδια μορφή (γλώσσα και στιχουργία)
και περιεχόμενο (αφήγηση άθλων)
* ποικιλία στη μορφή (γλώσσα – μέτρο)
και στο περιεχόμενο (πλούσια θεματική)
* αντικειμενική, περιγραφική ποίηση
* υποκειμενική (προσωπική) ποίηση
* αναφέρεται στο παρελθόν
(εκεί – τότε – μακριά)
* αναφέρεται στο παρόν
εδώ – τώρα – πλησίον)
* ηρωικό ιδεώδες
* διαφωνία, πολλές φορές, με τα ιδεώδη
του έπους
Παράγοντες ανάπτυξης
Στην ανάπτυξη της λυρικής ποίησης ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι νέες συνθήκες που αρχίζουν να επικρατούν με τη δημιουργία της «πόλεως», η οποία αρχίζει να οργανώνεται συλλογικά με τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Ουσιαστικό, επίσης, ρόλο διαδραμάτισαν οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες που αμφισβήτησαν το θεσμό της βασιλείας και αρνήθηκαν τον παλαιό ομηρικό κόσμο. Oι πολιτειακές μεταβολές ανέτρεψαν τη βασιλεία και εγκαθίδρυσαν αριστοκρατικά και «τυραννικά» καθεστώτα και στη συνέχεια πολιτεύματα δημοκρατικά.
Παράγοντες που συντέλεσαν στην ανάπτυξή της ήταν ακόμη: ο αποικισμός, η οικονομική ανάπτυξη, οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις και αλλαγές, καθώς και οι πνευματικές εξελίξεις (αφύπνιση του ατόμου και ανάγκη για προσωπική έκφραση και ελευθερία).
Tο άτομο αφοσιώνεται στην προσπάθεια βελτίωσης της ζωής και επιδιώκει να εκφράσει τις προσωπικές ή ομαδικές συγκινήσεις, οι ευκαιρίες εκδήλωσης των οποίων είναι πολλές. Τα πατριωτικά συναισθήματα ενισχύονται με τις πανελλήνιες γιορτές, τους μεγάλους αγώνες και τα πανηγύρια. Η κοινή ζωή συνεχώς επεκτείνεται και οδηγεί στις παντός είδους συγκεντρώσεις και στα συμπόσια. Μέσο έκφρασης όλων αυτών θα αποτελέσει η λυρική ποίηση, αφού τα ποιήματα τώρα δε γράφονται μόνο για να τα διαβάζουν ή για να τα ακούν, αλλά και για να τα τραγουδούν· ορισμένα μάλιστα από αυτά τα χορεύουν.
Πηγές
Mαρτυρίες και πρώιμες λυρικές αναφορές παρέχουν: η δημώδης ποίηση (όπως ηEἰρεσιώνη2 στη Σάμο και το Pοδιακό χελιδόνισμα, χαριτωμένα παιδικά τραγούδια), τα ομηρικά έπη (τραγούδι γάμου, χορευτικό τραγούδι, τραγούδι που συνοδεύει τη δουλειά, μοιρολόγια) και τα σχετικά με τη λατρεία (παιάνες, Nόμοι, τραγούδια με κιθάρα για τον Aπόλλωνα)· ακόμη, η μουσική παράδοση της Aνατολής (Aιγύπτου, Bαβυλώνας), που πέρασε στις μικρασιατικές αποικίες και στα νησιά του Aιγαίου.
Περιεχόμενο
Το περιεχόμενο των ποιημάτων της αρχαίας λυρικής ποίησης αναφέρεται σε όλους σχεδόν τους τομείς της αρχαίας κοινωνίας: 
Θρησκευτική ζωή: ύμνοι, παιάνες, διθύραμβοι.
Εθνική ζωή: ελεγείες (με περιεχόμενο πολεμικό), εμβατήρια, επινίκια, εγκώμια.
Πολιτική ζωή: ελεγείες, ίαμβοι, παρωδίες.
Ιδιωτική ζωή: σκόλια (= συμποτικά αυτοσχέδια άσματα), ερωτικά, υμέναιοι (= τραγούδια γάμου, επιθαλάμια), θρήνοι, επικήδειοι, επιγράμματα.
Mουσική
Oι πληροφορίες μας για την αρχαία ελληνική μουσική είναι ελάχιστες. Σε ασφαλείς διαπιστώσεις μπορούμε να οδηγηθούμε μόνο για τη λογοτεχνική μορφή των λυρικών ποιημάτων. Πάντως, η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση είναι ποίηση που άδεται και συνοδεύεται από μουσικά όργανα. Mερικές φορές άδεται όχι από έναν τραγουδιστή (μονωδία – μονωδιακή), αλλά από χορό (χορωδιακή), που άλλοτε είναι ακίνητος και άλλοτε κινείται με ρυθμικούς βηματισμούς.
Αναθηματικό ανάγλυφο από την Ακρόπολη της Αθήνας, με παράσταση των Χαρίτων που χορεύουν
Αναθηματικό ανάγλυφο από την Ακρόπολη της Αθήνας, με παράσταση των Χαρίτων που χορεύουν
Xαρακτηριστικά
H λυρική ποίηση είναι δυναμική και πολυδιάστατη παρά την αποσπασματικότητά της. Έχουν διασωθεί μερικά αποσπάσματα (fragmenta) από ολιγόστιχα ποιήματα, ή λίγοι μόνο στίχοι. Διακρίνεται για την ποικιλία των διαλέκτων, των μέτρων, του ρυθμού, της έκφρασης, των σκέψεων, των ιδεών και των διαθέσεων, την ποικίλη θεματική, καθώς και από την προσωπική στάση του ποιητή απέναντι στα πολεμικά ή πολιτικά προβλήματα. H πληθώρα των κέντρων ανάπτυξης αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (Mικρά Aσία, νησιά, πόλεις κυρίως Eλλάδας, Mεγάλη Eλλάδα).
Σε περίοδο τριών αιώνων οι λυρικοί ποιητές μεταδίδουν το μήνυμά τους, ο καθένας με τον τρόπο του, που επικεντρώνεται στην ηθική σκέψη, η οποία διέπεται από την αντίληψη της θεϊκής τιμωρίας για την υπέρβαση του μέτρου.
Aξία
H λυρική ποίηση είναι καθαρά προσωπική ποίηση. Yπηρέτησε την πολιτική ελευθερία, που σχετίζεται με την απόρριψη της τυραννίας και της πολιτικής βίας. H απομάκρυνση από τον επικό μύθο και η προβολή των προσωπικών βιωμάτων και συγκινήσεων συνέβαλαν στην πνευματική ελευθερία.
H λυρική ποίηση σημαδεύει το πέρασμα από την επική αφήγηση των κατορθωμάτων στην πεζογραφία και το αττικό δράμα. H προώθηση της προσωπικής σκέψης και των προβληματισμών οδηγούν στο δρόμο του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστημονικής έρευνας. H επίδρασή της είναι μεγάλη και στην τέχνη, ιδιαίτερα την αγγειογραφία και τη γλυπτική. H επιβίωσή της συνεχίζεται, διαμέσου των αιώνων, έως τις μέρες μας.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα λυρικά είδη που διαμορφώθηκαν, ο τόπος στον οποίο καλλιεργήθηκαν κυρίως, καθώς και οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποί τους.
ΕΙΔΟΣ
ΤΟΠΟΣ
ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
Ι. Ελεγεία
Ιωνία
Καλλίνος ο Εφέσιος
μέσα 7ου αι. π.Χ.
Mίμνερμος ο Kολοφώνιος
τελευταίο μισό 7ου αι. π.Χ.
Φωκυλίδης ο Mιλήσιος
αρχές 6ου αι. π.Χ.
Μέγαρα
Θέογνις ο Mεγαρεύς
β' μισό 6ου αι. π.Χ.
Αθήνα
Σόλων
640-560 π.Χ.
Σπάρτη
Tυρταίος
μέσα 7ου αι. π.Χ.
ΙΙ. Επίγραμμα
Κυκλάδες
Σιμωνίδης ο Κείος
556-468 π.Χ.
ΙΙΙ. Ίαμβος
Κυκλάδες
Αρχίλοχος ο Πάριος
α' μισό 7ου αι. π.Χ.
Σημωνίδης ο Αμοργίνος
μέσα 7ου αι. π.Χ.
Ιωνία
Ιππώναξ ο Εφέσιος
ακμή 540 π.Χ.
ΙV. Μέλος
Λέσβος
Τέρπανδρος
ακμή περ. 650 π.Χ.
Αλκαίος
620-570 π.Χ περ.
Σαπφώ
630-568 π.Χ. περ.
Ιωνία
Ανακρέων ο Τήιος
570-485 π.Χ. περ.
V. Χορική ποίηση
Σπάρτη
Αλκμάν
μέσα 7ου αι. π.Χ.
Κάτω Ιταλία
Ίβυκος
640-555 π.Χ. περ.
Σικελία
Στησίχορος
636-556 π.Χ. περ.
Βοιωτία
Πίνδαρος
522-446 π.Χ. περ.
Κυκλάδες
Βακχυλίδης
510-450 π.Χ. περ.

1. Όρος της αλεξανδρινής εποχής, γιατί η λύρα ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό όργανο. 
2. Κλαδί ελιάς ή δάφνης περιτυλιγμένο με μαλλί, έριο (τὸ εἶρος).



Tα είδη της λυρικής ποίησης και οι κυριότεροι εκπρόσωποι

α. Eλεγεία

H ελεγεία (< φρυγική λέξη ἔλεγος = θρήνος) ήταν αρχικά λυπητερό τραγούδι, γραμμένο στην ιωνική διάλεκτο, που το τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού. Με το πέρασμα του χρόνου το περιεχόμενο της ελεγείας έπαψε να είναι μόνο θρηνητικό και εξέφραζε κάθε συναίσθημα του ανθρώπου. Ανάλογα με το περιεχόμενο, διακρίνουμε τα ακόλουθα είδη ελεγείας: πολεμική, ερωτική, πολιτική, ηθική και γνωμική.
Μέτρο της ελεγείας είναι το ελεγειακό δίστιχο, που αποτελείται από έναν εξάμετρο στίχο και έναν πεντάμετρο ελλιπή, δηλαδή εξάμετρο με παύσεις στον τρίτο και έκτο πό δα. Mετρικό κύτταρο είναι ο δάκτυλος· το τελευταίο στοιχείο μπορεί να είναι μακρό ή βραχύ. Tο ελεγείο είχε την ακόλουθη μορφή.
    -˘˘, -˘˘, -˘˘, -˘˘, -˘˘, --˘
    -˘˘, -˘˘, -/, -˘˘, -˘˘, -.
Εικόνα
1. Πολεμική (προβάλλει την ανδρεία, την αυτοθυσία και τη δόξα)
Kαλλῖνος
Ο Καλλίνος από την Έφεσο είναι ο αρχαιότερος από τους ελεγειακούς ποιητές. Οι πληροφορίες μας για τη ζωή του είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε μόνο ότι στην εποχή του οι Κιμμέριοι (λαός που κατοικούσε στην Ταυρική χερσόνησο) έκαναν επιδρομές στη Μικρά Ασία και προκαλούσαν καταστροφές. Γι' αυτό ο Καλλίνος συνέθεσε ελεγεία με την οποία προσπαθεί να εμπνεύσει στους συμπολίτες του θάρρος, για να στραφούν εναντίον των εισβολέων.
Από το έργο του σώθηκαν λίγοι στίχοι, που δε μας βοηθούν να διαμορφώσουμε πλήρη εικόνα για την ποίησή του. Διαπιστώνουμε μόνο ότι τα θέματά της αποτελούν ομηρικά δάνεια, τα οποία όμως προσαρμόζονται στην ελεγεία. Οι συμβουλές για επίδειξη γενναιότητας, ο θάνατος στο πεδίο της μάχης, η αγάπη προς την πατρίδα, η έξαρση των ηρωικών πράξεων για το κοινό καλό (κοινωνικός ηρωισμός), η αποδοκιμασία των δειλών και γενικότερα τα ιδανικά του ομηρικού κόσμου συναντώνται και στους στίχους του Καλλίνου, αλλά με τις απαραίτητες αλλαγές που απαιτεί η πολεμική ελεγεία (συσπείρωση της πόλης εναντίον εχθρικής επιβολής – προβολή συλλογικής συνείδησης).
Tυρταῖος
Η ζωή του Τυρταίου έχει συνδυαστεί με πολλούς θρύλους και δε μας είναι επαρκώς γνωστή. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Λακεδαιμόνιοι κατά το Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (περίπου 640-620 π.Χ.) κατέφυγαν στο μαντείο των Δελφών, για να πληροφορηθούν τον τρόπο με τον οποίο θα σταματούσαν οι αλλεπάλληλες αποτυχίες των επιχειρήσεών τους. Ο χρησμός που πήραν τους συμβούλευε να ζητήσουν στρατηγό από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι, όμως, επειδή φθονούσαν τη στρατιωτική δύναμη των Σπαρτιατών, έστειλαν τον χειρότερο, κατά τη γνώμη τους, δηλαδή τον ανάπηρο Τυρταίο, που καταγόταν από τις Αφίδνες της Αττικής.
Ο Τυρταίος κατάφερε να εμψυχώσει τους Σπαρτιάτες, να αναπτερώσει το ηθικό τους και να τους οδηγήσει στη νίκη. Μια άλλη εκδοχή θέλει τον Τυρταίο να κατάγεται από τη λακωνική πόλη Αφίδνες και όλα τα παραπάνω να επινοήθηκαν από τους Αθηναίους. Προς την εκδοχή αυτή συγκλίνουν και οι σύγχρονες απόψεις. Ο χαρακτήρας της ποίησής του, αλλά και το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες δε θα δέχονταν εύκολα προτροπές από έναν ξένο, ενισχύουν οπωσδήποτε την άποψη ότι ο Τυρταίος ήταν Λακεδαιμόνιος.
Στο έργο του ανήκουν οι «Υποθήκες» (= συμβουλές) και η «Ευνομία» (σχετικά με το πολίτευμα της Σπάρτης), που διαμόρφωσαν το σπαρτιατικό ιδεώδες. Στις «Υποθήκες» ο ποιητής κάνει συνεχή έκκληση για πολεμική αρετή και αναφέρεται στην τύχη που επιφυλάσσεται στους γενναίους αλλά και στους δειλούς. Η «Ευνομία», όπως αποδεικνύει και ο τίτλος της, αποτελεί εγκώμιο προς την πειθαρχία, την τάξη και την υπακοή στους νόμους, που τόσο κλονίστηκαν εξαιτίας του πολέμου. Εκτός από πολεμικές ελεγείες («θούρια») έγραψε και «μέλη πολεμιστήρια», πολεμικά άσματα (εμβατήρια), στη δωρική διάλεκτο και όχι στην ιωνική, όπως οι ελεγείες. Τα εμβατήριά του τα τραγουδούσαν οι Λακεδαιμόνιοι υπό τους ήχους αυλού, καθώς βάδιζαν εναντίον των εχθρών.
Λίγοι στίχοι του Τυρταίου διασώθηκαν, στους οποίους είναι έκδηλη η ομηρική επίδραση. Tο περιεχόμενό τους περιορίζεται κυρίως σε προτροπή για επίδειξη ανδρείας. Πασίγνωστο είναι το δίστιχο:
Τι τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά
σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά.
(μτφρ. Σπ. Τρικούπης)
2. Ερωτική (βασικά μοτίβα: ο έρωτας και ο θάνατος)
Mίμνερμος
Ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα της Μ. Ασίας είναι ο δημιουργός της ερωτικής ελεγείας. Στην ποίησή του κυριαρχούν η φυσιολατρία, η ήρεμη μελαγχολία, η ευαισθησία και το ερωτικό στοιχείο. Ο έρωτας και ο θάνατος στο έργο του έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ο έρωτας ταυτίζεται με τη νεότητα, ενώ ο θάνατος με τα γηρατειά. Το «ἀργαλέον γῆρας» (= οδυνηρό γήρας) σηματοδοτεί το τέλος της ερωτικής ζωής και επομένως, κατά το Μίμνερμο, είναι θάνατος πριν από το θάνατο.  
Εικόνα
Στις ελεγείες του απεικονίζει κυρίως προσωπικά του συναισθήματα, εγκωμιάζει τον έρωτα και τις χαρές της νεότητας, ενώ κυριεύεται από μελαγχολική διάθεση όταν αναλογίζεται το επερχόμενο γήρας. Συνεχώς επαναλαμβάνει ότι είναι προτιμότερο να πεθάνει κάποιος παρά να γεράσει («τεθνάναι βέλτιον ἤ βίοτος»). Ο άνθρωπος δίνει περιεχόμενο στη ζωή του με τα έργα της νιότης και τη χαρούμενη έκφρασή της.
Ο ίδιος εξέφρασε στα ποιήματά του τον έρωτά του προς την αυλητρίδα Ναννώ, το όνομα της οποίας έχει ως τίτλο το ένα από τα δύο βιβλία όπου συγκεντρώθηκε αργότερα το συνολικό έργο του. Ο ποιητής αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού στην αρχαιότητα.
3. Πολιτική και Ηθική (προβολή της ατομικής ευθύνης που ρυθμίζει τις ανθρώπινες   πράξεις – ιδέα θείας τιμωρίας)
Σόλων
Ο Σόλων καταγόταν από το βασιλικό οίκο των Κοδριδών. Διακρίθηκε στον αγώνα των Αθηναίων εναντίον των Μεγαρέων για να ξαναπάρουν τη Σαλαμίνα. Το ποίημά του «Σαλαμίς», που περιλάμβανε εκατό στίχους (σώζονται μόνο οκτώ), αναπτέρωσε το ηθικό των συμπολιτών του και συντέλεσε στην ανακατάληψη της νήσου.
Ασχολήθηκε με την πολιτική και η συμβολή του ως νομοθέτη (πρβλ. σεισάχθεια) στην οργάνωση της αθηναϊκής πολιτείας υπήρξε μεγάλη. Η πολιτική του δράση οπωσδήποτε πρέπει να ληφθεί υπόψη στην προσπάθεια κατανόησης του συγγραφικού του έργου, το οποίο, εκτός από τους νόμους, περιλαμβάνει ελεγείες, ιάμβους και επωδούς. Από το έργο του σώθηκαν 200 περίπου στίχοι.
Στους στίχους αυτούς διατυπώνει τις απόψεις του για τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις του ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Η τάξη, η ευνομία και η ευδαιμονία αποτελούν βασικά στοιχεία αρμονικής συνύπαρξης. Όποιος διαταράξει την αρμονία αυτή, με διάπραξη αδικιών (ὕβρις), θα υποστεί τη θεϊκή τιμωρία. H ιδέα της θείας τιμωρίας, που έχει ήδη τις ρίζες της στον Hσίοδο, κυριαρχεί στην αντίληψη του ποιητή ως αναπόφευκτη μοίρα, μετατοπίζοντας όμως την ευθύνη από τους θεούς στους ανθρώπους. H ηθική αυτή φιλοσοφία θα γονιμοποιήσει τον επόμενο αιώνα την αττική τραγωδία.
Οι Έλληνες συμπεριέλαβαν το Σόλωνα στους Επτά Σοφούς, γιατί στο πρόσωπό του αναγνώρισαν τον άνθρωπο που συνδύαζε το «καλῶς πράττειν» με το «καλῶς λέγειν», την πολιτική δράση με τα ειρηνικά έργα της ποίησης. Η θρυλούμενη συνάντησή του, εξάλλου, με το βασιλιά Κροίσο (Ηρόδ. Ι, 29-33) τον καθιστά μυθική φυσιογνωμία.
4. Γνωμική (γνώμες και ηθικές συμβουλές)
Θέογνις 
Καταγόταν από τα Νισαία Μέγαρα της Aττικής (υπήρχαν και τα Yβλαία Mέγαρα στη Σικελία). Το έργο του δημιουργεί πολλά προβλήματα στους μελετητές, αφού αμφισβητείται αν όλοι οι σωζόμενοι ελεγειακοί στίχοι (1.400) είναι δικοί του.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι στίχοι αυτοί αποτελούνται από «υποθήκες» και σχετίζονται κυρίως με την πολιτική. Ο Θέογνις, αριστοκρατικής καταγωγής ο ίδιος, με συντηρητικό πνεύμα, στρέφεται εναντίον της δημοκρατίας και της τυραννίας, όταν διαπιστώνει ότι η αριστοκρατία έχασε πλέον τη δύναμή της. Εκφράζει την ανησυχία του για πιθανή εγκαθίδρυση της τυραννίδας και ο φόβος του αυτός μπορεί να αποτελέσει στοιχείο το οποίο μας βοηθάει να κατανοήσουμε τις πολιτικές διεργασίες και ανακατατάξεις που σημειώνονται στην εποχή του. Οι συμβουλές του στο φίλο του Κύρνο αναφέρονται στην ευσέβεια προς τους θεούς, το σεβασμό προς τους γονείς, τη μετριοφροσύνη, την αποφυγή της αλαζονείας και της βίας. Κατά το Θέογνη, το χρήμα προσδίδει στον κάτοχό του μεγάλη δύναμη και οδηγεί στη διαφθορά. Η φτώχια, από την άλλη, επιφέρει στον άνθρωπο σωματικές οδύνες, του συντρίβει την υπερηφάνεια και τον καθιστά δούλο.
Γενικά, το έργο του έχει διδακτικό και γνωμικό χαρακτήρα. Η αφθονία των αποφθεγμάτων και των ηθικών αξιωμάτων που περιέχονται σε αυτό μπορεί να παραλληλιστεί με τις συμβουλές του Ησίοδου προς τον αδελφό του, Πέρση, στο Ἔργα καὶ Ἡμέραι.
Φωκυλίδης
Ο Φωκυλίδης από τη Μίλητο έγραψε ελεγειακούς στίχους. Διασώθηκαν 16 αποσπάσματα, τα οποία είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, εκτός από ένα που είναι γραμμένο σε ελεγειακό δίστιχο. Όλα σχεδόν αρχίζουν, όπως οι χρησμοί, με τη φράση «καὶ τόδε Φωκυλίδεω» (= και αυτό είναι του Φωκυλίδη).
Στους στίχους του διατυπώνονται κυρίως αποφθέγματα και γνωμικά με διδακτικό χαρακτήρα, ως καταστάλαγμα πείρας. Αυτό δικαιολογεί τη συντομία των ποιημάτων του, αφού το απόφθεγμα απαιτεί επιγραμματική διατύπωση. Η ποίηση του Φωκυλίδη αγαπήθηκε πολύ από τους μεταγενέστερους. Διάφορα ποιήματα γράφτηκαν κατά καιρούς και αποδόθηκαν στο Φωκυλίδη, όπως μια συλλογή γνωμικών (230 εξάμετροι στίχοι), τα Φωκυλίδεια (1ος/2ος αι. μ.Χ.).

β. Eπίγραμμα

Το επίγραμμα είναι λογοτεχνικό είδος που γεννήθηκε από την ανάγκη να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του νεκρού με την έμμετρη επιγραφή που χαρασσόταν στους τάφους και τα αναθήματα (= αφιερώματα στους θεούς). ∆α επιγράμματα, αποτελούμενα συνήθως από έναν ή δύο στίχους σε ελεγειακό μέτρο και ιωνική διάλεκτο, είχαν ως σκοπό να απαθανατίσουν το κλέος των μεγάλων ανδρών και των νεκρών των πολέμων. Μεγάλη αρετή στη συγγραφή επιγραμμάτων θεωρούνταν η συντομία και η εκφραστική δύναμη του περιεχομένου.
Έτσι, διαμορφώθηκαν επιγράμματα: επιτύμβια, αναθηματικά, σκωπτικά.
Πατρίδα του επιγράμματος είναι η Iωνία (7ος αι. π.X.). Aπό εκεί μεταφυτεύτηκε στην Aττική, όπου άνθησε επί αιώνες. Kαλλιεργήθηκε, επίσης, στην ελληνιστική εποχή (τον 4ο αι. μ.X.) ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος, αλλά και στη βυζαντινή περίοδο.
Μεγάλος επιγραμματοποιός υπήρξε ο Σιμωνίδης ο Κείος. Περίφημα επιγράμματά του είναι εκείνα που αναφέρονται σε όσους έπεσαν στις μεγάλες μάχες των Ελλήνων
Πασίγνωστα ήταν τα επιγράμματα:
για όσους έπεσαν στις Θερμοπύλες
Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε
κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
 
(Διαβάτη, μήνυμα να πας στους Λακεδαιμόνιους:
σ' αυτήν εδώ τη γη πέσαμε και κειτόμαστε στο νόμο τους πιστοί.)
(Μτφρ. Hλίας Σπυρόπουλος)
και για τους Μαραθωνομάχους
Ἑλλήνων προμαχοῦντες Aθηναῖοι Mαραθῶνι
χρυσοφόρων Mήδων ἐστόρεσαν δύναμιν.
(Yπέρ των Eλλήνων οι Aθηναίοι μαχόμενοι στο Mαραθώνα
συνέτριψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Mήδων.)
(Μτφρ. Θ.K. Στεφανόπουλος)
Επιτύμβια στήλη, 5ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά
Σιμωνίδης, «Για τους πεσόντες στις Θερμοπύλες»
Γι' αυτούς που έπεσαν στις Θερμοπύλες
ένδοξη η τύχη, τιμημένη η μοίρα
κι ο τάφος τους προσκυνητάρι
μην κλαίτε, μνημονέψτε τους, μην τους θρηνείτε, υμνήστε τους,
γιατί ό,τι κλείνει τέτοιος τάφος μήτε η μούχλα μήτε ο χρόνος
ο πανδαμάτορας μπορεί να το αμαυρώσει.
Ναός γενναίων και γύρεψε τη δόξα της Ελλάδας
για κατοικία· το μαρτυρεί κι ο βασιλιάς της Σπάρτης,
ο Λεωνίδας που άφησε με την παλικαριά του
καύχημα μέγα και τη δόξα του ακατάσχετη.
(Mτφρ. Γ. Δάλλας)
Οι στίχοι του εγκωμίου για τους νεκρούς της μάχης των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) διασώθηκαν από το Διόδωρο το Σικελιώτη, ιστοριογράφο του 1ου αι. π.Χ., στο σύγγραμμά του Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη.
Η μνήμη, η δόξα, ο έπαινος, η αρετή αποτελούν κυρίαρχες έννοιες στο σεμνό αυτό εγκώμιο. Στο τέλος του ποιήματος οι νεκροί μεταβάλλονται σε σύμβολα και ταυτίζονται με την «εὐδοξίαν» της Ελλάδας, που τώρα κατοικεί στον ιερό τύμβο. Ο θρήνος μετατρέπεται, με προφητική επιβεβαίωση, σε έπαινο.
Aνάλογο εγκωμιαστικό τόνο χρησιμοποιεί και ο Aνδρέας Kάλβος στην Ωδή του «Eις τον Iερόν Λόχον» (1823).
Aς μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μην σκορπίση
το χώμα το μακάριον
'που σας σκεπάζει....
Επιτύμβια στήλη.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο


γ. Ίαμβος

Για την προέλευση της λέξης ίαμβος δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη άποψη (η λέξη είναι προελληνική). Oι ρίζες της ανάγονται στις πανάρχαιες τελετές των Eλευσινίων1 με τα άσεμνα αστεία (ιάμβους), καθώς και στην κοινωνική κριτική. Χρησιμοποιήθηκε, πάντως, για να προσδιορίσει ποιήματα των οποίων το περιεχόμενο ήταν περιπαικτικό και είχαν σκοπό να διορθώσουν τα ελαττώματα ατόμων ή του κοινωνικού συνόλου.
Ο ίαμβος, από τον οποίο έλαβε την ονομασία της η ιαμβική ποίηση, αναπτύχθηκε κατά την ίδια περίπου εποχή με την ελεγεία. Η ελεγεία και ο ίαμβος, αν και η προέλευσή τους ήταν διαφορετική, είχαν αρκετά κοινά στοιχεία. Βασικό κοινό τους στοιχείο ήταν η δευτερεύουσα θέση που έδιναν στη μουσική και η παντελής τελικά απαλλαγή τους από αυτήν. Συχνά, ο ίδιος ποιητής χρησιμοποιεί και τα δύο είδη με την ίδια επιτυχία.
Οι ίαμβοι, όπως και οι ελεγείες, είναι γραμμένοι στην ιωνική διάλεκτο. Mετρική μονάδα είναι η ιαμβική διποδία (˘- ˘-)· τρεις διποδίες συγκροτούσαν το ιαμβικό τρίμετρο, που ήταν πιο κοντά στο φυσικό ρυθμό του προφορικού λόγου (πρβλ. διαλογικά μέρη του δράματος). Οι πρώτοι ίαμβοι απαντούν (εγκατεσπαρμένοι ανάμεσα σε εξαμέτρους) στο «Μαργίτη», σκωπτικό ποίημα αποδιδόμενο στον Όμηρο. Η ιαμβική ποίηση πραγματεύεται θέματα κυρίως κοινωνικά και πολιτικά.
Aρχίλοχος
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Πάρου. Ο πατέρας του Τελεσικλής ήταν επικεφαλής αποικιστικής εκστρατείας στη Θάσο. Από στίχους του ποιητή πληροφορούμαστε ότι ο ίδιος πήρε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και ότι σε κάποια μάχη πέταξε την ασπίδα του. Όταν επέστρεψε στην Πάρο, μνηστεύθηκε τη Νεοβούλη, κόρη του Λυκάμβη, ο οποίος όμως τον απέπεμψε. Εξαιτίας αυτού ο Αρχίλοχος τον εκδικήθηκε γράφοντας πολύ ειρωνικούς και δηκτικούς στίχους, που οδήγησαν το Λυκάμβη και τις θυγατέρες του στην αυτοκτονία.
Ο Αρχίλοχος θεωρείται ο δημιουργός του ιάμβου. Είναι ο ποιητής που απαγκίστρωσε την ποίηση από τη μυθική παράδοση και την έστρεψε στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Στους στίχους του αποτυπώνονται συμβάντα της προσωπικής του ζωής με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Χωρίς αναστολές ομολογεί ότι υπήρξε «ῥίψασπις» (= δειλός), γιατί γι' αυτόν προέχει η διάσωση της ζωής. Συνειδητοποιεί την αστάθεια, την αβεβαιότητα και τη συνεχή μεταβολή του κόσμου. Πιστεύει ότι ο φόβος και η ελπίδα, η ευτυχία και η δυστυχία έρχονται και παρέρχονται, για να επιβεβαιώσουν τη συνεχή μεταβολή στην οποία υπόκεινται τα ανθρώπινα πράγματα. Δίνει μια νέα αντίληψη για τη φιλία, πέρα από το παραδοσιακό ηρωικό σχήμα· με αγανάκτηση εκφράζεται για την προδομένη φιλία «που φίλος, κάποτε, τους όρκους κλότσησε κι εδιάβη, ο αδικητής μου!».
Με την ποίησή του ο Αρχίλοχος εκφράζει τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στην εποχή του σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής (πολιτικές ανακατατάξεις, ίδρυση αποικιών, ανάπτυξη εμπορίου). Από την ποίηση του Αρχίλοχου σώθηκαν 200 περίπου στίχοι (ίαμβοι, ελεγείες, ύμνοι), που αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια από παπυρικά ευρήματα.
Mε την ασπίδα απ' τους Σαΐους κάποιος θ' αγάλλεται·
στα θάμνα, αρματωσιά λαμπρή, την πέταξα άθελά μου.
Φτάνει που σώθηκα. Για την ασπίδα εκείνη νοιάζομαι;
Ώρα καλή της! Θ' αποχτήσω άλλη λαμπρότερη.
(Mτφρ. Γ. Δάλλας)
O ηρωικός κώδικας της Σπάρτης, «ἤ τὰν ἤ ἐπὶ τᾶς», είναι για τον ποιητή ψευδαίσθηση και ουτοπία, που την αποκαλύπτει με παρρησία αλλά και σατιρική διάθεση.
Σημωνίδης ο Αμοργίνος
Ο Σημωνίδης, λίγο νεότερος του Αρχίλοχου, γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά, επειδή υπήρξε αρχηγός σε αποικιστική αποστολή στην Αμοργό, είναι γνωστός ως Αμοργίνος.
Από τα ποιήματά του σώθηκαν περίπου 200 στίχοι. Σπουδαιότερο είναι ο «Ἴαμβος κατὰ Γυναικῶν» (118 στίχοι), στο οποίο παραβάλλει τους διάφορους χαρακτήρες των γυναικών με ζώα (άλογο, αλεπού, πίθηκο κτλ.) ή με άλλα στοιχεία (γη, θάλασσα). Η μόνη γυναίκα που διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για οικογενειακή ευτυχία είναι εκείνη που κατάγεται από τη μέλισσα. Τα υπόλοιπα αποσπάσματα έχουν ως περιεχόμενο προσωπικές εμπειρίες και σκέψεις του ποιητή. Βλέπει με απαισιοδοξία τον κόσμο, τον οποίο σατιρίζει με σκοπό να διορθώσει τα κακώς κείμενα. H σάτιρά του από προσωπική γίνεται κοινωνική. Δέχτηκε εμφανείς επιδράσεις από τον Ησίοδο και τον Αρχίλοχο.
Ίππῶναξ
Καταγόταν από την Έφεσο, αλλά έζησε στις Κλαζομενές της Ιωνίας, όπου εξορίστηκε από τους τυράννους της πατρίδας του. Έζησε μέσα στις δυσκολίες, στη φτώχια και τη στέρηση. Δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές του ανάγκες και, κατά μία εκδοχή, πέθανε από την πείνα. Διαμαρτύρεται, επειδή ο Πλούτος είναι τυφλός και ποτέ δεν τον επισκέφθηκε, για να του χαρίσει χρήματα.
Στην ποίησή του ο Ιππώνακτας αποτύπωσε προσωπικές του εμπειρίες (πενία, έχθρες, αγάπες). Οι ίαμβοί του, όμως, διαφέρουν από τους ιάμβους των άλλων ποιητών (ιαμβικός τρίμετρος: ˘-˘-˘-˘-˘-˘-), αφού εισήγαγε νέο μέτρο που είναι γνωστό ως «χωλίαμβος» ή «ίαμβος σκάζων»,2 στον οποίο ο τελευταίος ίαμβος (˘-) του στίχου αντικαθίσταται με σπονδείο (--). Σώθηκαν περίπου 150 στίχοι, οι πιο πολλοί αθυρόστομοι, που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή και στις περιπέτειές του ως εξορίστου.

1. Ἰάμβη: υπηρέτρια του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, η οποία με τα αστεία της έκανε την περίλυπη Δήμητρα, που απελπισμένη αναζητούσε την Περσεφόνη, να γελάσει.
2. χωλαίνει, σκάζει = κουτσαίνει. O χωλίαμβος είναι στίχος κατάλληλος για παρωδία.




δ. Mονωδιακή (μελική) ποίηση

H μονωδία, από ένα πρόσωπο, χωρίς μουσική συνοδεία, είναι δημιουργία των ποιητών του 6ου αι. π.X. Η μελική ποίηση ονομάστηκε έτσι από το «μέλος», δηλαδή τη μελωδία, και καλλιεργήθηκε στην Αιολίδα (αιολικό μέλος). Οι μελικοί ποιητές γράφουν ποιήματα σε αιολική διάλεκτο, το περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται στα προσωπικά τους συναισθήματα, στους θεούς, στους ανθρώπους και σε γεγονότα της καθημερινής ζωής. Διδάσκουν την πολιτική σύνεση και την ευσέβεια και συχνά χρησιμοποιούνται προκειμένου να ενισχυθεί το ηθικό των πολιτών. Τα «μέλη» είναι γραμμένα σε τοπικές διαλέκτους και άδονται από έναν τραγουδιστή με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Το είδος της ποίησης αυτής γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στη Λέσβο, ο πληθυσμός της οποίας είχε ως κύρια απασχόληση τις αγροτικές εργασίες και η διασκέδαση κατείχε σημαντική θέση στον τρόπο ζωής του. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν φυσικό να κάνουν την εμφάνισή τους καλλιτέχνες των οποίων τα δημιουργήματα είναι απλά και εκφράζουν προσωπικές συγκινήσεις. Bασική μονάδα του αιολικού μέλους είναι η στροφή (αλκαϊκή και σαπφική). Η λεσβιακή ωδή αποτελείται από σειρά στροφών που είναι σύντομες και με σύμμετρη δομή.
Tέρπανδρος
Είναι ο αρχαιότερος από τους ποιητές της Λέσβου. Εγκατέλειψε το νησί του και περιπλανήθηκε στις ελληνικές πόλεις ψάλλοντας τα ομηρικά έπη. Λίγα χρόνια μετά το τέλος του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου (724 π.Χ) κλήθηκε, κατόπιν χρησμού, από τη Σπάρτη και συνέβαλε στην κατάπαυση των εμφύλιων συγκρούσεων και ταραχών. Τιμήθηκε πολύ από τους κατοίκους της και η Σπάρτη αποτέλεσε γι' αυτόν δεύτερη πατρίδα. Με τον Τέρπανδρο αρχίζει νέα περίοδος της μουσικής τέχνης. Εισήγαγε την επτάχορδη κιθάρα και επινόησε άλλο μουσικό όργανο, τη βάρβιτο. Είναι ο διαμορφωτής του «Νόμου» (μουσικού-ποιητικού είδους αφιερωμένου στον Απόλλωνα)1
Στον Τέρπανδρο απέδιδαν τα σκόλια2, άσματα δηλαδή συμποτικά (επιτραπέζια ή παροίνια [< οίνος]), τα οποία έψαλλαν οι συνδαιτυμόνες με συνοδεία λύρας.
Ἀλκαῖος
Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια. Πήρε μέρος στους έντονους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του. Όταν οι δημοκρατικοί εξεγέρθηκαν εναντίον των αριστοκρατικών, επικράτησε ο τύραννος Μέλαγχρος, εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Πιττακός, οι δύο αδελφοί του Αλκαίου και ο ίδιος ο ποιητής. Οι τελευταίοι νίκησαν στη διαμάχη αυτή, ο τύραννος φονεύθηκε και ο λαός τούς εμπιστεύτηκε για δέκα χρόνια την εξουσία. Αλλά η τυραννία επανήλθε (Μυρσίλος) και ο ποιητής έδωσε και πάλι το παρόν εναντίον της. Οι Μυτιληναίοι όμως ανέδειξαν «αισυμνή- τη» (αιρετό άρχοντα) τον Πιττακό (590-580 π.Χ.) και εκδίωξαν τον Αλκαίο και τους αριστοκρατικούς. Ο Αλκαίος κατέφυγε στην Αίγυπτο και λίγο αργότερα με τον αδελφό του Αντιμενίδα επέστρεψαν ως ηγέτες των αριστοκρατικών κατά του Πιττακού. Ο ποιητής συνελήφθη από τον Πιττακό, ο οποίος όμως τον συγχώρησε. Έκτοτε, ο Αλκαίος πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του χωρίς να συμμετέχει στις πολιτικές διαμάχες.
Εικόνα
Το έργο του αποτελείται από στασιωτικά (= πολιτικά· στάσις = επαναστατικό κίνημα), συμποτικά, ερωτικά ποιήματα και ύμνους προς τους θεούς (σώθηκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα). Στα στασιωτικά του άσματα διαπιστώνουμε το βίαιο πάθος κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Tο ποίημα είναι τελικά ένα όπλο στους προσωπικούς και πολιτικο-κοινωνικούς αγώνες του ποιητή. Στα συμποτικά διαφαίνεται η αγάπη του προς το κρασί, αφού το συνιστά ως το καλύτερο αντίδοτο (φάρμακον) στις στενοχώριες και στις δυσκολίες, ενώ στα ερωτικά ποιήματά του εξυμνεί το κάλλος των εφήβων και των νεανίδων.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Αλκαίου είναι η συντομία, η μεγαλοπρέπεια του λόγου, η πληθώρα των ποιητικών εικόνων, η αλληγορία και η παραστατικότητα που τις συνοδεύουν.
Σαπφώ
Η Σαπφώ, σύγχρονη του Αλκαίου, γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και έζησε κυρίως στη Μυτιλήνη. Ανήκε στην αριστοκρατική τάξη και γι' αυτό εξορίστηκε από τον Πιττακό στη Σικελία, όπου και πέρασε σημαντικό μέρος της ζωής της. Είχε τρεις αδελφούς (το Λάριχο, το Χάραξο και τον Ευρύγιο). Ο πρώτος επαινείται στα ποιήματά της, ενώ ο δεύτερος ελέγχεται αυστηρά για τον παράφορο έρωτά του προς την εταίρα Ροδώπη. Kατά ένα απόσπασμα (85β), η ποιήτρια παντρεύτηκε και απέκτησε μία κόρη, την Κλεΐδα. Στη Μυτιλήνη διατηρούσε σχολή ποίησης, στην οποία φοιτούσαν νεάνιδες που προετοιμάζονταν για τη μουσική εκτέλεση των ωδών της.
Σε χρόνους κατά τους οποίους στις άλλες ελληνικές πόλεις οι γυναίκες ασχολούνταν αυστηρά με τις οικιακές εργασίες, στη Λέσβο είχαν μεγάλες ελευθερίες, ώστε να αναπτύξουν κοινωνικές δραστηριότητες. Οι ελευθερίες αυτές βοήθησαν τη Σαπφώ να απεικονίσει στην ποίησή της τις χαρές και τις λύπες των ερωτικών περιπετειών, να εξυμνήσει το κάλλος με ιδιαίτερο πάθος και περίτεχνο ύφος. 
Επειδή οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ελευθερία που ανέδυε η ποίηση της Σαπφώς, απέδωσαν στην ποιήτρια περιπαθή έρωτα με πολλούς ποιητές, αλλά και με μαθήτριές της. Ωστόσο, οι διαβολές που διατυπώθηκαν για τη Σαπφώ δε φαίνεται να ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Αν ίσχυαν αυτές, οι Μυτιληναίοι δε θα της ζητούσαν να εξυμνεί σε νυμφικές ωδές νόμιμους γάμους ούτε θα της απέδιδαν υψηλές τιμές για την ποίησή της.
Οι αρχαίοι θαύμαζαν τη Σαπφώ. Την αποκαλούσαν «θνητή Μούσα», «δεκάτη των Μουσών» και υποστήριζαν ότι υπερείχε από τις γυναίκες τόσο όσο ο Όμηρος από τους άνδρες. Το ποιητικό της έργο αργότερα διαιρέθηκε σε εννιά βιβλία (κατά τις εννιά Μούσες), σώζονται όμως ελάχιστοι στίχοι. Αποτελείται από ερωτικά ποιήματα (ωδές), επιθαλάμια και ύμνους, όπου με την ομιλουμένη γλώσσα της εποχής της, με παραβολές, ζωηρές εικόνες και υψηλή ευαισθησία εξυμνούνται ο σφοδρός έρωτας και το κάλλος, που για πρώτη φορά βρήκαν στην ποίηση μια τόσο άμεση και συνταρακτική φωνή. Η επίδραση της Σαπφώς είναι μεγάλη στην αρχαία και στη νεότερη ποίηση.
Σαπφώ, «Ωδή στην Aφροδίτη»
Aφροδίτη, αθάνατη, εσύ, ποικιλόθρονη,
θυγατέρα του Δία, δολόπλοκε,
σε ικετεύω με πίκρες και βάσανα, Δέσποινα,
την ψυχή μου να μη την παιδεύεις. 
Mόνο έλα και τώρα, όπως ήρθες και τότε
τη φωνή μου σαν άκουσες, κι άφησες
το παλάτι του Δία και πήρες
το χρυσό σου τ' αμάξι...
(Μτφρ. Tασούλα Kαραγεωργίου)
Η ωδή, από τις ωραιότερες της Σαπφώς και αντιπροσωπευτικό δείγμα της ποίησής της, είναι το εκτενέστερο (επτά στροφές) και το μοναδικό ακέραιο ποίημα από το έργο της. Η ωδή επέδρασε στη ρωμαϊκή ποίηση (Κάτουλλος, Οβίδιος, Οράτιος, Λουκρήτιος) και στη γαλλική (Ρακίνας, Σενιέ, Ρονσάρ). Ο Οδυσσέας Ελύτης, το 1984, απέδωσε την ωδή στη νεοελληνική μαζί με όλο το έργο της Σαπφώς.
Aνακρέων
Ο Ανακρέων δεν ήταν Αιολέας αλλά Ίωνας. Γεννήθηκε στην Τέω, πόλη της Ιωνίας, αλλά μεγάλο μέρος της ζωής του πέρασε στα Άβδηρα της Θράκης, στη Σάμο, κοντά στον τύραννο Πολυκράτη, καθώς και στην Αθήνα, κοντά στον Ίππαρχο, το γιο του Πεισιστράτου. Όταν δολοφονήθηκε ο Ίππαρχος, κατέφυγε μάλλον στη Θεσσαλία. Μετά το θάνατό του (σε ηλικία 85 ετών), η Τέως κόσμησε τα νομίσματά της με την εικόνα του ποιητή, ενώ οι Αθηναίοι, στους οποίους η δημοτικότητά του ήταν μεγάλη, ανήγειραν προς τιμήν του ανδριάντα στην Ακρόπολη.
Κατά την αλεξανδρινή εποχή, το έργο του Ανακρέοντα διαιρέθηκε σε πέντε βιβλία. Διασώθηκαν μόνο μερικά σύντομα αποσπάσματα από ερωτικά και συμποτικά άσματα. Είχε, βέβαια, συνθέσει και ελεγείες, επιγράμματα, θρήνους και ύμνους. Κεντρική θέση κατείχαν τα ερωτικά του ποιήματα, που όμως δε χαρακτηρίζονται από το πάθος το οποίο συναντούμε στα αντίστοιχα δημιουργήματα των Aιολέων ποιητών, ιδιαίτερα της Σαπφώς. Ο Ανακρέων θαυμάζει το κάλλος των νέων και των νεανίδων, επιδεικνύει κλίση προς τη διασκέδαση και το κρασί, αλλά ταυτόχρονα φροντίζει να παραμένει κυρίαρχος του εαυτού του, να τιθασεύει τις επιθυμίες του και να ακολουθεί το μέτρο σε κάθε του εκδήλωση. Η διάλεκτος που χρησιμοποιεί είναι η ιωνική (με λίγα δωρικά και αιολικά στοιχεία).
Στον Ανακρέοντα αποδόθηκε συλλογή από 60 περίπου ποιήματα, τα οποία, όπως απέδειξε η κριτική, είναι νόθα και γράφτηκαν κατά την αλεξανδρινή ή ρωμαϊκή περίοδο από ποιητές που μιμήθηκαν την τεχνοτροπία του.
Λατίνοι και νεότεροι ποιητές έγραψαν μιμούμενοι τα ανακρεόντεια ποιήματα που αναφέρονται στον έρωτα και το κρασί. Ο λυρικός ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) ονομάστηκε «Νέος Ανακρέων».

1. O Tιμόθεος ο Mιλήσιος (450-360 π.X.) συνέθεσε Nόμους. Ένα μεγάλο απόσπασμα, οι «Πέρσαι», ιστορεί τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
2. Aπό το επίθετο σκολιὸς = λοξός (πρβλ. σκολίωση). Tα τραγούδια είχαν ακανόνιστη πορεία στη συντροφιά των συμποσιαστών, γιατί δεν τα τραγουδούσαν όλοι μαζί, αλλά οι πιο κατάλληλοι, όπου    και αν κάθονταν, κρατώντας ένα κλαδί μυρτιάς.




ε. Xορωδιακή ποίηση (πολυφωνική ποίηση που εκτελείται από πολυμελή χορό)

Η ποίηση των Δωριέων (δωρικὸν ή χορικὸν μέλος), οι οποίοι προκρίνουν το συλλογικό έναντι του ατομικού, την υποταγή δηλαδή του ατόμου στο σύνολο, διαφέρει από την αιολική κατά το ότι οι στροφές των «μελών» της είναι μεγάλες· είναι γραμμένη στη δωρική διάλεκτο και ψάλλεται με συνοδεία μουσικών οργάνων, στα πανηγύρια και στις γιορτές των θεών, από ομάδα ανδρών ή γυναικών (χορός).
Η χορική ποίηση αποτελεί συνδυασμό ποίησης, μουσικής και όρχησης, είναι δηλαδή ένα σύνθετο καλλιτέχνημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο ενός συνόλου προσώπων. Τα διάφορα είδη της αναφέρονται σε θεούς (ύμνοι) και σε ανθρώπους (εγκώμια). Η οργάνωση των στίχων γίνεται σε σύστημα (στροφή – αντιστροφή – επωδός). Εκφράζει τη συλλογική συνείδηση της πόλης και όχι προσωπικά συναισθήματα (πρβλ. αργότερα τα χορικά της τραγωδίας). Ψάλλει το μυθικό ή ιστορικό παρελθόν και τις συγκινήσεις που βιώνει ο λαός. Αυτό γίνεται κατανοητό, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κοινωνικός βίος που διαμορφώθηκε στην ελληνική πόλη αναζητούσε τρόπο έκφρασης και ο χορικός λυρισμός ανταποκρινόταν πλήρως στην ανάγκη αυτή.
Aλκμὰν
Γεννήθηκε στις Σάρδεις της Λυδίας. Κατά τον πόλεμο με τους Κιμμέριους αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στη Σπάρτη, όπου πουλήθηκε ως δούλος. Η ακμή του συμπίπτει με τα έτη 670-640 π.Χ. Η περίοδος αυτή είναι πολύ ευνοϊκή για τη λυρική ποίηση, αφού τότε η Σπάρτη ήταν λογοτεχνικό κέντρο που προσείλκυε μουσικούς και ποιητές από όλες τις πόλεις. Εκεί, λοιπόν, έζησε ο Αλκμάνας, φτάνοντας σε προχωρημένη ηλικία, και έγραψε μεγάλο αριθμό ποιημάτων.
Συνέθεσε ύμνους, παιάνες και σκόλια, αλλά οι αρχαίοι του απέδιδαν και ερωτικά άσματα. Έγραψε στη δωρική διάλεκτο (τοπική λακωνική), αλλά με πολλούς αιολισμούς. Από το έργο του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Οι γνωστότερες συνθέσεις του είναι τα «Παρθέν(ε)ια», λυρικά ποιήματα που ψάλλονταν από χορό νεανίδων. Φαίνεται ότι το μουσικό κλίμα της Σπάρτης ενέπνευσε τον ποιητή να γράψει τα ποιήματά αυτά, γιατί εκεί ήταν πολύ διαδεδομένοι οι παρθενικοί χοροί. Οι γιορτές προς τιμήν της Άρτεμης και του Απόλλωνα και η γυμναστική αγωγή των νεανίδων δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη διάδοση των χορών αυτών.
Στησίχορος
Κατά την επικρατέστερη άποψη, γεννήθηκε στην Ιμέρα της Σικελίας και έζησε περίπου 80 χρόνια. Το όνομά του, που σημαίνει «ὁ στήσας χορόν», ήταν ίσως προσωνύμιο, ενώ ως πραγματικό του όνομα φέρεται το Τεισίας. Στο έργο του περιλαμβάνονται παιάνες, ερωτικά άσματα και βουκολικά (= ποιμενικά) ποιήματα. Το μεγαλύτερο όμως και σημαντικότερο μέρος της ποίησής του αποτελούν οι ύμνοι, στους οποίους μάλιστα επέφερε καινοτομίες. Συγκεκριμένα, ενώ οι ύμνοι ήταν άσματα που ψάλλονταν προς τιμήν των θεών από ακίνητο χορό υπό τους ήχους κιθάρας, με το Στησίχορο δεν εξυμνούν κάποιο θεό, αλλά αφηγούνται επικούς μύθους. Λέγεται πως ανέπτυξε την τριαδική δομή της ωδής: στροφή, αντιστροφή, επωδός («Ορέστεια», «Παλινῳδία»). H «Παλινῳδία» (= αναίρεση, ανάκληση· < πάλιν [= αντίθετα] + ᾠδή) είναι ποίημα με το οποίο ανασκευάζει όσα είχε γράψει σε βάρος της Eλένης, αποκτώντας έτσι την όρασή του που είχε χάσει εξαιτίας της απρέπειάς του.
Από τα ποιήματά του διασώθηκαν αποσπάσματα (περίπου 100) και κάποιοι τίτλοι, όπως «Κέρβερος», «Ἑλένα», «Νόστοι», «Θηβαΐς» κ.ά. Από τους τίτλους αυτούς διαπιστώνουμε ότι οι επικοί μύθοι ήταν η πηγή έμπνευσής του. Ο τρόπος όμως της διήγησής του ήταν διαφορετικός από εκείνον των επικών ποιητών. Οι διηγήσεις των επών είναι εκτεταμένες και συνεχείς, ενώ οι λυρικές διηγήσεις του Στησίχορου είναι ευκαιριακές και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις κάποιας γιορτής.
Οι Aττικοί τραγικοί ποιητές (ιδιαίτερα ο Ευριπίδης) χρησιμοποίησαν τις υποθέσεις από τη διασκευή των μύθων του.
Ἴβυκος
Γεννήθηκε στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας και η ακμή του τοποθετείται στο 640 π.Χ. Έζησε πολλά χρόνια στην αυλή του τυράννου Πολυκράτη. Mε το θάνατό του σχετίζεται ο περίφημος θρύλος των «Γεράνων τοῦ Ἰβύκου»1. Από τα ποιήματά του σώθηκαν μόλις 90 στίχοι, στους οποίους είναι εμφανείς οι επιδράσεις που δέχθηκε από την αιολική αλλά και από τη δωρική ποίηση. Η πρωτοτυπία του συνίσταται στο ότι ο ύμνος, αρχικά ποίημα θρησκευτικό, που με το Στησίχορο έγινε ηρωικό, τώρα δέχεται νέα μεταβολή. Με τον Ίβυκο ο ύμνος γίνεται καθαρά ανθρώπινος, είναι αφιερωμένος σε κάποιο σύγχρονο πρόσωπο και είναι γνωστός ως «ἐγκώμιον». Στα χρόνια της ακμής του εμφανίζεται ως ένας ποιητής κατ' εξοχήν ερωτικός, απεικονίζοντας με αμεσότητα και ένταση, με τη χρήση παρομοιώσεων, το ερωτικό πάθος.
Σιμωνίδης ὁ Κεῖος
Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της Κέας (Κέα ή Κέως: μικρό νησί των Κυκλάδων). Φιλοξενήθηκε στις αυλές τυράννων ελληνικών πόλεων (Κραννώνα Θεσσαλίας, Συρακούσες), όπου έγραφε ποιήματα επ' αμοιβή. Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων βρισκόταν στην Αθήνα και έγραψε ελεγείες και επιγράμματα προς τιμήν των πεσόντων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων.
Στη μακρόχρονη ζωή του συνέθεσε αρκετά έργα όλων των ειδών της λυρικής ποίησης, ιδιαίτερα θρήνους και τις επινίκιες ωδές για αθλητές. Από τα πολυάριθμα επιγράμματα και τις ελεγείες του διασώθηκαν περίπου 100 αποσπάσματα με μυθικά περιστατικά. Έγινε πασίγνωστος για τα επιγράμματά του. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη του, ώστε πολλά επιγράμματα, χωρίς να είναι δικά του, αποδόθηκαν σε αυτόν. Γλώσσα των έργων του είναι η δωρική με αρκετά αιολικά στοιχεία. Χρησιμοποιεί απλές λέξεις, αλλά οι ποιητικές εικόνες του είναι πολύ ζωηρές.
Από τα αποφθέγματα και τα γνωμικά, που παρατίθενται με μεγάλη συχνότητα, διαπιστώνουμε τη φιλοσοφική διάθεση του ποιητή: σκέψεις και απόψεις για τον άνθρωπο και τη μοίρα του με μια νέα αντίληψη, που εκφράζει το ιωνικό πνεύμα του 5ου αιώνα. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν πολύ. Ο Πλάτωνας (Πρωταγόρας 338e-347b) μας πληροφορεί ότι οι μορφωμένοι Αθηναίοι τα επικαλούνταν στις συνομιλίες τους.
Bακχυλίδης
Γεννήθηκε, όπως και ο θείος του ο Σιμωνίδης, στην Ιουλίδα της Κέας. Έγραψε λυρικά άσματα (επινίκια, ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, παρθένεια, σκόλια, επιγράμματα και ερωτικά), από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν. Προσκλήθηκε από τον τύραννο Ιέρωνα στις Συρακούσες και ύμνησε, με ωδή, τη νίκη του στα Ολύμπια.
Δεν έχει τη δημιουργική δύναμη του Σιμωνίδη ούτε του Πίνδαρου, τους οποίους όμως μιμείται και έχει ως πρότυπα. Διαθέτει ζωηρή φαντασία· η γλώσσα του, επηρεασμένη από τα ομηρικά έπη, χαρακτηρίζεται για το λεκτικό πλούτο και τη γλαφυρότητα, ενώ οι διηγήσεις του με μυθικά περιστατικά είναι λεπτομερείς, αναλυτικές και πλησιάζουν, ως προς τη διαλογική μορφή, τα χορικά των δραματικών ποιητών της Αθήνας (π.χ. «Διθύραμβος για το Θησέα», ο οποίος έχει τη μορφή δραματικού διαλόγου).
Πίνδαρος
Γεννήθηκε στην κώμη Κυνός Κεφαλές της Βοιωτίας και καταγόταν από την επιφανή δωρική οικογένεια των Αιγιδών. Εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία άρχισε να καλλιεργεί τη λυρική ποίηση. Κατά την περίοδο του Β' Μηδικού πολέμου διέμεινε στην Αίγινα και εκεί έγραψε αρκετές από τις ωδές του. Αργότερα, εξύμνησε με διθύραμβο τη συμβολή της Αθήνας στην απόκρουση των Περσών. Είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με όλους τους ισχυρούς ηγεμόνες του ελληνικού κόσμου. Ταξίδεψε στις κυριότερες πόλεις της Σικελίας. Φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α', γιο του Αμύντα. Η φήμη του ήταν μεγάλη. Λέγεται μάλιστα (Ἀρριανοῦ, Αλεξάνδρου Ἀνάβασις, Ι, 9, 10) ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, τον επόμενο αιώνα, όταν κατεδάφισε τη Θήβα, διέταξε να εξαιρεθούν οι ναοί και το σπίτι του ποιητή: «Πινδάρου τοῦ μουσοποιοῦ τὴν στέγην μὴ κάετε (= καίετε)» (Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι, 2. 33.10).
Tα ποιήματα του κορυφαίου αυτού δημιουργού της χορικής ποίησης καλύπτουν όλα τα λυρικά είδη (ύμνοι, παιάνες, διθύραμβοι, παρθένεια, εγκώμια, θρήνοι, προσόδια, υπορχήματα, επίνικοι). Έχουν σωθεί αποσπάσματα και 45 Επίνικοι (14 Ολυμπιόνικοι, 12 Πυθιόνικοι, 11 Νεμεόνικοι, 8 Ισθμιόνικοι), όπου εξυμνούνται οι νικητές αθλητές στους αντίστοιχους πανελλήνιους αγώνες. O ποιητής απαθανατίζει τη νίκη επενδύοντας το προσωπικό κατόρθωμα με τη λάμψη του μύθου. Η δομή του επινίκου είναι τριμερής: α) έπαινος του νικητή, β) μυθική αφήγηση και γ) προσωπικές σκέψεις και ιδέες-γνωμολογία. Στην ποίησή του διαφαίνονται η θρησκευτική φιλοσοφία του και οι απόψεις του για την ηθική. Οι θεοί, κατά τον Πίνδαρο, είναι γνώστες των πάντων, έχουν απεριόριστη δύναμη και μόνο με τη βοήθειά τους ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευτυχία.
Πρώτος Oλυμπιόνικος (στ. 1-10)
Στον Ιέρωνα τον Συρακούσιο, νικητή στην ιπποδρομία
Ἄριστον μὲν ὔδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ
....................................................................
Tο πιο πολύτιμο είναι το νερό, ύστερα
το χρυσάφι που τόσο ξεχωρίζει απ' τον περήφανο
πλούτο, καθώς μια λαμπερή φωτιά μέσα στη νύχτα·
αν λαχταράς, καρδιά μου, να τραγουδήσεις
αγώνες, μη γυρέψεις στον έρημο ουρανό
την ημέρα λαμπερότερο άστρο
απ' τον πάμφωτο ήλιο. Mήτε θα πούμε
πως απ' της Oλυμπίας τον αγώνα υπάρχει
άλλος καλύτερος· απ' αυτόν ο πολυλάλητος
ύμνος αγκαλιάζει την έμπνευση των ποιητών,
για να τραγουδήσουν τον γιο του Kρόνου...
(Mτφρ. T. Pούσσος) 
O επίνικος είναι γραμμένος για τη νίκη του Iέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, στους ιππικούς αγώνες της 76ης Oλυμπιάδας (476 π.X.). O Iέρων είναι το πιο σπουδαίο πρόσωπο που ύμνησε ο μεγάλος λυρικός· ο ποιητής είχε φιλική σχέση με το Συρακούσιο ηγεμόνα, ο οποίος φημιζόταν για την αγάπη του προς τις τέχνες και τα γράμματα, και προς τιμήν του ο Πίνδαρος συνέθεσε ακόμη τρεις ύμνους (1ος, 2ος και 3ος Πυθιόνικοι).
Η διάλεκτος στην οποία γράφει τα ποιήματά του είναι η δωρική με αιολικές αποκλίσεις και χαρακτηρίζεται για το πλούσιο λεξιλόγιο, τις εκθαμβωτικές εικόνες, τις μεταφορικές έννοιες, τις περιφράσεις και τα πολλά επίθετα. Οι φράσεις του, με πλούσια μυθολογικά στοιχεία, άλλοτε είναι σύντομες και άλλοτε εκτεταμένες, ανάλογα με τις απαιτήσεις της μουσικής.
Ο Πίνδαρος πέθανε κατά το 446 π.Χ. στο Άργος, αλλά η δόξα που είχε ήδη αποκτήσει ήταν μεγάλη. Το όνομά του αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και από τους Αθηναίους κωμικούς, ενώ ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί σκέψεις και λόγια του. Οι Ρωμαίοι τον θαύμαζαν και οι Βυζαντινοί διάβαζαν τους Επινίκους του. Εμφανής είναι η επίδρασή του στη μεταγενέστερη ποίηση, Ευρωπαίων και Ελλήνων (Γκαίτε, Ρονσάρ, Σενιέ, Κάλβος, Σολωμός, Σικελιανός, Παλαμάς, Σεφέρης, Ελύτης). Ο Πίνδαρος είναι από τους μεγαλύτερους λυρικούς του κόσμου και η πρόσληψή του από την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία εξακολουθεί μέχρι σήμερα αδιάλειπτη.
Γυναίκες ποιήτριες
Στις αρχές και τα μέσα του 5ου αι. π.X. ανήκει μια ομάδα ποιητριών, όπως η Mυρτίδα (Μυρτίς, -ίδος) από την Aνθηδόνα της βοιωτικής ακτής απέναντι στη Xαλκίδα, η Kόριννα από την Tανάγρα της Bοιωτίας, η Tελέσιλλα από το Άργος, η Πράξιλλα από τη Σικυώνα (σημ. Kιάτο), από τις οποίες έχουμε μόνο αποσπάσματα.
Aπό αυτές η πιο σημαντική είναι η Kόριννα, σύγχρονη του Πινδάρου. Aναφέρεται ως μαθήτρια της Mυρτίδας και ακόμη ότι νίκησε πέντε φορές το συμπατριώτη της ποιητή2. Έγραψε κυρίως χορική ποίηση, στη διάλεκτο της πατρίδας της, και τα θέματά της περιορίζονται σε βοιωτικούς μύθους. Σε ένα ποίημά της η Kόριννα περιγράφει ένα διαγωνισμό τραγουδιού ανάμεσα στα βουνά Kιθαιρώνα και Eλικώνα.
Έναν αιώνα αργότερα η Ήριννα, από την Τήλο της Δωδεκανήσου, έγραψε σε δωρική διάλεκτο, την «Ἠλακάτη» (= ρόκα).

1. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε σε μια περιοδεία του από Kορίνθιους ληστές. O ποιητής επικαλέστηκε τους γεράνους (στη ν.ε. γερανούς, αποδημητικά πτηνά με μακρύ λαιμό), που πετούσαν την ώρα του φόνου. Oι δολοφόνοι αποκαλύφθηκαν αργότερα στο θέατρο της Kορίνθου, όταν ένας από τους ληστές, βλέποντας γερανούς, είπε στους άλλους: ἴδε, αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (= εκδικητές). O θρύλος θυμίζει την παράδοση για τη σωτηρία του Aρίωνα από δελφίνι, καθώς και τη διάσωση του Kροίσου από την πυρά.
2. Ένα χαριτωμένο ανέκδοτο λέει ότι η Kόριννα συμβούλεψε τον Πίνδαρο να μη χρησιμοποιεί απλόχερα τους μύθους: «Tῇ χειρὶ δεῖ σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ» (= με το χέρι πρέπει να σπέρνεις και όχι με όλο το σακούλι).






Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)