Η δύναμη της γλώσσας
Με καμιάν άλλη πνευματική κατάκτηση του ανθρώπινου γένους δεν μπορεί να συγκριθεί η γλώσσα, το σταθερά δηλαδή οργανωμένο σύστημα συμβόλων, με το οποίο συλλαμβάνομε και ανακοινώνομε τις σκέψεις και τις επιθυμίες, ή συνειδητοποιούμε και εκφράζομε τα αισθήματα και τις διαθέσεις μας, προς τους συνανθρώπους αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Η κοινωνική συμβίωση καθώς και η εσωτερική ζωή, το ανθρώπινο γενικά σύμπαν, θα ήταν αδύνατο να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς το λαμπρό τούτο όργανο που επέτρεψε να γεννηθεί (με τη δύναμη διαρκώς να ανανεώνεται) ο λόγος, ο προφορικός και ο γραπτός, ο εξωτερικευμένος και ο ενδιάθετος. Είναι πραγματικά περίεργο όσο και θαυμαστό αυτό που συμβαίνει με τη γλώσσα. Όχι μόνο για να εμπεδωθεί ή να διευκρινιστεί αλλά και για να υπάρξει ένας στοχασμός ή μια έφεση, ένα συναίσθημα ή μια συγκεκριμένη τάση, πρέπει να σαρκωθεί φραστικά, να συμβολιστεί μ' ένα γλωσσικό τύπο. Το άρρητο δεν έχει υπόσταση μέσα στον ψυχικό μας κόσμο. Γιατί δεν «νοείται», και επομένως ούτε να κυοφορηθεί μπορεί από το πνεύμα ούτε να διεγείρει το συγκινησιακό κέντρο. Το «καταλαβαίνω» ή το «αισθάνομαι», αλλά δεν μπορώ να το «πω» είναι μύθος, ή πρόφαση για να καλύψει την πνευματική ερημία των ματαιόδοξων. Σκεπτόμαστε με «λέξεις», αισθανόμαστε επίσης με «λέξεις» –αδιάφορο αν είμαστε ή όχι σε θέση να περιγράψομε με ακρίβεια και πληρότητα τα βιώματά μας. Αυτό προϋποθέτει μιαν ειδική δεξιότητα, χάρισμα καταξιωμένο με την άσκηση. Από το άλλο μέρος πάλι οι «λέξεις» που ακούμε ή διαβάζομε γίνονται μέσα μας σκέψεις και αισθήματα, κινητοποιούν τις νοητικές και συγκινησιακές δυνάμεις που φωλιάζουν στον εσωτερικό μας κόσμο και εκείνες παράγουν τα βιώματα που αντιστοιχούν στο νόημά τους. Όσο και να αντιδράς θεληματικά στην υποβολή που ασκούν οι «λέξεις», είναι αδύνατο να μην υποστείς την επίδρασή τους· σου μεταδίνουν τον κραδασμό που περιέχουν και «καρφώνονται» στη σκέψη και στα αισθήματά σου. Αυτό τον μηχανισμό εκμεταλλεύονται όσοι έργο τους έχουν κάνει τη διαφήμιση, την προπαγάνδα, την «πλύση του εγκεφάλου».
Βέβαια παθαίνει η γλώσσα ό,τι και πολλές άλλες ανθρώπινες κατακτήσεις: η πολλή και κακή χρήση φθείρει το υλικό της, τις «λέξεις», και λιγοστεύει (ή και εξαφανίζει) την υποβλητική της δύναμη. Σαν τα πολυτριμμένα νομίσματα χάνουν και οι λέξεις λίγο-λίγο την αξία τους και δεν περνούν πια: δεν ερεθίζουν την ευαισθησία μας, δεν δημιουργούν μέσα μας καταστάσεις, δεν ξυπνούν συγκινήσεις ή τάσεις που να απαιτούν άμεση εκτόνωση. Τούτο συμβαίνει στον «κοινό» λόγο της καθημερινότητας, ή στα τυποποιημένα και αφυδατωμένα φραστικά σχήματα της «επίσημης» πεζολογίας. Τότε η γλώσσα διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο να χάσει τους χυμούς των συμβόλων της, να συρρικνωθεί και να γεράσει. Αν τελικά δεν πεθαίνει, είναι γιατί σώζεται από την Ποίηση... «Από τη νέκρα έρχεται να σώσει τη γλώσσα ο ποιητής. Αυτός ανασταίνει πάλι τις λέξεις και τις κάνει πλάσματα ζωντανά. Τους ξαναδίνει το χαμένο τους δυναμισμό, για να μπορούν να βομβαρδίζουν τη συνείδησή μας με τις αλλεπάλληλες εκρήξεις του –όπως πατώντας το πεντάλ ο πιανίστας αφήνει τον κάθε τόνο να αντηχεί επ' άπειρον καλώντας σε βοήθεια και ξυπνώντας τους αρμονικούς του. Εδώ έχομε μια σωστή κοσμογονία. Θησαυροί της γλώσσας, παραχωμένοι, βυθισμένοι στο σκότος, ανυποψίαστοι, ξανάρχονται στην επιφάνεια και οι λέξεις παίρνουν πάλι την παρθενική τους αγνότητα, τη δροσιά και τη λάμψη τους –το αρχέγονο κάλλος και τον πηγαίο, τον ανεξάντλητο πλούτο τους. Η σύμβαση τις είχε ψευτίσει και ρηχάνει· η ποίηση τους ξαναδίνει την αλήθεια και το βάθος τους. Τώρα πια είναι πλάσματα ζεστά από ζωή και ακτινοβολούν ζωή. Φτιάχνουν καταστάσεις: σκέψεις, συγκινήσεις, τάσεις, όπως η ζωή γεννάει ζωή. Ο τεχνίτης είναι εδώ στην κύρια σημασία του όρου: ποιητής. Ποιεί – δημιουργεί, και η ποίησή του είναι πράξη δημιουργίας».
Την αλήθεια αυτή τη βεβαιώνει, νομίζω, η προσωπική του καθενός πείρα. Όταν αναταράζεται η ζωή μας από κάτι βαθύ και απροσδόκητο και θέλομε να συντηρήσομε τη χαρά ή να δαμάσομε τη θλίψη μας, ζητούμε τη βοήθεια της δημιουργικής, της ποιητικής γλώσσας: πανηγυρίζομε ή θρηνούμε «ποιητικά», με τον ύμνο ή το μοιρολόγι, ακόμα και αυτοσχεδιάζομε... Τις περισσότερες όμως φορές δανειζόμαστε από καθιερωμένους ποιητές τους στίχους που εκφράζοντας ζωντανά «φτιάχνουν την κατάσταση» που ζούμε, και ταυτόχρονα μας ανακουφίζουν, όπως η Τέχνη ξέρει να αλαφρώνει τον άνθρωπο. «Βρες έκφραση για ένα πόνο» (παρατηρεί σ' ένα περίφημο «Στοχασμό» του ο Oscar Wilde) «και θα σου είναι αγαπητός. Βρες έκφραση για μια χαρά και εντείνεις την έκστασή της. Θέλεις ν' αγαπάς; Κάνε χρήση της μετάνοιας, της αγάπης, και οι λέξεις θα πλάσουν τον πόθο από τον οποίο ο κόσμος φαντάζεται πως πηγάζουν οι λέξεις. Έχεις καμιάν οδύνη που σου τρώει τα σωθικά; Βαφτίσου στη γλώσσα της οδύνης, μάθε την προφορά της από τον πρίγκηπα Hamlet και τη βασίλισσα Conatane και θα ιδείς ότι η απλή έκφραση είναι τρόπος παρηγοριάς και ότι η φόρμα που είναι η γέννα του πάθους, είναι και ο θάνατος του πόνου». [...]
Ε. Π. Παπανούτσος , «Το δίκαιο της πυγμής»
Η φθορά των λέξεων
Μοίρα των λέξεων είναι να φθείρονται στο στόμα του ανθρώπου. Όχι από την πολλή χρήση, σαν τα παλιά νομίσματα, αλλά από την κακή χρήση, σαν τα όργανα του σώματος (π.χ. το μάτι) ή τις ψυχικές λειτουργίες (π.χ. τη φαντασία). Φθορά εδώ σημαίνει το προστύχεμα, τον ξεπεσμό τους. Να παραμορφώνονται στην προφορά, κάποτε έως το σημείο να μην αναγνωρίζεται ο αρχικός τύπος τους, είναι εύλογο, αφού με τον καιρό πολλά πράγματα μεταβάλλονται και στη φυσιολογική και στην κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων πόσες λ.χ. λατινικές λέξεις έχουν γίνει αγνώριστες στη σημερινή γαλλική ή ισπανική γλώσσα. Ακόμα και του νοήματος οι παραλλαγές δεν καταδικάζονται, όταν μια λέξη μεταφέρεται σε άλλο γεωγραφικό χώρο ή σε άλλο πολιτιστικό κλίμα. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη αλλοίωση είναι (ηθική, θα μπορούσα να πω) φθορά. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το σύμβολο μας δεν χάνει τίποτα από την περιωπή του νοήματος του. Είναι αληθινό, σωστό, γνήσιο· σημαίνει αυτό που λέει, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, δεν κρύβει διαθέσεις πίσω από την επιφάνειά του, ούτε ξεγελάει με τον όγκο του. Το «ρυάκι» είναι ρυάκι και ο «χείμαρρος» χείμαρρος, ο «κλέφτης» κλέφτης και ο «φονιάς» φονιάς, η «γέννα» γέννα και ο «θάνατος» θάνατος κ.ο.κ. Φθορά είναι ένα άλλου είδους πάθημα των λέξεων· το ψεύτισμα και η νοθεία τους που γίνεται όχι από σύμπτωση, αλλά από δόλο εκείνου που τις χρησιμοποιεί. Τότε οι λέξεις χάνουν –θα έλεγα– την αρετή τους. Και προκαλούν, εξοργίζουν με την ψεύτικη λάμψη που παίρνουν, με το απατηλό φτιασίδωμά τους. Παύουν να είναι έντιμες· άλλο «λένε» και άλλο υπάρχει στο «βάθος» τους. Έχουν γίνει μάσκες για να κρύψουν ένα πρόσωπο που δεν συμφέρει να φανεί τέτοιο που πραγματικά είναι. Παγίδες που στήνονται για να «πιάσουν» τον απρόσεχτο ή τον αφελή, τον απονήρευτο ακροατή και να τον παραδώσουν –έρμαιο σ' έναν ανομολόγητο σκοπό. Έτσι λ.χ. ό,τι είναι εξανδραποδισμός λέγεται «ησυχία» και «τάξη», ό,τι είναι συμφέρον λέγεται «φιλία», η βαρβαρότητα ονομάζεται «σθένος» και η μισαλλοδοξία «πατριωτισμός».
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο ευγενέστερες είναι οι λέξεις, σε τόσο μεγαλύτερο εξευτελισμό μπορούν να πέσουν από την κακή χρήση τους. Οι κοινές, οι «αγοραίες», δεν διατρέχουν αυτό τον κίνδυνο. Το πολύ που μπορούν να πάθουν είναι να γίνουν αστείες. Όσες όμως από την καταγωγή τους έχουν τίτλους ευγενείας υπόκεινται στην έκπτωση, τόσο ευκολώτερα και συνηθέστερα όσο πιο σεβαστό και επιβλητικό είναι το νόημά τους. Σα να ισχύει κ' εδώ ο γενικός κανόνας: πληγώνεται βαρύτερα όποιος γκρεμίζεται από πολύ ψηλά. –Τα παραδείγματα αφθονούν. Όπως και να μεταχειριστείς τις λέξεις: «φαγοπότι» και «νηστεία», «κέρδος» και «ζημιά», «ξεναγός» και «λαθρεπιβάτης», τίποτα δεν παθαίνουν· σημαίνουν αυτό που λένε, και αν τις πάρεις όχι κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά, το πολύ θα δώσεις στον ακροατή την ευκαιρία να γελάσει μαζί τους, όχι και να εξαναστεί επειδή αισθάνεται ότι κάτι ανόσιο έχει διαπραχτεί εισβάρος της γλώσσας και της ευπιστίας του. Τούτο το τελευταίο συμβαίνει όταν στο στόμα κακής προαίρεσης ανθρώπων «φθείρονται» λέξεις ευγενείς. Θα μπορούσα να ονομάσω εδώ πολλές, πάμπολλες, που πραγματικά έχουν εξευτελιστεί στους χρόνους μας· περιορίζομαι σε δύο που τις έχομε σε τέτοιο βαθμό κακομεταχειριστεί, ώστε έχουν γίνει αξιολύπητες· «συμμαχία» και «δημοκρατία». [...]
...Θα κλείσω το δοκίμιο με μια σύντομη παρατήρηση.
Ο άνθρωπος είναι ένα κατ' εξοχήν υποκριτικό ζώο που έχει καλλιεργήσει και εκμεταλλεύεται το ψεύδος όσο κανένα άλλο έμβιο ον απάνω στον πλανήτη μας, επειδή αξιώθηκε να αποκτήσει και να αναπτύξει ένα ανεκτίμητο αγαθό: το λόγο, που είναι για όλα ικανός. Όταν όμως κακομεταχειρίζονται αυτό το θαυμάσιο όργανο, τούτο τον εκδικείται: δίνει τέτοια λάμψη στα ψεύδη του που κανείς πια δεν τα πιστεύει.
Ε. Π. Παπανούτσος , «Το δίκαιο της πυγμής»
Το χάσμα γέμισε άνθη
Με τις λέξεις ο ανθρώπινος εγκέφαλος αιχμαλωτίζει το σύμπαν. Μέσα στις φόρμες των λέξεων γεννιούνται οι σκέψεις. Όπως τα ρεύματα των υδάτων κινούνται στην κοίτη του ποταμού και, αν δεν υπάρχει αυτή, σκορπίζουν και χάνονται, έτσι και οι σκέψεις κινούνται στην κοίτη της γλώσσας και χάνονται όταν χάνεται εκείνη. Από την ώρα που ο άνθρωπος αποκτά τις λέξεις, η κοίτη της σκέψης του γίνεται λεκτική. Η σκέψη χωρίς τη γλώσσα είναι βουβή, αλλά και η γλώσσα χωρίς τη σκέψη γίνεται κραυγή.
Με τον μικρόκοσμο των λέξεων ελευθερώνεται και φτάνει στο φωναχτό αγέρι της ζωής ο μέγας κόσμος της ανθρώπινης συνείδησης και του ανθρώπινου μόχθου. Οι λέξεις, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» του Ελύτη, είναι αυτές που σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου. Τα όρια του λόγου μου, είπαν, σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου μου. Το παιδί κάνει τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής του, όταν συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα έχουν ονόματα.
Συνείδηση, επομένως, της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της σκέψης. Συνείδηση της απεραντοσύνης της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της απεραντοσύνης της σκέψης. Γι' αυτό και οι γλώσσες βρίσκονται στα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη συρρίκνωση των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφο του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες. Στην ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες. Άλλες γλώσσες απαιτούσαν οι αρχαίοι πολιτισμοί –πρώτος και καλύτερος ο αρχαιοελληνικός– και άλλες (συναισθηματικές και τυπικές) απαιτούν οι σύγχρονοι. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» επαναλαμβάνει διαρκώς η γλώσσα στη γλωσσική κοινότητα που τη μιλάει...
...Κορυφαία στιγμή του αγώνα που πραγματώνει ο λόγος είναι η ποίηση. Στον ποιητικό λόγο οι δυναμικές της λέξης φτάνουν στην πιο υψηλή τους ένταση, γι' αυτό και κατακτούν τον υψηλότερο δείκτη ελευθερίας. Την ποιητική λέξη, θα μας πει ο Κακριδής, «τη δυναστεύει ένας ακαταμάχητος πόθος ελευθερίας». Προς την ελευθερία της, όμως, υψώνεται η λέξη μέσα από τη σύγκρουση, μέσα από φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις, μέσα από τις δυνάμεις που αποζητούν την έκφραση και τις αντίμαχές τους που σηκώνουν τους φραγμούς. Ένας παράδοξος αγώνας στον οποίο τελικά δεν πρέπει να νικήσουν ούτε αυτές οι δυνάμεις ούτε εκείνες. Μια τέτοια νίκη θα ήταν καταστροφική. Είναι ανάγκη να νικήσει ο λόγος. Πρέπει δηλαδή ο λόγος μέσα από την σύγκρουση των αντινομικών συστατικών που τον συγκροτούν να λαγαρίσει και να υψωθεί κάθετα πάνω και πέρα από τις συμβατικότητες της καθημερινής γλώσσας. Το έπαθλο είναι τότε η διπλή ελευθερία: η δική του ελευθερία, αφού θραύει τους φραγμούς που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, και η ελευθερία του ανθρώπου, αφού απεγκλωβίζεται από τη μόνωση του και συναντά το συνάνθρωπο του, για να υπάρξουν μαζί μέσα από την επικοινωνία τους και τη δημιουργία τους. Γι' αυτό και η ελευθερία του λόγου οδηγεί στη δημιουργία του λόγου. Αυτό σημαίνει πως ο αγώνας για την απελευθέρωση του λόγου οδηγεί στο λόγο της ελευθερίας που είναι η δημιουργία και η ευτυχία: Το εύδαιμον το ελεύθερον. Γιατί ο λόγος της ελευθερίας είναι ο λόγος που χτίζεται από την αρχή και μαζί χτίζει από την αρχή τον κόσμο. «Κοιτάξτε τα χείλη μου, λέει ο Ελύτης, από αυτά εξαρτάται ο κόσμος». Και ο Σεφέρης: «Στερνός σκοπός του ποιητή, λέει, δεν είναι να περιγράφει τον κόσμο, αλλά να τον δημιουργεί ονομάζοντάς τον». Και ο Emile Benveniste: «Κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, κάθε φορά ο κόσμος ξαναρχίζει. Καμιά δύναμη δε θα φτάσει ποτέ αυτή του λόγου, που δημιουργεί τόσα πολλά με τόσο λίγο». Ύψιστη στιγμή αυτής της δημιουργίας είναι εξάπαντος ο ποιητικός λόγος. Η γλώσσα, τότε, αφήνει τον πεζό της βηματισμό και πιάνει τον ποιητικό χορό, για να χορέψει την ελευθερία της και την ευτυχία της. Άλλωστε ο χορός, όπως και κάθε τέχνη, είναι απελευθέρωση. Τότε η λέξη γοητεύει, και ας γυρίζει η ίδια και η ίδια. Και ας μην είναι φανταχτερή και φουντωτή. Δε σταματάς στο τριμμένο της ένδυμα. Είναι η νέα της κίνηση που σε ξαφνιάζει. Ελεύθερη από τους γήινους δεσμούς λυγάει σαν τη χορεύτρια στους ρυθμούς της νέας κάθε φοράς χορογραφίας. Την έχει αγγίξει η χάρις της ελευθερίας κι αυτήν όπως τον αγωνιστή.
Χρίστος Λ. Τσολάκης ,«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» τόμ. Α
Η Έκθεση
Θέμα: «Η Γλώσσα μου»
Η Γλώσσα μου είναι ελληνική κι είναι γεμάτη λέξεις.
Σε μένα οι λέξεις μοιάζουν σαν πουλιά. Για να 'μαι ειλικρινής, σαν τα πουλιά μού φεύγουν απ' τα χέρια.
Οι σπάνιες λέξεις είναι σπάνια πουλιά· οι άλλες, οι κοινόχρηστες, είναι πουλιά συνηθισμένα· αυτό όμως δεν σημαίνει πως κι αυτά δεν θέλουν τη φροντίδα μας· υπάρχουν λέξεις που κρυώνουνε και ίσως να πεθαίνουν κιόλας απ' το κρύο.
Όμως ένα καλό που έχουνε οι λέξεις, δεν το έχουνε οι άνθρωποι· οι άνθρωποι ζούνε μια φορά· αντίθετα εκείνες μπορούνε να αναστηθούν ίσως γιατί στ' αλήθεια δεν πεθαίνουν ποτέ. Ξέρετε τι παθαίνουν; – Απολιθώνονται και κάθονται καρτερικά και περιμένουν σαν το παιχνίδι με τα αγάλματα. Ποιον περιμένουν; – Εγώ νομίζω πως μπορεί να περιμένουνε κι εμένα· δεν λέω μονάχα εμένα· νομίζω, όμως, πως έχουν τις ελπίδες τους στηρίξει στα παιδιά· είναι πουλιά από πηλό που περιμένουνε να τα ζεστάνουμε με την ανάσα μας. Λέω «αμέθυστος» και κάτι αστράφτει· λέω «αμάραντος» και γίνομαι μεγάλη σαν βουνό, λέω «ζαρκάδι» και μπροστά μου ανοίγεται ένας κάμπος.
Πάντως δεν φέρονται στις λέξεις όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Υπάρχουνε πολλοί που φέρονται καθώς ο κυνηγός που έμαθε σκοποβολή βάζοντας στόχο την καρδιά ενός αηδονιού. Άλλοι πάλι στήνουνε δόκανα να πιάσουν τις πιο σπάνιες· είναι οι συλλέκτες· αυτοί τις βάζουν σε κλουβιά και τις επιδεικνύουν· οι πιο άκαρδοι μάλιστα τις ταριχεύουν κιόλας! Τότε τις βλέπεις στα σαλόνια, ακίνητες με ανοιχτά φτερά. Πολλοί τις λέξεις τις θεωρούνε φαίνεται ένα νόστιμο μεζέ· τις πιο μικρές και τρυφερές τις κάνουν μια χαψιά· οι πιο σπάταλοι από αυτούς τις φτύνουν κιόλας· άλλοι πάλι παίζουν μαζί τους επικίνδυνα παιχνίδια, όπως η γάτα μου προχθές που για ένα γούστο σκότωσε ένα τόσο δα παπαγαλάκι κι έπειτα το παράτησε νεκρό στην τσιμεντένια αυλή.
Εγώ, όταν μεγαλώσω, δεν θα ήθελα να μοιάσω με κανέναν απ' αυτούς. Γι' αυτό και λέω μέσα μου μια λέξη μαγική· λέω τη λέξη «άψινθος». Και τώρα, θα ρωτήσετε, τι πάει να πει. Και δε μου λέτε, άμα την ξέρατε, θα ήτανε μια λέξη μαγική;
Μπορείτε να διαλέξετε κι εσείς τη μαγική σας λέξη. Γιατί, όπως σας έλεγα και στην αρχή, η γλώσσα μου είναι ελληνική κι είναι γεμάτη λέξεις.
Τασούλα Καραγεωργίου , «Παρά-μυθοι»
Τα πάθη της γλώσσας στον πόλεμο
[...] Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού προτήτερα, προχωρούσε μακρήτερα στις ακραίες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις. Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν' αλλάξουν και τη συνειθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλληκαριά γι' αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση, την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν' αποφύγει κανείς τον κίντυνο. Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι' αν έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι' όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι' αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ' ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι' όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του. Κι' ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι' αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεχτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια. Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ' επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι' όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι' αν σε κάποια περίσταση έδιναν κ' έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ' άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον εζημίωνε κατ' ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο, αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαρακτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ' ευκολώτερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ' αυτά. Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο. [...]
Θουκυδίδου Ιστορία ,Βιβλίο Γ, 83, Μετάφραση: Έλλη Λαμπρίδη
Η γλώσσα της εξουσίας
Η γλώσσα είναι παντοδύναμη. Την παντοδυναμία της αυτήν την γνωρίζουν οι εξουσίες, και μάλιστα οι εξουσίες των ολοκληρωτικών καθεστώτων, και την εκμεταλλεύονται προκειμένου να επιβάλουν τη βούλησή τους. Φτάνουμε έτσι στις ολοκληρωτικές γλώσσες (les langages totalitaires), οι οποίες στηρίζονται κυρίως στη βουλητική λειτουργία της γλώσσας. Μια λειτουργία που προσπαθεί να αλλοιώσει/κάμψει τη βούληση του δέκτη, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωσή του, την ολοσχερή εξάρτησή του και την πλύση του εγκεφάλου του.
Την πιο δυνατή γλώσσα σήμερα τη διαθέτει εκείνος που διαθέτει την πιο μεγάλη δύναμη, και την πιο μεγάλη δύναμη τη διαθέτει εκείνος που ελέγχει και κατευθύνει τον τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, χωρίς να αγνοώ τον ψίθυρο και τους κάθε είδους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων, οι οποίοι (μηχανισμοί) με άκρως μελετημένους τρόπους και με επιστημονική μεθοδικότητα χρωματίζουν και προσφέρουν στην κοινή γνώμη ό,τι κάθε φορά συμφέρει στην εξουσία την οποία υπηρετούν. Η δύναμη αυτής της εξουσιαστικής γλώσσας μεταβάλλει, όπως είπαν, σε αγέλες προδομένων παλιάτσων τα ανθρώπινα πλάσματα. [...]
Η προσέγγιση και η ανάλυση του εξουσιαστικού λόγου (λόγοι πολιτικών, διατάγματα, προκηρύξεις, διαφημίσεις, άρθρα σε εφημερίδες, νομοθεσίες κτλ., καθώς και κάθε λόγος στον οποίο υποκρύπτονται εξουσιαστικές τάσεις) προϋποθέτουν, οπωσδήποτε, την εφαρμογή μεθοδολογίας, με την οποία θα επισημανθεί και θα αποκαλυφθεί, μέσα από τις λέξεις-κλειδιά και την κανονικότητα των βασικών δομών του κειμένου, η λανθάνουσα ή και αναιδώς κραυγάζουσα συχνά εξουσιαστική υποκρισία. Πάντως κάποια από τα γνωρίσματα που βοηθούν στην ανάγνωση και την αποκάλυψη αυτής της γλωσσικής ποικιλίας είναι τα ακόλουθα.
Πρώτα-πρώτα, είναι μια γλώσσα με έντονο στην ουσία, υποκρυπτόμενο, όμως, συχνά από πλευράς μορφοσύνταξης διατακτικό χαρακτήρα. Γίνεται μέσα σε ελλειπτικές και ονοματικές προτάσεις ευρύτατη χρήση ουσιαστικών συνοδευόμενων κατά κανόνα από προσδιορισμούς, οι οποίοι υπογραμμίζουν αυταπόδεικτες αλήθειες με τρόπο δογματικό και απόλυτο. Αρκεί να θυμηθεί κανείς εκείνη την ανεπανάληπτη ρήση του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ή άλλες ανάλογες, με τις οποίες ο πομπός επιβάλλει στο δέκτη την αναπαραγωγή σεβαστών αξιών ή θεσμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ονοματικός λόγος κυριαρχεί, ενώ περιορίζεται ο ρηματικός λόγος ή κάθε άλλος λόγος παραστατικός που με την ευκρίνειά του και την ενέργειά του μπορεί να οδηγήσει στη δραστική σκέψη. Αλλά και όταν χρησιμοποιείται το ρήμα, προτιμούνται οι εξακολουθητικοί χρόνοι, οι οποίοι αφανίζουν τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και τονίζουν τη διάρκεια και την αιωνιότητα.
Προτιμάει, ακόμη, η γλώσσα της εξουσίας λεκτικό συμβολισμό, ο οποίος μέσα από μονοσήμαντο και κατευθυνόμενο μονόλογο, φιλικό συχνά, καλλιεργεί την αοριστία, τη γενικότητα, την ασάφεια, την ταυτολογία, τη μυστικοπάθεια, τον ημικαταληπτό λόγο. Ο τελευταίος πάλι έντεχνα αλλά σταθερά επιδιώκει τη δημιουργία αποστάσεων και χάσματος ανάμεσα στον πομπό (που είναι «σοφός», «παντογνώστης», «παντοδύναμος», «άνθρωπος σπάνιας ποιότητας» κτλ.) και στο δέκτη, ο οποίος πρέπει να αισθάνεται ασήμαντος, κατώτερος και γι' αυτό εξαρτημένος από τον πομπό.
Από την πλευρά του περιεχομένου πάλι η γλώσσα της εξουσίας μηδενίζει τη σκέψη και την κριτική και προβάλλει δομικά στοιχεία αντικριτικά, καθώς επιβάλλει με δογματικότητα και απολυτότητα τα αναμφισβήτητης αξίας μηνύματα του πομπού. Μια τέτοια γλώσσα, βέβαια, δεν μπορεί παρά να είναι: αποστεωμένη και μουσειακή, αφού δεν ερευνά, δεν κρίνει, δε συσχετίζει, δεν διαλέγεται, αλλά συντηρεί και μεταφέρει με μεγαληγορία και βεβαιότητα «αιώνιες και μοναδικές» αξίες και «αλήθειες»· αυταρχική, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου και ο δέκτης εντέλλεται να συντονίζεται στα μηνύματα του πομπού· υπερβατική, αφού θραύει ή αγνοεί τις ποικίλες μορφές της καθημερινότητας και με την υπέρβαση της πραγματικότητας και τη γενίκευση (και τη θέωση) του λεκτικού συμβολισμού δοκιμάζει να υποβάλει τα περιεχόμενα των μηνυμάτων της, στεγαζόμενα ερμητικά σε αποδεκτές και μεγάλες αξίες: οικογένεια, πατρίδα, θρησκεία κτλ.
Θα μπορούσαμε, δηλαδή, συνοπτικά να πούμε ότι η γλώσσα της εξουσίας είναι γλώσσα φθοράς και διαφθοράς και όχι γλώσσα επικοινωνίας, αφού διασαλεύεται αυθαίρετα η σχέση συμβόλων και συμβολιζομένων, σημαινόντων και σημαινομένων, καθώς τα σημεία φορτίζονται με τα αντίθετά τους σημασιολογικά φορτία. Είναι γνωστό π.χ. πως σ' ολόκληρο τον κόσμο οι δικτατορίες επιβάλλονται εν ονόματι της σωτηρίας των δημοκρατικών ελευθεριών των λαών. Η στρέβλωση, δηλαδή, και η αυθαιρεσία της διαφθοράς θριαμβεύουν σε βάρος της γλώσσας και του επικοινωνιακού της χαρακτήρα...
Χρίστος Λ. Τσολάκης ,«Από τα γράμματα στη γλώσσα»
Πώς πεθαίνουν οι διάλεκτοι
Πολλά μπορούν να σκοτώσουν μια γλώσσα, από μια φυσική καταστροφή μέχρι μια γενοκτονία ή πολιτιστική αφομοίωση. Στις 17 Ιουλίου 1998, ένας καταστροφικός σεισμός στις ανατολικές επαρχίες της Παπούα Νέας Γουινέας σκότωσε πάνω από 2.200 κατοίκους και άφησε 10.000 άστεγους. Τα χωριά Σισάνο, Ουαράπου, Αρόπ και Μαλόλ καταστράφηκαν και 30% των κατοίκων των χωριών Αρόπ και Ουαράπου σκοτώθηκαν. Οι κάτοικοι των χωριών ανήκαν σε διαφορετικές φυλές και μιλούσαν τέσσερις διαφορετικές, και αναγνωρισμένες, γλώσσες, αλλά ο αριθμός των πολιτών που τις μιλούσαν ήταν περιορισμένος: το 1990, τη σισάνο μιλούσαν 4.776 άτομα, τη μαλόλ 3.330, την αρόπ 1.700 το 1981 και την ουαράπου 1.602 άτομα το 1983. Με το σεισμό, το σύνολο των χρηστών για την αρόπ και την ουαράπου δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 500 πολίτες. Και καθώς οι επιζώντες μετακινήθηκαν σε καταυλισμούς και άλλες περιοχές και οι κοινότητες διαλύθηκαν, είναι μάλλον αμφίβολο αν επέζησαν οι γλώσσες. Η πολιτιστική συγχώνευση είναι άλλος ένας λόγος θανάτου μιας γλώσσας, ακόμη κι όταν δεν έχουμε διάλυση της παραδοσιακής κοινότητας. Η κρίση που παρατηρείται όσον αφορά την εξαφάνιση των γλωσσών οφείλεται στις μεγάλες πολιτιστικές μετακινήσεις που άρχισαν πριν από 500 χρόνια, καθώς ο αποικισμός διέδωσε έναν μικρό αριθμό γλωσσών σε όλο τον κόσμο.
Όταν μια κουλτούρα αφομοιώνει μιαν άλλη, η ακολουθία των γεγονότων που επηρεάζουν μια γλώσσα που βρίσκεται σε κίνδυνο χαρακτηρίζεται από τρία κυρίως στάδια. Το πρώτο είναι η έντονη πίεση που ασκείται στους «κατακτημένους» να μιλήσουν την κυριαρχούσα γλώσσα. Το δεύτερο αφορά μια περίοδο, κατά την οποία οι πολίτες μιλούν δύο γλώσσες: γίνονται όλο και περισσότερο κάτοχοι της νέας γλώσσας, αλλά εξακολουθούν να μιλούν επαρκώς και τη δική τους. Συχνά η χρήση και των δύο γλωσσών αρχίζει να παρακμάζει, με την παλαιά γλώσσα να παραχωρεί τη θέση της στη νέα. Αυτό οδηγεί στο τρίτο στάδιο, στο οποίο οι νεότερες γενιές παύουν να χρησιμοποιούν τη «γλώσσα των προγόνων» τους, βρίσκοντάς την άνευ νοήματος. Αυτή η απαξίωση ενισχύεται με ένα αίσθημα ντροπής για τη μητρική γλώσσα, τόσο εκ μέρους των γονέων όσο και εκ μέρους των παιδιών. Οι οικογένειες, που συνεχίζουν να χρησιμοποιούν την «παλαιά» γλώσσα, έρχεται κάποια στιγμή που την μιλούν μόνο μεταξύ τους, μετατρέποντάς την σε «οικογενειακή διάλεκτο», καθώς περιορίζεται όλο και περισσότερο ο περίγυρος αυτών που μιλούν την ίδια γλώσσα. Στο διάστημα μίας και μόνο γενιάς, η χρήση δύο γλωσσών σε μια οικογένεια μετατρέπεται σε ενσυνείδητο περιορισμό της μητρικής γλώσσας και στη συνέχεια στην τελική εξαφάνισή της. Δύο γενιές αργότερα, η κοινή αντίδραση των μελών της παλαιάς κοινότητας είναι «αν η γενιά των παππούδων μας δεν είχε...». Η πρώτη γενιά δεν ενδιαφέρεται τόσο για την χαμένη γλώσσα, καθώς τα μέλη της εξακολουθούν να μοχθούν για την καθιέρωση τους στη νέα κοινότητα. Τα παιδιά τους, απαλλαγμένα από την ανασφάλεια της καθημερινότητας και σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, είναι αυτά που αρχίζουν να αναρωτιούνται για την χαμένη κληρονομιά. Η παλιά γλώσσα, κάποτε αιτία ντροπής, αποκτά ξανά το χαρακτήρα πολιτισμικής ταυτότητας και υπερηφάνειας. Αλλά αν η γλώσσα έχει χαθεί, τίποτα δεν θα τη φέρει πίσω.
Από τον ημερήσιο Τύπο
H γλώσσα ως πρόσβαση στον πολιτισμό
Το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού, μέσα στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων του, έδωσε (λιγότερο στο παρελθόν) και προτίθεται να δώσει εφεξής μεγαλύτερη έμφαση στον παράγοντα «ελληνική γλώσσα», παράλληλα, βεβαίως, προς τις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητές του (γράμματα, τέχνες, επιστήμες, διανόηση -συγχρονικά και διαχρονικά).
H έμφαση στη γλώσσα, εφόσον πρόκειται για σωστά οργανωμένη διδασκαλία τής γλώσσας, δεν αποτελεί μόνο επαφή με τις λέξεις ως μέσo επικοινωνίας αλλά και έμπρακτη επαφή με τα σύμβολα έκφρασης τής σκέψης και τής όλης δράσης ενός λαού, δηλαδή οδό άμεσης πρόσβασης σ’ έναν πολιτισμό. Εδώ χρειάζεται μια σημαντική διασάφηση, αυτονόητη ίσως αλλά κατά κανόνα λησμονουμένη: οι λέξεις δεν είναι απλά ηχητικά μορφώματα· είναι σημασίες που δηλώνουν έννοιες. Πάνω απ’ όλα δηλαδή (ας επιτραπεί η γενίκευση) οι λέξεις είναι έννοιες. Και οι έννοιες συνθέτουν νοήματα, αυτά που συνιστούν και καθορίζουν τη λειτουργία τής νόησής μας.
Ξεκινώντας, εξάλλου, από την παραδοχή ότι κάθε πολιτισμός είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, είναι δηλ. το πώς τοποθετείται ένας λαός ιστορικά απέναντι στη σχέση τού ανθρώπου με τον κόσμο του, τους άλλους ανθρώπους και το γενικότερο περιβάλλον καθώς και τι προτεραιότητες και επιλογές θέτει γενικά για τον άνθρωπο, κάθε πολιτισμός είναι, κατά βάσιν, μια μορφή ανθρωπισμού, ανάλογα με τη θέση που δίνει στον άνθρωπο και στην καλλιέργεια τής προσωπικότητάς του μέσα από το σύστημα αξιών που υιοθετεί. Μέσα στις αξίες αυτές περιλαμβάνεται και η γλώσσα ενός λαού-πολιτισμού και ως αξία καθ’ εαυτήν και διότι αποτελεί την έκφραση άλλων μορφών τού πολιτισμού.
Οτι η γλώσσα είναι αξία καθ’ εαυτήν σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ως αντίλογος τής παλαιότερης «εργαλειακής» αντίληψης τής γλώσσας. Παλαιότερα δηλαδή, περισσότερο ως απήχηση μιας παλαιομαρξιστικής αντίληψης για τη γλώσσα που ξεπεράστηκε στον ίδιο τον Μαρξισμό, θεωρήθηκε ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας. Κανείς -και κατ’ εξοχήν οι γλωσσολόγοι- δεν αμφισβήτησε ποτέ τη λειτουργία τής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. Εκείνο που αμφισβητήθηκε είναι η απομόνωση τής γλώσσας από άλλες διαστάσεις της: από τη στενή σχέση της με τη σκέψη, την ιστορική διάσταση, τη νοοτροπία κάθε λαού, την άμεση σχέση τής γλώσσας με μορφές πολιτισμού, με την παιδεία και την εκπαίδευση, με την ταυτότητα ενός λαού καθώς και με άλλες διαστάσεις τού πολιτισμού.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάλληλη διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας, εντός και εκτός Ελλάδος, αποτελεί οδό πρόσβασης και γνωριμίας με τον ελληνικό πολιτισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρει -προκειμένου για το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού- η διδασκαλία τής Ελληνικής σε ξένους που θέλουν να γνωρίσουν τον πολιτισμό μας με όχημα τη γνώση τής ελληνικής γλώσσας. Χρειάζεται, λοιπόν, να λειτουργήσουν στο εξωτερικό (με προτεραιότητα τις Βαλκανικές χώρες, τις πρώην ανατολικές χώρες και τις μεγάλες χώρες τής Ασίας, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα και Ινδία) Εστίες Ελληνικού Πολιτισμού, όπου θα διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και, δι’ αυτής, θα επιδιώκεται η γνωριμία με τον ελληνικό πολιτισμό, συμπληρούμενη με εκδηλώσεις που θα φέρνουν τους ήδη ευαισθητοποιημένους ξένους και άλλους ενδιαφερόμενους σε επαφή με ποικίλες εκφάνσεις τού ελληνικού πολιτισμού (λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες, επιστήμες, διανοητές κ.ά.).
Για να επιτύχει μια τέτοια προσπάθεια που θα αξιοποιεί την ελληνική γλώσσα ως μέσο προσέλκυσης τού ενδιαφέροντος των ξένων για τον ελληνικό πολιτισμό πρέπει να εφαρμοσθεί μια μορφή διδασκαλίας τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας α) με γλωσσολογικό τρόπο, που θα οδηγεί σε γρήγορα μαθησιακά αποτελέσματα, και β) με πολιτισμικές αναφορές (μέσα από τα διδασκόμενα κείμενα) που να φέρνουν σε άμεση, ενδιαφέρουσα και ελκυστική επαφή με στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (ποίηση – πεζογραφία – τραγούδι – εικαστικά – θέατρο – κινηματογράφο – φωτογραφία – αρχιτεκτονική κ.λπ.). H επαφή αυτή θα πρέπει να έχει διαχρονικές αναφορές όπως είναι η φύση τού ελληνικού πολιτισμού (αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός), ξεκινώντας πάντοτε και εστιάζοντας στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Σε μια τέτοια -ευχάριστη, σύγχρονη, πολυεπίπεδη- διδασκαλία τής γλώσσας, εκτός από κατάλληλα βιβλία που θα πρέπει να αναζητηθούν ή να συνταχθούν με ανάλογες προδιαγραφές, πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρον -με αξιοποίηση των ειδικών και με φαντασία- η σύγχρονη τεχνολογία των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.
H πρόκληση για το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού, για τους Ελληνες που ασχολούνται με τέτοια θέματα και μπορούν να βοηθήσουν, είναι να βρούμε σύγχρονους, ελκυστικούς, αξιόπιστους τρόπους, με τους οποίους να μπορέσουμε να προωθήσουμε προς τα έξω τον Ελληνικό Πολιτισμό, το μεγαλύτερο κεφάλαιο που διαθέτει η χώρα μας, ευρύτερα και αποτελεσματικά. Και αυτό δεν είναι έργο ενός ή μικρού αριθμού ανθρώπου (των μελών τού Δ.Σ. τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού), αλλά έργο περισσοτέρων, όσοι αποδεδειγμένα ασχολούνται με τα θέματα τού Πολιτισμού μας, οι οποίοι θα κληθούν να βοηθήσουν σ’ αυτή την προσπάθεια.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, από την εφημερίδα "Το Βήμα" , 02/07/2006
Η συμβολή τού ελληνικού αλφαβήτου στον πολιτισμό μας
Η περίπτωση τού ελληνικού αλφαβήτου είναι ενδιαφέρουσα για τη γενικότερη προσέγγιση τού θέματος τής γραφής, διότι ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε ένας κατεξοχήν «πολιτισμός τού γραπτού λόγου». Είναι ένας πολιτισμός που δεν νοείται «ερήμην» των κειμένων του, δηλ. έξω από την έκφραση, τη μετάδοση και τη διάδοση των πνευματικών κατακτήσεων και προβληματισμών των Ελλήνων σε όλους τους χώρους. Αυτό προϋποθέτει τη γνώση και τη χρήση τής γραφής, και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα ως προς τους χρήστες (όχι προνόμιο των ολίγων), σε πρώιμο χρόνο (τον χρόνο που άρχισαν να δημιουργούνται μεγάλα πνευματικά έργα) και μέσα από ένα οικονομικό, λειτουργικό και αποτελεσματικό σύστημα, δηλ. ένα πρακτικό και επαρκές αλφάβητο, όπως αποδείχθηκαν το ελληνικό αλφάβητο και (το επιγέννημά του μέσω των Ετρούσκων) το λατινικό αλφάβητο. Ας σημειωθεί ακόμη ότι στο ελληνικό ανάγουν την καταγωγή τους μια σειρά άλλων αλφαβήτων: το σλαβικό (κυριλλικό) και το γλαγολιτικό, το αλβανικό, το μεσσαπικό, το κοπτικό, το γοτθικό, το κελτικό και τα αρχαία λυκικό, φρυγικό, παμφυλιακό, καρικό και λυδικό (περισσότερα στον D. Diringer, The Alphabet : A Key to the History of Mankind. N. York, 1948).
Το ότι χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες γραφές στον ελλαδικό χώρο (γραμμική γραφή Α, γραμμική γραφή Β, κυπρομινωϊκή γραφή, κυπριακό συλλαβάριο, αλφαβητική γραφή) δείχνει την αγωνία των Ελλήνων να εκφρασθούν γραπτώς, με προφανή επίγνωση ότι χωρίς τη γραφή καμιά ανθρώπινη, απαιτητική από τη φύση της, δραστηριότητα δεν μπορεί να υποστηριχθεί και να έχει ευρύτερα αποτελέσματα σε χρόνο, σε χώρο και σε έκταση. Το ότι άλλαξαν σύστημα και υιοθέτησαν ένα πρότυπο ξένο στην προέλευσή του αλλά ριζικά επεξεργασμένο σε όλη του την έκταση και σταδιακά πλήρως προσαρμοσμένο στην δομή τής ελληνικής γλώσσας απαιτεί πνευματική τόλμη και εγρήγορση. Δεν αλλάζεις εύκολα ένα από τη φύση του συντηρητικό θεσμό που είναι ο τρόπος γραφής, για να περάσεις σε μια τελείως διαφορετική γραφή και ως μορφή και ως σύστημα : να περάσεις από μια συλλαβογραφική γραφή (τη γραμμική Β) σε μια φθογγογραφική συμφωνογραφική γραφή (το φοινικικό σύστημα) που οι Έλληνες μετέτρεψαν στο πρώτο πραγματικό αλφάβητο. Κατά τα λόγια τού έγκριτου σημιτολόγου καθηγ. John Healey «πραγματικό αλφάβητο (a true alphabet) ετέθη για πρώτη φορά σε λειτουργία από τους Έλληνες, ένα αλφάβητο στο οποίο δηλώνονταν όχι μόνο τα σύμφωνα αλλά και τα φωνήεντα». [J. Healey, The Early Alphabet ( στο συλλογικό έργο τού J. Hooker [εκδ.], Reading the Past, 1990, σελ. 232]
Το κίνητρο που οδήγησε στην αλλαγή αλφαβήτου ήταν η άμεση ανάγκη καταγραφής τού πλούσιου προφορικού λόγου στη φιλοσοφία, στην ποίηση, στην ιστορία, στο θέατρο, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση και εξίσου πιεστικά στη δημόσια διοίκηση (νόμους, θεσμούς, αποφάσεις, ψηφίσματα, συμφωνίες κ.λπ.). Επειδή δε όλες αυτές οι διαδικασίες και οι μαθήσεις διέπονταν από ένα διάχυτο δημοκρατικό πνεύμα, απαιτείτο να είναι προσιτές σε όλους τους πολίτες. Χωρίς το ελληνικό αλφάβητο και την εύκολη χρήση του ο πολιτισμός των Ελλήνων ούτε θα εδραιωνόταν, ούτε θα σωζόταν, ούτε θα γινόταν ευρύτερα γνωστός μέσα και έξω από την Ελλάδα.
Βεβαίως, μιλώντας για γραπτά κείμενα και ελληνική γραφή, αναφερόμαστε πάντοτε στη γλώσσα, εν προκειμένω στην ελληνική γλώσσα που δηλώνεται διά τής γραφής. Αλλά η ίδια η καλλιέργεια τής γλώσσας, τουλάχιστον τής Ελληνικής, δεν θα είχε φτάσει ποτέ στον εκφραστικό πλούτο και στο υψηλό επίπεδο καλλιέργειας που την διακρίνει, αν δεν είχε περάσει από τη σμίλη τού γραπτού λόγου με προϋπόθεση ένα λειτουργικό αλφάβητο που την αποτυπώνει εύκολα, γρήγορα και ποιοτικά, με ακρίβεια και πληρότητα.
Η σύνδεση τής γραφής και τού γραπτού λόγου υπήρξε τόσο έντονη στην ελληνική σκέψη, ώστε η όλη ενασχόληση με τη μελέτη τής δομής τής γλώσσας στηρίχτηκε στα γράμματα και ονομάστηκε γραμματική, όρος ο οποίος διά τής Λατινικής (grammatica) πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Κι αυτό γιατί η ενασχόληση με τη γλώσσα, την ανάλυση και τη λειτουργία της, βασίστηκε στα γραπτά κείμενα, σε ό,τι έχει γραφεί. Η ίδια η ονομασία κείμενο στην αντίληψη των Ελλήνων είναι «ό,τι κείται», ό,τι υπάρχει ως γραπτός λόγος, ευρύτερα προσιτός και αξιόπιστος αφού προσφέρεται στην κοινή προσπέλαση. Και για να έχει κύρος και αξιοπιστία μια λέξη ή ένας γραμματικός τύπος για τους αρχαίους Έλληνες γραμματικούς εξεταζόταν αν «κεῖται ἤ οὐ κεῖται», αν παραδίδεται ή όχι στον γραπτό λόγο που λειτουργούσε ως πρότυπο.
Η σημασία τής επινόησης τού ελληνικού αλφαβήτου γενικότερα για τον πολιτισμό τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση από τον καθηγητή τής φιλοσοφίας τού Harvard και τού Yale Eric Havelock (The Preliteracy of the Greeks. Στο New Literary History, 8 [1977], σελ. 369): «Η επινόηση τού ελληνικού αλφαβήτου –αντίθετα προς όλα τα προηγούμενα συστήματα, συμπεριλαμβανομένου και τού φοινικικού– απετέλεσε στην ιστορία τού ανθρώπινου πολιτισμού ένα γεγονός, τού οποίου η σπουδαιότητα δεν έχει πλήρως κατανοηθεί ακόμη και μέχρι σήμερα. Η εμφάνισή τού ελληνικού αλφαβήτου διαχωρίζει όλους τούς πριν από τον ελληνικό (“pre-Greek”) πολιτισμούς από εκείνους που ακολουθούν μετά τον ελληνικό πολιτισμό («post-Greek»)».
Το ότι χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες γραφές στον ελλαδικό χώρο (γραμμική γραφή Α, γραμμική γραφή Β, κυπρομινωϊκή γραφή, κυπριακό συλλαβάριο, αλφαβητική γραφή) δείχνει την αγωνία των Ελλήνων να εκφρασθούν γραπτώς, με προφανή επίγνωση ότι χωρίς τη γραφή καμιά ανθρώπινη, απαιτητική από τη φύση της, δραστηριότητα δεν μπορεί να υποστηριχθεί και να έχει ευρύτερα αποτελέσματα σε χρόνο, σε χώρο και σε έκταση. Το ότι άλλαξαν σύστημα και υιοθέτησαν ένα πρότυπο ξένο στην προέλευσή του αλλά ριζικά επεξεργασμένο σε όλη του την έκταση και σταδιακά πλήρως προσαρμοσμένο στην δομή τής ελληνικής γλώσσας απαιτεί πνευματική τόλμη και εγρήγορση. Δεν αλλάζεις εύκολα ένα από τη φύση του συντηρητικό θεσμό που είναι ο τρόπος γραφής, για να περάσεις σε μια τελείως διαφορετική γραφή και ως μορφή και ως σύστημα : να περάσεις από μια συλλαβογραφική γραφή (τη γραμμική Β) σε μια φθογγογραφική συμφωνογραφική γραφή (το φοινικικό σύστημα) που οι Έλληνες μετέτρεψαν στο πρώτο πραγματικό αλφάβητο. Κατά τα λόγια τού έγκριτου σημιτολόγου καθηγ. John Healey «πραγματικό αλφάβητο (a true alphabet) ετέθη για πρώτη φορά σε λειτουργία από τους Έλληνες, ένα αλφάβητο στο οποίο δηλώνονταν όχι μόνο τα σύμφωνα αλλά και τα φωνήεντα». [J. Healey, The Early Alphabet ( στο συλλογικό έργο τού J. Hooker [εκδ.], Reading the Past, 1990, σελ. 232]
Το κίνητρο που οδήγησε στην αλλαγή αλφαβήτου ήταν η άμεση ανάγκη καταγραφής τού πλούσιου προφορικού λόγου στη φιλοσοφία, στην ποίηση, στην ιστορία, στο θέατρο, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση και εξίσου πιεστικά στη δημόσια διοίκηση (νόμους, θεσμούς, αποφάσεις, ψηφίσματα, συμφωνίες κ.λπ.). Επειδή δε όλες αυτές οι διαδικασίες και οι μαθήσεις διέπονταν από ένα διάχυτο δημοκρατικό πνεύμα, απαιτείτο να είναι προσιτές σε όλους τους πολίτες. Χωρίς το ελληνικό αλφάβητο και την εύκολη χρήση του ο πολιτισμός των Ελλήνων ούτε θα εδραιωνόταν, ούτε θα σωζόταν, ούτε θα γινόταν ευρύτερα γνωστός μέσα και έξω από την Ελλάδα.
Βεβαίως, μιλώντας για γραπτά κείμενα και ελληνική γραφή, αναφερόμαστε πάντοτε στη γλώσσα, εν προκειμένω στην ελληνική γλώσσα που δηλώνεται διά τής γραφής. Αλλά η ίδια η καλλιέργεια τής γλώσσας, τουλάχιστον τής Ελληνικής, δεν θα είχε φτάσει ποτέ στον εκφραστικό πλούτο και στο υψηλό επίπεδο καλλιέργειας που την διακρίνει, αν δεν είχε περάσει από τη σμίλη τού γραπτού λόγου με προϋπόθεση ένα λειτουργικό αλφάβητο που την αποτυπώνει εύκολα, γρήγορα και ποιοτικά, με ακρίβεια και πληρότητα.
Η σύνδεση τής γραφής και τού γραπτού λόγου υπήρξε τόσο έντονη στην ελληνική σκέψη, ώστε η όλη ενασχόληση με τη μελέτη τής δομής τής γλώσσας στηρίχτηκε στα γράμματα και ονομάστηκε γραμματική, όρος ο οποίος διά τής Λατινικής (grammatica) πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Κι αυτό γιατί η ενασχόληση με τη γλώσσα, την ανάλυση και τη λειτουργία της, βασίστηκε στα γραπτά κείμενα, σε ό,τι έχει γραφεί. Η ίδια η ονομασία κείμενο στην αντίληψη των Ελλήνων είναι «ό,τι κείται», ό,τι υπάρχει ως γραπτός λόγος, ευρύτερα προσιτός και αξιόπιστος αφού προσφέρεται στην κοινή προσπέλαση. Και για να έχει κύρος και αξιοπιστία μια λέξη ή ένας γραμματικός τύπος για τους αρχαίους Έλληνες γραμματικούς εξεταζόταν αν «κεῖται ἤ οὐ κεῖται», αν παραδίδεται ή όχι στον γραπτό λόγο που λειτουργούσε ως πρότυπο.
Η σημασία τής επινόησης τού ελληνικού αλφαβήτου γενικότερα για τον πολιτισμό τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση από τον καθηγητή τής φιλοσοφίας τού Harvard και τού Yale Eric Havelock (The Preliteracy of the Greeks. Στο New Literary History, 8 [1977], σελ. 369): «Η επινόηση τού ελληνικού αλφαβήτου –αντίθετα προς όλα τα προηγούμενα συστήματα, συμπεριλαμβανομένου και τού φοινικικού– απετέλεσε στην ιστορία τού ανθρώπινου πολιτισμού ένα γεγονός, τού οποίου η σπουδαιότητα δεν έχει πλήρως κατανοηθεί ακόμη και μέχρι σήμερα. Η εμφάνισή τού ελληνικού αλφαβήτου διαχωρίζει όλους τούς πριν από τον ελληνικό (“pre-Greek”) πολιτισμούς από εκείνους που ακολουθούν μετά τον ελληνικό πολιτισμό («post-Greek»)».
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2 Νοεμβρίου 2014
Αγωγή προφορικού λόγου
Σ' έναν πολιτισμό τού γραπτού λόγου, όπως είναι ο σύγχρονος πολιτισμός που επιδιώκει τη διάδοση τής πληροφορίας σε ευρύτατα πληθυσμικά στρώματα, ο προφορικός λόγος τείνει όλο και περισσότερο να συρρικνωθεί. Το ίδιο έχει συμβεί και στο ελληνικό σχολείο. Διδάσκεται, κυρίως και στην πράξη, ο γραπτός λόγος με έμφαση στη σύνταξη γραπτών κειμένων (πβ. εκθέσεις ιδεών, διαγωνίσματα, εργασίες κ.λπ.). Ο μαθητής ασκείται, κρίνεται και αξιολογείται από τα γραπτά του. Σ' αυτό, βεβαίως, έχουν συμβάλει και η διατηρησιμότητα και αποδεικτικότητα τού γραπτού κειμένου, σε σύγκριση με τα «έπεα πτερόεντα», με την προσωρινότητα τού προφορικού λόγου. Αποτέλεσμα: τα παιδιά μας δεν ασκούνται στην παραγωγή συγκροτημένου προφορικού λόγου, ενώ υποσυνείδητα υποτιμούν την αξία του (σε σύγκριση πάντοτε προς την «αίγλη» και το κύρος τού γραπτού λόγου). Φυσικά, θα ήμουν ο τελευταίος που θα αμφισβητούσα την ανάγκη, το κύρος και την επικοινωνιακή βαρύτητα τού γραπτού λόγου. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι χρειάζεται μια άλλη στάση απέναντι στον προφορικό λόγο και μια συστηματική καλλιέργειά του τόσο στον χώρο τής σχολικής εκπαίδευσης όσο και στον τρόπο τής σκέψης μας.
Στην αρχαιότητα και στο πολίτευμα τής άμεσης δημοκρατίας ο ενεργός ρόλος τού πολίτη στα κοινά τού επέβαλλε να ασκείται στην πράξη - αλλά και θεωρητικά με τους ρητοροδιδασκάλους - στον προφορικό λόγο, ασκώντας διάφορα αξιώματα για τα οποία έπρεπε να λογοδοτήσει (απολογία) στα συλλογικά όργανα ή υποχρεούμενος να υπερασπίσει τον εαυτό του στα δικαστήρια. Σιγά-σιγά, περνώντας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την ισχνή συμμετοχή τού πολίτη στα διάφορα συλλογικά όργανα, ο ρόλος τού προφορικού λόγου περιορίστηκε, με τον γραπτό λόγο να κυριαρχεί στην ευρύτερη και επίσημη μορφή επικοινωνίας. Ετσι, ατόνησε βαθμηδόν το ενδιαφέρον για τον προφορικό λόγο, πράγμα που σταδιακά ίσχυσε και στη σχολική εκπαίδευση.
Ηδη, όμως, γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η υστέρηση στην ικανότητα παραγωγής προφορικού λόγου και υπάρχει μια γενικότερη τάση ενίσχυσής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διδασκαλία τής Ρητορικής σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και η διευρυνόμενη διεξαγωγή ποικίλων μορφών ρητορικών αγώνων. Ωστόσο, αυτό που μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδώσει καρπούς είναι η άσκηση τής αγωγής προφορικού λόγου μέσα στο σχολείο, στο πλαίσιο τού μαθήματος τής γλώσσας. Η καθιέρωση διαλόγων μέσα στην τάξη με θέματα από τη διδασκόμενη ύλη, με τη συμμετοχή περισσοτέρων μαθητών κατά ομάδες και με προδιαγραφές ορθής διεξαγωγής διαλόγου μπορεί να κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν τον προφορικό λόγο. Ετσι, θα καλλιεργήσουν την ικανότητά τους για δημιουργικό προφορικό λόγο, ήτοι λόγο με χρήση επιχειρημάτων - αντεπιχειρημάτων, με επιδίωξη πειθούς, προπάντων με ήθος λόγου (προσοχή στα λεγόμενα τού συνομιλητή, μη παρερμηνείας των λεγομένων του, μη διακοπής τού συνομιλητή, αποδοχής ορθών απόψεων, αξιοποίησης ιδεών, προτάσεων και πληροφοριών από πλευράς τού συνομιλητή).
Παράλληλα με τον διάλογο είναι καλό στο πλαίσιο τής αγωγής τού λόγου να ασκούνται οι μαθητές και στην παραγωγή ατομικού λόγου, προσχεδιασμένου και αυθόρμητου. Είναι αυτή μια άλλη γλωσσική διαδικασία για την ανάπτυξη στρατηγικής και τακτικών επικοινωνίας που περιλαμβάνουν επίσης τη χρήση επιχειρημάτων, την αντίκρουση πιθανών αντεπιχειρημάτων, την πειθώ και το γλωσσικό ήθος ως προς την αλήθεια των λεγομένων, αλλά και την αναγνώριση τής αλήθειας που ενυπάρχει σε αντίθετες θέσεις.
Μια ακόμη γλωσσική διαδικασία αγωγής τού προφορικού λόγου είναι η νοηματική ανάγνωση κειμένων. Πρόκειται για την άσκηση στην απόδοση ενός κειμένου σύμφωνα με «τις οδηγίες» τής στίξης τού κειμένου από τον συντάκτη του ως προς τις μικρές ή μεγάλες παύσεις (κόμματα, τελείες, άνω τελείες) και ως προς τον σχολιασμό τού κειμένου (θαυμαστικό, αποσιωπητικά, λέξεις εντός παρενθέσεων κ.λπ.).
Ειδικότερα σε σχέση με τη γλώσσα όλες αυτές οι μορφές αγωγής τού προφορικού λόγου αποτελούν αναντικατάστατη άσκηση τής γλωσσικής και μαζί τής νοητικής ικανότητας τού μαθητή, αφού απαιτούν υψηλή δηλωτικότητα, νοηματική και γλωσσική αλληλουχία, ποιοτική και αποτελεσματική επικοινωνία. Αυτό δεν γίνεται παρά μόνο με κατάλληλες επιλογές που προσφέρει η γλώσσα σε όλα τα επίπεδά της: λεξιλογικό/σημασιολογικό, γραμματικό και συντακτικό. Γίνεται με την αξιοποίηση καθαρώς γλωσσικών συστατικών και μηχανισμών που πηγάζουν από το προνόμιο τού ανθρώπου όπου γης, την ικανότητά του να μιλάει, δηλαδή τον προφορικό λόγο.
Ο Ferdinand de Saussure, ο ιδρυτής τής σύγχρονης Γλωσσολογίας, είναι αυτός που ανέδειξε τη σημασία και την προτεραιότητα τού προφορικού λόγου (για την ακρίβεια τής «προφορικής ομιλίας») έναντι τού γραπτού και που θεωρητικά επηρέασε πιθανότατα τον Γιάννη Ψυχάρη, ώστε να κηρύξει το προβάδισμα τής προφορικής μας γλώσσας, τής δημοτικής, και να αγωνισθεί για την καθιέρωσή της και ως επίσημης γλώσσας τού γραπτού μας λόγου.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Eφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ , 13 Απριλίου 2014
Νους και γλώσσα
Το να μιλάς για τη γλώσσα μεμονωμένα, χώρια από τη σχέση της με τον νου τού ανθρώπου και με τον κόσμο μας, αδικεί κατάφωρα τη γλώσσα, που δεν νοείται παρά μόνο μέσα στο τρίπτυχο: κόσμος - νους - γλώσσα. Τα όντα που συνθέτουν τον κόσμο μας, συγκεκριμένα και αφηρημένα, υπάρχουν για εμάς ως έννοιες, έτσι δηλαδή όπως τα συλλαμβάνει, τα οργανώνει και τα ταξινομεί ο νους μας με τα δεδομένα των αισθήσεων. Με τη σειρά τους οι έννοιες, στην προσπάθεια τού ανθρώπου να κοινωνήσει τις σκέψεις του, να πάρει και να δώσει πληροφορίες, γίνονται σημασίες, μπαίνουν δηλαδή σε έναν συμβατικό κώδικα επικοινωνίας που είναι η γλώσσα, κάθε φυσική ομιλούμενη γλώσσα. Για να δηλωθούν μάλιστα οι σημασίες («τα σημαινόμενα» των Στωικών) «ντύνονται» με φθόγγους («τα σημαίνοντα»), συναποτελώντας τις λέξεις. Ετσι γεννιέται και λειτουργεί μια δυναμική δημιουργική τριαδική σχέση ανάμεσα στα όντα, τις έννοιες και τις σημασίες (τις λέξεις)· δηλαδή ανάμεσα στον κόσμο, τον νου και τη γλώσσα τού ανθρώπου. Αυτό είναι το προνόμιο τού ανθρώπου, που, από μια άλλη σκοπιά, ορίζεται ως πνεύμα (ψυχή, συνείδηση) και σώμα /ύλη.
Σήμερα που οι γνωσιακές σπουδές (νευροεπιστήμες) έχουν φωτίσει σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία τού εγκεφάλου, όπου εδράζονται όλες οι γνωστικές λειτουργίες, μπορούμε να έχουμε καλύτερη εικόνα για τη σχέση νόησης και γλώσσας. Προτείνω μάλιστα - τηρουμένων πάντα των αναλογιών - να μιλάμε για την ύπαρξη στον άνθρωπο δύο «προσωπικών υπολογιστών», δύο εσωτερικών συστημάτων υλισμικού (hardware) και λογισμικού (software) που συνιστούν τον κόσμο τού πνεύματος (τής νόησης) και τής γλώσσας. Και τα δύο εδράζονται στον εγκέφαλο και λειτουργούν παράλληλα και συμπληρωματικά.
Ο «υπολογιστής τού νου» μας περιλαμβάνει τον εγκέφαλο, ο οποίος αποτελεί το υλισμικό τού νου, και τις σκέψεις, που συνιστούν το λογισμικό τού νου. Ενα τεράστιο πλήθος νευρώνων και συνάψεων, με συνεχείς προσθήκες και απώλειες, συνιστούν το υλισμικό τού νου και στεγάζουν τον χώρο όπου εδράζονται οι διάφορες πνευματικές λειτουργίες (lateralization). Το λογισμικό τού νου, δηλαδή το σύστημα των σκέψεων, συνίσταται από: το εννοιολόγιο - ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός -, δηλαδή τις έννοιες με τις οποίες διανοούμεθα (π.χ. άνθρωπος, γη, ουρανός, νερό, χώμα, αγάπη, κοινωνία, χώρα, λαός, πολύς, καλός, σήμερα, γρήγορα, κοντά κ.λπ.), τις νοητικές κατηγορίες (πρόσωπα, πράγματα, ενέργειες, δράστης, αποδέκτης, ιδιότητες, χρόνος, τρόπος, αιτία κ.λπ.) και τις νοηματικές συνάψεις (νοήματα, νοηματικές ενότητες, νοηματικά σύνολα). Συμπεριλαμβάνονται κανόνες, περιορισμοί (από τις «συνθήκες αληθείας») και ένα πλήθος «προγραμμάτων» που όλα μαζί δημιουργούν το άπειρο των σκέψεών μας.
Ωστόσο, ο υπολογιστής τού νου μας, η νόησή μας θα ήταν άγνωστη έξω από τον εαυτό μας, «βουβή» και ελάχιστα ανεπτυγμένη αν δεν υπήρχε η δυνατότητα τής γλώσσας. Αν δεν συλλειτουργούσε στον άνθρωπο και «ο υπολογιστής τής γλώσσας», με αντίστοιχο υλισμικό και, κυρίως, με αντίστοιχο λογισμικό που να εκφράζει και να αλληλοτροφοδοτείται με τη νόησή μας. Το υλισμικό τού γλωσσικού μας υπολογιστή είναι, φυσικά, πάλι ο εγκέφαλος, το αριστερό ημισφαίριο τού εγκεφάλου. Σ' αυτό εδράζονται τα γλωσσικά κέντρα (Broca, Wernicke κ.ά.), οι γλωσσικές λειτουργίες (εκμάθηση, αποθήκευση, οργάνωση, ανάκληση κ.ά.) αλλά και οι γλωσσικές δυσλειτουργίες (αφασία, δυσλεξία, δυσγραφία κ.ά.). Ιδιαίτερα όμως ενδιαφέρει το λογισμικό τής γλώσσας, που συνιστά στην πράξη και κατεξοχήν ό,τι ονομάζουμε γλώσσα. Στηριζόμενοι στην επιστήμη τής γλώσσας, πρέπει να διακρίνουμε δύο περιοχές τού γλωσσικού μας λογισμικού, τον λόγο και την ομιλία, τη γνώση τής γλώσσας και τη χρήση τής γλώσσας στην επικοινωνία. Στο επίπεδο τού λόγου («προτασιακό επίπεδο») το γλωσσικό μας λογισμικό αποτελείται από το Λεξιλόγιο, τη Γραμματική και τη Σύνταξη, καθώς και από τους κανόνες και τους περιορισμούς με τους οποίους λειτουργούν. Στο επίπεδο τής ομιλίας («υπερπροτασιακό επίπεδο») το γλωσσικό μας λογισμικό παράγει τα κείμενά μας (προφορικά και γραπτά) και συμπεριλαμβάνει ό,τι συνδέεται με αυτά (παραγωγή και πρόσληψη κειμένων, προθέσεις και αποδεκτότητα, σύνδεση με περικείμενα κ.λπ.). Πάλι με κανόνες και περιορισμούς.
Η αντιστοιχία των συστατικών στο λογισμικό των δύο εγγενών υπολογιστών μας δείχνει την άμεση αντιστοιχία σκέψης και γλώσσας. Οι έννοιες που συλλαμβάνουμε με τη σκέψη μας στοιχούν και εκφράζονται γλωσσικά με τις λεξικές σημασίες· οι νοητικές κατηγορίες δηλώνονται γλωσσικά από τις γραμματικές και τις συντακτικές κατηγορίες·οι νοηματικές συνάψεις δηλώνονται γλωσσικά με την εξής αντιστοιχία: τα νοήματα με προτάσεις, οι νοηματικές ενότητες με προτασιακές ενότητες (τις παραγράφους τού γραπτού λόγου) και τα νοηματικά σύνολα με προτασιακά σύνολα, δηλαδή με ό,τι χαρακτηρίζουμε ως κείμενα (προφορικά ή γραπτά). Οπως είναι φανερό, τη δομή και τη λειτουργία τής νόησής μας παρακολουθεί και εκφράζει η γλώσσα μας. Νόηση και έκφραση, σκέψη και γλώσσα συνυπάρχουν και συλλειτουργούν. Με απόλυτη αντιστοιχία που επιτρέπει την ποιοτική έκφραση τής σκέψης ανάλογα με το ενδιαφέρον, τη γνώση, την ικανότητα, την άσκηση και την ευαισθησία που έχει ο καθένας μας στη γλώσσα.
Και μην ξεχνάμε ότι και οι δύο υπολογιστές μας, ο νους και η γλώσσα μας, χαρακτηρίζονται στη λειτουργία τού λογισμικού τους από δύο καίρια καθαρώς ανθρώπινα χαρίσματα: τη δημιουργική ικανότητα και τη δυνατότητα επιλογών στη σκέψη και στη γλώσσα μας.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ , 1 Δεκεμβρίου 2013
Ο γλωσσικός μας πολιτισμός
* Η ενασχόληση με τις λέξεις είναι μια συνάντηση και γνωριμία με τις έννοιες τής γλώσσας
Κάθε πολιτισμός είναι, από τη φύση του, πολυσχιδής. Δεν είναι μόνο ότι περιλαμβάνει δύο άξονες - τον υλικοτεχνικό και τον πνευματικό - αλλά και γύρω από αυτούς αναπτύσσει ποικίλες μορφές. Ετσι, εντός και παράλληλα προς τον υλικοτεχνικό πολιτισμό (Civilization) και τον πνευματικό (Culture) αναπτύσσονται ομόκεντροι κύκλοι που, ως προς τον πνευματικό πολιτισμό, περιλαμβάνουν γλώσσα, ιστορία, θρησκεία, παιδεία, τέχνες και επιστήμες. Αυτό επιτρέπει να μιλάμε για τον χριστιανικό πολιτισμό και τον πολιτισμό τού Ισλάμ, λ.χ., για τον πολιτισμό σε έργα αρχιτεκτονικής, για τον εικαστικό πολιτισμό μιας χώρας, για τον νομικό ή τον πολιτικό μας πολιτισμό κ.ο.κ. Επομένως, κατ' εξοχήν δικαιούται κανείς να μιλάει και για γλωσσικό πολιτισμό: την ιστορία, τις επιδράσεις, τις μορφές που πήρε η γλώσσα μας και το μέγεθος τής συμβολής της στην παιδεία και στην όλη καλλιέργεια τής χώρας.
Ο γλωσσικός πολιτισμός τής Ελλάδας ειδικότερα ευτύχησε σε τρία πεδία: α) Γεννήθηκαν στον τόπο μας μεγάλα πνεύματα που μαζί με τον δυνατό στοχασμό τους ανέπτυξαν και μια καλλιεργημένη γλώσσα που να τον εκφράζει, β) Επινοήθηκε και αναπτύχθηκε ένα εξαιρετικά οικονομικό και λειτουργικό σύστημα γραφής (ελληνικό αλφάβητο) με το οποίο καταγράφηκε και διασώθηκε σε γραπτά κείμενα μεγάλο μέρος τής ελληνικής πνευματικής παραγωγής, γ) Γνώρισε σπουδαία (αν όχι μοναδική) συνέχεια αφού η ίδια η γλώσσα, η Ελληνική, στον ίδιο (για μερικούς αιώνες και σε πολύ ευρύτερο) χώρο, την Ελλάδα, από τον ίδιο λαό, τους Ελληνες, μιλήθηκε χωρίς διακοπή επί 40 αιώνες και γράφτηκε επί 32 αιώνες (με μοναδικό χάσμα την περίοδο 12ο-8ο αι. π.Χ.). Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά (ποιότητα σκέψης - γραπτή παράδοση - συνέχεια) εξασφάλισαν για τον γλωσσικό πολιτισμό μας μια ξεχωριστή θέση που είναι μαζί η δύναμη και η αδυναμία μας. Δύναμη λόγω τού γλωσσικού πλούτου που μας προσπορίζει, αδυναμία λόγω τής υποχρέωσής μας να κατακτήσουμε και να αξιοποιήσουμε αυτόν τον πολιτισμό.
Πόσο γνωρίζουμε, λοιπόν, πόσο αξιοποιούμε και πόσο προάγουμε αυτή τη διάσταση τού πολιτισμού μας; Διδάσκουμε σωστά - που θα πει δημιουργικά - στο σχολείο τον γλωσσικό μας πολιτισμό; Εχουν μια εξοικείωση οι μαθητές μας με τον αρχαίο λόγο (πεζογραφία), με την «παγκοσμιοποιημένη» (για την εποχή της) Αλεξανδρινή Κοινή, με τη γλώσσα τού Ευαγγελίου, τα κείμενα των Βυζαντινών (χρονογράφων, υμνογράφων κ.λπ.) και τη νεότερη λόγια παράδοσή μας και, βεβαίως, με τα δημώδη κείμενά μας (τραγούδια, λογοτεχνία); Γενικότερα, βιώνουν μέσα από τα κείμενα - και όχι πληροφοριακά - τη γλωσσική διαχρονία τής Ελληνικής; Κατανοούν την εξέλιξή της και τη σχέση των παλιότερων και των σύγχρονων Ελληνικών και σε δομικό (φωνολογικό, γραμματικό και συντακτικό) επίπεδο; Εχουν από μόνοι τους, ανευρετικά και ανακαλυπτικά, την ευκαιρία να βιώσουν τις ομοιότητες και τις διαφορές στα διάφορα χρονικά επίπεδα τής γλώσσας μας; Και μια που μαθαίνουν (ευτυχώς) τόσες ξένες γλώσσες και μάλιστα Αγγλικά τούς δίνουμε την ευκαιρία να νιώσουν ποια είναι, λ.χ., η παρουσία τής Ελληνικής στη γλώσσα αυτή;
Γιατί, θα το πω και μ' αυτή την ευκαιρία, η ενασχόληση (ιδίως των νέων) με τις λέξεις δεν είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις για τις λέξεις, αλλά μια συνάντηση και γνωριμία με τις έννοιες τής γλώσσας, αυτές που συνιστούν τα νοήματα και συγκροτούν, τελικά, τη σκέψη μας και την όλη νοητική μας λειτουργία. Οσο καλύτερα, δηλαδή ευρύτερα, βαθύτερα και πληρέστερα, γνωρίζουμε τον γλωσσικό πολιτισμό μας, τον κόσμο τής γλώσσας μας ανά τους αιώνες στις πολλαπλές δηλώσεις και σχέσεις του (κοινωνικές, πολιτικές, πνευματικές, επιστημονικές, παιδευτικές) τόσο περισσότερο ακονίζουμε το μυαλό μας, καλλιεργούμε τη γλωσσική μας ικανότητα και ευαισθητοποιούμαστε απέναντι στην αξιακή λειτουργία τής γλώσσας. Με άλλα λόγια, δεν μελετούμε τη γλώσσα για τη γλώσσα, αλλά για ν' ανακαλύπτουμε με αυτή και μέσα απ' αυτήν έναν άλλο, πολύ ευρύτερο κόσμο, τον πνευματικό πολιτισμό ενός λαού στην ιστορική του διαδρομή που μέσα από τη γλώσσα - τις λέξεις, τις φράσεις, τις λεκτικές δυνατότητες από την ποικιλία των γραμματικοσυντακτικών δομών - και συγχρόνως μέσα από την πραγμάτωσή της σε κείμενα πάσης μορφής μάς αποκαλύπτεται με τον πιο ουσιαστικό, άμεσο και ανάγλυφο τρόπο.
Τέλος, η οικείωση τού γλωσσικού πολιτισμού, όπως κάθε γνώση των μορφών ενός πολιτισμού - και περισσότερο ίσως από τη γνώση άλλων μορφών πολιτισμού λόγω τού ιδιάζοντος χαρακτήρα τής γλώσσας -, οδηγεί σε αυτογνωσία και συνείδηση πολιτισμικής καταγωγής, αφού η γλώσσα είναι κύριο συστατικό ταυτότητας, χωρίς να είναι και το μόνο. Ετσι η γνώση και η συνείδηση τού γλωσσικού πολιτισμού γίνεται ισχυρή εσωτερική δύναμη για να αντιπαλέψει κανείς όψεις αλλοτρίωσης, όπως είναι λ.χ. η γλωσσική παγκοσμιοποίηση με την κυριαρχία μιάς και μόνης ξένης επικοινωνιακής γλώσσας. Γιατί αυτομάτως η γνώση και ο σεβασμός κάθε γλωσσικού πολιτισμού οδηγούν και ενισχύουν τη γλωσσική πολυμορφία, τη γλωσσική διαφορετικότητα και διαφοροποίηση, σέβονται δηλαδή την οικολογία τής γλώσσας, εξίσου σεβαστή και σημαντική όπως η οικολογία τής φύσης ή η οικολογία τού ανθρώπου. Η γλώσσα ήταν και είναι όχημα αλλά συγχρόνως και φορέας και δημιουργός πολιτισμού.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ , 1 Απριλίου 2007
Η δύναμη τής ελληνικής γλώσσας
* Γύρω από κάθε βασική ελληνική λέξη σχηματίζονται πολλοί ομόκεντροι λεξιλογικοί κύκλοι
Υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής μιας γλώσσας γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική που κάθε λεξική της οικογένεια - από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής - έχει ένα πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλ. ο μέσος μορφωμένος Ελληνας, γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων. Ο,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει μόνο να κάνει με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τους υψηλούς βαθμούς παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
Θα εστιάσω τον λόγο σε ένα μόνο παράδειγμα γλωσσικής οικογένειας, το παράδειγμα τού (αρχαίου και νέου) οίκος. Ως πρώτο συνθετικό το οίκος έδωσε το αρχαίο οικογενής, «ο γεννημένος και αναθρεμμένος σε συγκεκριμένο οίκο», απ' όπου το αρχαίο και νεότερο (με άλλη, τη σημερινή σημασία) οικογένεια. Το νεότερο οικογένεια έδωσε παράγωγα και σύνθετα που δεν απαντούν στην αρχαία: οικογενειακός, οικογενειάρχης και οικογενειοκρατία. Ας σημειωθεί ότι η λέξη οικογένεια με τη σημερινή σημασία της αναβίωσε μόλις από τις αρχές τού 19ου αιώνα, για να αντικαταστήσει την ξενική λέξη φαμίλια, που ήταν η μόνη που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Από το οίκος προήλθαν και τα αρχαία και νέα οικοδεσπότης και οικοδέσποινα. Στην αρχαία χρησιμοποιήθηκαν και παράγωγα που δεν επιβίωσαν: οικοδεσποσύνη, οικοδεσποτεία, οικοδεσποτώ, οικοδεσπότησις και οικοδεσποτικός. Αρχαίο και νέο το οικοδίαιτος. Νεότερα μόνο το οικοδιδάσκαλος και οικοδιδασκάλισσα. Αρχαία και νέα τα οικοδόμος, οικοδομώ, οικοδομή, οικοδόμημα, οικοδόμηση και οικοδομικός. Νεότερο μόνο το οικοδομήσιμος και μόνο αρχαία τα οικοδομημάτιον, οικοδομητέον, οικοδομητικός, οικοδομία, οικοδομιστήριος και οικοδομεύς που όπως και το οικοδόμος σήμαιναν στην αρχαία ιδίως τον «αρχιτέκτονα». Τα σύνθετα οικοκυρά (απ' όπου το νοικοκυρά), νοικοκύρης, οικοκυρικός και οικοκυροσύνη (νοικοκυροσύνη) είναι μόνο νεότερα. Οπως μόνο νεότερα είναι όσα αναφέρονται στον χώρο όπου ζει ένα σύνολο οργανισμών, όπως η λέξη οικοσύστημα (και οικοσυστηματικός) και οικότυπος καθώς και η μελέτη τού οικοσυστήματος, η οικολογία μαζί με τα οικολόγος και οικολογικός. Διαφορετικό είναι το πρόσφατο οικοσελίδα τής πληροφορικής (homepage). Αρχαία και νέα είναι τα οικονόμος, οικονομία, οικονομικός και οικονομώ. Ωστόσο, έναντι δύο συνθέτων οικονόμημα και οικονόμισσα που δεν επιβίωσαν στη νεότερη Ελληνική, ένα πλήθος συνθέτων και παραγώγων πλουτίζουν τη Νέα Ελληνική: οικονομικά, οικονομολόγος, οικονομολογία, οικονομετρία, οικονομετρικός, οικονομισμός, οικονομικότητα, οικονομοτεχνικός, οικονομικοπολιτικός μαζί με τα αρνητικής σημασίας οικονομικιστικός και οικονομίστικος. Αρχαία και «χαρακτηριστικά» νεοελληνικά το οικόπεδο· το ίδιο και το οικοπεδικός. Οι Νεοέλληνες όμως προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Πλάσαμε το οικοπεδοφάγος, το οικοπεδούχος και το ρήμα οικοπεδοποιώ (απ' όπου και οικοπεδοποίηση)! Νεότερα και τα οικόσημο και οικοσημολογία. Αρχαία και νέα τα: οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος (αλλά μόνο νεότερο το οικοτροφείο). Νεότερο το οικοτεχνία και πολύ πρόσφατα τα οικοτουρισμός και οικοτουρίστας. Αρχαία και νέα τα οικουμένη και οικουμενικός, νεότερο το οικουμενισμός. Αρχαίο και νέο το οικουρώ, ενώ μόνο αρχαία τα οικουρός, οικουρία, οικουρικός, οικούριος.
Από το έξοχο «Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής» τού αείμνηστου καθηγητή τής Γλωσσολογίας Γ. Κουρμούλη που επανεκδόθηκε εφέτος φωτομηχανικώς στις εκδόσεις Παπαδήμα, λεξικό στο οποίο οι λέξεις είναι κατατεταγμένες αλφαβητικώς από το τέλος προς την αρχή, και από τα πολύτιμα στατιστικά στοιχεία που περιέχει, μαθαίνουμε (σελ. 746) ότι στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται 52 σύνθετα τού οίκος (τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο Αντίστροφο Λεξικό τής αρχαίας Ελληνικής των Paul Kretschmer και Ernst Locker), από τα οποία 14 είναι νέα (12 από αυτά έχουν παραδοθεί και 2 είναι νεότερα). Πρόκειται για τα: οίκος, φερέοικος, περίοικος, ένοικος, σύνοικος, άποικος, έποικος, πάροικος, δουλοπάροικος, αγροίκος, κάτοικος, εγκάτοικος, συγκάτοικος και μέτοικος. Στην αρχαία μαρτυρούνται επιπλέον σύνθετα όπως άοικος, νέοικος, αερίοικος, ωλεσίοικος, ορεσίοικος, πλησίοικος, σωσίοικος, φιλίοικος, μόνοικος, ομόοικος, φθορόοικος, εύοικος, ουρανοκάτοικος κ.ά. Στη Νέα Ελληνική παραδίδονται 18 ρήματα σε -οικώ: διοικώ (συνδιοικώ, κακοδιοικώ), περιοικώ, ενοικώ, συνοικώ, αποικώ, εποικώ, παροικώ, αγροικώ (γροικώ, κρυφαγροικώ, καλογροικώ), κατοικώ (εγκατοικώ, συγκατοικώ, ιδιοκατοικώ), μετοικώ. Στην αρχαία μαρτυρούνται 32 τέτοια σύνθετα με τη μεγάλη ποικιλία προρρηματικών (προθέσεων σύνθετων με ρήματα), όπως λ.χ. διοικώ, παραδιοικώ, μεταδιοικώ, εκδιοικώ, συνδιοικώ, προδιοικώ, προσδιοικώ - κατοικώ, εγκατοικώ, συγκατοικώ, επικατοικώ, προκατοικώ, συνεισκατοικώ.
Ο κατάλογος θα γίνει πολύ μακρύς αν περάσουμε στα οικία (οικίσκος, οικιακός), οικείος (οικειότης, εξοικειώνομαι, οικειοποιούμαι), εποικίζω, οικιστής, οικισμός κ.ο.κ. μαζί με τα σύνθετα και τα παράγωγά τους.
Οπως είναι φανερό, γύρω από κάθε βασική ελληνική λέξη σχηματίζονται πολλοί ομόκεντροι λεξιλογικοί κύκλοι με πλήθος παραγώγων και συνθέτων που εκτείνονται σε μια μεγάλη κλίμακα εξειδίκευσης (τροποποίησης, διεύρυνσης, στένωσης κ.λπ.) τής κύριας σημασίας μιας λέξεως. Το πλήθος των μορφολογικών τύπων (κλιτικών και παραγωγικών καταλήξεων) και η ποικιλία ειδών συνθέσεως κατά σημασιολογικές κατηγορίες και μέρη τού λόγου συνιστούν τη μεγάλη εκφραστική δύναμη τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 15 Σεπτεμβρίου 2002