Η ιστορία της λέξης είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα […] Τούτη η λατινική λέξη έχει σαν αφετηρία, προφανώς, την επιθυμία να ορίσει τα δύο θεμελιώδη γένη, τα δύο φύλα και την αντίθεση μεταξύ τους. Στα αρχαία λατινικά η λέξη δεν είχε άλλο νόημα από αυτό: sexus θα πει «ένα από τα δύο φύλα» ή όπως ο άλλος όρος, secus, που ορισμένες φορές συναντάται στους πρώιμους δημιουργούς δείχνει το γένος, δηλαδή τον διαχωρισμό ή την κατηγορία, άρρεν και θήλυ, άνδρας και γυναίκα. Είναι άσκοπο να αναζητήσουμε στην αρχαιότητα άλλες χρήσεις της λέξης […]
Στη σύγχρονη εποχή, στα μέσα του δέκατου ογδόου αιώνα, νομίζω ότι η λέξη, το όνομα, αρχίζει να χρησιμοποιείται ακριβώς για να δηλώσει ένα από τα δύο γένη, σαν ένα από τα δύο γένη της κοινωνίας να ήταν το φύλο κατ’ αντονομασίαν, το κατ’ εξοχήν φύλο. Σε δημιουργούς των τελών του δεκάτου ογδόου αιώνα και του δεκάτου ενάτου αιώνα ακόμη, ως επί το πλείστον Γάλλους, μπορείτε να συναντήσετε φυσιολογικά τον τύπο «le sexe» σαν θηλυκό· το σεξ είναι το θηλυκό (γένος). Κι έτσι συνέχισε να λειτουργεί το πράγμα τουλάχιστον επί ένα αιώνα, μέχρις ότου μόνο –νομίζω εγώ- μετά τα μισά του περασμένου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες χρήσεις με τη σημασία που δίνουμε σήμερα.
Προφανώς, η σημασία αυτή των όρων «σεξ», σεξουαλικότητα», που σε μας σήμερα συζητιέται τόσο […], προέρχεται από αυτή την ενδιάμεση φάση κατά την οποία το σεξ σήμαινε το θηλυκό γένος. Το σεξ, η σεξουαλικότητα είναι όπως δείχνει αυτή η ετυμολογική παρέμβαση, οι γυναίκες: είναι το θηλυκό εκείνο που δηλώνεται πάντα από το σεξ και τη σεξουαλικότητα. Και τούτο, φυσικά, είναι ανεξάρτητο απ’ οποιαδήποτε μορφή μπορούν να προσλάβουν οι ανθρώπινες σχέσεις: ομοφυλόφιλες, ετεροφυλόφιλες, το ίδιο κάνει· εξακολουθεί να ισχύει γενικά ότι το σεξ δεν είναι τίποτε άλλο από το θηλυκό.
Φυσικά αυτή η τελευταία σημασία, τούτη η τελευταία σημασιολογική εξέλιξη της λέξης «σεξ», εξηγείται μόνο σε συσχετισμό με την πρότερη εξελικτική ανάπτυξη της λέξης έρωτας με την έννοια που τον διακρίνουμε σήμερα, ως «Έρωτα» με κεφαλαία. Μόνο με βάση αυτή την εξέλιξη της λέξης (άγνωστης οπωσδήποτε στους αρχαίους) η οποία διαχωρίζει έναν Έρωτα με κεφαλαία, τον αληθινό έρωτα, τον έρωτα εφ’ όρου ζωής, τον μοναδικό έρωτα, κ.ο.κ. απ’ όλα τα υπόλοιπα, μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε πως ο όρος σεξ έφτασε να έχει νόημα που είναι αυστηρά αντίθετο και συμπληρωματικό: θέλει να πει, «κάνω το ίδιο πράγμα, κάνω να συμβαίνει το ίδιο όπως και στον Έρωτα, αλλά χωρίς Έρωτα», χωρίς αληθινό Έρωτα. […]
Έτσι συνεχίζει να επιβάλλεται η λέξη στις μέρες μας. Εξακολουθούμε να ονομάζουμε σεξ, με περισσότερη ή λιγότερη αποστροφή, με περισσότερη ή λιγότερη μεταρσίωση, εκείνο που ακριβώς είναι το ίδιο με τον Έρωτα, χωρίς όμως αληθινό έρωτα.
Η σημασιολογική εξέλιξη είναι παράλληλη μ’ εκείνη που κάνει την ίδια την έννοια «σώμα» να εξελίσσεται, αρχής γενομένης αυτή τη φορά από τους αρχαίους, σε συσχετισμό και αμέσως μετά την ανάπτυξη της έννοιας της «ψυχής»: […] Όπως το σώμα εξελίσσεται κατ’ απομίμηση και σε αντιπαράθεση με την ψυχή, έτσι και αυτό που αποκαλούμε σήμερα σεξ εξελίσσεται κατ’ απομίμηση και σε αντιπαραβολή μ’ εκείνο που λέγεται αληθινός «Έρωτας» […]
Augustin Garcia Calvo, Τα δύο φύλα και το σεξ: λόγοι περί του ανορθολογικού. Από τον τόμο Φιλοσοφία και Σεξουαλικότητα.
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΞΥ, 2003, σελ. 46-49)