Η επιλογή ύλης, η διαφοροποιημένη διδασκαλία,ο ρυθμός διδασκαλίας, οι ποινές, η επικοινωνία στη σχολική τάξη είναι μερικά ζητήματα παιδαγωγικής και διδακτικής που απασχόλησαν τους Τρεις Ιεράρχες.
Οι Τρεις Ιεράρχες μπορεί να έζησαν τον 3ο αιώνα όμως στα κείμενά τους για την εκπαίδευση των μαθητών, βρίσκει κανείς σύγχρονες διδακτικές και παιδαγωγικές αρχές για την επιλογή ύλης, τον ρυθμό διδασκαλίας,τη διαφοροποιημένη διδασκαλία, τις ποινές, και την επικοινωνία στη σχολική τάξη.
Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα ορισμένες διαχρονικές παιδαγωγικές αρχές των Τριών Ιεραρχών, ξεκινώντας από εκείνες που αφορούν τα προσόντα, τα γνωρίσματα και την προσωπικότητα του δασκάλου. Η τελευταία, κατά τον Χρυσόστομο, διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Μία βασική παιδαγωγική αρχή πρέπει να είναι η ανιδιοτελής αγάπη του δασκάλου προς τους μαθητές του. Ο γνήσιος παιδαγωγός πρέπει να αγαπά τον παιδαγωγούμενο, χωρίς όμως να στοχεύει να κερδίσει οπωσδήποτε ως αντάλλαγμα την αγάπη του.
Πάνω στο ζήτημα αυτό της αγάπης μεταξύ δασκάλου και μαθητή, ο Χρυσόστομος τονίζει με έμφαση: ουδέν γαρ ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν, ως το φιλείν και φιλείσθαι. Το να αγαπάει δηλαδή ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται απ’ αυτόν ανιδιοτελώς, είναι το ουσιαστικό εκείνο στοιχείο που βοηθά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αληθινού δασκάλου είναι το να δείχνει στους μαθητές του πατρική αγάπη και στοργή που να ξεπερνά πολλές φορές κι αυτή των φυσικών του γονιών. Ενθουσιάζεται ο μαθητής, υποστηρίζει ο Γρηγόριος, όταν βλέπει ότι τον πλησιάζει με αγάπη ο δάσκαλός του και δεν τον παραγκωνίζει.
Ο δάσκαλος, λέει ο Χρυσόστομος, πρέπει, επίσης, να διαθέτει απέραντο σεβασμό για την προσωπικότητα του μαθητή. Οι παιδαγωγοί πρέπει να κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα που κάνουν και οι δάσκαλοι της κιθάρας, οι οποίοι αφού πιάσουν τα δάκτυλα των μαθητών τους, τα πλησιάζουν με ηρεμία στις χορδές και τους διδάσκουν να χτυπούν με προσοχή, ώστε ν’ αποκτήσουν την κατάλληλη πείρα. Τους μαθαίνουν έτσι να παράγουν με τα άφωνα δάκτυλα και τις χορδές μουσική γλυκύτερη και πραότερη από κάθε άλλη φωνή.
Άλλη παιδαγωγική αρχή είναι το παράδειγμα του δασκάλου στην εφαρμογή όσων διδάσκει. Επειδή, κατά τον Χρυσόστομο, οι μαθητές αποβλέπουν στην αρετή του δασκάλου, γι’ αυτό πρέπει κι εκείνος να είναι πριν απ’ όλα δάσκαλος του εαυτού του. Ο Βασίλειος από την πλευρά του διευκρινίζει ότι ο δάσκαλος οφείλει να είναι νόμος έμψυχος και κανών αρετής. Ή να μην διδάσκεις ή να διδάσκεις με το παράδειγμά σου, αναφωνεί ο Γρηγόριος˙ διαφορετικά ό,τι χτίζεις με το δεξί σου το χέρι το γκρεμίζεις με το αριστερό. Το να διδάσκει κάποιος μόνο με τα λόγια είναι χαρακτηριστικό του υποκριτή κι όχι του δασκάλου.
Μια τρίτη παιδαγωγική αρχή αφορά στην επιλογή και στην πρόοδο της ύλης. Όσον αφορά στην επιλογή της ύλης ο Βασίλειος λέει ότι, όπως ο κηπουρός παραμερίζει τα αγκάθια για να κόψει τα τριαντάφυλλα, έτσι κι ο σωστός δάσκαλος οφείλει να προσέχει την προσφορά του μορφωτικού αγαθού προς τους μαθητές του, ώστε κι εκείνοι με τη σειρά τους να τρέφονται και να αναπτύσσονται σωστά πνευματικά. Ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι ο δάσκαλος δεν πρέπει να διδάσκει όσα αυτός θέλει, αλλά όσα μπορούν, θέλουν και συμφέρει να μάθουν οι μαθητές του. Και φυσικά, κατά το Βασίλειο, να τα διδάσκει με ευχάριστο τρόπο, γιατί μόνο τότε η γνώση παραμένει μόνιμα. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν το γεγονός ότι ο κάθε μαθητής αποτελεί μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ο δάσκαλος οφείλει να ρυθμίζει τη διδασκαλία του με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι εξίσου ωφέλιμη και αποτελεσματική για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές του.
Όσον αφορά την πρόοδο της ύλης, ο Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι ο μαθητής πρέπει πρώτα ν’ αποκτήσει ασφαλή γνώση των όσων έχει διδαχθεί πριν παρακολουθήσει κατόπιν μια νέα ενότητα, διότι αυτό θα είναι ανιαρό κι επιζήμιο για την πρόοδο του. Γι’ αυτό και ο δάσκαλος οφείλει να διδάσκει κατά ενότητες, αλλά και τα σχολικά βιβλία να είναι γραμμένα με τρόπο σαφή και επαγωγικό.
Η προσθήκη των νέων γνώσεων πρέπει να γίνεται σιγά σιγά και με μέτρο. Ο Γρηγόριος παρομοιάζει το πολύ μάθημα με την έντονη βροχή, που περισσότερο βλάπτει, παρά ωφελεί. Αντίθετα, η σιγανή βροχή εισχωρεί βαθιά στο έδαφος και το κάνει γόνιμο. Ο δάσκαλος, κατά το Βασίλειο, πρέπει να προχωρεί από τα απλούστερα προς τα δυσκολότερα, αφού είναι δύσκολο να διδαχθεί κανείς τα μεγάλα πριν από τα μικρά.
Σύμφωνα με τον Γρηγόριο, ο δάσκαλος πρέπει να έχει γνώσεις ψυχολογίας, έτσι ώστε να μπορεί να διαγνώσει και να καλλιεργήσει τις ψυχικές δυνάμεις του μαθητή. Αναγκαίο, επίσης, είναι το να έχει ακέραιο χαρακτήρα, να είναι αμνησίκακος και καθόλου κενόδοξος. Ο δάσκαλος, κατά τον Χρυσόστομο, δεν πρέπει να δίνει εντολές, όταν είναι ανάγκη να συμβουλεύει, ούτε να συμβουλεύει, όταν είναι ανάγκη να δίνει εντολές, για να μην γίνεται έτσι αντικείμενο χλευασμού από τους μαθητές του. Ωστόσο, όπως λέει κι ο Χρυσόστομος, αυτό θα είναι προκοπή, αν κάποτε οι μαθητές ξεπεράσουν τις εντολές και τις διαταγές, μιας κι όλα μπορούν να κατορθωθούν με τη δική τους ελεύθερη απόφαση κι όχι με τον εξαναγκασμό του δασκάλου.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους Τρεις Ιεράρχες, ο δάσκαλος πρέπει να έχει το χάρισμα της διδασκαλίας, για να διασαφηνίζει τα δυσνόητα εκείνα σημεία του μαθήματος στους παιδαγωγούμενους. Ακόμα πρέπει να έχει μόρφωση, κύρος ή καλή φήμη, ώστε να γίνονται παραδεκτά τα όσα λέει. Κατά το Γρηγόριο, το να επιχειρεί κανείς να εκπαιδεύει άλλους, προτού ο ίδιος εκπαιδευτεί ικανοποιητικά, είναι τολμηρό κι ανόητο.
Αλλά και η παιδαγωγική αρχή της εποπτείας δεν είναι ανακάλυψη των τελευταίων αιώνων. Ήδη από τον 4ο μ. Χ. αιώνα οι τρεις Πατέρες τονίζουν την ανάγκη ο δάσκαλος να μην μεταχειρίζεται κατά τη διδασκαλία γενικότητες, αλλά με παραδείγματα να διασαφηνίζει τα όσα διδάσκει. Αν μάλιστα εκείνος επιθυμεί οι μαθητές να τα εμπεδώσουν, πρέπει να διδάσκει εποπτικά, διότι τα πράγματα είναι ισχυρότερα από τα ονόματα. Εξάλλου από τα πράγματα επινοήθηκαν τα ονόματα. Άξιον αναφοράς είναι το γεγονός ότι τα διδάγματα αυτά τα έχει ενστερνιστεί και η νεώτερη παιδαγωγική. Θεωρείται μάλιστα, όχι σωστά όμως, ότι αυτή τα εισηγήθηκε.
Οι Τρεις Ιεράρχες θίγουν και το πρόβλημα των ποινών στο σχολείο. Όχι μόνο δεν συνιστούν την αλόγιστη επιβολή τους, αλλά γνωρίζουν και το ψυχολογικό φαινόμενο της απώλειας του παιδαγωγικού νοήματός τους, όταν ο μαθητής τις περιφρονεί. Ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι δεν πρέπει πάντοτε ο δάσκαλος να δείχνει επιείκεια. Χρειάζεται και η αυστηρότητα από το δάσκαλο, όταν εκείνος κρίνει ότι είναι απαραίτητη, με γνώμονα το καλό του μαθητή φυσικά και χωρίς να φτάνει σε ακρότητες και υπερβολές.
Ο Βασίλειος αναφέρεται στον έλεγχο των μαθητών που είτε έχουν κάνει παραπτώματα είτε έχουν δοκιμάσει σχολικές αποτυχίες. Αυτός πρέπει να επιχειρείται από το δάσκαλο την κατάλληλη χρονική στιγμή με κίνητρο την πατρική αγάπη και με επιστημονικά επιχειρήματα˙ και πάντοτε να σκοπεύει στη διόρθωση του μαθητή. Το τελευταίο είναι αδύνατον να επιτευχθεί όταν ο δάσκαλος βρίσκεται υπό το κράτος θυμού και οργής. Ο έλεγχος και η επίπληξη για να είναι πραγματικά παιδαγωγικά μέσα, που θα αποβλέπουν στην διόρθωση του παιδαγωγούμενου πρέπει να γίνονται χωρίς τραχύτητα, αλλά με γλυκύτητα, προσήνεια και πραότητα, με ευσπλαχνία, μακροθυμία και ταπεινοφροσύνη.
Συμπληρώνοντας ο Βασίλειος λέει ότι η λεπτότητα του έργου του ελέγχου και της παρατήρησης απαιτεί το χειρισμό του μόνο από τους αρμόδιους, δηλαδή τους εκπαιδευτικούς εκείνους που έχουν συναίσθηση των ευθυνών που έχουν αναλάβει για την αγωγή και την μάθηση των παιδιών. Μπορούν άραγε να σταθούν επάξια στο ύψος των απαιτήσεων του παιδαγωγικού τους ρόλου οι εκπαιδευτικοί εκείνοι που γίνονται φίλοι των μαθητών, μιλώντας μαζί τους στον ενικό ή παίζοντας μαζί τους σφαλιάρες;
Ο Χρυσόστομος, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι το πώς θα συμβουλεύουμε τα παιδιά παίζει σημαντικό ρόλο. Η συνήθεια να τα επιπλήττουμε μπροστά σε άλλους δημοσιοποιώντας ουσιαστικά τα σφάλματα και τα ελαττώματα τους, αποτελεί αντιπαιδαγωγική ενέργεια, η οποία προκαλεί τη βίαιη αντίδρασή τους. Είναι μεγάλη αρετή να συμβουλεύει κάποιος, χωρίς να εκθέτει αυτόν που συμβουλεύει, λέει ο Άγιος Πατέρας.
Κατά το Βασίλειο, η όποια επιτίμηση πρέπει να γίνεται εν συμμετρία δηλαδή να είναι ανάλογη όχι μόνο προς το μέγεθος του παραπτώματος και την ηλικία του μαθητή που το διέπραξε, αλλά και ανάλογη προς την ψυχική του κατάσταση.