Αυτοεκπληρούμενη προφητεία: ένας όρος που ακούμε συχνά. Στην ουσία όλοι γνωρίζουμε τη σημασία του όρου. Πόσοι, όμως, αντιλαμβανόμαστε την ουσία της; Μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στις δικές μας κρίσεις και σχέσεις; Και πώς ακριβώς επιδρά στη σχέση μας με το παιδί;
Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία επινοήθηκε ως έννοια από τον κοινωνιολόγο Robert K.Merton (self-fulfilling prophecy) : ο λανθασμένος ορισμός μιας κατάστασης προκαλεί μια καινούργια συμπεριφορά, η οποία με τη σειρά της μετατρέπει τον αρχικώς ψευδή ορισμό σε πραγματικότητα. Η πρωταρχική λανθασμένη εντύπωση, λοιπόν, μετατρέπεται σε πραγματικότητα, οδηγώντας το υποκείμενο να διεκπεραιώνει τον ρόλο που του δόθηκε, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την (εσφαλμένη και αβάσιμη) πρωταρχική εντύπωση και το άτομο που την εξέφρασε.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένα μωρό γκρινιάζει. Κλαίει. Φωνάζει. Ο γονέας, αδυνατώντας να κατανοήσει τα σημάδια του μωρού ή τους λόγους που φέρεται έτσι, συμπεραίνει πως η συμπεριφορά αυτή οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία του. Το μωρό αποκτάει μια ταμπέλα: είναι γκρινιάρικο. Μεγαλώνοντας, το μωρό συνεχίζει να γκρινιάζει ή να κλαίει ή να τσιρίζει για να δείξει τι θέλει. Ο γονέας αρχίζει να κουράζεται. Ανησυχεί. Απηυδεί. «Σταμάτα να γκρινιάζεις», «Μίλα μου, επιτέλους, δείξε μου τι θες. Γιατί γκρινιάζεις για τα πάντα;», «Πιο γκρινιάρικο παιδί από εσένα αποκλείεται να υπάρχει», «Δεν αντέχω άλλο τις τσιρίδες σου/το κλάμα σου». Η ταμπέλα συνεχίζει να είναι εκεί και αποκτά μεγαλύτερη σημασία τόσο για τον γονέα όσο και για το μωρό. Το μωρό γίνεται νήπιο. Πάει νηπιαγωγείο. Και πλέον ξέρει πως είναι γκρινιάρης. Του το έχουν πει οι γονείς του. Οι παππούδες του. Όλο το περιβάλλον του. Γκρινιάζει, λοιπόν, γιατί αυτόν τον κώδικα επικοινωνίας έχει συνηθίσει με τους οικείους του. Τσιρίζει, γιατί δεν ξέρει πώς αλλιώς να επικοινωνήσει. Κανείς δεν του έδειξε. Παραιτήθηκαν νωρίς, γιατί «έτσι είναι το παιδί μας, τι να κάνουμε;». Φοβάται παράλληλα. Πως για αυτό δεν τον κάνουν παρέα: επειδή γκρινιάζει. Πώς αν πλησιάσει κάποιον, θα τον απορρίψει. Γιατί είναι κλαψιάρης. Γκρινιάζει γιατί αυτός έχει γίνει, πια. Ένας μικρός γκρινιάρης. Και έτσι συνεχίζει την πορεία του. Η ταμπέλα που του δόθηκε από τους σημαντικούς άλλους έχει υιοθετηθεί πλήρως. Η αυτοεικόνα του παιδιού έχει πληγεί.
Δεύτερο παράδειγμα: το καλό παιδί. Μια θετική ταμπέλα αυτή τη φορά. Συνήθως υιοθετείται για το ήσυχο βρέφος, που γίνεται ήρεμο μωρό και συνεχίζει ως υπάκουο και συνεργάσιμο νήπιο. Και από νήπιο γίνεται το παιδί που πάντα κάνει ησυχία, που είναι υπομονετικό, που παραχωρεί τα παιχνίδια του στα άλλα παιδιά, που δεν ζηλεύει το αδελφάκι του, που είναι καλός μαθητής, που ακούει τους γονείς του στα πάντα, που τρώει τα πάντα, κοκ. Είναι εκείνο το παιδί που μπροστά στην ταμπέλα του καλού παιδιού έχει μάθει να παραγκωνίζει τα συναισθήματά του, να υποχωρεί στα θέλω των άλλων, να συνεργάζεται με κάθε κόστος, ώστε να ανταποκριθεί στην εικόνα που οι υπόλοιποι του έχουν ορίσει.
Πίσω από την αυτοεκπληρούμενη προφητεία, συνήθως, κρύβεται ο φόβος. Ο φόβος της απόρριψης, της μη αποδοχής. Ο φόβος πως, αν παρακάμψουμε την ταμπέλα που πλέον μας ορίζει, οι υπόλοιποι δεν θα μας αναγνωρίζουν. Ίσως δεν θα είμαστε αρεστοί σε αυτούς. Ίσως δεν θα μπορούμε να εκπληρώσουμε τον ρόλο που έχουμε αποκτήσει εντός του περιβάλλοντός μας. Και τότε; Τι συμβαίνει εκτός του οικείου μας κύκλου; Πώς μπορούμε να συμπεριφερθούμε και να προχωρήσουμε με νέα, άγνωστη ταυτότητα, εκτός των γνώριμων μονοπατιών;
Οι αρνητικές, αλλά και οι θετικές ταμπέλες που δίνουμε στα παιδιά λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Και βάσει αυτών τείνουν να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους, να συνδιαλέγονται με τους υπόλοιπους, να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις. Οι ταμπέλες τα εμποδίζουν να δουν και να βρουν ποιοι πραγματικά είναι, μιας που κάποιοι άλλοι τις έχουν προβάλλει πάνω τους και τους έχουν πείσει για τον χαρακτήρα τους. Οι ταμπέλες εμποδίζουν και τον γονέα να δει και να γνωρίσει στην πραγματικότητα το παιδί του. Λειτουργούν ως τείχος που εμποδίζει τη διάδρασή τους, την αποτελεσματική επικοινωνία τους, που επιδρά αρνητικά στο δεσμό τους και τον επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό.
Στην ουσία όταν γεννιόμαστε μαθαίνουμε τον εαυτό μας, τα όριά μας, τα χαρακτηριστικά μας, μέσα από τους σημαντικούς άλλους, δηλαδή τους βασικούς μας φροντιστές. Στα μάτια τους, το άγγιγμά τους, την επικοινωνία τους μαζί μας αντανακλάται ο εαυτός μας. Και έτσι συνθέτουμε την αυτοεικόνα μας. Και αναλόγως αυτής μαθαίνουμε να ενεργούμε, να συμπεριφερόμαστε, να εκφραζόμαστε, να αλληλεπιδρούμε. Η γνώμη τους, λοιπόν, παίζει κυρίαρχο ρόλο στην αυτοαντίληψή μας. Πώς να αντικρούσουμε τους οδηγούς μας στην αυτοανακάλυψή μας; Κι έτσι το παιδί τείνει να υιοθετεί τις ταμπέλες, να οδηγείται στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Το αν θα αποδράσει ή όχι από αυτήν την πραγματικότητα, που άλλοι του έχουν ορίσει, είναι περίπλοκο ζήτημα. Άλλα παιδιά, κατά την πορεία προς την ενηλικίωση, αγανακτούν και επαναστατούν, οδεύοντας προς την αντίθετη ακριβώς διαδρομή από εκείνη που οι υπόλοιποι πιστεύουν πως θα οδηγηθούν. Κάποια άλλα θα συνεχίσουν τη διαδρομή εώς τέλους, με τη συμπεριφορά να δικαιώνει τον ρόλο που τους δόθηκε. Και είναι συνήθως αυτά τα άτομα τα οποία έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες καταθλιπτικών επεισοδίων, προβλημάτων εξαρτήσεων, διατροφικών και αγχώδων διαταραχών, καθώς παλεύουν ανάμεσα στο ποιοι είναι και στο ποιοι πιστεύουν πως είναι.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε να εμπλέξουμε στη σχέση μας με τα παιδιά αυτοεκπληρούμενες προφητείες;
Καταρχήν ανοίγοντας τα μάτια μας, το μυαλό μας και την καρδιά μας προς εκείνα. Εξερευνώντας το άγνωστο, νέο άτομο, μαζί του. Αποβάλλοντας στερεοτυπικές εικόνες. Προσπαθώντας να βρούμε την αιτία πίσω από τη συμπεριφορά. Αποφεύγοντας τις ταμπέλες. Μαθαίνοντας να αποδεχόμαστε.
Και αυτός είναι ο όρος-κλειδί στη σχέση μας με το παιδί. Η ολοκληρωτική αποδοχή, τόσο εύκολη και όμορφη ως έννοια, τόσο δύσκολη στην εφαρμογή της. Ας μην ξεχνάμε πως μαζί με το παιδί ξανά ανακαλύπτουμε και τον εαυτό μας, έρχονται στην επιφάνεια δικές μας ξεχασμένες επιθυμίες και απωθημένα τραύματα. Αναγνωρίζοντας τα δικά μας συναισθήματα και μαθαίνοντας να τα επικοινωνούμε αποτελεσματικά, μαθαίνουμε στη συνέχεια να ακούμε και τα συναισθήματα του παιδιού, να εντοπίζουμε ανάγκες, να ανακαλύπτουμε το ίδιο το παιδί. Ο γονέας διαδρά με το ίδιο το παιδί και τις συμπεριφορές του στο τώρα, και όχι με μια προκαθορισμένη εικόνα που έχει ο ίδιος στο μυαλό του. Η εμπιστοσύνη που καλλιεργείται έτσι στο παιδί, του δίνει την αίσθηση και την ασφάλεια πως ο γονέας μπορεί να το καταλάβει. Κι έτσι το παιδί ανθίζει πέρα από ταμπέλες και προχωράει στο δικό του δρόμο, χωρίς να εμποδίζεται από αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Και ο δεσμός με τον γονέα παραμένει ζωντανό στήριγμα στο δρόμο του.