Όταν ο Σουλτάνος Μαχμούτ και τα μέλη της κυβέρνησης του πληροφορήθηκαν την ελληνική επανάσταση συνεδρίασαν γιατί φοβήθηκαν ότι θα ξεσπούσε και στην πρωτεύουσα τους. Αφού ακούστηκαν πολλές γνώμες πήρε τον λόγο ο καπουδάν πασάς: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, ο μόνος τρόπος για να συγκρατήσουμε τους ραγιάδες της Πόλης είναι να τους εξοντώσουμε παντελώς».
«Πώς θα γίνει αυτό;»«Θα ξεσηκώσουμε στρατό και όχλο μια νύχτα, με συνθήματα που θα έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων, και θα σφάξουμε όλους τους Ρωμιούς της Πόλης».
Την πρόταση του πασά επικρότησε αμέσως και ο Χαλέτ εφέντης. Ο σουλτάνος την άκουσε με προσοχή και ενδιαφέρον. Ίσως και να την αποδεχόταν, αν δε ζητούσε τον λόγο ο μεγάλος βεζίρης, δηλαδή ο πρωθυπουργός: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, η σφαγή αθώων δεν είναι λύση γιατί δεν είναι δίκαιη».
Την ίδια γνώμη είχε και ο θρησκευτικός οδηγός, ο μούφτης, που επικαλέστηκε το κοράνι. Ο σουλτάνος τελικά υποχώρησε, η πρόταση απορρίφθηκε αλλά δεν συγχώρεσε ποτέ τους δύο «αντιρρησίες». Τις επόμενες ημέρες ο μεγάλος βεζίρης αποκεφαλίστηκε, ενώ ο μουφτής φυλακίστηκε σε κάποιο μπουντρούμι και έμεινε εκεί μέχρι να πεθάνει.
Βέβαια η απόφαση του σουλτάνου δεν σταμάτησε το μένος των Τούρκων της Πόλης με θύματα τους αθώους Έλληνες κατοίκους. Οι Τούρκοι έμπαιναν στα σπίτια των Ελλήνων, βίαζαν, βασάνιζαν και θανάτωναν όποιον έβρισκαν. Τότε ένας φαρμακοποιός βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να αποφύγει τα βασανιστήρια και τον θάνατο, δηλητηρίασε με αρσενικό όλα τα βαρέλια με κρασί που είχε στο κελάρι του και ύστερα αυτοκτόνησε, κόβοντας με ένα ξυράφι τον λαιμό του. Αφού μπήκαν στο σπίτι 200 Τούρκοι και το λεηλάτησαν, όρμησαν στο κρασί για να γιορτάσουν τη νίκη τους. Ήπιαν και πέθαναν όλοι με φρικτούς πόνους.