Στην Αθήνα εμφανίζονταν στους δρόμους συνήθως Κυριακές και γιορτές. Ήταν μια συνηθισμένη παράσταση που έβγαζε τον κόσμο στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και πετούσαν χρήματα στον αρκουδιάρη. Όσοι διαφωνούσαν με την εικόνα του αλυσοδεμένου ζώου, κλείνονταν ξανά στα σπίτια τους και δεν πετούσαν ούτε δραχμή.
Οι πρωταγωνιστές της θλιβερής παράστασης δεν ήταν άλλοι από τους αρκουδιάρηδες και τα θύματά τους, τις αρκούδες που είχαν «εκπαιδευτεί» να χορεύουν στον ήχο του ντεφιού και του τύμπανου. Η αρκούδα ήταν δεμένη από τη ζώνη του με αλυσίδα που κατέληξε στο λαιμό της και φορούσε φίμωτρο. Αυτά τα υπέροχα πλάσματα τα οποία, μέχρι να ψηφιστεί σχετικός νόμος που απαγόρευσε το «έθιμο», ήταν αναγκασμένα να υπομένουν βασανιστήρια, προκειμένου τα αφεντικά τους να αποκομίσουν όσο το δυνατό περισσότερο κέρδος.Τη δεκαετία του 70 η απάνθρωπη παράσταση διακόπηκε με νόμο και οι αρκούδες επέστρεψαν στο φυσικό τους περιβάλλον χάρη στις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Πριν συμβεί όμως αυτό, επί πολλά χρόνια οι αρκουδιάρηδες, κυρίως τσιγγάνοι, περιέφεραν ανενόχλητοι τις αρκούδες που χόρευαν, στους δρόμους των πόλεων ή των χωριών.
Η εκπαίδευση
Όταν ο αρκουδιάρης άρχιζε να χτυπά το ντέφι, το ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες ζώο, ξεκινούσε τον χορό. ΓΙα να μάθει να υπακούει στις εντολές είχε λάβει «ειδική» εκπαίδευση που περιελάμβανε μόνο βασανισμούς.Ο αρκουδιάρης άνοιγε έναν λάκκο, τον γέμιζε με αναμμένα κάρβουνα και τον σκέπαζε με μια λαμαρίνα. Όταν η λαμαρίνα ήταν πια καυτή, έβαζε πάνω την δεμένη αρκούδα και άρχιζε να χτυπά το ντέφι.
Η αρκούδα που δεν μπορούσε να ξεφύγει άρχιζε να σηκώνει εναλλάξ τα πόδια της προκειμένου να μην καεί. Η μέθοδος αυτή επαναλαμβανόταν συνέχεια μέχρι η αρκούδα να συνηθίσει τον ρυθμό. Έτσι όταν έβγαινε στους δρόμους, με το που άκουγε το ντέφι άρχιζε να κάνει τις ίδιες κινήσεις, όπως στη λαμαρίνα.
Το νούμερο του αρκουδιάρη με την αρκούδα παρουσιαζόταν σε πλατείες και δρόμους. Ο ρυθμός δεν ήταν συγκεκριμένος, αλλά συνήθως ο αρκουδιάρης τραγουδούσε το «Σήκω χόρεψε κουκλί μου…». Η λέξη «σήκω» ήταν γνωστή στην αρκούδα αφού περιλαμβανόταν στην εκπαίδευσή της.
Έτσι με τον πρώτο χτύπο του ντεφιού και τη λέξη «σήκω», το ταλαιπωρημένο ζωντανό, στηριζόταν στα πίσω πόδια του και άρχιζε ρυθμικά και εναλλάξ να ανασηκώνει τα πόδια μεταφέροντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Αυτό που έβλεπαν τελικά οι θεατές ήταν την αρκούδα να λικνίζει το σώμα της, δίνονταν την εντύπωση ότι χόρευε.
Οι περισσότερες ήταν αδυνατισμένες, άρα πιο ελαφριές κι έτσι σήκωναν πιο εύκολα τα πόδια τους.
Τέτοιου είδους παραστάσεις απαγορεύτηκαν στην Ελλάδα, παρά το γεγονός οτι το κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων δεν ήταν ακόμη τόσο ισχυρό, όσο σήμερα. Αν και υπήρχαν αντιδράσεις, ήταν σχετικά λίγες και σίγουρα όχι ικανές να επιβάλλουν τη διακοπή της κακομεταχείρισης ενός ζώου για χάρη του θεάματος και του κέρδους τους αφεντικού του.
Σήμερα ο χορός της αρκούδας έχει μείνει ως έθιμο σε κάποιες περιοχές αλλά χωρίς τη συμμετοχή του ζωντανού.
Σύμφωνα με το Δασικό Κώδικα, άρθρο 258, παρ. 2ε και 2ζ, Ν.Δ. 86/69, απαγορεύονται ο φόνος, η κατοχή και η έκθεση της αρκούδας σε δημόσια θέα.
Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως την περίοδο των Απόκρεων, ο αρκουδιάρικος χορός χορεύεται από δύο άνδρες, που ο ένας παριστάνει τον αρκουδιάρη κι ο άλλος είναι ντυμένος αρκούδα. Ίσως θέλουν να διατηρήσουν την «παράδοση» και να θυμούνται το θέαμα που ευτυχώς έχει εκλείψει.