αίθουσα < αρχαία ελληνική αἴθουσα στοά (στεγασμένος ανοικτός χώρος, εξωτερικά του σπιτιού, που άναβαν τη φωτιά) < θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος αἴθω (καίω) ως ουσ.
Η λέξη αίθουσα είναι κατ’ ουσίαν το θηλυκό της μετοχής αἲθων του αρχαίου ρήματος αἲθω, που σημαίνει καίω, και προέκυψε από τη φράση αἲθουσα στοά, η οποία δήλωνε τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού, όπου άναβαν τη φωτιά.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.
Η λέξη αίθουσα είναι κατ’ ουσίαν το θηλυκό της μετοχής αἲθων του αρχαίου ρήματος αἲθω, που σημαίνει καίω, και προέκυψε από τη φράση αἲθουσα στοά, η οποία δήλωνε τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού, όπου άναβαν τη φωτιά.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.