Το συκώτι, νεοελληνική εκδοχή του ήπατος, προέρχεται από το μεσαιωνικό συκώτιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερου επιθέτου συκωτός. Το επίθετο αυτό αποσπάστηκε από τη συνεκφορά ήπαρ συκωτόν, δηλαδή «ήπαρ ζώου θρεμμένου μέ σύκα», που ζητούσαν οι αγοραστές συκωτιού ως καλής ποιότητας στο Βυζάντιο, και αντικατέστησε σε γενικές γραμμές την αρχαία λέξη ήπαρ.
συκώτι < μεσαιωνική ελληνική συκώτι < συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν < φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) < συκωτός (θρεμμένος με σύκα) < σύκον
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.
συκώτι < μεσαιωνική ελληνική συκώτι < συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν < φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) < συκωτός (θρεμμένος με σύκα) < σύκον
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.