Είναι τόσο εύκολο να ξέρουμε τι συμβαίνει στο παιδί μας, όταν αυτό είναι μικρής ηλικίας. Τα μικρά παιδιά συνήθως μιλάνε για τη μέρα τους, κάνουν ερωτήσεις και βασίζονται στους γονείς τους για τα περισσότερα θέματά τους. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, γίνονται πιο επιφυλακτικά και κρατάνε περισσότερα πράγματα για τον εαυτό τους.
Πώς μπορείτε λοιπόν να κρατήσετε ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας με το παιδί σας και να ξέρετε τι γίνεται στην καρδιά του;
Εδώ σας δίνω τέσσερις βασικές ιδέες με τις οποίες μπορείτε να ξεκινήσετε εφαρμόζοντας ήδη από το δημοτικό σχολείο, ώστε όταν το παιδί σας φτάσει στην εφηβεία να είναι απλώς φυσιολογικό ότι έχετε αυτό το στυλ επικοινωνίας. Αν πάλι το παιδί σας είναι ήδη στην εφηβεία, μην ανησυχείτε, ποτέ δεν είναι αργά για να μάθετε τι γίνεται στην καρδιά και το μυαλό του.
1. Αποσυνδεθείτε (από τα ηλεκτρονικά) και Συνδεθείτε (συναισθηματικά)
Πολλές φορές οι γονείς ξεχνιούνται με το κινητό τους, το τάμπλετ τους, ή κάποιο άλλο ηλεκτρονικό ‘εργαλείο’ ζωής και όταν το παιδί τους μπαίνει στο σπίτι το χαιρετάνε χωρίς καν να σηκώσουν τα μάτια τους από αυτό που κάνουν. Έτσι όμως, ο γονιός χάνει πολλές πληροφορίες. Η πολύ απλή κίνηση του να σηκώσει το κεφάλι από το κομπιούτερ ή το κινητό και να κοιτάξει το παιδί του στα μάτια προσφέρει πολλές πληροφορίες: το παιδί μπορεί να έρθει στο σπίτι και να δείχνει αγχωμένο, στεναχωρημένο, θυμωμένο, φουρτουνιασμένο… Αν δεν πει κάτι, ο γονιός που ασχολείται με τα ηλεκτρονικά του δε θα αντιληφθεί τίποτα και θα χάσει μια σημαντική στιγμή επικοινωνίας και επαφής με το παιδί του. Αποσυνδεθείτε λοιπόν από τα ηλεκτρονικά και συνδεθείτε με το παιδί σας συναισθηματικά.
2. Δείξτε γνήσιο ενδιαφέρον
Κάντε ερωτήσεις που ‘σηκώνουν συζήτηση’ και δεν απαντιούνται με ένα απλό ναι ή όχι. Πολλοί γονείς φοβούνται να κάνουν ερωτήσεις στα παιδιά τους επειδή πιστεύουν ότι το παιδί τους θα θυμώσει μαζί τους ή δε θα τους απαντήσει. Πράγματι, ένας έφηβος μπορεί να μην απαντήσει (όχι από κακία, αλλά επειδή θέλει να κρατήσει την ιδιωτικότητά του και την αίσθηση ότι είναι κύριος του εαυτού του), αλλά σίγουρα καταγράφει το γεγονός ότι ο γονιός του κάνει ερωτήσεις.
Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Επειδή δείχνει ότι ο γονιός ενδιαφέρεται. Άσχετα αν το παιδί απαντήσει ή όχι. Ξεκινήστε με γενικές ερωτήσεις, που δεν απειλούν την αίσθηση αυτονομίας του παιδιού σας και δεν το κάνουν καχύποπτο. «Πώς ήταν η μέρα σου σήμερα;», «Με ποιους έπαιξες;», «Με ποια παιδιά σου αρέσει να κάνεις παρέα;», «Έγινε κάτι ενδιαφέρον στην τάξη σου σήμερα;», «Ποιος από τους φίλους σου έχει την περισσότερη πλάκα;», «Αν είχες να πας στη δουλειά σήμερα, τι είδους εργασία θα διάλεγες;» κλπ. Είναι σημαντικό να κάνετε ερωτήσεις που δεν έχουν σωστή ή λάθος απάντηση, ώστε το παιδί να μπορεί να απαντήσει άνετα. Μπορείτε να απαντήσετε κι εσείς στις ίδιες ερωτήσεις!
Το σημαντικότερο! Η καλύτερη ώρα συζήτησης για τους προεφήβους και τους εφήβους είναι το βράδυ στο κρεβάτι πριν κοιμηθούν. Εκείνη την ώρα πέφτουν οι άμυνες, χαλαρώνουν και η παρουσία της μαμάς δίπλα τους τους θυμίζει ζεστές στιγμές από μικρότερες ηλικίες, οπότε είναι πιθανότερο να ανοιχτούν για συζήτηση. Εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία!
3. Μάθετε να ακούτε
Η έκφραση «έχουμε δυο αυτιά και ένα στόμα για να ακούμε δυο φορές περισσότερο απ’ όσο μιλάμε» ισχύει ιδιαίτερα στην επικοινωνία γονιών-παιδιών! Τις περισσότερες φορές οι γονείς των προεφήβων και των εφήβων εξακολουθούν να επικοινωνούν με το παιδί τους όπως όταν αυτό ήταν σε μικρότερη ηλικία: του κάνουν ερωτήσεις, επιμένουν να πάρουν μια απάντηση, λένε στο παιδί ότι κάνει λάθος (σε ζητήματα υποκειμενικά, όπως στις προτιμήσεις τους στη μουσική, ταινίες, ντύσιμο), το διακόπτουν, το νουθετούν, το προσβάλλουν και προσπαθούν να βρουν λύσεις ή να υποδείξουν στο παιδί τους τι πρέπει να κάνει.
Όλα αυτά λειτουργούν πολύ ωραία με παιδιά μικρότερης ηλικίας, αλλά από την προεφηβεία και μετά αυτό δεν ισχύει! Σε μεγαλύτερες ηλικίες το παιδί θέλει ένα δεκτικό ακροατήριο, έναν γονιό που ακούει και δείχνει κατανόηση, χωρίς να σπεύδει να λύσει το πρόβλημα του παιδιού. Ο γονιός πρέπει να στηρίξει το παιδί και να το βοηθήσει να επεξεργαστεί μόνο του αυτό που το απασχολεί. Το τελευταίο που θέλει το παιδί είναι να ακούσει τον γονιό να του λέει «είδες που σου τα έλεγα;» ή «αυτό που πρέπει να κάνεις είναι…».
4. Καλλιεργήστε την ιδιότητα της υπομονής
Οι περισσότεροι γονείς χάνουν το παιχνίδι της επικοινωνίας με το παιδί τους επειδή δεν ξέρουν να περιμένουν! Είτε χάνουν την υπομονή τους και λένε στο παιδί τους «Αυτά είναι σαχλαμάρες! Άντε να ασχοληθείς με τα μαθήματά σου!» είτε σπεύδουν να δώσουν οι ίδιοι λύση στο πρόβλημα του παιδιού τους και να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στην πρώτη περίπτωση, ο γονιός ακυρώνει το παιδί του όταν του λέει ότι «αυτά είναι σαχλαμάρες». Ίσως για τον γονιό να μην είναι κάτι σημαντικό, αλλά για το παιδί του είναι, άρα και ο γονιός θα πρέπει να το αντιμετωπίσει έτσι.
Εξίσου λανθασμένο είναι να προσπαθεί ο γονιός να λύσει το πρόβλημα του παιδιού του. Έτσι δίνει το μήνυμα στο παιδί του ότι είναι ανίκανο και ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή του. Όταν όμως ο γονιός έχει την υπομονή να ακούσει προσεκτικά τι έχει να του πει το παιδί του, χωρίς να το κρίνει και να το κατακρίνει, αλλά βοηθώντας το να επεξεργαστεί το πώς νιώθει και τα δεδομένα της κατάστασης, όταν το στηρίζει και το ενθαρρύνει, τότε το παιδί μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να αντιμετωπίσει τα θέματα που το απασχολούν.