Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι μαθητές στα πιο πολλά σχολεία υπέφεραν από τις παιδαγωγικές μεθόδους των δασκάλων, από τους οποίους αρκετοί ήταν εντελώς ακαλλιέργητοι, σχεδόν ανήμερα θηρία.
Για να συνετίσουν τους μαθητές και να τους «κάνουν ανθρώπους», τους έδερναν με βέργες ώσπου να ματώσουν οι παλάμες τους, τους τραβούσαν τα αυτιά, τους κλοτσούσαν, τους υποχρέωναν να γονατίζουν επάνω σε μυτερά αντικείμενα και τους τυραννούσαν με κάθε τρόπο.Ωστόσο, υπήρχαν και πιο «ανώδυνες» τιμωρίες, όχι λιγότερο προσβλητικές, όπως το φτύσιμο και το μουτζούρωμα του προσώπου.
Το 1867 μια εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας αναφερόταν στη νηστεία, ως ποινή που συντελεί στον σωφρονισμό των παιδιών από τον δάσκαλο, όταν αυτός έκρινε ότι οι άλλες ποινές δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνιστούσε, βέβαια, να μη γίνεται κατάχρηση αυτού του είδους της τιμωρίας, γιατί πολλοί άφηναν με απάνθρωπο τρόπο τους τιμωρημένους χωρίς τροφή όλη την ημέρα, ενώ εκείνοι έτρωγαν μπροστά τους, χωρίς να σκέφτονται τα ολέθρια αποτελέσματα που είχε για την υγεία τους η ασιτία.
Το 1901 τέθηκε το ζήτημα των σωματικών ποινών για τα κορίτσια, ο αριθμός των οποίων είχε αρχίσει να αυξάνεται στα σχολεία. Θεωρήθηκε λοιπόν ότι έπρεπε να επιτραπούν οι σωματικές ποινές για τις μαθήτριες, με το επιχείρημα ότι πρέπει να επικρατούν και στα σχολεία θηλέων η αναγκαία πειθαρχία και η τάξη, αν ήθελαν οι μέλλοντες σύζυγοι να είναι απαλλαγμένοι από τις ιδιοτροπίες των συζύγων τους. Και αυτό θα επιτυγχανόταν αν ήταν ελεύθερα τα «χέρια των δασκάλων».
Αυτές οι μέθοδοι πάντως δεν ίσχυαν μόνο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Εφαρμόζονταν για πολλές δεκαετίες στα σχολεία της χώρας μέχρι να έρθει ο καιρός που η σωματική τιμωρία σε βάρος των μαθητών θα γινόταν απολύτως καταδικαστέα από την ελληνική κοινωνία.