Κοινές ρίζες αλλά διαφορετικό παρόν και μέλλον ορίζει τους ορθόδοξους και τους καθολικούς. Εδώ και 961 χρόνια Δυτική και Ανατολική Εκκλησία βαδίζουν χωριστά και σε κάθε ευκαιρία τονίζουν τις διαφορές τους, οι οποίες νομοτελειακά οδήγησαν στο Σχίσμα του 1054. Διαφορές βαθύτατα θεολογικές, εκκλησιαστικές αλλά και πολιτικές, που παρά τις προσπάθειες που έγιναν ανά τους αιώνες δεν γεφυρώθηκαν και υπενθυμίζουν μέχρι σήμερα ένα θεμελιώδες ρήγμα που δεν επουλώθηκε ποτέ.
Η δογματική διαφωνία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (Filioque) αλλά και η διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας σε Ανατολή και Δύση ήταν οι αρχικές και σημαντικότερες αιτίες του Σχίσματος. Ιστορικά, ο Πάπας απαιτούσε να έχει ανώτερη εξουσία επί των Πατριαρχών της Ανατολής, ενώ από την πλευρά τους οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική.
Η διαίρεση του χριστιανικού κόσμου είχε αρχίσει ήδη από τον 9ο αιώνα και κορυφώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα. Τα γεγονότα του 1054 και η οριστική ρήξη ήταν αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης περιόδου αποξένωσης των δύο Εκκλησιών, ενώ δύο κραυγαλέες επεμβάσεις ενέτειναν τη δυσαρέσκεια και τις κακές σχέσεις και έδωσαν το έναυσμα για τη μεγάλη διαίρεση του Χριστιανισμού.
Η Καρβουνόψινα, η πολιτικοεκκλησιαστική έριδα και η τεταρτογαμία του Λέοντος
Ως πρωτοφανές γεγονός στη βυζαντινή ιστορία – αλλά και μια ενδιαφέρουσα ιστορία που επηρέασε με τον τρόπο της τα γεγονότα που οδήγησαν στο Σχίσμα – μπορεί να χαρακτηριστεί η απόφαση ενός βυζαντινού αυτοκράτορα να στραφεί στον… Πάπα και να παρακάμψει τον Πατριάρχη για την αναγνώριση του γάμου του. Συνοπτικά, η άγνωστη σε πολλούς ιστορία έχει ως εξής:
Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ (886-912) ήθελε να συνάψει και τέταρτο γάμο με τη σύντροφό του και μητέρα του αρσενικού και μοναδικού τέκνου του, Ζωή Καρβουνοψίνα, και αυτό για να επιτευχθεί η νομιμοποίηση του θρόνου για το διάδοχό του. Κάτι τέτοιο όμως απαγορευόταν σύμφωνα με την Ανατολική Εκκλησία. Έτσι, αναζήτησε και πέτυχε την υποστήριξη του Πάπα Σέργιου Γ΄ για την αναγνώριση του γάμου του, απόφαση που οδήγησε σε πολιτικοεκκλησιαστική έριδα, καθώς αποτέλεσε δέλεαρ για την επέμβαση της Δυτικής Εκκλησίας σε θέματα της Ανατολικής.
Η επέμβαση της Δυτικής Εκκλησίας σε θέματα της Ανατολικής
Δεύτερη και πιο καταλυτική επέμβαση που πυροδότησε το Μεγάλο Σχίσμα ήταν η νορμανδική επέκταση στη νότια Ιταλία, όπου διέμεναν αρκετοί Έλληνες. Ο Πάπας Λέων Θ’ είδε σαν ευκαιρία να θέσει την περιοχή υπό τη δική του δικαιοδοσία, όμως μέχρι τότε ήταν εξαρτημένη εκκλησιαστικώς από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Έδωσε τότε εντολή να εισαχθούν στις εκεί εκκλησίες λατινικές λατρευτικές συνήθειες, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου.
Ως ανταπάντηση, ο Πατριάρχης αξίωσε οι λατινικές εκκλησίες τις Κωνσταντινούπολης να ακολουθήσουν ελληνικές λατρευτικές συνήθειες. Έδωσε, μάλιστα, εντολή να κλείνουν αν δεν συμμορφώνονταν.
Οι αφορισμοί και η οριστική ρήξη του 1054
Σάββατο 16 Ιουλίου του 1054: Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας σήμαναν το Σχίσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στο ναό της Αγίας Σοφίας ιερουργούσε ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος τελώντας τη λειτουργία του εσπερινού. Ξαφνικά η λειτουργία διακόπτεται από την είσοδο ενός ευγενούς και της συνοδείας του στο ναό. Ήταν ο απεσταλμένος του Πάπα Λέοντα Θ’, καρδινάλιος Ουμβέρτος, που έφερε μαζί του και άφησε στην Αγία Τράπεζα μια περγαμηνή με την παπική σφραγίδα.
Η περγαμηνή περιείχε ένα κείμενο του Πάπα με ιδιαίτερα βαριές εκφράσεις με τις οποίες αναθεμάτιζε τον Πατριάρχη: «Όστις αν τη πίστει και τη θυσία της Ρωμαϊκής και Αποστολικής Καθέδρας αντιλέγη ανάθεμα έστω και μήτε λεγέσθω Ορθόδοξος αλλά λεγέσθω προζυμίτης και νέος Αντίχριστος». Με τον χαρακτηρισμό του «προζυμίτη», που έδιναν οι Ρωμαιοκαθολικοί στους Ορθοδόξους λόγω της χρήσης προζυμιού στον άρτο της Θείας Ευχαριστίας αποκαλούσε ουσιαστικά τους ακολούθους του αιρετικούς…
Λίγες ημέρες αργότερα ο Πατριάρχης Μιχαήλ ανταποδίδει τον αφορισμό και το Μεγάλο Σχίσμα είναι πλέον γεγονός.
Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του Σχίσματος
Πρωταγωνιστές του Σχίσματος θεωρούνται ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριος (1043-1058) και ο καρδινάλιος Humbert de Mourmontiers.
Ο αδιάλλακτος Πατριάρχης Κηρουλάριος δεν δίστασε να εμπλακεί σε σύγκρουση με τον παπικό θρόνο, όταν επιχειρήθηκε η βίαιη επιβολή των λατινικών εθίμων στις επαρχίες Απουλίας, Καλαβρίας και Σικελίας του οικουμενικού θρόνου. Αλαζόνες και οι δύο, με ισχυρή προσωπική άποψη που δεν άφηνε περιθώρια υποχωρητικότητας, έτρεφαν μεγάλη αντιζηλία μεταξύ τους και αναζητούσαν μόνο αφορμές για να επαναφέρουν στο προσκήνιο όλες τις διαφορές εκείνες που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες.
Οι διαφορές μεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών
Η κύρια διαφορά στην ομολογία πίστεως είναι το Φιλιόκβε (Filioque). Μια λατινική λέξη που σημαίνει «και εκ του Υιού» την οποία η Δυτική Εκκλησία πρόσθεσε στο «Πιστεύω», για να δηλώσει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο εκ του Πατρός αλλά και εκ του Υιού.
Σημαντικές εκκλησιαστικές διαφορές είναι επίσης το παπικό πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα. Το πρωτείο του Πάπα βασίζεται στο πρωτείο που σύμφωνα με τη Δυτική Εκκλησία είχε ο Απόστολος Πέτρος, αφού του το ανέθεσε ο Χριστός, και όταν πέθανε πέρασε στον εκάστοτε επίσκοπο Ρώμης. Το αλάθητο του Πάπα απορρίπτεται από τις λοιπές χριστιανικές ομολογίες. Σύμφωνα με τους καθολικούς, όταν ο Πάπας διδάσκει ως υπέρτατος ποιμένας όλης της Εκκλησίας σε θέματα δόγματος, το Άγιο Πνεύμα τον προστατεύει.
Οι καθολικοί κληρικοί, επίσης, είναι άγαμοι, ανεξάρτητα από το βαθμό τους, ενώ οι ορθόδοξοι μπορούν να επιλέξουν. Συνήθως είναι άγαμοι, όταν έχουν βαθμό, ενώ έγγαμοι είναι οι κατώτεροι κληρικοί.
Τέλος, διαφορές εντοπίζονται στη Λειτουργική. Στη Θεία Ευχαριστία οι καθολικοί προσφέρουν άζυμο άρτο, ενώ οι ορθόδοξοι ζυμωμένο άρτο. Στη βάπτιση, η ορθόδοξη Εκκλησία βαφτίζει διά καταδύσεως, ενώ η καθολική ρίχνει νερό στο κεφάλι του βαπτιζομένου.