Πολλές φορές, αντί ν αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου με ασβόλη, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς. Και απ εδώ έχει και την αρχή της η φράση: «έτσι κι έτσι κόκκινος, κι έτσι κατακόκκινος», που τη λέμε για τους απελπισμένους και που δεν έχουν ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα.
Όταν, επίσης, κατά την ανάκριση αποδειχθεί κανείς αθώος, τότε παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος είναι μαυροπρόσωπος. Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου. Για τη φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», υπάρχουν και οι εξής άλλες εκδοχές: Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν ένα συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.
Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα. Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του.
Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος»
-Μια άλλη εκδοχή που την αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης (μελέτες και διηγήματα, τόμος 7ος σελ. 505, έκδοση Εταιρ. Ελλην. Εκδόσεων) λέει τα εξής:
«Της αρβανιτικής παροιμιακής ευχής «ασπροπρόσωποι» «φακέ μπάρνα» (φράση γνωστή και στους Σουλιώτες), ο μύθος που μας δίνει ο Τερτσέτης φαίνεται υστερόχρονα φτιαγμένος. Ένας μπέης Αρβανίτης πριν κινήσει για τον πόλεμο, παράγγειλε στον τσέλιγκα του να προσέχει το κοπάδι. Γύρισε ο Μπέης από τον πόλεμο κι ο τσέλιγκας του πήγε για χαιρετισμό λίγες βιδούρες γιαούρτι. «Τι κάνει το κοπάδι ρώτησε ο Μπέης; «Αφέντη, όταν κίνησες με το καλό, φάγαμε απ' τη χαρά μας μας κάμποσα σφακτά, ύστερα μαθαίνοντας τις νίκες σου φάγαμε από τη χαρά μας άλλα τόσα, χτες πάλι μαθαίνοντας τον καλό σου ερχομό χαρήκαμε και τα άλλα». Ο Μπέης ακούγοντας αυτά, άδειασε τις βιδούρες στο κεφάλι του τσέλιγκα. Τότε αυτός τρέχοντας στο παζάρι φωνάζει: «Ασπροπρόσωπος, ασπροπρόσωπος». (Γ.Τερτσέτη, λόγος 25ης Μαρτίου 1872 σελ. 25).
- ’λλη παραλλαγή λέει πως ο Οδ. Ανδρούτσος κάποτε περίχυσε τον Κωλέττη σε κάποιο τραπέζι, όπου δειπνούσαν μαζί στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Παραπλήσιες ερμηνείες δίνονται και από το Ν. Πολίτη στο έργο του «Παροιμίαι Ελληνικού λαού» Β' Τόμ. σ. 548, που έχουν σαν βάση τους άλλους μύθους».
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.