Ο Ρόκκος Χοϊδάς ήταν δικαστικός και πολιτικός. Διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς του αγώνες τον 19ο αιώνα και από πολλούς ερευνητές θεωρείται ως ένας από τους πρώιμους σοσιαλιστές του ελληνικού χώρου. Ο ίδιος σε μία αγόρευσή του στη Βουλή είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «κοινωνιστής».
Γεννήθηκε το 1830 στην Πρόνοια Ναυπλίου και καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Κρήτης, που είχε εγκατασταθεί στην Κεφαλληνία. Ο πατέρας του, Δημήτριος Χοϊδάς, είχε πολεμήσει ως ιερολοχίτης στη Μολδαβία, κατά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο νομικός Ρόκκος Χοϊδάς
Ο Ρόκκος (Χαράλαμπος) Χοϊδάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολούθησε τον εισαγγελικό κλάδο και εξελίχθηκε μέχρι το βαθμό του αντεισαγγελέα Εφετών.
Κατά τη διάρκεια της δικαστικής του καριέρας αγωνίστηκε με πάθος για την εξάλειψη της ληστείας, που αποτελούσε αληθινή μάστιγα την εποχή του, καθώς και για την εξυγίανση του δημόσιου βίου. Απογοητευμένος, όμως, από το μέγεθος της διαφθοράς παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα το 1874 κι έκτοτε ασχολήθηκε μαχητικά με την πολιτική και την αρθρογραφία.
Ο πολιτικός Ρόκκος Χοϊδάς
Στα μέσα Μαρτίου του 1875 προκάλεσε σε μονομαχία τον φιλομοναρχικό βουλευτή Μεσολογγίου Δημοσθένη Στάικο, ύστερα από έντονη πολιτική αντιπαράθεση που είχαν σε καφενείο της Πλατείας Συντάγματος. Η μονομαχία έγινε στις 24 Μαρτίου και ο Στάικος, που ήταν απόστρατος συνταγματάρχης, τον τραυμάτισε σοβαρά στο στήθος, ένα τραύμα που τον ταλαιπώρησε στο υπόλοιπο διάστημα της ζωής του και συνετέλεσε στο θάνατό του.
Στις 18 Ιουλίου του ίδιου χρόνου εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Κραναίας Κεφαλληνίας και συμμετείχε στην οργάνωση «Ρήγας» μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, με σκοπό την αναβίωση των οραμάτων του Ρήγα Φεραίου. Θεωρούσε τη βασιλεία τροχοπέδη για τον εκδημοκρατισμό της Ελλάδας κι επιδόθηκε σε σφοδρούς αγώνες κατά της μοναρχίας.
Δεινός ρήτορας, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε εποχή με τις αγορεύσεις του στη Βουλή, οι οποίες όμως δεν διασώθηκαν, καθώς οι πρόεδροι της Βουλής, κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, φρόντιζαν να μην τις συμπεριλαμβάνουν στα πρακτικά, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον ανώτατο άρχοντα. Κυνηγήθηκε ανελέητα από τη φιλομοναρχική παράταξη, με αποτέλεσμα να μην επανεκλεγεί βουλευτής Κραναίας το 1879 και Αττικοβοιωτίας το 1881, παρά την υποστήριξη που είχε κατά την τελευταία προεκλογική εκστρατεία από τις προοδευτικές εφημερίδες της εποχής «Μη χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη και «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου.
Το 1883 εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας και μαζί με τον ομοϊδεάτη του Αριστείδη Οικονόμου ίδρυσε το «Λαϊκό Κόμμα», που πρέσβευε την ανανέωση της πολιτικής ζωής και ήταν ένα τα πρώτα κόμματα αρχών στον ελληνικό πολιτικό βίο. Με το κόμμα αυτό εξελέγη για τελευταία φορά βουλευτής Αττικοβοιωτίας τον Απρίλιο του 1885.
Η παρουσία του στη Βουλή τερματίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1885, όταν υπέβαλε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, μετά την καταψήφιση του νομοσχεδίου του «Περί τιμωρίας των καταχρωμένων τα δημόσια χρήματα». Πολλοί συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο αγωνιστής Ρόκκος Χοϊδάς
Λίγες ημέρες αργότερα παρακρατικά στοιχεία επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν στα σκαλιά του κοινοβουλίου. Στην υπόθεση φερόταν αναμεμιγμένος ο τότε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Κοκκινόπουλος.
Έκτοτε, ο Ρόκκος Χοϊδάς συνέχισε τους αγώνες του γράφοντας άρθρα σε εφημερίδες, παρακινώντας τον λαό σε εξέγερση κατά της μοναρχίας και υπέρ της διαφύλαξης των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας.
Με αφορμή ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου, το οποίο θεωρήθηκε υβριστικό κατά του βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου, ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη. Δικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της Άμφισσας και στις 31 Μαΐου 1889 καταδικάσθηκε σε ποινή τριετούς φυλάκισης. Στην απολογία του, που διήρκεσε 24 ώρες, κατηγόρησε με δριμύτητα τους αυλοκόλακες και τα φιλοβασιλικά κόμματα της εποχής. Αρνήθηκε επιμόνως να υποβάλει αίτηση χάριτος στον βασιλιά κι έτσι οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας για να εκτίσει την ποινή του.
Στις 3 Μαΐου 1890, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή, σε ηλικία 60 ετών, εξαντλημένος από τις κακουχίες, αλλά και από την υποτροπή του παλαιού του τραύματος. Η φήμη περί αυτοκτονίας του, που κυκλοφόρησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, πρέπει να στερείται βάσεως.