ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ
Ο νεότερος απo τους τρεις ιδρυτές τής Φιλικής Εταιρείας και ένα από τα δραστηριότερα ηγετικά της στελέχη. Ο πατέρας του Νικηφόρος Τεκελής καταγόταν από τον Τίρναβο της Θεσσαλίας και εγκαταστάθηκε νέος στα Ιωάννινα ως έμπορος δερμάτων και γουναρικών, όπου νυμφεύθηκε την Βασιλική, κόρη αρχοντικής οικογένειας της πόλης.
Ο Τσακάλωφ, σπούδασε στην Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων και μεταξύ των δασκάλων του θεωρείται πιθανό ότι ήταν ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Μπαλάνος, γνωστοί λόγιοι του τέλους του l8ου αιώνα. Κατά την διάρκεια των σπουδών του υπό μυθιστορηματικές συνθήκες, για τις οποίες μας παρέχει πληροφορίες ο Αν. Γούδας (Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε', σ. 23-24), διέφυγε στην Μόσχα, όπου είχε μεταφέρει το εμπορικό του κατάστημα ο πατέρας του, ο οποίος στην συνέχεια τον έστειλε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Την περίοδο αυτή άλλαξε το οικογενειακά του επώνυμο σε Τσακάλωφ, με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός. Οι πληροφορίες για τις σπουδές του στην γαλλική πρωτεύουσα είναι πενιχρές, είναι όμως βέβαιο ότι εκεί συνδέθηκε με φιλελεύθερους φιλελληνικούς κύκλους και με Έλληνες σπουδαστές, που το 1809 ίδρυσαν το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο, μυστική οργάνωση, που θεωρείται πρόδρομος της Φιλικής Εταιρείας.
Το 1813 επέστρεψε στην Ρωσία και τον Νοέμβριο τού ίδιου χρόνου συναντήθηκε στην Οδησσό με τον Νικόλαο Σκουφά και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, με τους οποίους έθεσε τα θεμέλια τής Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1814. Οι τρεις ιδρυτές, άσημοι ως τότε, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες της πρώτης περιόδου και παρά την καχυποψία, με την οποία αντιμετωπίστηκε από πολλούς η ενέργειά τους, κατόρθωσαν να διευρύνουν τον κύκλο των Φιλικών στα επόμενα χρόνια και να συσπειρώσουν τις οικονομικές, τις πολεμικές και τις πνευματικές δυνάμεις του Έθνους για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ως το 1816 μόνον είκοσι είχαν μυηθεί στην Εταιρεία γεγονός που αποδίδεται στην έλλειψη συντονισμού της δράσης των ιδρυτών. Τον Δεκέμβριο τού 1814 ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς έφυγαν για την Μόσχα και ο Ξάνθος για την Κωνσταντινούπολη. Στην Μόσχα ο Τσακάλωφ και o Σκουφάς, παρά τα προσωπικά, αλλά και τα γενικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν την περίοδο αυτή, δοκίμασαν να αρχίσουν τις κατηχήσεις στην Εταιρεία. Οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις υπήρξαν απογοητευτικές, όπως επίσης και τού Ξάνθου στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά την αποκάρδιωση όμως των ιδρυτών, η οποία προκύπτει από την αλληλογραφία τους, δεν εγκατέλειψαν το σχέδιο τους, ούτε όταν το 1819 πέθανε στην Κωνσταντινούπολη ο Σκουφάς, με τον οποίο ο Τσακάλωφ συνεργαζόταν στενότατα. Ο Τσακάλωφ, που βρισκόταν τότε στην Σμύρνη, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και επωμίστηκε την ευθύνη για την πρόοδο της Εταιρείας, μολονότι σε έγγραφο του αυτής της εποχής διατύπωνε τους φόβους του για την επιτυχία του έργου που οι τρεις Φιλικοί είχαν με ενθουσιασμό σχεδιάσει το 1814. Ανησυχούσε ιδιαιτέρως για τις βεβιασμένες και επικίνδυνες ενέργειες του μυημένου το 1817 Νικολάου Γαλάτη και, όταν αποφασίστηκε να σταλεί o Ιθακήσιος Φιλικός στην Μάνη για μύηση νέων μελών, ο Τσακάλωφ τον συνόδευσε. Κατά την διάρκεια τού ταξιδιού ο Γαλάτης δολοφονήθηκε (Νοέμβριος 1819) στην Ερμιονίδα από τον επίσης συνοδό του Παναγιώτη Δημητρακόπουλο (ή Δημητρόπουλο), επειδή η στάση του θεωρήθηκε ύποπτη, όπως παρατηρεί ο πρώτος ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας Ιωάννης Φιλήμωνας (Δοκίμιο Ιστορικό περί της Φιλικής Εταιρείας, σ. 228-231).
Κατά τον Φιλήμονα ο Τσακάλωφ μετά την δολοφονία πήγε στην Μάνη και από εκεί στην Ιταλία, όπου διέμεινε μέχρι σχεδόν της ρήξεως τού πολέμου. Στην Πίζα όπου έφθασε μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον Κωστάκη Καρατζά, γιο του ηγεμόνα τής Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, με τους οποίους συνεργάστηκε ως την έναρξη του Αγώνα. 'Έφυγε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο για την Μολδοβλαχία, διέκοψε όμως το ταξίδι του στην Βιέννη, λόγω ασθενείας, και έφθασε στο στρατόπεδο του Αλ. Υψηλάντη, όταν οι επιχειρήσεις είχαν αρχίσει, και κατά τον Φιλήμονα διορίστηκε υπασπιστής του Ιερού Λόχου. Μετά την μάχη του Δραγατσανίου, στην οποία κατά μια πληροφορία τραυματίστηκε, ήλθε στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν όμως πληροφορίες για την δράση του κατά την πρώτη περίοδο του Αγώνα, εκτός από ότι τον Σεπτέμβριο τού 1823 διορίστηκε μέλος τού τριμελούς Επαρχιακού Κριτηρίου Σαλαμίνος. Κατά την περίοδο τού Καποδίστρια υπηρέτησε το 1829 ως υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου (επί των Κατάστιχων του Γενικού Φροντιστηρίου) και υπήρξε πληρεξούσιος της Ηπείρου στην Δ' Εθνική Συνέλευση του Άργους (11 Ιουλ. - 6 Αυγ. 1829) και στην επόμενη Εθνική Συνέλευση (5 Δεκ.1831-16 Μαρτ.1832). Το καλοκαίρι του 1832 έφυγε για την Μόσχα, άπου έμεινε ως τον θάνατο του (1851), βιώσας εν ειρήνη και ησυχία όπως σημειώνει ο Αν. Γούδας στην βιογραφία του Τσακάλωφ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡ.: Πάπυρος-Λαρούς-Μπριττάνικα- Αν. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε' Αθήνα 1872, σ. 21-42 / Ι. Θεοχάρη, Αθανάσιος Τσακάλωφ, Ιωάννινα 1971.
- ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΝΘΟΣ
- Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852
Ηγετική μορφή τής Φιλικής Εταιρείας, από τα κυριότερα ιδρυτικά μέλη της και μία από τις περισσότερο δραστήριες προσωπικότητές της.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πατμιάδα Ακαδημία της γενέτειράς του, ο Ξάνθος, 20 χρονών περίπου, μετανάστευσε στην Τεργέστη, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, κοντά στον μεγαλέμπορο Βασίλειο Ξένο.
Στην Οδησσό, το 1814, ίδρυσε μαζί με τους Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ την Φιλική Εταιρεία της οποίας σκοπός ήταν η απελευθέρωση και η κοινωνική αποκατάσταση της υπόδουλης Ελλάδας. Για την καλύτερη εκπλήρωση του έργου του, τον Δεκέμβριο τού ίδιου έτους ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο ΜΕΓΑΡΕΥΜΑ, όπου το κατάστημα του έγινε ουσιαστικά η μυστική έδρα της Εταιρείας. Μετά την διεύρυνση του ηγετικού κύκλου τής Εταιρείας με την εισδοχή των Π. Αναγνωστοπούλου (1816), Αθ. Σέκερη (1818) κ.δ., ο Ξάνθος κατείχε στην ιεραρχία την όγδοη θέση.
Κατά την σύσκεψη των Φιλικών στην Κωνσταντινούπολη, το 1818, ανατέθηκε στον Ξάνθο η προεργασία για την αναζήτηση μιας προσωπικότητας άξιας να αναλάβει την αρχηγία.
Για τον σκοπό αυτό διαπεραιώθηκε στη Θεσσαλία με την εντολή να παραλάβει συστατικές επιστολές από τον Άνθιμο Γαζή, μέλος ήδη της Φιλικής Εταιρείας. Ταξίδευσε στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τους Φιλικούς Αντώνιο Κομιζόπουλο και Ν. Πατσιμάδη, με τους οποίους οργάνωσε σύσκεψη για την προπαρασκευή της Επανάστασης και την κάθοδο του Ιωάννη Βαρβάκη στο Αιγαίο. Τον Ιανουάριο του 1820 επισκέφθηκε στην Πετρούπολη τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία τής Φιλικής Εταιρείας, ο Ξάνθος ανέθεσε τελικά την ανώτατη αρχή των Φιλικών στον στρατηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπασπιστή τού τσάρου Αλεξάνδρου Α'. Μαζί με τον Υψηλάντη ίδρυσε την «Εθνική Κάσσα» (Ταμείο), για την οικονομική ενίσχυση του προετοιμαζόμενου Αγώνα.
Μετά την αποτυχία του υπό τον Υψηλάντη κινήματος στη Μολδοβλαχία (Φεβρουάριος 1821 ), ο Ξάνθος ταξίδευσε στα κέντρα των ελληνικών παροικιών, αναλαμβάνοντας την προσπάθεια για εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης του Αγώνα, που είχε ήδη αρχίσει στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1823 διαπεραιώθηκε μαζί με τον Τσακάλωφ από την Τεργέστη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Διέμεινε για ένα μικρό διάστημα στην Τρίπολη, κοντά στον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος τον έπεισε να αναχωρήσει στο Μόχατς της Ουγγαρίας, για να διοργανώσει την απόδραση τού κρατούμενου στις εκεί φυλακές Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε να ενδώσει στο σχέδιο τής απόδρασης και ο Ξάνθος επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος στην Επανάσταση.
Γύρω στο 1827, λίγο πριν από την αναμενόμενη άφιξη του Καποδίστρια, ο Ξάνθος αναχώρησε στο Βουκουρέστι, όπου αποσύρθηκε και ιδιώτευσε.
Έμεινε σε τέτοιον βαθμό λησμονημένος, ώστε να πιστεύεται ότι είχε πεθάνει. Αυτό πίστευε και ο Αναγνωστόπουλος, όταν, το 1834, δημοσίευσε στον Αιώνα του Ιωάννη Φιλήμονα λίβελο εναντίον του Ξάνθου, κατηγορώντας τον ότι είχε διασκορπίσει αλόγιστα τα χρήματα τής «Εθνικής Κάσσας». Για να διαψεύσει την κατηγορία, ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε το 1837 στην Αθήνα. Εκεί του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος και ένα επίδομα, το οποίο όμως, τελικά, ποτέ δεν έλαβε. Όταν το 1845 το τυπογραφείο Α. Γκαρμπολά εξέδωσε τα Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας του Ξάνθου, ο Φιλήμωνας αναγκάστηκε να ανασκευάσει τις εναντίον του κατηγορίες. Και στην Αθήνα, όμως, ο πρωτεργάτης τής Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος έζησε παραγκωνισμένος και πάμπτωχος διαμένοντας σε μιαν άθλια καλύβα στην οδό Νικοδήμου αριθ. 27. Βυθισμένος σε έσχατη δυστυχία, πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852, ύστερα από πτώση του από την πίσω σκάλα της Βουλής, όπου είχε παρακολουθήσει συνεδρίαση. Στην κηδεία του, του αποδόθηκαν τιμές στρατηγού.
- ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ
- Κομπάτι Άρτας 1779 - Μέγα Ρεύμα 1819
Πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας. Προερχόταν από οικογένεια μεσαίας τάξης και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Κομπάτι από έναν μοναχό και στην συνέχεια στην Άρτα με δάσκαλο τον Κ. Δενδραμή. Στην Άρτα ασχολήθηκε με την κατασκευή σκούφων και έγινε γνωστός με το παρωνύμιο Σκουφάς, που αντικατέστησε, κατά τους πρώτους βιογράφους του, το οικογενειακό του επώνυμο Κουμπάρος.
Το 1813 μετανάστευσε στην Ρωσία, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο και συνδέθηκε με άλλους εμπόρους. Στενότερη φιλία ανέπτυξε στην Οδησσό με τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, με τους οποίους συναποφάσισε την ίδρυση εταιρείας, που θα είχε σκοπό αμετάτρεπτο την ελευθέρωση της πατρίδας. H εταιρεία που σχεδίασαν, η γνωστή Φιλική Εταιρεία, ιδρύθηκε στην Οδησσό, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 (την ημερομηνία αυτή δέχονται οι περισσότεροι ιστορικοί και αμέσως οι τρεις ιδρυτές επιδόθηκαν στο έργο της προετοιμασίας του Αγώνα).
Ο Ξάνθος έφυγε για την Κωνσταντινούπολη με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για την μύηση των ομογενών στην Εταιρεία, ενώ o Σκουφάς και ο Τσακάλωφ πήγαν στην Μόσχα, όπου τελειοποίησαν τον κανονισμό της Εταιρείας και δοκίμασαν να αρχίσουν μυήσεις κατηχώντας μερικούς των εκεί φιλογενεστέρων ομογενών. Στην αρχή αντιμετώπισαν την δυσπιστία και την άρνηση πολλών, οι οποίοι θεωρούσαν το εγχείρημα ανεδαφικό και ανέφικτο. Όταν όμως στις 13 Δεκεμβρίου 1814 ο Σκουφάς μύησε τον Γεώργιο Σέκερη, που ανήκε σε ευκατάστατη οικογένεια, σεβαστή από τους Έλληνες της Ρωσίας, οι ιδρυτές της Φιλικής θεώρησαν ότι αυτή η μύηση θα ανέτρεπε το δυσμενές κλίμα που υπήρχε στην πρώτη περίοδο των προσπαθειών τους. Ο Σκουφάς άνθρωπος με πολλή ευαισθησία και πατριωτισμό, κατά τον χαρακτηρισμό του Ιωάννη Φιλήμονα, συνέχισε με ενθουσιασμό το έργο του. Όταν ο Τσακάλωφ, ιδιαίτερα απογοητευμένος από την βραδύτητα τής εξάπλωσης τής Εταιρείας, πρότεινε στον Σκουφά να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους, ο Σκουφάς θεώρησε σκοπιμότερο να μεταφερθεί η έδρα τής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο μεγάλος αριθμός των Ελλήνων, αλλά και η εξέχουσα θέση πολλών ομογενών, αποτελούσαν, κατά την άποψή του, ευνοϊκό παράγοντα για την προετοιμασία τού Αγώνα.
Από τον Απρίλιο τού 1818, όταν και οι τρεις ιδρυτές τής Φιλικής Εταιρείας βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ως τις 31 Ιουλίου του 1819, οπότε, ύστερα από βραχύχρονη ασθένεια ο Σκουφάς πέθανε, η δράση του υπήρξε καθοριστική για την πορεία της Εταιρείας. Ο Τσακάλωφ είχε φύγει για την Σμύρνη, όπου επίσης το ελληνικό στοιχείο ήταν ακμαίο, και στην ηγετική ομάδα της Φιλικής προστέθηκε ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, από την Ανδρίτσαινα, με απόφαση του Σκουφά και του Ξάνθου. Η τοποθέτηση του Αναγνωστόπουλου στην ηγετική αυτή θέση και η συνεργασία με άλλους Πελοποννήσιους που είχαν ως τότε μυηθεί δημιουργούσε νέες προοπτικές. Ο Σκουφάς υποστήριξε την άποψη ότι η Πελοπόννησος ήταν η καταλληλότερη περιοχή και για την ανάπτυξη της Εταιρείας, αλλά και για την έναρξη του Αγώνα και παρά τις επιφυλάξεις των δύο άλλων συνιδρυτών, του Τσακάλωφ και του Ξάνθου, προγραμμάτισε ταξίδι στην Μάνη για τον συντονισμό και την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ο θάνατός του υπήρξε βαρύ πλήγμα για την Εταιρεία, για την επιτυχία τής οποίας o Ηπειρώτης Φιλικός είχε αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις. Το έργο του είχε εκτιμηθεί και από τους σύγχρονους του και από τους μεταγενέστερους ιστορικούς του Αγώνα. Κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, τον Ιούλιο τού 1819 η Φιλική Εταιρεία υπέστη το δυστύχημα της αποβίωσης του Σκουφά και στο επίγραμμα που συνέταξε αμέσως μετά τον θάνατο του ο λόγιος κληρικός Ζαχαρίας Αινιάν τον συγκρίνει με τον αρχαίο Καλλικράτη.
Βιβλιογραφία: Χαρ. Χολέβα, Νικόλαος Σκουφάς, ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας (1971). Πάπυρος – Λαρούς – Μπριττάνικα.