Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου άρχισε να λειτουργεί από τον Σεπτέμβριο του 1943 και σταμάτησε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1944, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποσύρονται από τα ελληνικά εδάφη. Πρόκειται για εγκαταστάσεις στρατώνα που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Μεταξάς το 1936 στη θέση «Καραϊσκάκη». Υπολογίζεται ότι από αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης πέρασαν συνολικά πάνω από 21.000 κρατούμενοι. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και Εβραίοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων μεταφέρθηκε τελικά σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.
Έναρξη λειτουργίας
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Ιταλοί, οι οποίοι έλεγχαν τις φυλακές-στρατόπεδα στη νότια Ελλάδα, αποφάσισαν να διαλύσουν εκείνα που βρίσκονταν σε επισφαλείς θέσεις. Οι κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και στα Τρίκαλα μεταφέρθηκαν στη Λάρισα τον Μάιο του 1943. Ανάμεσα στους Ιταλούς, εν τούτοις, κυριαρχούσε ένα κλίμα ανασφάλειας λόγω των εξελίξεων του Πολέμου. Παράλληλα, οι σχέσεις Γερμανίας και Ιταλίας δεν ήταν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Όλες αυτές οι συγκυρίες επέβαλαν τη μεταφορά μεγάλου αριθμού κρατουμένων από την Λάρισα στην Αθήνα. Εκεί οι δυνάμεις κατοχής ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες και η αντιστασιακή δράση πολύ πιο ελεγχόμενη. Στις 29 Αυγούστου 1943 οι Ιταλοί διοικητές των φυλακών της Λάρισας επέλεξαν πάνω από εξακόσιους κρατουμένους και τους απέστειλαν σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 243 κομμουνιστές που κρατούνταν στην Ακροναυπλία από την εποχή του Μεταξά, είκοσι Αναφιώτες, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί από τις φυλακές Αβέρωφ στη Λάρισα και 327 κρατούμενοι των Ιταλών. Μεταξύ των τελευταίων υπήρχαν και τέσσερις γυναίκες.
Οι κρατούμενοι έφθασαν στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου και υπήρξε άμεση μεταφορά τους στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, το οποίο είχαν ήδη διαρρυθμίσει κατάλληλα οι Ιταλοί. Από τον Οκτώβριο του 1943 και εξής στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι, είτε συλληφθέντες σε μπλόκα είτε αυτοί που συλλαμβάνονταν από την Γκεστάπο. Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των SS στην Αθήνα, το οποίο έδρευε στην οδό Μέρλιν στο Κολωνάκι, προκειμένου να ανακριθούν ή και να βασανιστούν. Στο αρχηγείο συντάσσονταν τα φυλακιστήρια για το Χαϊδάρι, καθώς και οι καταστάσεις των εκτελέσεων.
Γύρω στα τέλη του 1943 οι κρατούμενοι έφτασαν τους χίλιους διακόσιους, αν και ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων σημειώθηκε τον Αύγουστο του 1944, εξαιτίας των πολλαπλών μπλόκων και των μαζικών συλλήψεων, που διενεργούσαν κατά την περίοδο αυτή οι δυνάμεις των SS.
Ανάληψη από τους Γερμανούς
Τo στρατόπεδο του Χαϊδαρίου λειτούργησε υπό ιταλική διοίκηση για λίγες μόνο ημέρες. Διοικητής είχε οριστεί ο λοχαγός Roatta, o οποίος δεν ήταν πολύ σκληρός με τους κρατουμένους. Επιτρέπονταν τόσο το επισκεπτήριο όσο και τα γράμματα και τα δέματα, ενώ οι κρατούμενοι μπορούσαν να κυκλοφορούν έξω από τους θαλάμους όλες τις ώρες της ημέρας και δεν ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν αγγαρείες.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της συνθηκολόγησης της ιταλικής κυβέρνησης με τις συμμαχικές δυνάμεις στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οι Ιταλοί αποσύρθηκαν από το Χαϊδάρι. Στις 10 Σεπτεμβρίου το στρατόπεδο πέρασε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι αρχικά το χρησιμοποίησαν ως παράρτημα των φυλακών Αβέρωφ, με διοικητή τον επιλοχία Ρούντι Τρέπτε (Roudi Trepte). Υπό τη γερμανική διοίκηση οι συνθήκες διαβίωσης έγιναν πολύ περισσότερο σκληρές: Οι κρατούμενοι παρέμεναν σχεδόν ολόκληρη την ημέρα στους θαλάμους τους, όπου έπρεπε να επικρατεί καθαριότητα και απόλυτη τάξη. Εκτός θαλάμου έβγαιναν μόνο τις ώρες του συσσιτίου, των προσκλητηρίων, της "γυμναστικής" και των αγγαρειών. To επισκεπτήριο επιτρεπόταν μόνο μία φορά τον μήνα. Σταδιακά ο αριθμός των κρατουμένων αυξανόταν. Τον Οκτώβριο έφτασαν τριακόσια άτομα από την Καλαμάτα, τα οποία είχαν συλληφθεί σε μπλόκα των Γερμανών στα χωριά τους. Στο Χαϊδάρι οι Γερμανοί τούς επέβαλαν συνθήκες απόλυτης απομόνωσης. Επιπλέον, στις αρχές Νοεμβρίου τετρακόσιοι κρατούμενοι - ως τότε των Ιταλών - μεταφέρθηκαν από τις φυλακές Αβέρωφ στο Χαϊδάρι.
Λόγω της συνήθειας του Τρέπτε να καληνυχτίζει τους κρατουμένους στα ελληνικά, τον αποκαλούσαν «Καληνύχτα». Η εσωτερική φρουρά του στρατοπέδου επί Τρέπτε αποτελούνταν από οκτώ άνδρες. Ως διερμηνείς όρισε τους κρατουμένους Παναγιώτη Μαυρομάτη και Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Στις 21 Νοεμβρίου 1943 η Γκεστάπο συνέλαβε τους Τρέπτε, Μαυρομάτη και Σουκατζίδη και τους φυλάκισε στις φυλακές Αβέρωφ. Ο λόγος της σύλληψης αυτής παραμένει αδιευκρίνιστος - πιθανόν να σχετίζεται με κάποια κατάχρηση που έκανε ο Γερμανός διοικητής. Από τις 23 έως τις 28 Νοεμβρίου την προσωρινή διοίκηση του στρατοπέδου ανέλαβε κάποιος λοχίας (δεν διασώζεται το όνομά του), ο οποίος χρησιμοποίησε ως διερμηνέα τον Δημήτρη Τουλούπα. Στις 29 Νοεμβρίου η διοίκηση πέρασε στα χέρια των SS και του διαβόητου ταγματάρχη Πάουλ Ραντόμσκι (Paul Radomski). Ο τελευταίος μεν είχε διατελέσει Διοικητής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Syrets και είχε φήμη βαρβαρότατου και ανελέητου αγριάνθρωπου. Η ανάληψη της διοίκησης του στρατοπεδου από τις δυνάμεις των SS οργανώθηκε από τον στρατηγό Γιούργκεν Στρόοπ (Jürgen Stroop), o οποίος τοποθετήθηκε ως επικεφαλής της SS στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1943 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μόνο μέχρι τον Νοέμβριο του 1943. Στόχος του ήταν η καταγραφή, η σύλληψη και η αποστολή στην Πολωνία όλων των Ελλήνων Εβραίων. Επίσης, ο Στρόοπ οργάνωσε στην Αθήνα την Γκεστάπο δημιουργώντας ειδικά δωμάτια βασανιστηρίων και τα απομονωτήρια.
Πάουλ Ραντόμσκι
Ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία είναι γνωστά γι' αυτόν και προέρχονται από κάποιους φακέλους αρχείου που διασώθηκαν. Γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1902, έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος (αριθμ. μέλους 96942) και στη συνέχεια κατατάχτηκε στην SS (αριθμ. μέλους 2235). Και οι δύο αριθμοί μαρτυρούν ότι ήταν από τους πρώτους που εγγράφηκαν στο Κόμμα και κατατάχθηκαν στην SS. Διετέλεσε Διοικητής στο στρατόπεδο του Σύρετς (Syrets) στα περίχωρα του Κιέβου της Ουκρανίας, το οποίο ήταν παράρτημα του στρατοπέδου του Σαξενχάουζεν που βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Βερολίνου, όπου διακρίθηκε για την σκληρότητά του και στην συνέχεια μετατέθηκε στο Χαϊδάρι. Αποχωρώντας από εκεί μετατέθηκε σε κατεχόμενη ακόμη περιοχή των Βαλτικών χωρών, όπου και χάθηκαν τα ίχνη του.
Με τη διοίκηση των SS μια νέα, σαφώς σκληρότερη φάση ξεκινούσε για τους κρατουμένους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που ο νέος στρατοπεδάρχης απηύθυνε στους κρατουμένους στο πρώτο του προσκλητήριο με τη βοήθεια του διερμηνέα Δημήτρη Τουλούπα:
«Είμαι ο ταγματάρχης Ραντόμσκι. Από σήμερα αναλαμβάνω τη διοίκηση του στρατοπέδου. Θέλω απόλυτη τάξη, πειθαρχία και ησυχία. Κάθε παράβαση, κάθε αταξία θα τιμωρείται αμείλικτα, ακόμα και με τα όπλα. Κάθε διαταγή μου θα εκτελείται αμέσως και με ακρίβεια και χωρίς καμία αντιλογία. Από τώρα και πέρα το στρατόπεδο θα είναι τόπος εργασίας. Εργάσιμες ώρες ορίζω από τις 8 ως τις 12 το πρωί και από τη 1 ως τις 5 το απόγευμα κάθε μέρα. Τις Κυριακές θα γίνεται καθαριότητα στους θαλάμους και ψυχαγωγία στο προαύλιο».
Οι κρατούμενοι χωρίστηκαν σε ομάδες των εκατό ατόμων, τις εκατονταρχίες, με επικεφαλής τον εκατόνταρχο. Οι εκατονταρχίες μοιράστηκαν, με τη σειρά τους, σε ομάδες των δεκαπέντε ατόμων, με επικεφαλής τον δεκαπένταρχο. Οι εκατόνταρχοι και οι δεκαπένταρχοι, κρατούμενοι και αυτοί, έπρεπε να καταγράψουν τους άνδρες τους και να είναι υπεύθυνοι γι' αυτούς. Οι αγγαρείες, τις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν σε καθημερινή πλέον βάση οι κρατούμενοι στο Χαϊδάρι, σταδιακά αυξάνονταν και γίνονταν πιο σκληρές. Ταυτόχρονα, αυξανόταν και η αγριότητα του διοικητή και των φαντάρων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη των εργασιών. Οι εργασίες σχετίζονταν με επισκευές, καθαρισμούς και καλλωπισμό των κτηρίων του στρατοπέδου. Ελάχιστες όμως φορές οι αγγαρείες είχαν λογικοφανή σκοπό. Ο Ραντόμσκι και οι άνδρες του υποχρέωναν τους κρατουμένους να σκάβουν λάκκους με τα χέρια και έπειτα να τους ξαναγεμίζουν η να σχηματίζουν σωρούς από μπάζα και έπειτα να τα ξανασκορπίζουν.
Μόλις τα SS ανέλαβαν τη διοίκηση του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, ο αριθμός των ανδρών που αποτελούσαν την εσωτερική φρουρά διπλασιάστηκε. Ο πλέον σκληρός ήταν ο στρατιώτης Κόβατς, ένας δεκαοκτάχρονος, ο οποίος επεδείκνυε πρωτοφανή αγριότητα στην επιβολή των τιμωριών και την επίβλεψη των αγγαρειών. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν γνωστός και ως «Κουλός», επειδή του έλειπαν τρία δάκτυλα από το αριστερό χέρι. Λέγεται πως ακόμα και οι Γερμανοί τον φοβούνταν.
Η πρώτη εκτέλεση στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα. To θύμα, το οποίο εκτελέστηκε από τον ίδιο τον Ραντόμσκι, έφθασε στο Χαϊδάρι με δωδεκαμελή ομάδα από τις φυλακές Αβέρωφ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Ήταν ο έφεδρος υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού Λεβί από τα Ιωάννινα. Ο διερμηνέας διάβασε στα Ελληνικά την έγγραφη διαταγή του Ραντόμσκι:
"Ό διοικητής Χαϊδαρίου Ταγματάρχης Ραντόμσκι θα εκτελέσει προσωπικά ενώπιόν σας τον κρατούμενο Λεβί, επειδή αποπειράθηκε να δραπετεύσει την ημέρα της σύλληψής του. Προσέξτε! Σε τέτοια περίπτωση θα έχετε την ίδια τύχη!"
Ο Ραντόμσκι πράγματι εκτέλεσε τον κρατούμενο και μετά την εκτέλεση διέταξε κάποιους κρατούμενους να πάρουν τη σορό. Σταμάτησε, ωστόσο, τη διακομιδή επειδή πρόσεξε τα υποδήματά του: Ήταν καινούργια - καλό λάφυρο. Διέταξε να του αφαιρέσουν τα υποδήματα και τα πήρε πριν φύγει.
Σύμφωνα με ομάδα ψυχολόγων που ερεύνησε το φαινόμενο της ναζιστικής βίας μετά το τέλος του πολέμου, ο στόχος της δολοφονίας αυτής, καθώς και των υπόλοιπων αγριοτήτων του ταγματάρχη Ραντόμσκι, δεν ήταν τόσο να τιμωρήσει τον Λεβί, όσο να αποτρέψει παρόμοιες πράξεις. Γενικά, το σύστημα τρομοκρατίας και εκφοβισμού, το οποίο εφάρμοσε ο Χίτλερ σε ολόκληρη την Ευρώπη, στόχευε στον αφανισμό της θέλησης και της φαντασίας των υπόδουλων πληθυσμών. Έτσι, η συμπεριφορά των μελών της φρουράς στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου είχε στόχο να δημιουργήσει στους κρατουμένους μία διαρκή ανασφάλεια σχετικά με τη ζωή τους.
Μετά τη δολοφονία του Λεβί, ακολούθησαν πολυάριθμες ομαδικές εκτελέσεις στο Χαϊδάρι. Ανεφέρεται ότι εκτελέστηκαν συνολικά 1.800 κρατούμενοι, ενώ 300 ακόμη θανατώθηκαν στις ανακρίσεις στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν στο κέντρο της Αθήνας και στο Χαϊδάρι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν τουλάχιστον 30 γυναίκες, 104 ανάπηροι πολέμου, 190 φοιτητές και 40 μαθητές.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο ταγματάρχης Ραντόμσκι αντικαταστάθηκε από τον Καρλ Φίσερ (Karl Fischer). Η αντικατάσταση αυτή έγινε επειδή ο Ραντόμσκι, τύπος αμόρφωτος και αγροίκος, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, ίσως επειδή ήταν και μεθυσμένος, και χειροδίκησε ενώπιον άλλων αξιωματικών στον άμεσο υφιστάμενό του. Το δικαστήριο των SS τον απάλλαξε από τη διοίκηση, του επέβαλε διετή στέρηση χρήσης οινοπνευματωδών και τον μετέθεσε στο γραφείο που ο Άντολφ Άιχμαν διατηρούσε στη Ρίγα. Από το σημείο αυτό χάνονται τα ίχνη του.
Ο Φίσερ συνέχισε την πολιτική των SS με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον προκάτοχό του. Αντικατέστησε τη βαναυσότητα και τη θηριωδία του Ραντόμσκι με την εσωτερική κατασκοπία και τον χαφιεδισμό, ώστε να ελέγχει αποτελεσματικότερα το στρατόπεδο. Επί Φίσερ πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες και πλέον μαζικές εκτελέσεις από την ίδρυση του στρατοπέδου. Παρ' όλα αυτά, η ένταση που επικρατούσε στο Χαϊδάρι την εποχή του Ραντόμσκι είχε σαφώς χαλαρώσει, καθώς ο νέος διοικητής δεν επεδείκνυε το σαδισμό ούτε την αγριότητα του Ραντόμσκι προκειμένου να εκτελέσει τις εντολές των ανωτέρων του.
Η μαζικότερη εκτέλεση ήταν αυτή των 200 Ακροναυπλιωτών την 1η Μαΐου 1944. Στις 30 Απριλίου 1944 κυκλοφόρησε στο Χαϊδάρι η φήμη ότι τα SS σκόπευαν να εκτελέσουν διακόσιους κρατούμενους ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού υποστράτηγου Κρεχ και τριών αξιωματικών του κοντά στους Μολάους από «κομμουνιστικάς συμμορίας». Ο διοικητής κάλεσε κάποιους από τους προϊσταμένους στα συνεργεία, όλους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές. Ο Φίσερ τούς ζήτησε να υποδείξουν ποιοι μη κρατούμενοι από την εποχή του καθεστώτος Μεταξά θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν, καθώς οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο. Επίσης, διέταξε τους κρατούμενους από τη Χαλκίδα να πάρουν πίσω τα προσωπικά τους είδη και να βρίσκονται μπροστά στα μαγειρεία την επομένη το πρωί, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Με δεδομένη τη φήμη για μαζική εκτέλεση, όλοι όσοι μίλησαν με τον Φίσερ πίστεψαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν. Έτσι, οι Ακροναυπλιώτες προσπάθησαν να αποχαιρετήσουν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν. Ακολούθως μαζεύτηκαν στον θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου με μουσική από δύο κιθάρες κι ένα βιολί έγινε αποχαιρετιστήριο γλέντι. To επόμενο πρωί, πριν από το προσκλητήριο, συγκέντρωσαν τους Χαλκιδαίους και τους επιβίβασαν σε φορτηγά που τους απομάκρυναν από το στρατόπεδο. Μετά το πρωινό συσσίτιο, ο Φίσερ κάλεσε γενικό προσκλητήριο, στο οποίο διάβασε μια λίστα διακοσίων ονομάτων. Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού. Η ομάδα των μελλοθανάτων περιλάμβανε όλους τους Ακροναυπλιώτες, πλην δεκαέξι ατόμων, τους Αναφιώτες και μερικούς άλλους κρατούμενους. Συγκεντρώθηκαν μπροστά στα μαγειρεία, όπου, πριν επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, το τραγούδι της Ακροναυπλίας και τον σκοπό του δημοτικού του Ζαλόγγου μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Ναζί που δεν είχαν τρόπο να αντιδράσουν. Οι διακόσιοι του Χαϊδαρίου μεταφέρθηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου εκτελέσθηκαν με οπλοπολυβόλα. Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Γ΄ Νεκροταφείο, όπου τάφηκαν σε ατομικούς τάφους.
Γυναίκες κρατούμενες
Η πρώτη κρατούμενη στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου, που έφτασε στις 7 Δεκεμβρίου 1943 και κλείστηκε στον θάλαμο 11 του Μπλοκ 15. Σταδιακά, μεταφέρθηκαν αρκετές γυναίκες, χριστιανές και Εβραίες, που τοποθετήθηκαν στον θάλαμο 29 του ίδιου Μπλοκ. Μεταξύ αυτών ήταν και η Ηρώ Κωνσταντοπούλου.
Τον Ιανουάριο οι γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Μπλοκ 11 και δύο μήνες αργότερα στο Μπλοκ 6. Η πρώτη εκτέλεση που περιλάμβανε και γυναίκες έγινε στις 2 Μαΐου 1944. Μεταξύ των κρατουμένων στο Χαϊδάρι ήταν και η Λέλα Καραγιάννη, η οποία κλείστηκε στην απομόνωση και ακολούθως εκτελέστηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Δαφνί, στον χώρο όπου σήμερα είναι ο Διομήδειος κήπος. Υπολογίζεται ότι στο Χαϊδάρι κρατήθηκαν πάνω από 300 χριστιανές και περίπου 2.500 Εβραίες γυναίκες. Ελάχιστες από τις Εβραίες, γύρω στις είκοσι, κατάφεραν να ελευθερωθούν από το Χαϊδάρι -ήταν όσες είχαν κάνει μεικτό γάμο ή είχαν ξένη υπηκοότητα. Από τις χριστιανές εκτελέστηκαν 31, ενώ 161 στάλθηκαν όμηροι στη Γερμανία.
Οι Εβραίοι στο Χαϊδάρι
Οι πρώτοι Εβραίοι μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι στις 4 Δεκεμβρίου 1943. Επρόκειτο για οκτώ άτομα, τα οποία απομονώθηκαν στο υπόγειο του Μπλοκ 3. Ο αριθμός των Εβραίων στο Χαϊδάρι αυξανόταν σταδιακά έως την άνοιξη του 1944, όταν συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο πολλοί Εβραίοι από ολόκληρη την Ελλάδα, προκειμένου να οδηγηθούν στα Ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου στην Πολωνία. Η πρώτη μεγάλη μεταφορά Εβραίων στο Χαϊδάρι έγινε στις 29 Μαρτίου 1944. Τότε έφτασαν στο στρατόπεδο 614 Εβραίοι από την Άρτα, την Πρέβεζα, το Αγρίνιο, την Πάτρα, καθώς και Εβραίοι με ισπανική, πορτογαλική και ιταλική υπηκοότητα. Όλοι αυτοί, μαζί με κάποιους από τους Εβραίους που βρίσκονταν ήδη στο Χαϊδάρι, δηλαδή συνολικά 1.300 άτομα, αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη αποστολή που έφτασε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς στις 11 Απριλίου 1944. Στις αρχές του Ιουνίου μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο 1.850 Επτανήσιοι Εβραίοι, κυρίως από την Κέρκυρα. Η ομάδα αυτή, ενισχυμένη από 575 Εβραίους που βρίσκονταν ήδη στο Χαϊδάρι, αναχώρησε στις 20 Ιουνίου για την Πολωνία. Η τελευταία μαζική μεταγωγή Εβραίων πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου 1944. Περιελάμβανε 1.700 Εβραίους από τα Δωδεκάνησα, κυρίως τη Ρόδο, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πολωνία. Οι Γερμανοί μεταχειρίζονταν τους Εβραίους κρατουμένους με κατ’ εξοχήν απάνθρωπο τρόπο.
Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα το στρατόπεδο έπαυσε να λειτουργεί (τέλη Σεπτεμβρίου 1944).
Μετά τον Πόλεμο
Ο χώρος του στρατοπέδου Χαϊδαρίου είναι τόπος μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης. Θεωρείται για την Ελλάδα χώρος αντίστοιχος με τα στρατόπεδα Άουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Νταχάου, που όμως, σχεδόν αμέσως μετά τη συντριβή των δυνάμεων του Άξονα, ανακηρύχθηκαν ιστορικά μνημεία και με σειρά ενεργειών εξασφαλίστηκε η ανάδειξη και η προβολή τους. Στην Ελλάδα, η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης επί πολλά χρόνια αγνοήθηκε. Το 1982, με τον Νόμο 1285 που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων, ήλθε η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και άρχισε να παίρνει τις πραγματικές της διαστάσεις ως ιστορικό γεγονός. Σε αυτά τα 40 περίπου χρόνια της αγνόησής της, η ιστορία του στρατοπέδου έμενε στο περιθώριο. To στρατόπεδο εχρησιμοποιείτο από μονάδες του ελληνικού στρατού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’40. Συγκεκριμένα είχαν εγκατασταθεί εκεί δύο Κέντρα Εκπαιδεύσεως, το ένα Πεζικού (ΚΕΒΟΠ) και το άλλο Διαβιβάσεων (ΚΕΔ). Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα το περίφημο Μπλοκ 15, στο οποίο εκρατούντο όσοι επρόκειτο να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα την επόμενη μέρα, και από όπου ξεκίνησαν την αυγή της Πρωτομαγιάς οι «200» για την Καισαριανή, χρησιμοποιήθηκε ως πειθαρχείο. Σ' αυτή την περίοδο καταστράφηκαν μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα που οι αγωνιστές της Αντίστασης είχαν γράψει στα επιχρίσματα των τοίχων και σε άλλα σημεία την ύστατη στιγμή, πριν ολοκληρώσουν την προσφορά και τη θυσία τους.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.