Εκείνο το παγωμένο πρωινό της 1ης Δεκεμβρίου του 1925 έκπληκτοι οι αναγνώστες των εφημερίδων διάβαζαν ανακοίνωση που εκδόθηκε το προηγούμενο βράδυ από το Πολιτικό Γραφείο του προέδρου της Κυβερνήσεως, στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος από τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχε καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα για να την κρατήσει έως και τον Αύγουστο του 1926, οπότε τον ανέτρεψε ένα άλλο πραξικόπημα που οργάνωσε ο στρατηγός Κονδύλης.
Με την ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου απαγορευόταν στα κορίτσια άνω των 12 ετών και στις γυναίκες να φορούν φούστες το άκρο των οποίων θα απείχε από το έδαφος περισσότερο από 30 εκατοστά:
«Κατόπιν διαταγής του Προέδρου της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται και υποβάλλεται εις το υπουργείον Εσωτερικών προς έγκρισιν αστυνομική διάταξις δι ης απαγορεύονται αι κονταί φούσται των γυναικών. Το κατώτατον άκρον της φούστας δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά του μέτρου. Εις τον περιορισμόν τούτον υπάγονται άπασαι αι γυναίκες από του 12ου έτους και άνω. Αι παραβάτιδες θα παραπέμπωνται εις το επ’ αυτοφώρω πταισματοδικείον, σνυπεύθυνοι θα είναι και οι γονείς αυτών. Η εφαρμογή θα αρχίση από 15 Δεκεμβρίου».
Η ανακοίνωση γίνεται δεκτή με ειρωνικά σχόλια. Οι αναγνώστες γελάνε και οι εφημερίδες με προσεκτικό τρόπο, λόγω της φύσης του καθεστώτος, την αντιμετωπίζουν με λεπτό χιούμορ. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος και ο υπότιτλος της εφημερίδας «Μακεδονία»: «Ο κ. Πάγκαλος και η κοντή φούστα – Μη χειρότερα!».
Σύμφωνα με τον τότε αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Ι. Καλυβίτη, η ιδέα της απαγόρευσης της κοντής φούστας ανήκε στη σύζυγο του Πάγκαλου Αριάδνη, γιαγιά του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Όπως είπε αργότερα ο αστυνομικός, μια μέρα που βρισκόταν στο γραφείο του Πάγκαλου η σύζυγός του τον επέπληξε γιατί επέτρεπε στις γυναίκες να κυκλοφορούν με φούστες μέχρι το γόνατο. Στη συζήτηση παρενέβη ο Πάγκαλος συμφωνώντας με τη γυναίκα του. Έτσι έδωσε εντολή στον Καλυβίτη να ετοιμάσει και να εκδώσει τη σχετική απαγορευτική διάταξη.
Από τη δημοσίευση της διάταξης μέχρι και την εφαρμογή της μεσολάβησαν 15 μέρες «προσαρμογής». Και μετά άρχισαν τα ευτράπελα. Οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν αστυνομικές περιπόλους που σταματούσαν κάθε γυναίκα, ανεξάρτητα από ηλικία και με μια μεζούρα μέτραγαν το ύψος της φούστας. Οι γυναίκες αντιδρούσαν, το ένα επεισόδιο διαδεχόταν το άλλο, ενώ οι άνδρες συμμετείχαν με τη σχετική καζούρα. Οι παραβάτιδες των οποίων η φούστα ευρέθη μετά τη μέτρηση κοντή οδηγούνταν στα Αστυνομικά Τμήματα και στη συνέχεια στο Αυτόφωρο. Εκεί επικρατούσαν σκηνές απείρου κάλλους. Μέλη γνωστών οικογενειών της πρωτεύουσας, γυναίκες από λαϊκές συνοικίες κάθονταν στο ίδιο εδώλιο και διαπομπεύονταν μπροστά σε όλους τους γαβριάδες και τους αργόσχολους της Αθήνας που μαζεύονταν εκεί για να το καλαμπουρίσουν.
Η υπόθεση πέρασε και στα θέατρα της εποχής όπου δεν υπήρχε επιθεώρηση που να μην έχει και το σχετικό νούμερο. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και εκτός από το γελοίον του πράγματος άρχισαν να διαμαρτύρονται και ισχυρότατοι παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου που έβλεπαν τις γυναίκες και τις κόρες τους να διασύρονται. Παράλληλα τα σχόλια του Τύπου άρχισαν να γίνονται πιο επιθετικά χαρακτηρίζοντας το μέτρο βάρβαρο και προσβλητικό για τις γυναίκες.
Έτσι, μια ωραία πρωία οι αστυνομικές περίπολοι εξαφανίστηκαν από τους δρόμους και το μέτρημα της φούστας σταμάτησε. Μάλιστα, για να μην εξευτελιστούν εντελώς τα όργανα της δικτατορίας, εστάλη στις εφημερίδες ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η απαγορευτική διάταξη δεν ισχύει πλέον γιατί οι Αθηναίες συμμορφώθηκαν αμέσως και μάκρυναν τις φούστες τους.
Οι «μισογύναι» και το «Αήττητον φύλον»
ΤΟ ΛΕΠΤΟ χιούμορ και η ειρωνεία χαρακτήριζαν τα σχόλια και τα άρθρα των εφημερίδων για την απαγόρευση της κοντής φούστας. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την πρωτοσέλιδη καθημερινή στήλη με την υπογραφή «Αθηναίος» και τίτλο «Φρόνησις» στην εφημερίδα «Εμπρός» της 2ας Δεκεμβρίου 1925:
«…Υπό οικονομικήν άποψιν το πράγμα δεν είνε ευχάριστον διά τους άνδρας αλλά τι να γίνη.
– Εκεί που θα πληρώσω πρόστιμα διά τα θηλυκά μου και θα έχω φασαρίας με την φυλάκισίν των, έλεγε οικογενειάρχης, θα προτιμήσω να κάμω από τώρα και την επιπρόσθετον ταύτην δαπάνην.
Καθ’ όλην την ημέραν χθες εις τα μαγαζιά και τα μοδιστράδικα παρετηρείτο ζωηροτάτη κίνησις κυριών και δεσποινίδων. Τα υφάσματα ανηρπάζοντο. Εκείναι δε αι οποίαι είχον καμωθή απ’ αρχής ότι δήθεν θα απειθούσαν εις την αστυνομικήν διάταξιν, την οποίαν εχαρακτήριζον ανεφάρμοστον, ηκούσθησαν λέγουσαι σωφρόνως.
– Για καλόν και για κακόν κάμετε, παρακαλώ, την φούστα μου μακρυτέραν κατά δέκα πόντους.
Αι προβλεπτικώτεραι προσθέτουν:
– Εμένα να μου αφήσητε και καμμιά πενηνταριά πόντους γύρισμα, διότι ποίος ξέρει αν αύριον δεν εκδοθή άλλη διαταγή, η οποία να απαιτή να έχη η φούστα και ουράν.
Τόσον πολύ γενναία δεν είναι τα θηλυκά προ του πραγματικού κινδύνου. Εναντιούνται και αφηνιάζουν πάντοτε εκ του ασφαλούς. Ενδεχόμενον πολλαί να έθραυσαν χθες μερικά πιάτα εκ της οργής των, αλλά πρώται και καλλίτεραι έσπευσαν να προμηθευθούν“φουρρώ”. Γενικόν το ερώτημά των:
– Ευρήκες, καϋμένη, φουρρώ;
– Μη τα ρωτάς. Εγύρισα όλα τα μαγαζειά. Τέλος πάντων κατώρθωσα και βρήκα πέντε πήχες.
– Πέντε πήχες; Τι θα το κάμης τόσον πολύ;
– Θα μακρύνω την φούστα μου ίσα με τα νύχια. Ας μου λείπουν τα ντράβαλα.
Ώστε ηττάται και το δήθεν αήττητον γυναικείον φύλον; Οι μισογύναι απαστράπτουν εκ χαράς.
– Αρνάκι του γάλακτος έφαγα, έλεγε εις τούτων. Επί τέλους αυτήν την φοράν εθριάμβευσε το ισχυρόν φύλον κατά του ασθενούς!
Οι ακροαταί του εμειδίασαν, αλλά εκείνος προσέθεσε προφητικώς: Πού θα πάνε; Θα τας ξανακλείσωμεν εις τον γυναικωνίτην!»
«Πρόκλησις εις ανηθικότητα και κοινόν σκάνδαλον»
Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την πρώτη ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της 2ας Δεκεμβρίου του 1925 η απαγορευτική Διάταξη του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Ι. Καλυβίτη η οποία είχε ως εξής:
«”Περί ωρισμένου μήκους φουστών Δεσποινίδων άνω των 12 ετών και κυριών κυκλοφορουσών εις δημόσια εν γένει μέρη και κέντρα”
Εν Αθήναις σήμερον την 30ήν Νοεμβρίου έτους 1925 ημείς ο Διευθυντής Αστυνομίας Πόλεων Αθηνών ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ σκοπούντες να παρεμποδίσωμεν την εις τα Δημόσια εν γένει μέρη και κέντρα παρατηρουμένην οσημέραι πρόκλησιν εις ανηθικότητα διά της διατηρήσεως κοντών φουστών προς κοινόν σκάνδαλον, έχοντες υπ’ όψει και την υπ’ αριθ. κλπ. διαταγήν του υπουργείου των Εσωτερικών και το άρθρον 45 παραγρ. ΙΕ’ του Νόμου 8815 περί αστυνομίας των Πόλεων ως ετροποποιήθη δια μεταγενεστέρων Νόμων.
Διατάσσομεν Άρθρον μόνον. Ορίζομεν όπως αι κυρίαι και Δεσποινίδες αι άνω των 12 ετών οσάκις περιέρχονται τα δημόσια εν γένει μέρη ως και όταν εισέρχονται εντός των Δημοσίων Κέντρων φέρωσι φούστας ων το κατώτατον άκρον δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατ. του μέτρου. Θεωρούνται συνυπεύθυνοι οι γονείς ή επίτροποι των ανηλίκων κορασιών.
Οι παραβάται της παρούσης, ης η ισχύς άρχεται από της 15ης Δεκεμβρίου και η εκτέλεσις ανατίθεται εις τους Αστυνομικούς υπαλλήλους, καταδιώκονται και τιμωρούνται συμφώνως προς το άρθρον 607 του ποινικού Νόμου».
Παράλληλα με τη Διάταξη δημοσιεύθηκαν και «πληροφορίες» που διέρρευσαν καταλλήλως από το Πολιτικό Γραφείο για να διασκεδασθούν οι εντυπώσεις ότι υπάρχει σκέψη για αύξηση του ύψους πάνω από το έδαφος στα 35 εκατοστά, ενώ δόθηκαν και διαβεβαιώσεις ότι ο έλεγχος δεν θα γινόταν από απλούς αστυφύλακες αλλά από αξιωματικούς της αστυνομίας «εκ των μάλλον ανεπτυγμένων». Τα ρεπορτάζ στις εφημερίδες ανέφεραν:
«Καθ’ ας έχομεν ασφαλείς πληροφορίας η αστυνομική διάταξις την οποίαν δημοσιεύομεν ανωτέρω είνε πιθανώτατον να τροποποιηθή. Αντί του οριζομένου 30 εκατοστά μήκους από το κατώτατον άκρον της φούστας μέχρι του εδάφους θα ορισθή 35 εκατοστά του μήκους. Επίσης σκέψις κρατεί η διδομένη δεκαπενθήμερος προθεσμία να παραταθή, ίνα δοθή εις τας κυρίας ο κατάλληλος χρόνος να επιδιορθώσουν τα φορέματά των. Τέλος δύναται να θεωρηθή βέβαιον ότι η επίβλεψις της τηρήσεως του μέτρου δεν θα ανατεθή εις τα κατώτερα αστυνομικά όργανα, αλλά θα γίνη επιλογή δύο ή τριών αστυνόμων της Αστυνομίας Πόλεων εκ των μάλλον ανεπτυγμένων, οι οποίοι δεν πρόκειται να κρίνουν με το υποδεκάμετρον τα φορέματα των κυριών, αλλ’ εκ της όλης εμφανίσεως, την οποίαν θα παρουσιάζουν ταύτα και δεν θα επεμβαίνουν παρά εκεί όπου το άσεμνον θα είναι καταφανές».
Όμως ήδη ήταν αργά. Τα σχόλια και οι ειρωνείες έδιναν και έπαιρναν. Οι Αθηναίες αντέδρασαν έντονα και δυναμικά. Και οι αντιδράσεις έφτασαν στο ζενίθ όταν άρχισαν και οι πρώτοι έλεγχοι από αστυνομικούς και οι παραπομπές στο Αυτόφωρο. Έτσι η δικτατορία υποχρεώθηκε να υποχωρήσει…
Άσεμνο και το στέγνωμα των γυναικείων εσωρούχων!
«Πιθηκοειδώς μιμούμενοι τας ξένας μόδας»
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ της απαγορευτικής διάταξης συνόδευε και σχετική ανακοίνωση του Πάγκαλου ο οποίος προσπαθώντας να δικαιολογήσει την απαγόρευση της κοντής φούστας τα μπέρδεψε όλα. Από το ασύμβατο της μόδας με τις ελληνικές παραδόσεις μέχρι το χαρακτηρισμό ως ασέμνου του στεγνώματος των γυναικείων εσωρούχων. Συγκεκριμένα ανέφερε στην ανακοίνωσή του:
«Οι λόγοι διά τους οποίους κατελήξαμεν εις την λήψιν του μέτρου τούτου είναι οι εξής:
α) Επειδή η μόδα αυτή αντίκειται εις τας ελληνικάς παραδόσεις και δεν επιτρέπεται πιθηκοειδώς μιμούμενοι τας ξένας μόδας να καταστρέψωμεν τα ωραία ελληνικά έθιμα. Εις την Ελλάδα θεωρείται άσεμνον να εκτίθενται διά στέγνωμα τα εσώρουχα των γυναικών, και όμως σήμερον εις δημόσια κέντρα κυρίαι και δεσποινίδες επιδεικνύουν όχι μόνον την καλτσοδέταν των, αλλά και τα εσώρουχα.
β) Διά λόγους αισθητικούς. Εις τον τόπον όπου εγεννήθη το αίσθημα του καλού και του ωραίου, τον οποίον επισκέπτονται όσοι αληθινά αγαπούν το ωραίον, διά να το θαυμάσουν, δεν επιτρέπονται τοιαύται ασχημίαι. Δεν ρίπτουν ένα βλέμμα αι κυρίαι μας εις τα ελληνικά ανάγλυφα διά να ιδούν πώς οι μεγάλοι μας καλλιτέχναι άφιναν να υπονοήται το ωραίον υπό τας πτυχάς του ελληνικού ενδύματος; Έφθασε καμμία τέχνη ή καμμία μόδα την ελληνικήν ομορφιάν; Ασχημίζει τίποτε περισσότερον την γυναίκα παρά το προπετές και το άσεμνον; Και επί τέλους, εάν το αφηνιασμένον άρμα της Μόδας μας φέρη και μέχρι του φύλλου της συκής, πρέπει ημείς να το ακολουθήσωμεν; Αυτοί είνε οι λόγοι, οίτινες μας ήγαγον εις την λήψιν του μέτρου. Θέλομεν να ανυψώσωμεν την γυναίκα εις την θέσιν ήτις της εμπρέπει. Να την ανυψώσωμεν εις την εκτίμησιν του ανδρός, εις την εκτίμησιν της κοινωνίας, διότι αυτή είνε ο στύλος της οικογενείας και εις αυτήν ως μητέρα του Έλληνος στρατιώτου αποθέτει και η πατρίς τας ελπίδας της. Διά τους λόγους αυτούς έχομεν την πεποίθησιν ότι η ελληνική κοινωνία θα δεχθή εκθύμως την επιστροφήν εις τας ελληνικάς παραδόσεις».
«Μ’ αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα που μας μάκρυνε τη φούστα»
ΜΑΖΙ με τις διαμαρτυρίες για το κυνήγι της κοντής φούστας ήρθαν και τα τραγουδάκια που ακούγονταν σε πολλά αθηναϊκά θέατρα στις ταβέρνες και στις συγκεντρώσεις στα αθηναϊκά σπίτια. Το ρεφρέν ενός από αυτά ήταν το παρακάτω:
«Μ’ αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα που μας μάκρυνε τη φούστα…».
Πρωταγωνιστές στις διαμαρτυρίες ήταν και γνωστές εκπρόσωποι του γυναικείου κινήματος της εποχής. Μία απ’ αυτές, η δημοσιογράφος Άννα Συνοδινού, γνωστή με το ψευδώνυμο «Μονταίν» όπως υπέγραφε πολλά κείμενά της, σημείωνε στο περιοδικό «Μπουκέτο» του Δεκεμβρίου του 1925 (την αποθησαύριση των κειμένων έχει κάνει ο δημοσιογράφος Γιάννης Καιροφύλας στα πολλά και καλά βιβλία του με πλούτο πληροφοριών για την Αθήνα):
«Το μέτρον το ληφθέν κατά της κοντής γυναικείας φούστας είναι προορισμένον ν’ αποτύχη παταγωδώς. Θα επικρατήσουν εν τέλει οι γυναίκες των οποίων η πονηρία είναι γνωστή και αι οποίαι θα εύρουν ασφαλώς τρόπον να μην το εφαρμόσουν. Θα παίζουν εις βάρος της διαταγής. Θα φορούν κοντά και θα φαίνωνται ότι φορούν μακριά. Έπειτα το ζήτημα του μάκρους της φούστας κανονίζεται από το ύψος της κνήμης, το ύψος των τακουνιών. Τέλος, όταν πρόκειται περί των αμφιέσεων του περιπάτου ή και των χορών, όπου αι κυρίαι ημπορούν να πηγαίνουν όπως θέλουν ντυμένες; Δεν λύονται, καθώς βλέπετε αυτά τα ζητήματα με μίαν διαταγήν, η οποία σας επαναλαμβάνω δεν θα εφαρμοσθή.
Έρχομαι αυτήν την στιγμήν από τον κινηματογράφον, όπου συνάντησα πολλάς Ατθίδας,αι οποίαι εμαίνοντο κυριολεκτικώς. Και είχαν σας βεβαιώ δίκαιον».
Στο ίδιο περιοδικό μια άλλη γνωστή Αθηναία, η Βερυκίου, έγραφε:
«Δεν μπορώ να εννοήσω τι επιζητούν με τας διαταγάς αυτάς. Να καλύψουν ίσως μερικά πόδια κακοφτιαγμένα; Αν είναι έτσι, τότε ας μας φορέσει πανταλόνια ο κ. Πρόεδρος. Είναι ο μόνος τρόπος να λείψη η ασχημία».
Για αυθαιρεσία των αρχών έγραφε και η Ελένη Λιβιεράτου:«Αι αυθαιρεσίαι αυταί εκ μέρους των αρχών δεν θα έπρεπε να γίνονται. Βεβαίως δεν διακρίνονται αι Ελληνίδες επί κομψότητι και ευγραμμία των ποδών των. Οι πόδες των Ελληνίδων είναι από τους ακομψοτέρους της ανθρωπότητος. Αυτό όμως δεν θα πη ότι επιτρέπεται εις τας αρχάς να επεμβαίνουν εις τα της γυναικείας αμφιέσεως. Θα ημπορούσε να περιφρουρήση διαφορετικά την ηθικήν ο κ. Πάγκαλος…
Ας λάβη π.χ. μέτρα εναντίον των ανδρών που δεν αφήνουν θηλυκό να πλησιάση στον Β. Κήπο. Φυσικά αι γυναίκες στην Αθήνα ντύνονται πολύ προκλητικά. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί καθόλου τους άρρενας, οι οποίοι δεν αφήνουν περίστασι που να μη δείξουν την βαρβαρότητά τους. Εμένα την ίδια μ’ έχουν ενοχλήσει στο δρόμο. Ας φροντίση λοιπόν ο κ. Πρόεδρος να εκπολιτίση τον Ελληνικόν λαόν, τους άρρενας πρωτίστως».
Η Αύρα Θεοδωροπούλου, μια μαχητική φεμινίστρια της εποχής, από τις πρωτοπόρους του γυναικείου κινήματος στη χώρα μας, καλούσε τις γυναίκες να γράψουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τον δικτάτορα: «Δεν έχω ούτε όρεξι ούτε καιρό για ν’ ασχοληθώ μ’ αυτές τις ιστορίες της φούστας. Δεν θα μεταποιήσω τα φορέματά μου κι ας με πάνε στο τμήμα. Εκεί όμως πρέπει να ‘χουν και μια ράφτρα, αν θελήσουν να τα βγάλουν πέρα με τις φασαρίες που άνοιξαν».
Το περιοδικό ζήτησε τη γνώμη και των αδελφών Πρωτονοταρίου που είχαν έναν από τους γνωστότερους οίκους μόδας της εποχής στην πλατεία Συντάγματος:
«Αυτά δεν συμβαίνουν σε κανένα μέρος του κόσμου. Αι κυρίαι μας δεν φορούν κοντά για να επιδεικνύουν τας κνήμας των, αλλά διότι αυτό απαιτεί η μόδα. Μερικές μας έστειλαν πράγματι τα φορέματά τους να τα μεταποιήσουμε.
Οι περισσότερες είναι όμως ακόμη διστακτικές».
Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Βαρβαρότης»
To διασυρμό των γυναικών κατήγγειλε και ο μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος. Σε ένα από τα πολλά χρονογραφήματά του για το κυνήγι της κοντής φούστας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο σημείωνε:
«Κορίτσια καλών οικογενειών συνελήφθησαν εις την μέσην του δρόμου, ωδηγήθησαν εις το Πταισματοδικείον, διεπομπεύθησαν, εγιουχαΐσθησαν, κατεδικάσθησαν, εκρατήθησαν, εφωτογραφήθησαν και εφιγουράρησαν εις τας εφημερίδας με το σώμα… του εγκλήματός των παραπλεύρως, δηλαδή με τις γυμνές των γάμπες. Φαντάζεσθε ότι ήτο δυνατόν να εξακολουθήση χωρίς εξέγερσιν επικίνδυνον μία τέτοια βαρβαρότης; Και δεν νομίζετε ότι πολύ πλέον άσεμνον, ανήθικον και σκανδαλώδες διά την κοινωνίαν, διά τα ήθη, από την κοντήν φούστα, ήτο αυτή η καταδίωξις, αυτή η διαπόμπευσις των κοριτσιών; Η φύσις του πράγματος, βλέπετε, δεν επέτρεπε να γίνεται με άλλον τρόπον. Μυστική δίκη και μυστική τιμωρία δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα. Όλα έπρεπε να γίνωνται φανερά, δημόσια. Έτσι ένα πλήθος από χιλιάδες χαζών θα επερίμενε πάντα απέξω από το Πταισματοδικείο τα “θύματα”, αι άγριαι σκηναί των πρώτων ημερών θα επανελαμβάνοντο καθημερινώς και καθημερινώς αι εφημερίδες θα είχαν να δημοσιεύουν από ένα τουλάχιστον ωραίον κορίτσι με τις γάμπες του χωριστά παραπλεύρως. Ε, αυτά τα είδε η Αστυνομία και υπεχώρησε φρονιμώτατα».
[Παρασκευή+13]