Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων και των Φραγκολατίνων είναι η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, το λεγόμενο Filioque. Οι Φραγκολατίνοι προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως την φράση αυτή, ότι δηλαδή το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιόν (Filioque).
Η Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας στα 325 με το πρώτο «Σύμβολο της Πίστεως» δήλωσε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από το Θεό – Πατέρα («το εκ του Πατρός εκπορευόμενον»). Αυτό το Σύμβολο τροποποιήθηκε στην Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381. Ως εκ τούτου, καλείται συνήθως Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως.
Στην τριαδική ομολογία, οι Χριστιανοί από τους πρώτους αιώνες έχουν κάνει μερικές σημαντικές διακρίσεις. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα θεωρείται ότι έχουν την αιώνια προέλευσή τους από τον Πατέρα. Ο Υιός, ο προαιώνιος Λόγος (Ιωάν. α΄ 1) έχει γεννηθεί από τον Πατέρα, ενώ το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται» από τον Πατέρα. Αυτές οι επισημάνσεις αφορούν την ύπαρξη του Θεού πέρα από κάθε χρονικό όριο, «προ πάντων των αιώνων» κατά το Σύμβολο της Νικαίας. Όσον αφορά τη δημιουργία, ο Θεός λέγεται ότι απέστειλε τον Υιό του και το Πνεύμα του. Στα λατινικά η λέξη processio αφορά και την αποστολή (που κατά την ορθόδοξη θεολογία γίνεται και από τον Υιό) αλλά και την εκπόρευση (που αφορά μόνο τον Πατέρα) του Πνεύματος, αυτός ο ιδιωματισμός θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια σύγχυση στις θεολογικές συζητήσεις.
Βάσει της «αίρεσης του Filioque» οι Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούνται αιρετικοί από την Ορθόδοξη εκκλησία με απόφαση της Η' Οικουμενικής Συνόδου που συγκλήθηκε το 879 στην Κωνσταντινούπολη.
Η ιστορία του ζητήματος
Ως παράγωγο του Νεοπλατωνισμού εμφανίστηκε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αίρεση του Αρείου που είδε τη σχέση του Υιού με τον Πατέρα να αντικατοπτρίζεται στην ιδέα των Νεοπλατωνικών για τη σχέση μεταξύ του νου με το θείο. Ο Υιός επομένως βρισκόταν πολύ κοντά ίσως με τον Πατέρα, αλλά ήταν λιγότερο τέλειος από τον Πατέρα, όμως θείος και υπέρτατος στον υλικό κόσμο. Οι οπαδοί του Αρείου γνώριζαν καλά τα ιερά κείμενα και βρήκαν πολλές αναφορές ώστε να υποστηρίξουν τις απόψεις τους. Επέμεναν ότι οι προσδιορισμοί πατέρας και ο υιός πιστοποιούσαν το ότι ο Υιός ήταν λιγότερο τέλειος από τον Πατέρα. Υιοθετώντας τη νεοπλατωνική σκέψη, υποστήριξαν ότι ο πατέρας που είναι η αιτία του υιού ήταν απόδειξη της θεότητας του Πατέρα, και ακριβώς επειδή ο Υιός δε γέννησε, αλλά γεννήθηκε, δεν ήταν ίσος με τον Πατέρα.
Πολλοί Χριστιανοί βρήκαν λογική την εξήγηση του Αρειανισμού και έτσι η αίρεση κέρδισε πολλούς υποστηρικτές. Ο σάλος στην αυτοκρατορία έγινε τόσο μεγάλος που ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε τους ηγέτες των Χριστιανών να συγκαλέσουν Οικουμενική Σύνοδο για να επιλύσει το ζήτημα. Έτσι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325. Στόχος των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν να βρουν την ορολογία που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον Αρειανισμό ως διαστρέβλωση. Για το σκοπό αυτό δανείστηκαν έναν όρο από την ελληνική φιλοσοφία το «ομοούσιος» και απέρριψαν την εναλλαγή του «ομοιούσιος», επειδή οι Αρειανοί θα μπορούσαν να την ερμηνεύσουν κατά τρόπο σύμφωνο με τη διδασκαλία τους.
Ο πειρασμός να εναρμονιστεί η χριστιανική πίστη με την ανθρώπινη σκέψη ήταν ισχυρός και πήρε αρκετό χρόνο ώστε οι απόψεις των ορθοδόξων να επικρατήσουν του Αρειανισμού. Ακόμη και όταν η ορθοδοξία θριάμβευσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Αρειανισμός έγινε η πίστη των γερμανικών φυλών που επρόκειτο σύντομα να κατακτήσουν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αυτό το γεγονός επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Filioque.
Οι πατέρες προέβησαν σε διάκριση μεταξύ της οικονομίας της Αγίας Τριάδας, που αφορούσε το ρόλο της μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, και της θεολογίας της, που αφορούσε την ουσία της πέρα από το χρόνο. Η πρώτη ήταν γνωστή εμπειρικά και πιστοποιούνταν από τα ιερά κείμενα. Η δεύτερη ήταν πέρα από την ανθρώπινη εμπειρία και οτιδήποτε γνωστό για τη θεολογία της Αγίας Τριάδας περιλαμβάνονταν αποκλειστικά στη διδασκαλία του Ιησού.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος το 381 ανανέωσε τις καταδίκες της αίρεσης του Αρειανισμού και αντιμετώπισε τις αιρέσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Οι Πατέρες αυτής της Συνόδου επέκτειναν το Σύμβολο της Νικαίας, ενσωματώνοντας και άλλες βασικές χριστιανικές διδασκαλίες και εξέδωσαν αναθέματα ενάντια σε οιονδήποτε άλλαζε με κάθε προσθαφαίρεση το οριστικό αυτό «Σύμβολο της Πίστεως».
Το Ψευδο – Αθανασιανό Σύμβολο και η Σύνοδος του Τολέδο
Το αποκαλούμενο Αθανασιανό Σύμβολο, που γράφτηκε από κάποιον ανώνυμο συγγραφέα και αποδόθηκε ψευδώς στο Μέγα Αθανάσιο αναφέρεται για πρώτη φορά το 542 από τον Καισάριο της Αρελάτης. Είναι επίσης γνωστό ως Quicumque ή Σύμβολο του Quicumque από την πρώτη λέξη του στα λατινικά.
Όλα τα παλαιά σύμβολα, ακόμη και αυτά που χρησιμοποιούνταν την εποχή του Αυγουστίνου από το Μιλάνο έως και την Αφρική, καταρτίζονται σύμφωνα με την παλαιά ιδέα αρχίζοντας με την πίστη σε ένα Θεό που είναι ο πατέρας. Αλλά το Σύμβολο του Quicumque, που βασίζεται στην Αυγουστινιανή έμπνευση, ανοίγει με μία δήλωση πίστης στη θεότητα κοινή και για τα τρία πρόσωπα.
Ένα μόνο αιώνα μετά το θάνατο του Αυγουστίνου, βλέπουμε την επιρροή του στη νότια Γαλικία. Αυτό το Σύμβολο παραπέμπει σαφώς στο Filioque: Το Άγιο Πνεύμα δεν γίνεται, ούτε δημιουργείται, ούτε παράγεται, αλλά εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό.
Έχει προταθεί ότι, τουλάχιστον σε μερικές περιοχές, θεωρήθηκε σύντομα το Filioque ως κανόνας και οι αντιγραφείς υπέθεσαν ότι η παράλειψη του οφείλονταν σε λάθος και το παρενέβαλαν χάριν της ακρίβειας.
Στην εναρκτήρια ομιλία του στη Σύνοδο του Τολέδο το 589, ο βασιλιάς Ρεκαρέδος δήλωσε ότι «το Άγιο Πνεύμα πρέπει επίσης να ομολογηθεί από μας και να διδαχθεί ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό». Κατόπιν, αφού δήλωσε την αποδοχή των πρώτων τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων, απήγγειλε τα Σύμβολα της Νικαίας και της Κωνσταντινουπόλεως, το τελευταίο με την προσθήκη του Filioque.
Η Σύνοδος του Τολέδο θέσπισε είκοσι τρία αναθέματα, το τρίτο των οποίων εναντίον «εκείνων που δεν δηλώνουν φανερά ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό». Το ενδέκατο ανάθεμα, από έλλειψη γνώσης, αναφέρεται σε εκείνους που δεν δέχονται τα διατάγματα των πρώτων τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων.
Από τους είκοσι τρεις κανόνες που εκδίδονται από αυτό το ισπανικό συμβούλιο ο δεύτερος είναι αξιοσημείωτος: Σε όλες τις εκκλησίες της Ισπανίας και της Γαλικίας, το Σύμβολο της Πίστεως της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή των 150 πατέρων, να απαγγέλλεται σύμφωνα με την τάξη των ανατολικών εκκλησιών, να ψάλλεται δηλαδή με δυνατή φωνή πριν την Κυριακή προσευχή. Είναι σαφές ότι η Σύνοδος του Τολέδο δεν άλλαξε συνειδητά το ορθόδοξο δόγμα. Εθεώρησαν προφανώς ότι το Filioque περιλήφθηκε στο αρχικό Σύμβολο της Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. Το Filioque, και ως δόγμα και όπως βρίσκεται στις διάφορες ομολογίες πίστης, τόσο σταθερά είχε φυτευτεί στη λατινική δύση μετά τον Αυγουστίνο ώστε η αυθεντικότητά του θεωρήθηκε απλά δεδομένη.
Ο Καρλομάγνος και η Σύνοδος του Άαχεν
Οι Φράγκοι, αποτελώντας το κυρίαρχο από τα γερμανικά φύλα που είχαν διεισδύσει στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έφθασαν στη μεγαλύτερη ισχύ τους υπό τον Καρλομάγνο. Όταν ο Πάπας Λέων Γ΄ έστεψε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα των Ρωμαίων στα 800, γεννήθηκε η αποκαλούμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και πραγματοποιήθηκε η de facto διάσπαση από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί θεώρησαν την πράξη του Πάπα ως προδοσία, δεδομένου ότι υπήρχε ήδη κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη.
Ο Καρλομάγνος χρησιμοποίησε τις θρησκευτικές διαφορές προκειμένου να διαχωρίσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπό την προεδρία του, η Σύνοδος της Φρανκφούρτης το 794 απέρριψε τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (787), αρνήθηκε ότι υπήρξε Οικουμενική Σύνοδος, καταδίκασε τον Πάπα Αδριανό για την ενεργή υποστήριξη του προς αυτήν και απέρριψε την προσφορά οιουδήποτε είδους τιμής προς τις εικόνες. Επίσης υπό τον Καρλομάγνο, η Σύνοδος του Άαχεν το 809 αποφάσισε ότι το Filioque ήταν απαραίτητο για τη σωτηρία και εξουσιοδότησε την προσθήκη του στο Σύμβολο της Πίστεως.
Έτσι, ενώ οι έως τότε Πάπες είχαν δεχθεί τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και απέρριψαν την προσθήκη του filioque, υπό την επιρροή των Φράγκων έκαναν τα αντίθετα. Ο τότε Πάπας της Ρώμης Λέων Γ΄ αντέδρασε με το να χαράξει σε δύο αργυρές πλάκες το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το filioque και να το τοποθετήσει στο Ναό του Αγίου Πέτρου. Έγραψε και την εξής επιγραφή «Ταύτα Λέων έθηκα δ’ αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως».
Ο Φώτιος ο Μέγας ως παράγοντας της κρίσης
Συνέπεια της εικονομαχικής έριδας στην Ανατολή υπήρξε η δημιουργία δύο θρησκευτικοπολιτικών ρευμάτων: των μετριοπαθών, που ευνοούσαν μια ανεκτική προσέγγιση με τους εικονοκλάστες και των ζηλωτών, που επιθυμούσαν την παραδειγματική τους τιμωρία. Ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ακραίος ζηλωτής, εξέπεσε του θρόνου λόγω της επίδρασης κακών συμβούλων και εξορίστηκε για προδοσία αναγκαζόμενος να παραιτηθεί στα 858. Στη θέση του επελέγη ένας αξιωματούχος των ανακτόρων ο Φώτιος ως συμβιβαστική λύση.
Λίγο αφότου ορίστηκε Πατριάρχης, μερικοί από τους πλέον ακραίους ζηλωτές δήλωσαν ότι δεν τον αναγνώριζαν και επιθυμούσαν την επιστροφή του Ιγνατίου. Σε μια προσπάθεια να θεραπευθεί η σύγκρουση, ο Αυτοκράτορας συγκάλεσε Σύνοδο προσκαλώντας και τα άλλα Πατριαρχεία. Ο Πάπας Νικόλαος Α΄ διείδε τη Σύνοδο αυτή ως ευκαιρία να επανακτήσει τις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Νότιας Ιταλίας που, ως τμήμα μιας αναδιοργάνωσης από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ το 733 είχαν υπαχθεί εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Νικόλαος καθοδήγησε τους εκπροσώπους του να υποστηρίξουν το Φώτιο μόνο εάν το Ιλλυρικό και η Νότια Ιταλία επέστρεφαν στον έλεγχό του. Η Σύνοδος συγκλήθηκε το 861, αλλά δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια δεδομένου ότι τα αρχεία της καταστράφηκαν από τη λεγόμενη Ληστρική Σύνοδο (869 - 870). Είναι σαφές, εντούτοις, ότι υποστήριξε το Φώτιο, επέκρινε τους ακραίους ζηλωτές και άφησε το Ιλλυρικό και τη Νότια Ιταλία στην ποιμαντική μέριμνα της Κωνσταντινούπολης. Δυσαρεστημένος με τα αποτελέσματα ο Πάπας Νικόλαος αφόρισε τους εκπροσώπους του μόλις επέστρεψαν και συγκάλεσε Σύνοδο το 863 που αναθεμάτισε το Φώτιο, με την αιτιολογία ότι ήταν παράνομα εκλεγμένος.
Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄, απαντώντας στην επιστολή του Νικόλαου που ανήγγελλε τον αναθεματισμό του Φωτίου, τον ενημέρωσε πως η Σύνοδός του δεν είχε καμία ισχύ στην Κωνσταντινούπολη επειδή δεν ήταν εξουσιοδοτημένη για να κρίνει το ζήτημα. Ο Νικόλαος ανταπάντησε επικαλούμενος τη χαλκευμένη Κωνσταντίνειο Δωρεά και απαίτησε να αποσταλούν ο Φώτιος και ο Ιγνάτιος στη Ρώμη ώστε να δικαστούν. Ο Αυτοκράτορας απέρριψε το αίτημα ενώ ο Φώτιος δεν απάντησε μη θέλοντας να οξύνει τα πνεύματα.
Η μεταστροφή του τσάρου Μπόρις Α’ καθώς και ολόκληρου του βουλγαρικού λαού προς το Χριστιανισμό (864) δημιούργησε ανταγωνισμό μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας για το ποια θα εξουσίαζε εκκλησιαστικά τη Βουλγαρία. Ο Μπόρις βαφτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με ανάδοχο τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και ο Πατριάρχης Φώτιος έστειλε ιεραποστόλους στη Βουλγαρία. Ο Βούλγαρος τσάρος ζήτησε αυτοκεφαλία για την εκκλησία του και όταν το αίτημα του δεν έγινε δεκτό από την Κωνσταντινούπολη στράφηκε προς τη Ρώμη. Ο Πάπας απέστειλε δικούς του ιεραποστόλους αλλά τα λεγόμενά τους έρχονταν σε αντίθεση με τις πρότερες διδασκαλίες των ανατολικών. Δημιουργήθηκε σύγχυση και ο Πατριάρχης Φώτιος έσπευσε να αντιδράσει.
Εξέφρασε προθυμία να ανεχτεί τις διαφορές στην πρακτική ταυτόχρονα όμως προέβαλλε την ανησυχία του ότι η παραμέληση ακόμη και των μικρών παραδόσεων μπορεί να οδηγήσει στην περιφρόνηση όλου του δόγματος. Αλλά ο Φώτιος ήταν πιο εμφατικός στην καταδίκη του Filioque που το αποκάλεσε βλασφημία ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, ή μάλλον ενάντια σε ολόκληρη την Αγία Τριάδα.
Η Εγκύκλιος του Μεγάλου Φωτίου προς τους πέντε Πατριάρχες της Ανατολής (866), εγκαλούσε τον Πάπα της Ρώμης για τέσσερα βασικά θέματα: Την παρεμβολή του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως, την εσφαλμένη παρέμβαση στην εκκλησία της Βουλγαρίας ως προσπάθεια να εξουσιάσει εκκλησίες πέρα από την αρμοδιότητά του, την επανάληψη του μυστηρίου του Χρίσματος, με πρόφαση ότι το Χρίσμα που έγινε από έγγαμους ιερείς στην Κωνσταντινούπολη ήταν άκυρο και την παρεμβολή του σε ζητήματα άλλων εκκλησιών. Εξ αιτίας αυτών ζητούσε την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου για να επιλύσει όλα τα προβλήματα. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ εξέδωσε τις προσκλήσεις και η Σύνοδος ορίστηκε για το επόμενο έτος (867).
Τη Σύνοδο του 867 παρακολούθησαν περίπου χίλιοι αντιπρόσωποι από όλες τις Εκκλησίες της Ανατολής. Ο Πάπας Νικόλαος αρνήθηκε να συμμετάσχει. Η Σύνοδος καταδίκασε τις διάφορες λατινικές παρεκκλίσεις, καταδίκασε το Filioque, και αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο. Ο Νικόλαος πέθανε πριν μάθει για τον αφορισμό του και αντικαταστάθηκε από τον Αδριανό Β΄.
Με την άνοδο στο θρόνο του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄, εξορίστηκε ο Φώτιος και επανήλθε ο Ιγνάτιος, ο οποίος με τη συνδρομή του Πάπα Ανδριανού συγκάλεσε Σύνοδο, τη λεγόμενη Ληστρική, (869 – 870) όπου καταδικάστηκε ο Φώτιος και αθωώθηκαν ο Πάπας Νικόλαος και ο ίδιος ο Ιγνάτιος. Ο Μέγας Φώτιος επέστρεψε στη διοίκηση του Πατριαρχείου μετά το θάνατο του Ιγνατίου και αφού είχε πλέον αναπτύξει καλές σχέσεις με τον Αυτοκράτορα. Αναγνωρίστηκε ως κανονικός Πατριάρχης από τους λεγάτους του νέου Πάπα Ιωάννη Η΄ και αποφασίστηκε να συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος το 879.
Η Η’ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη από το 879 έως το 880. Ακύρωσε τη Σύνοδο του 869 - 870, απάλλαξε το Φώτιο όλων των κατηγοριών, καταδίκασε την προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως και αρνήθηκε να τοποθετήσει το Ιλλυρικό και τη Βουλγαρία υπό τη δικαιοδοσία της Ρώμης. Ο Πάπας Ιωάννης Η’ επικύρωσε όλες τις αποφάσεις της Συνόδου εκτός αυτών που αναφέρονταν στη Βουλγαρία και το Ιλλυρικό. Τελικά ο Φώτιος παραιτήθηκε στα 886 όταν ανέλαβε ο Λέων ΣΤ΄ ως Αυτοκράτορας. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός, εξόριστος στην Αρμενία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάται ως άγιος. Ήταν ο πρώτος σημαντικός θεολόγος που κατηγορήσε τη Ρώμη για την καινοτομία της εισαγωγής του filioque.
Η πρακτική της φραγκικής Εκκλησίας
Τον ένατο αιώνα, ο Πάπας Λέων Γ’ συμφώνησε με τη φράση Filioque θεολογικά αλλά αντιτάχθηκε στην υιοθέτηση της στη Ρώμη, εν μέρει λόγω της πίστης του στην ιερή παράδοση.(Επίσης ήξερε ότι οι Έλληνες αγανάκτησαν με τη νέα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Δύσης και τον Καρλομάγνο. Επιπλέον ο Πάπας θέλησε να συντηρήσει την ενότητα εκκλησιών.) Στην πραγματικότητα, ο Λέοντας διατήρησε το παραδοσιακό κείμενο του Συμβόλου, χωρίς το Filioque, που επιδείχθηκε δημόσια. Χάραξε το αρχικό κείμενο σε δύο ασημένιες πλάκες και τις τοποθέτησε στον τάφο του Αποστόλου Πέτρου. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Λέοντος, 795 – 816, δεν αναγινώσκετο το Σύμβολο της Πίστεως στη Ρωμαϊκή (ο όρος χρησιμοποιείται αποκλειστικά γεωγραφικά, διότι μιλούμε για την φραγκική Εκκλησία) Λειτουργία.
Αργότερα, το 1014, ο Γερμανός Αυτοκράτορας Ερρίκος Β’, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επισκέφτηκε τη Ρώμη για τη στέψη του και διαπίστωσε ότι το Σύμβολο δεν χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας. Μετά από αίτημά του, ο επίσκοπος Ρώμης πρόσθεσε το Σύμβολο, όπως ήταν παραδεδεγμένο στη Δύση, με το Filioque, μετά το Ευαγγέλιο. Αυτή την περίοδο, ο παπισμός ήταν πολύ αδύναμος και υπό τη σφοδρή επιρροή των Γερμανών. Χάριν της επιβίωσης, ο Πάπας χρειάστηκε τη στρατιωτική υποστήριξη του Αυτοκράτορα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η φράση χρησιμοποιήθηκε σε Θεία Λειτουργία στη Ρώμη.
Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 400 ετών, η διαφωνία σχετικά με το filioque δεν είχε διαιρέσει την Εκκλησία οριστικά, παρά τις πολιτιστικές και γλωσσικές συγκρούσεις, οι ρωμαϊκές και βυζαντινές εκκλησίες παρέμεναν σε πλήρη κοινωνία.
Το 1054, εντούτοις, το επιχείρημα συνέβαλε στο Μεγάλο Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Υπήρξαν πολλά ζητήματα που οδήγησαν στη ρήξη, σε μεγάλο μέρος βασισμένα στις παρανοήσεις μεταξύ των ελληνικών και λατινικών παραδόσεων, καθώς επίσης και η οξύθυμη ιδιοσυγκρασία των αντιπάλων. Αυτοί ήταν βασικά ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος ντα Σίλβα από τη Ρώμη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολεως Μιχαήλ Κηρουλάριος. Εκτός από την πραγματική διαφορά στη διατύπωση και το δόγμα του Filioque, ένα σχετικό ζήτημα ήταν το δικαίωμα του Πάπα να κάνει αλλαγές στο Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς τη γνώμη Οικουμενικής Συνόδου.
Για πολλά έτη μετά τα Αναθέματα του 1054, πολλοί Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί δεν ένιωθαν να βρίσκονται σε σχίσμα. Καμία από τις δύο Εκκλησίες άλλωστε στην πραγματικότητα δεν είχε σταματήσει την κοινωνία. Πολλοί Σλάβοι Χριστιανοί θεωρούσαν ολόκληρο το επεισόδιο ως διαφωνία μεταξύ ατόμων. Το δέκατο τρίτο αιώνα, ο Θωμάς Ακινάτης ήταν ένας από τους κυρίαρχους σχολαστικούς θεολόγους. Ασχολήθηκε ρητά με την εκπόρευση των θείων προσώπων στο έργο του «Summa Theologica». Ενώ η θεολογία του Ακινάτη και των άλλων Σχολαστικών ήταν κυρίαρχη το Μεσαίωνα, για τη σαφήνεια και τη λαμπρότητά της, παραμένει θεολογία και όχι εκκλησιαστική διδασκαλία.
Το 1274, η Β' Σύνοδος της Λυών απεφάνθη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, σύμφωνα με το Filioque στη σύγχρονη λατινική εκδοχή του Συμβόλου της Νικαίας.
Θέσεις των Εκκλησιών
Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το δόγμα
Σήμερα η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία χρησιμοποιεί το αυθεντικό κείμενο του Συμβόλου της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Οι ανατολικές εκκλησίες έχουν απορρίψει τη φράση Filioque ως αιρετική παρεμβολή, ένα παράδειγμα αυτού που θεωρούν παπική αλαζονεία. Ακόμη περισσότερο, αντιτέθηκαν στη διδασκαλία που εξέφραζε, ως συγκρουόμενη με την ορθόδοξη δογματική παράδοση. Υποστηρίζουν ότι η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό θα δημιουργούσε δύο πηγές θεότητας, ενώ στον έναν Θεό μπορεί να υπάρξει μια μόνο πηγή θεότητας.
Αργότερα οι δυτικοί θεολόγοι απάντησαν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό ως από μία αρχή. Η ανατολή αρνήθηκε και αυτή τη διατύπωση υποστηρίζοντας ότι θα συγχώνευε και θα συνέχεε τα πρόσωπα του Πατέρα και του Υιού. Επίσης επισημάνθηκε ότι εάν ο Πατέρας και ο Υιός είναι πηγές θεότητας (και μόνο το Άγιο Πνεύμα δεν είναι), αυτό έχει ως συνεπακόλουθο ότι μειώνεται η θέση του Πνεύματος σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό, με την εξαίρεση του Πνεύματος μόνο ως πηγής θεότητας, ομοιάζεται ως ένας απλός παραλήπτης της. Τέλος, εάν κάποιος λέει ότι η ίδια η θεία ουσία είναι η πηγή θεότητας, ένα άλλο πρόβλημα δημιουργείται, μια πρόταση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον εαυτό του, δεδομένου ότι δεν είναι βέβαια διαχωρισμένο από τη θεία ουσία.
Και ο Μέγας Φώτιος το 862 και ο Μιχαήλ Κηρουλάριος το 1054 κατηγόρησαν τη Δύση για αίρεση με την εισαγωγή του filioque στο Σύμβολο. Γενικά, εκτός από σύντομες περιόδους το 1274 και το 1439, στη Β΄ Σύνοδο της Λυών και τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, πολλές φορές οι ορθόδοξοι έχουν επαναλάβει την κατηγορία της αίρεσης, μέχρι σήμερα. Αφ' ετέρου, από το 13ο αιώνα, ένα άλλο κομμάτι ορθοδόξων επισημαίνει ότι καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν καταδίκασε ολόκληρη τη Δυτική Εκκλησία και τα μέλη της. Ως εκ τούτου, υποστήριξαν, ότι οι Λατίνοι δεν πρέπει να αποκοπούν της κοινωνίας λόγω του Filioque.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Β΄ (1241 – 1290), πρότεινε ένα διαφορετικό τύπο που έχει θεωρηθεί επίσης ως ορθόδοξη «απάντηση» στο Filioque, αν και δεν έχει θέση επίσημου ορθόδοξου δόγματος. Ο Γρηγόριος μίλησε για μια αιώνια εμφάνιση του πνεύματος από τον Υιό. Με άλλα λόγια, υποστήριξε ότι ο Υιός φανερώνει αιώνια το Άγιο Πνεύμα.
Γενικά, ακόμη και μέχρι την εποχή της Συνόδου της Φλωρεντίας, τα συγγράμματα των Λατίνων πατέρων δεν διαβάστηκαν ευρέως στην Ανατολή όπου η λατινική γλώσσα δεν ήταν κατανοητή. Ως εκ τούτου, η διατύπωση του Filioque, πόσο μάλλον η έννοιά του, δεν έγινε κατανοητή εύκολα εκεί. Μέχρι σήμερα, μερικές δυτικές πρακτικές καταδικάζονται ως αίρεση από ορισμένες ομάδες στην Ανατολή, παραδόσεις όπως η υποχρεωτική αγαμία του λατινικού κλήρου ή η χρήση της έκχυσης του ύδατος στο βάπτισμα, έναντι της τριπλής βύθισης.
Η θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
Το 1274, στη Β΄ Σύνοδο της Λυών, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καταδίκασε όσους δε δέχονταν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό. Στην Σύνοδο αυτή συμμετείχαν και Ορθόδοξοι ιεράρχες που ελπίζαν σε ένωση. Όταν η Σύνοδος της Λυών έληξε, Ορθόδοξοι και Καθολικοί, που είχαν εισέλθει σε προσωρινή ένωση, έψαλαν μαζί το Σύμβολο της Νίκαιας με την προσθήκη του filioque και κοινώνησαν μαζί.
Στο πρόσφατο παρελθόν, πολλοί καθολικοί θεολόγοι έχουν γράψει περί του Filioque, με μια οικουμενική διάθεση. Ο Yves Congar υποστηρίζει ότι οι ποικίλες διατυπώσεις μπορούν να ιδωθούν όχι αντιφατικά αλλά συμπληρωματικά. Ο Irenee Dalmais επισημαίνει ότι η Ανατολή και η Δύση έχουν διαφορετικές, ωστόσο συμπληρωματικές, πνευματολογίες, θεολογίες του Αγίου Πνεύματος. Ο Avery Dulles ακολουθεί την ιστορία της διαμάχης του Filioque και ζυγίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα διάφορων δυνατοτήτων για τη συμφιλίωση. O Eugene Webb χρησιμοποιεί την πνευματολογία του Bernard Lonergan. Κανένας καθολικός θεολόγος για αιώνες δεν έχει υποστηρίξει την αναφερθείσα καταδίκη του 1274, στη Σύνοδο της Λυών.
Ως επίσημη πρακτική, η Ρωμαιοκαθολική Έδρα δεν έχει επιβάλει το Filioque στην Ανατολή, στις ελληνόρυθμες εκκλησίες που ανήκουν στο Βατικανό, τους Μαρωνίτες, Μελχίτες και Ουνίτες. Εκείνοι που ενώθηκαν με τον παπισμό σε διάφορες χρονικές περιόδους δεν επιβαλλόταν να περιλάβουν τον τύπο «και εκ του Υιού» στην απαγγελία του Συμβόλου. Οι Μαρωνίτες που δεν αποκόπηκαν ποτέ από την κοινωνία με τη Ρώμη, επίσης δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το Filioque. Σε πολλές λειτουργίες, κατά εορτασμό με Επισκόπους από την Ανατολή, ο Επίσκοπος Ρώμης έχει απαγγείλει το Σύμβολο της Νικαίας χωρίς την προσθήκη Filioque. Είναι σίγουρο ότι ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ δεν θεωρούσαν το Filioque αναπόσπαστο από το κείμενο του Συμβόλου και ότι στις ανατολικές λειτουργίες δεν θα ήταν ακόμη και αρμόζον.
Κατά την πρώτη επίσκεψη Πάπα στην Ελλάδα, τον Μάϊο του 2001, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' απήγγειλε το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το Filioque.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.