ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
1. Εθνολογικές προϋποθέσεις
Η Κύπρος αποτελεί τη νοτιοανατολική εσχατιά του ελληνικού κόσμου. Στη μεγαλόνησο της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η παρουσία των Ελλήνων μαρτυρείται ήδη κατά τη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία (γύρω στο 1200 π.Χ.), επιβίωσε μια ελληνική κοινωνία, με τη χαρακτηριστική ιδιωματική της γλώσσα, τις παραδόσεις και τους δικούς της τρόπους ζωής, παρά τις πιέσεις αλλεπάλληλων ξένων κατακτήσεων. Οι μαρτυρίες της κοινωνικής ιστορίας δείχνουν ότι κατά το δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα στην Κύπρο είχε διαμορφωθεί μια ενιαία κοινωνία, με δημογραφικό κορμό τον Ορθόδοξο πληθυσμό της μεγαλονήσου και όργανο την ελληνική γλώσσα, στην οποία όμως μετείχαν και τα μέλη μιας Μουσουλμανικής μειονότητας, που είχε δημιουργηθεί μετά την οθωμανική κατάκτηση του 1571. Τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κύπρου ήταν τουρκόφωνο και προερχόταν από τις τουρκικές φρουρές, που εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά την κατάκτηση, καθώς και από τους Οθωμανούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς, που ασκούσαν τη διοίκηση του τόπου. Σημαντικό όμως τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού, ιδίως σε απομονωμένες περιοχές όπως στην Πάφο και την Καρπασία και αλλού, ήταν ελληνόφωνο και προερχόταν από εξισλαμισμούς του χριστιανικού πληθυσμού. Μαρτυρίες ομαδικών εξισλαμισμών υπάρχουν ως τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Παράλληλα, η οργάνωση της οθωμανικής διοίκησης ανέδειξε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως κεντρικό θεσμό στη ζωή του χριστιανικού πληθυσμού της Κύπρου, με την έννοια της άσκησης της ηγεσίας και της εκπροσώπησης του ποιμνίου της απέναντι στον κυρίαρχο αλλά και με την έννοια της παροχής προς αυτό προστασίας, όση επέτρεπαν οι περιστάσεις, αλλά πολύ συχνά, και των υλικών μέσων της επιβίωσης, ιδίως μέσω των μοναστηριών.
Η κυπριακή κοινωνία, ιδιαίτερα εσωστρεφής στη νοοτροπία της παρά το νησιωτικό χαρακτήρα της, εκτέθηκε σταδιακά κατά τη διαδρομή του δέκατου ένατου αιώνα στις νέες δυνάμεις που διαμόρφωναν το σύγχρονο κόσμο και ωθούσαν τις κοινωνίες της ευρωπαϊκής ηπείρου προς ριζικούς βαθιούς μετασχηματισμούς. Η πρώτη αίσθηση των μακρινών αλλαγών, που μεταμόρφωναν τον ευρύτερο περίγυρο της, έφθασε στην Κύπρο με τις επιπτώσεις της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στη ζωή του τόπου. Οι επιπτώσεις αυτές του ξεσηκωμού του |
Ο Ναός του Απόλλωνα Υλάτη στο Κούριο
|
2. Καταβολές του Κυπριακού Ζητήματος
Οι πρώιμες αυτές εκδηλώσεις των εθνικών προσδοκιών των Κυπρίων δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν. Η μεγαλόνησος παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1878, οπότε παραχωρήθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία στη Μεγάλη Βρετανία. Η βρετανική κατάληψη της Κύπρου απέβλεπε στην εξασφάλιση ενός ακόμη στρατηγικού σταθμού στο δρόμο προς την Ινδία, που αποτελούσε τη βάση της βρετανικής αυτοκρατορίας. Με την κατάληψη του 1878 όμως δημιουργείται ουσιαστικά και το «Κυπριακό Ζήτημα», το οποίο ως διεθνές πρόβλημα αναφέρεται στον έλεγχο και την πολιτειακή υπόσταση της Κύπρου. Με πιο απλούς όρους το Κυπριακό Ζήτημα είναι το πρόβλημα κατοχής της Κύπρου, της οποίας η στρατηγική σημασία στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και στο κατώφλι της Μέσης Ανατολής την τοποθετούσε στο επίκεντρο των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των Μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή. Με τις στρατηγικές επιδιώξεις των ξένων δυνάμεων βρίσκονταν, κατά κανόνα, αντιμέτωπα τα αισθήματα και οι πόθοι του κυπριακού λαού, ο οποίος, όπως όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα οραματιζόταν την εθνική του αποκατάσταση και διεκδικούσε τις πολιτικές του ελευθερίες.
Η βρετανική κατάληψη του 1878 τερμάτισε την οθωμανική διοίκηση της Κύπρου, η οθωμανική κυριαρχία όμως δεν τερματίστηκε παρά το 1914, οπότε η Μεγάλη Βρετανία προσάρτησε την μεγαλόνησο, εξαιτίας της εισόδου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των αντιπάλων της Βρετανίας (της Γερμανίας, δηλαδή, και της Αυστροουγγαρίας). Το 1925 η Κύπρος ανακηρύχτηκε επίσημα αποικία του βρετανικού στέμματος (crown colony), αφού προηγουμένως το 1923 με τη Συνθήκη της Λοζάνης, άρθρο 16, η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε νομική αξίωση επί της μεγαλονήσου. Οι ρίζες του Κυπριακού προβλήματος βρίσκονται στην αποικιακή διακυβέρνηση της Κύπρου από τη Βρετανία με δύο έννοιες: Πρώτο, από την αρχή της Αγγλοκρατίας η βρετανική αποικιακή διοίκηση, χρησιμοποιώντας το θρησκευτικό κριτήριο που είχε παλιότερα ισχύσει και υπό το οθωμανικό καθεστώς, αντιμετώπισε τους κατοίκους της Κύπρου όχι ως ενιαίο λαό αλλά ως δύο διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες, παρά τη συντριπτική αριθμητική διαφορά μεταξύ τους, τύχαιναν πολύ συχνά άνισης μεταχείρισης υπέρ της μουσουλμανικής μειονότητας. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, κατά την πρώτη επιστημονική απογραφή του κυπριακού πληθυσμού που οργάνωσαν οι Άγγλοι το 1881, η πληθυσμιακή αναλογία Ελλήνων ορθοδόξων και μουσουλμάνων στην Κύπρο διαπιστώθηκε ότι ήταν 73,9% προς 24,4%, ενώ πενήντα χρόνια αργότερα, κατά την απογραφή του 1931, η αναλογία είχε διαμορφωθεί σε 79,5% Έλληνες ορθόδοξους και 18,5% Τούρκους μουσουλμάνους. Κατά την απογραφή του 1946 οι Έλληνες της Κύπρου είχαν ξεπεράσει το 80% του πληθυσμού και αυτή παρέμεινε σταθερή αναλογία τους στον κυπριακό πληθυσμό με ελαφρά αυξητική τάση υπέρ της ελληνικής πληθυσμιακής παρουσίας. Το δεύτερο στοιχείο της βρετανικής αποικιακής πρακτικής, το οποίο συνδέεται με τη δημιουργία του πολιτικού προβλήματος στην Κύπρο, ήταν η απουσία |
Η ανατολική όψη της εκκλησίας του Αγίου Χρυσοστόμου
Η βορειοδυτική κόγχη της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας με τοιχογραφίες στις δύο πλευρές του παράθυρου και στο τυφλό τόξο.
|
θεσμών ουσιαστικής δημοκρατικής διακυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι η ίδια η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε η κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, στις αποικίες εφαρμοζόταν μόνον ο εξωτερικός τύπος και όχι η ουσία της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Συγκεκριμένα, στην Κύπρο λειτούργησε το «Νομοθετικό Συμβούλιο» (από το 1881 ως το 1931), στο οποίο συμμετείχαν εκλεγμένοι εκπρόσωποι του πληθυσμού, χωρίς όμως να μπορούν να επιβάλουν τη βούληση της πλειοψηφίας, ακόμη και στα θέματα που εντάσσονταν στις αρμοδιότητες του σώματος, διότι τα επίσημα μέλη που διορίζονταν από την αποικιακή κυβέρνηση σε συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους εκπροσώπους, κατά κανόνα, ανέτρεπαν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας. Η ανυπαρξία της δημοκρατικής διεξόδου ως μεθόδου επίλυσης των πολιτικών προβλημάτων σταδιακά σκλήρυνε τις διαφορές και δημιούργησε αντιπαραθέσεις, που τελικά κορυφώθηκαν σε συγκρούσεις. Παρά τις σοβαρές αυτές ατέλειες του θεσμικού πλαισίου, η αγγλική διακυβέρνηση της Κύπρου εισήγαγε και σημαντικά πλεονεκτήματα, ιδίως στο επίπεδο της ευρυθμίας της δημόσιας διοίκησης, της εφαρμογής του νόμου και της απονομής της δικαιοσύνης και, ακολουθώντας τα πρότυπα της βρετανικής μητρόπολης, άφησε ως το 1931 μεγάλα περιθώρια για την ελευθερία του τύπου και της έκφρασης, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και τη δράση της Εκκλησίας. Οι ελευθερίες αυτές και η εδραίωση της ελληνικής παιδείας στην Κύπρο, καθώς και η εκπαίδευση των ηγετικών στελεχών της κυπριακής κοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στοιχείο που δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς με το εθνικό κέντρο, επέτειναν την καλλιέργεια των εθνικών αισθημάτων των Κυπρίων και τη διεκδίκηση πολιτικών ελευθεριών και εθνικής αποκατάστασης, που ταυτιζόταν στη συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου με την ένωση της νήσου τους με το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Με την πάροδο του χρόνου οι Κύπριοι άρχισαν να εκφράζουν όλο και πιο μαχητικά αυτήν τη διεκδίκηση. Η συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους αγώνες για την εθνική ολοκλήρωση του ελληνικού κράτους υπογράμμιζε την προσδοκία τους για την τελική ένταξη και του δικού τους νησιού στην ενιαία ελληνική επικράτεια. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή υπήρξε η συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Τα ενωτικά αισθήματα στην Κύπρο αναρριπίστηκαν από την προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα από τη Βρετανία το 1915. Κορύφωση της ενωτικής διεκδίκησης, αλλά και της απογοήτευσης από την πολιτική της Βρετανίας στη μεγαλόνησο υπήρξε η εξέγερση της 21ης Οκτωβρίου 1931 στη Λευκωσία και σε άλλες πόλεις και χωριά της Κύπρου. Οι Άγγλοι αντέδρασαν με βίαια κατασταλτικά μέτρα: εξόρισαν τους ηγέτες του ενωτικού κινήματος, περιλαμβανομένων των δύο από τους τέσσερις ιεράρχες της Εκκλησίας της Κύπρου: τον Κιτίου Νικόδημο και τον Κυρήνειας Μακάριο, κατάργησαν το Νομοθετικό Συμβούλιο, έθεσαν σοβαρούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και της παιδείας και κυβέρνησαν τη νήσο δικτατορικά, ουσιαστικά ως το τέλος της Αγγλοκρατίας. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την εκτράχυνση των σχέσεων και τη σκλήρυνση των θέσεων των |
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός (1810-1821), ιδρυτής της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας και εθνομάρτυρας. Απαγχονίσθηκε από τον Τούρκο διοικητή της Κύπρου στις 9 Ιουλίου 1821 ως αντίποινο για την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.
|
δύο πλευρών. Το στοιχείο αυτό έκανε την επικοινωνία δύσκολη και ενθάρρυνε τον ενστερνισμό αμοιβαίας καχυποψίας και μιας τάσης προς ακραίες τοποθετήσεις που γίνονται αναπόφευκτες, όταν εκλείψει η μετριοπάθεια και ο διάλογος, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις της δημοκρατίας.
3. Το Κυπριακό διεθνές ζήτημα
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1938-1945) βρήκε την Κύπρο να στενάζει υπό το καταπιεστικό καθεστώς που είχε επιβληθεί μετά την εξέγερση του 1931. Οι υποσχέσεις των συμμάχων όμως, που μάχονταν κατά των δυνάμεων του Άξονα στο όνομα της ελευθερίας των λαών, αναπτέρωσαν τις ελπίδες των Κυπρίων. Πολλοί Κύπριοι, μάλιστα, έσπευσαν να καταταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις της Βρετανίας, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση «ν' αγωνιστούν για την Ελλάδα και την ελευθερία». Μεταξύ των Κύπριων φοιτητών που βρίσκονταν στην Ελλάδα δεν έλειψαν και οι εθελοντές που πολέμησαν με τον ελληνικό στρατό στο Αλβανικό μέτωπο, καθώς και εκείνοι που κατά τη γερμανική κατοχή αγωνίστηκαν στις τάξεις της εθνικής αντίστασης.
Ο μεταπολεμικός κόσμος από το 1945 και εξής διαμορφώνεται στο κλίμα των ελπίδων που εμπνέουν οι νέες αρχές του ΟΗΕ και η διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών. Η Βρετανία εγκαταλείπει το 1947 τον κεντρικό κορμό της υπερπόντιας αυτοκρατορίας της στην αχανή ήπειρο των Ινδιών και, κατά συνέπεια, η αποικιακή της πολιτική εισέρχεται σε ένα στάδιο επαναπροσδιορισμού. Σ' αυτό το πλαίσιο ανακινείται και το πρόβλημα του μέλλοντος της Κύπρου. Μετά τον πόλεμο η βρετανική κυβέρνηση αποκατέστησε πολλές από τις εσωτερικές ελευθερίες του κυπριακού λαού, επέτρεψε τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών και τη λειτουργία πολιτικών κομμάτων, την επάνοδο των εξόριστων του 1931 και τη συμπλήρωση των κενών θρόνων της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου. Τέλος, η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε το 1948 τη σύγκληση «διασκεπτικής» συνέλευσηςγια τη συζήτηση του μέλλοντος της Κύπρου με την προοπτική της παραχώρησης εσωτερικής αυτοκυβέρνησης στη μεγαλόνησο. Η βρετανική αυτή πρωτοβουλία δε βρήκε αποτελεσματική ανταπόκριση μεταξύ του μεγαλύτερου μέρους της κυπριακής ηγεσίας, η οποία ζητούσε την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό και την άμεση άσκησή του. Για να καταδείξει τα εθνικά αισθήματα του κυπριακού λαού, η Εκκλησία της Κύπρου, ως εθναρχούσα ηγεσία του τόπου, ανέλαβε την πρωτοβουλία της διεξαγωγής δημοψηφίσματος, το οποίο είχε αρνηθεί να διοργανώσει η αποικιακή κυβέρνηση. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1950 και η καταμέτρηση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι 96% του κυπριακού λαού ευνοούσε την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών που υπέγραψαν τους τόμους του δημοψηφίσματος υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα περιλαμβάνονταν και Τουρκοκύπριοι. Η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να παραλάβει επίσημα τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και, έτσι, η κυπριακή εθναρχία αποδύθηκε σε διεθνή σταυροφορία για την προβολή των αξιώσεων |
του κυπριακού λαού. Πρεσβεία της εθναρχίας με επικεφαλής το μητροπολίτη Κυρήνειας Κυπριανό παρέδωσε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στην Αθήνα, στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο και στον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
Στο μεταξύ κατά την περίοδο 1950-1954, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αθήνα, παρατηρείται έντονος αναβρασμός και εκδηλώσεις της κοινής γνώμης με αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Οι εκδηλώσεις αυτές επετείνονταν εξαιτίας της ακαμψίας της βρετανικής πολιτικής, ιδίως της στάσης της αποικιακής διοίκησης της Κύπρου, η οποία θεωρούσε ως απλούς ταραξίες όλους όσοι ζητούσαν την εφαρμογή των αρχών του ΟΗΕ στην Κύπρο. Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε το 1954 με την αγγλική δήλωση, ότι ορισμένα εδάφη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας δε θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία λόγω της στρατηγικής τους σημασίας. Αυτό όξυνε τα πνεύματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, όπου η ηγεσία της εθναρχίας είχε αναληφθεί από τον Οκτώβριο του 1950 από το μαχητικό νέο αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ'. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε, το Σεπτέμβριο του 1954, σε προσφυγή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Έτσι το Κυπριακό μεταβλήθηκε σε διεθνές ζήτημα. Η αποτυχία της ελληνικής προσφυγής απογοήτευσε τους Κύπριους ως προς την αποτελεσματικότητα των ειρηνικών διεκδικήσεων και τους προσανατόλισε προς τη λογική του ένοπλου αγώνα.
4. Ο απελευθερωτικός αγώνας 1955-1959
Την 1η Απριλίου 1955 άρχισε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Ο ένοπλος αγώνας, με τη μορφή του ανταρτοπολέμου και των δολιοφθορών, είχε πολλές διακυμάνσεις και, παρά το γεγονός ότι διεξαγόταν κατά κανόνα από νεότατους και άπειρους αγωνιστές, καθήλωσε σημαντικές βρετανικές δυνάμεις και συχνά έφερε σε αμηχανία το αγγλικό στρατιωτικό επιτελείο. Στρατιωτικός ηγέτης της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν ο Κύπριος απόστρατος αντισυνταγματάρχης του ελληνικού στρατού Γεώργιος Γρίβας, που δρούσε στην Κύπρο με το ψευδώνυμοΔιγενής. Ο κυπριακός Ελληνισμός, με πράξεις παθητικής αντίστασης στην αγγλική διοίκηση και ενεργού αλληλεγγύης προς τους αγωνιστές, εκδήλωνε ποικιλότροπα την υποστήριξή του προς τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Οι Άγγλοι αντέδρασαν με μέτρα στρατιωτικής καταστολής, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά ομάδων της ΕΟΚΑ, μεγάλης κλίμακας συλλήψεις και φυλακίσεις σε κρατητήρια και με την επιβολή ποικίλων περιοριστικών μέτρων σε βάρος του πληθυσμού. Το Μάρτιο του 1956 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο μητροπολίτης Κυρήνειας «συνελήφθησαν» και εξορίστηκαν στις Σεϋχέλλες νήσους, βρετανική αποικία στον Ινδικό ωκεανό. Οι ιεράρχες και οι συνεξόριστοί τους κρατήθηκαν στις Σεϋχέλλες ως το Μάρτιο του 1957, οπότε επιτράπηκε σ' αυτούς να γυρίσουν στην Ελλάδα, όχι όμως και στην Κύπρο.
|
Η προκήρυξη του ενωτικού δημοψηφίσματος του 1950
Στο μεταξύ και μέχρι και του έτους 1958 στην Κύπρο συνεχίζονταν οι πράξεις ένοπλης αντίστασης κατά της βρετανικής κατοχής. Σε μερικές περιπτώσεις οι ένοπλες αυτές συγκρούσεις εξελίχτηκαν σε πραγματικές μάχες, στις οποίες οι αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α., μαχόμενοι προς δυσανάλογα υπέρτερες αγγλικές δυνάμεις, «προέβησαν» σε πράξεις ασυνήθιστου ηρωισμού και αυτοθυσίας*1.
Παράλληλα, για να καταστείλουν την εξέγερση οι αποικιακές αρχές, επέβαλαν σκληρά μέτρα που περιλάμβαναν βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων και την επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής, κατά τα έτη 1956-1957, σε εννέα νέους ηλικίας μεταξύ 19 και 25 ετών με την κατηγορία ότι ενέχονταν σε ένοπλες ενέργειες ή σε μεταφορές όπλων*2.
*1. Αξιομνημόνευτα παραδείγματα ηρωισμού και αυτοθυσίας: Μούσκος Χαράλαμπος (Δεκ. 1955), Δράκος Μάρκος (Γεν. 1957), Γιωργάλλας Μιχαήλ (Γεν. 1957), Αυξεντίου Γρηγόρης (Μάρτης 1957), Μάτσης Κυριάκος (Νοέμβρης 1958).
*2. Οι εκτελεσθέντες 9 Κύπριοι ήταν: Καραολής Μιχαήλ, Δημητρίου Ανδρέας, Ζάκος Ανδρέας, Μιχαήλ Χαρίλαος, Πατάτσος Ιάκωβος, Κουτσόφτας Μιχαήλ, Παναγίδης Ανδρέας, Μαυρομάτης Στέλιος, Παλληκαρίδης Ευαγόρας. |
Το Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου, μέχρι το 1960 έδρα του Άγγλου κυβερνήτη, για τούτο και φέρει το θυρεό της Βρετανικής αυτοκρατορίας στην πρόσοψη. Από τα σημαντικότερα μνημεία της νεότερης ιστορίας της Κύπρου, χτίστηκε μετά την καταστροφή παλαιότερου οικήματος κατά την εξέγερση του 1931 και ως οικοδόμημα συνδυάζει παραδοσιακούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της Κύπρου.
|
Η έκρηξη του ένοπλου αγώνα λειτούργησε ως καταλύτης για τη διεθνή διπλωματία, η οποία κατά την ίδια περίοδο αποδύθηκε σε αλλεπάλληλες πρωτοβουλίες για τη ρύθμιση του Κυπριακού ζητήματος. Το Σεπτέμβριο του 1955 συγκλήθηκε, με βρετανική πρωτοβουλία, τριμερής διάσκεψη στο Λονδίνο, στην οποία πήραν μέρος: η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Τουρκία εμφανίστηκε ως ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό. Η αποτυχία της διάσκεψης ακολουθήθηκε από τα έκτροπα και τις βιαιότητες σε βάρος του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης (στις 5-6 Σεπτεμβρίου 1955), που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, είχαν υποκινηθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Άλλες βρετανικές πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού με την παραχώρηση εσωτερικής αυτονομίας, περιλάμβαναν τις συνομιλίες του Κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Χάρντιγκ με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, πριν από την εξορία του δεύτερου, και το σχέδιο Ράτκλιφ το 1956. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα, ενώ η κατάσταση στην Κύπρο σημείωνε συνεχή επιδείνωση, λόγω της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που άρχισε να παρατηρείται μετά τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη. Η όξυνση στις σχέσεις των δύο εθνικών στοιχείων κορυφώθηκε το έτος 1958 με ωμότητες και βανδαλισμούς σε βάρος των Ελληνοκυπρίων. Η Ε.Ο.Κ.Α. «προέβη» σε αντίποινα και έτσι και οι δύο κοινότητες θρήνησαν αρκετά θύματα. Στοιχείο της αντιπαράθεσης αυτής ήταν και ο ενστερνισμός από τους Τουρκοκυπρίους ενός πολιτικού στόχου διαμετρικά αντίθετου προς το ενωτικό αίτημα των Ελλήνων, με την προβολή της αξίωσης να επανέλθει η Κύπρος υπό τουρκική κυριαρχία είτε να διχοτομηθεί μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας κατά μήκος του 35ου παραλλήλου. Η διχοτόμηση παρέμεινε έκτοτε ο στόχος της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό και εμφανίστηκε να υιοθετείται και από την επίσημη βρετανική πολιτική με το σχέδιο Μακμίλλαν το 1958. Αλλεπάλληλες προσφυγές της ελληνικής κυβερνήσεως στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., με αίτημα την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό, κατά τα έτη 1956, 1957 και 1958 κατέληγαν σε γενικόλογες αποφάσεις χωρίς πρακτικά αποτελέσματα. Η αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει τις αρχές του διεθνούς δικαίου και η απειλή, αντίθετα, να επιβληθεί διχοτομική λύση στην Κύπρο οδήγησαν τελικά στο συμβιβασμό των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959. Οι βασικές αρχές της λύσης συμφωνήθηκαν μεταξύ των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας στη Ζυρίχη και, στη συνέχεια, συγκλήθηκε υπό βρετανική προεδρία διάσκεψη στο Λονδίνο, στην οποία εκτός από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας πήραν μέρος και οι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Με βάση την τελική συμφωνία του Λονδίνου η Κύπρος θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη δημοκρατία και θα αποκήρυττε στο διηνεκές τόσο το αίτημα της ένωσης με άλλο κράτος όσο και κάθε μορφή διαμελισμού. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας θα ήταν Έλληνας και ο αντιπρόεδρος Τούρκος και θα εκλεγόταν ο καθένας χωριστά από την αντίστοιχη κοινότητα. Εκτεταμένες εγγυήσεις δόθηκαν για την ασφάλεια της τουρκοκυπριακής μειονότητας, στην οποία αναγνωρίστηκαν δικαιώματα, που σε πολλά σημεία παραβίαζαν |
Τα φυλακισμένα μνήματα στις Κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, όπου αναπαύονται οι νέοι που απαγχονίστηκαν από τους Άγγλους και άλλοι πεσόντες του απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959.
τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, όπως το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε ζητήματα φορολογικής νομοθεσίας. Επίσης, εγκαθιδρύονταν χωριστές δημαρχίες στις πέντε μεγάλες πόλεις της Κύπρου (Λευκωσία, Λεμεσό, Αμμόχωστο, Λάρνακα και Πάφο). Οι τρεις δυνάμεις: Μ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία δεσμεύτηκαν να περιφρουρήσουν τη λύση, ενώ η Βρετανία θα κρατούσε δύο στρατιωτικές βάσεις στο νότιο τμήμα της Κύπρου, στη Δεκέλεια και στο Ακρωτήρι. Η επεξεργασία των λεπτομερειών της συμφωνίας και η προετοιμασία του συντάγματος της νέας δημοκρατίας αποδείχθηκε επίπονη και πολύμηνη διαδικασία. Το Δεκέμβριο του 1959 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκλέχτηκε πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής δημοκρατίας, ενώ ο Δρ. Φαζίλ Κουτσιούκ εκλέχτηκε αντιπρόεδρος. |
5. Η Κυπριακή Δημοκρατία, 1960-1974
Στις 16 Αυγούστου 1960 η Κύπρος ανακηρύχτηκε επίσημα ανεξάρτητη δημοκρατία. Μαζί με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας υπογράφτηκαν μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου και της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας τρεις συνθήκες που καθόριζαν το διεθνές καθεστώς της Κύπρου. Η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, εγκαθιδρύει την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία και ρυθμίζει τις εδαφικές και άλλες λεπτομέρειες που αφορούν τις κυρίαρχες βρετανικές βάσεις. Η Συνθήκη Εγγυήσεως, εγγυάται το συνταγματικό καθεστώς και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναγνωρίζει στις τρεις δυνάμεις, που συμβάλλονται με την Κυπριακή Δημοκρατία, το δικαίωμα από κοινού ή καθεμία χωριστά να επεμβαίνει, για να αποκαθιστά την κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο που εγγυάται η συνθήκη σε περίπτωση παραβίασής της. Τέλος, η Συνθήκη Συμμαχίας, συνάπτει στρατιωτική συμμαχία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις οποίες επιτρέπει να διατηρούν καθορισμένες στρατιωτικές μονάδες στην Κύπρο (ΕΛ.ΔΥ.Κ. και ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ., αντίστοιχα).
Συγχρόνως, η Κύπρος διαμόρφωνε τη διεθνή προσωπικότητά της και εδραίωνε την υπόστασή της ως ανεξάρτητο κράτος, με την αναγνώρισή της από ξένες δυνάμεις και την είσοδο της σε διεθνείς οργανισμούς. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1960 η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις 13 Μαρτίου 1961 έγινε δεκτή ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και, αργότερα, το ίδιο έτος έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογραμμίζοντας έτσι τη συνάφεια της ιστορικής της κληρονομιάς με τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελούσε το προϊόν πολύμορφων συμβιβασμών μεταξύ αντικρουόμενων ξένων συμφερόντων και μεταξύ των επιδιώξεων των στοιχείων του πληθυσμού του νέου κράτους. Οι Έλληνες της Κύπρου δεν είχαν αγωνιστεί για τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους αλλά για την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα. ΟΙ Τούρκοι της Κύπρου απεύχονταν μια τέτοια λύση και επιδίωκαν να εξασφαλίσουν συνταγματικές αλλά και εξωτερικές εγγυήσεις, που θα τους εξίσωναν ουσιαστικά με την ελληνική πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων του κυπριακού πληθυσμού. Παρ' όλ' αυτά η Κυπριακή Δημοκρατία τερμάτιζε εννέα αιώνες ξένων κατοχών του νησιού, απέδιδε ανεξαρτησία στην Κύπρο για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία και καθιστούσε τους ίδιους τους Κύπριους υπεύθυνους για την τύχη του τόπου, ανοίγοντάς τους το στάδιο του ελεύθερου πολιτικού βίου και προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να εργαστούν για την ανάπτυξη της πατρίδας τους, με τη συνεργασία όλων των στοιχείων του πληθυσμού. Το συνταγματικό καθεστώς της νέας δημοκρατίας, όμως, περιείχε πολλά διαιρετικά στοιχεία, τα οποία πολύ γρήγορα άρχισαν να λειτουργούν ανασταλτικά ως προς την ανάπτυξη ελεύθερης πολιτικής ζωής και ως προς την καλλιέργεια πνεύματος συνεργασίας μεταξύ όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από την εθνική |
Η υπογραφή των συμφωνιών της Κυπριακής Ανεξαρτησίας τα μεσάνυχτα της 15ης προς την 16η Αύγουστου 1960. Διακρίνονται να υπογράφουν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης Sir Hugh Foot και ο πρώτος Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δρ. Φ. Κουτσούκ.
Το Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου, μέχρι το 1960 έδρα του Άγγλου κυβερνήτη, για τούτο και φέρει το θυρεό της Βρετανικής αυτοκρατορίας στην πρόσοψη. Από τα σημαντικότερα μνημεία της νεότερης ιστορίας της Κύπρου, χτίστηκε μετά την καταστροφή παλαιότερου οικήματος κατά την εξέγερση του 1931 και ως οικοδόμημα συνδυάζει παραδοσιακούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της Κύπρου.
|
τους προέλευση. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960, την εκτελεστική εξουσία ασκούν ο Ελληνοκύπριος Πρόεδρος και ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος, οι οποίοι εκλέγονταν από την αντίστοιχη κοινότητα και διέθεταν δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) σε νόμους που σχετίζονται με εξωτερικές υποθέσεις. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου συμμετείχαν 35 Έλληνες και 15 Τούρκοι βουλευτές, που εκλέγονταν από την κάθε κοινότητα ξεχωριστά. Τα Τουρκοκυπριακά μέλη της Βουλής διέθεταν τη συνταγματική δυνατότητα να παρακωλύουν νομοθεσία σε θέματα εκλογικού νόμου, φορολογίας και δημοτικών αρχών, για να διασφαλίζουν τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει η κοινότητα τους με τις Συμφωνίες και το Σύνταγμα. Τα προνόμια αυτά, εκτός από τους χωριστούς δήμους στις πέντε κυριότερες πόλεις, σχετίζονταν με τη δομή της δημόσιας υπηρεσίας και των ενόπλων δυνάμεων. Στη δημόσια υπηρεσία η κατανομή των θέσεων θα γινόταν σε αναλογία 70 προς 30 μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ενώ στον κυπριακό στρατό και τα σώματα ασφαλείας η αναλογία οριζόταν 60 προς 40, παρά το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν λιγότερο από τα 20% του πληθυσμού. Η τρίτη εξουσία, η δικαστική, είχε επικεφαλής το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, του οποίου η προεδρία ανατέθηκε σε ουδέτερο ξένο δικαστή και η αρμοδιότητά του αναφερόταν στην κρίση της συνταγματικότητας νόμων και πράξεων της διοίκησης. Η συνταγματική οργάνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε δύο ατελέσφορες συνέπειες: πρώτον οι Έλληνες της Κύπρου, επί των οποίων το Σύνταγμα είχε επιβληθεί από έξω, θεωρούσαν ότι αδικούνταν από την προνομιακή μεταχείριση των Τουρκοκυπρίων και αντιμετώπιζαν το συνταγματικό καθεστώς με αρνητική διάθεση. Οι Τουρκοκύπριοι, αντίστροφα, επέμειναν στην άνευ όρων άμεση εφαρμογή και της τελευταίας λεπτομέρειας των συνταγματικών τους προνομίων και χρησιμοποιούσαν τη συνταγματική δυνατότητα της παρακώλυσης του νομοθετικού έργου της Βουλής, για να πιέσουν ώστε να εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις. Το αποτέλεσμα ήταν η αμοιβαία αποξένωση και καχυποψία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά και η παράλυση του κράτους. Το 1963 η κυβέρνηση δεν μπορούσε πλέον να συλλέξει φόρους ή δασμούς, επειδή τα Τουρκοκυπριακά μέλη της Βουλής αρνούνταν να επικυρώσουν την αναγκαία φορολογία, για να πιέσουν ως προς την εφαρμογή των χωριστών δημοτικών αρχών. Πέρα από τα πολιτειακά προβλήματα, οι χωριστικές διατάξεις του Συντάγματος δημιούργησαν ένα κλίμα φυλετικών διακρίσεων στην Κύπρο υπέρ της μειονότητας και αποθάρρυναν την καλλιέργεια μιας κοινής αίσθησης της ιδιότητας του δημοκρατικού πολίτη, των πολιτικών ελευθεριών ως κοινής κατάκτησης της κοινωνίας και μιας ενιαίας αντίληψης του δημοκρατικού διαλόγου ως μεθόδου για την επίλυση των πολιτικών και πολιτειακών προβλημάτων. Αντίθετα, το κλίμα της αμοιβαίας καχυποψίας και η αποτυχία της ανάπτυξης μιας έννοιας κοινού δημοσίου συμφέροντος της Δημοκρατίας, άφησαν το πεδίο ανοιχτό για την εξώθηση των αντίστοιχων τάσεων σε ακρότητες και τη δημιουργία αμοιβαίων εχθρικών προδιαθέσεων. Βλέποντας πού οδηγούνταν τα πράγματα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αφού συμβουλεύτηκε και την αγγλική κυβέρνηση, |
πρότεινε το Νοέμβριο του 1963 την αναθεώρηση δεκατριών σημείων του Συντάγματος, για να αμβλυνθεί το χωριστικό πνεύμα και να τεθούν οι βάσεις της ομαλότερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι προτάσεις του αρχιεπισκόπου, γνωστές ως «τα δεκατρία σημεία», απορρίφθηκαν από την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους, το κλίμα οξύνθηκε κατά τις επόμενες εβδομάδες και παραμονές των Χριστουγέννων του 1963 ξέσπασαν συγκρούσεις, που κλιμακώθηκαν σε μάχες και γενική αντιπαράταξη μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η πρώτη εκεχειρία, που συμφωνήθηκε με την παρέμβαση των Άγγλων στις 26 Δεκεμβρίου 1963, δημιούργησε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην πρωτεύουσα Λευκωσία, τη γνωστή ως «πράσινη γραμμή». Παρά την εκεχειρία και την εγκατάσταση το Μάρτιο του 1964 διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στη νήσο (της γνωστής UNFICYP), το έτος 1964 υπήρξε ιδιαίτερα τραγικό για την Κύπρο. Οι αναφλέξεις των συγκρούσεων υπήρξαν συχνές και τα θύματα και από τις δύο πλευρές πολλά. Τον Αύγουστο του 1964 η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε τη βορειοδυτική Κύπρο (περιοχή της Τηλλυρίας), όταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις αποπειράθηκαν να διεισδύσουν σε παράκτιο τουρκικό χωριό (Κόκκινα), απ' όπου διοχετεύονταν οπλισμός από την Τουρκία προς τους Τουρκοκυπρίους. Η σημαντικότερη πολιτική συνέπεια των εξελίξεων αυτών υπήρξε ο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Μετά τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1963 οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας και αποδύθηκαν σε προσπάθεια να συγκεντρώσουν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό σε ορισμένους εδαφικούς θύλακεςυπό τον έλεγχο δικών τους διοικητικών και στρατιωτικών αρχών, ώστε να δημιουργηθεί η βάση για το διαμελισμό της Κύπρου. Έτσι επήλθε ο οριστικός διαχωρισμός των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου και δημιουργήθηκαν στο έδαφος της νήσου ορισμένες απομονωμένες περιοχές, όπου δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση των Ελλήνων και των αρχών της Δημοκρατίας. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε πηγή εσωτερικής ανωμαλίας και συγχρόνως αντιπροσώπευε μια απόπειρα να τεθεί με τη βία τέρμα σε δύο χαρακτηριστικά της κυπριακής κοινωνίας με μακραίωνα ιστορία: στην παραδοσιακή συμβίωση των χριστιανών και μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού σε μια ενιαία κοινωνία και στη συνακόλουθη δημογραφική διασπορά του χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού σε ολόκληρο τον κυπριακό χώρο (χωρίς καμιά τάση γεωγραφικής συγκέντρωσης των μουσουλμάνων σε συγκεκριμένα τμήματα του εδάφους της Κύπρου), στοιχεία που αποδεικνύονταν και από την ύπαρξη πολλών μεικτών χωριών. Η όξυνση των σχέσεων και η στρατιωτική κλιμάκωση στην Κύπρο το 1964 οδήγησε σε προσφυγή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο με το ψήφισμα 186 της 4ης Μαρτίου 1964 επαναβεβαίωσε την κυριαρχία και ανεξαρτησία της Δημοκρατίας, συνέστησε την αποφυγή βίας, εγκατέστησε την ειρηνευτική δύναμη και όρισε μεσολαβητή για την προώθηση λύσης με κοινή συμφωνία των μερών. Τελικά, το Μάρτιο του 1965 υποβλήθηκε η έκθεση του μεσολαβητή του ΟΗΕ Galo Plaza, ο οποίος είχε παλιότερα διατελέσει |
Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Ισημερινού. Η έκθεση Plaza (UN Doc. 5/6253/26 Μαρτίου 1965), αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του Κυπριακού Ζητήματος, γιατί προτείνει το μόνο περίγραμμα λύσης του προβλήματος, που βασίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Galo Plaza προτείνει συγκεκριμένα ότι η λύση του Κυπριακού θα μπορούσε να εδραιωθεί με την κατοχύρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας, την εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας και την παροχή αποτελεσματικής προστασίας προς τη μειονότητα. Η έκθεση Plaza απορρίφθηκε από την Τουρκία πριν προλάβουν να εκφράσουν επισήμως τις απόψεις τους τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Κύπρο. Μετά την εξέλιξη αυτή η πρόοδος προς λύση του Κυπριακού δεν φαινόταν ορατή και διάφορες άλλες πρωτοβουλίες, ιδίως των ΗΠΑ και του NATO, για προώθηση λύσεων που θα περιέστελλαν, θα περιόριζαν, το βαθμό ανεξαρτησίας της Κύπρου, για να ικανοποιηθεί η Τουρκία, προσέκρουσαν στην αντίσταση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και έμειναν χωρίς συνέχεια. Όμως η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 δημιούργησε νέες περιπλοκές στο Κυπριακό, γιατί η δικτατορία και τα όργανά της στην Κύπρο επιδόθηκαν σε εκστρατεία υπονόμευσης και αποσταθεροποίησης, με πρόσχημα την προώθηση «ενωτικής» λύσης. Στην ουσία όμως η «ένωση» θα συγκάλυπτε τη διχοτόμηση της νήσου, αφού θα περιλάμβανε παραχώρηση εδαφικού τμήματος ή «βάσης» προς την Τουρκία. Γι' αυτό και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος σθεναρά απόκρουσε κάθε πρόταση τέτοιας λύσης κατά την περίοδο μετά το 1964. Οι ενέργειες αυτές, που κλιμακώθηκαν την περίοδο 1967-1974, άνοιξαν το δρόμο προς την Κυπριακή τραγωδία που άρχισε τον Ιούλιο του 1974 και συνεχίζεται. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι πράξεις βίας, στο όνομα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, είχαν αρνητικές επιπτώσεις και στην πορεία των διακοινοτικών συνομιλιών, που είχαν αρχίσει το 1968 με στόχο την εξεύρεση συνταγματικής λύσης στο πρόβλημα της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Οι συνομιλίες, οι οποίες είχαν την ενθάρρυνση του ΟΗΕ, διεξάγονταν μεταξύ εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ενώ αργότερα προστέθηκαν και δύο συνταγματολόγοι από την Ελλάδα και την Τουρκία, αντίστοιχα. Μέχρι τις παραμονές της τουρκικής εισβολής είχε σημειωθεί αισθητή πρόοδος και βρέθηκαν κοινά αποδεκτές λύσεις σε πολλά ζητήματα ως προς την οργάνωση του κράτους και την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών, ενώ οι διαφορές περιορίστηκαν στο ζήτημα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η πρόοδος αυτή προς μια λύση του Κυπριακού την οποία θα διαπραγματεύονταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή ο λαός της Κύπρου, ανακόπτεται από την καταστροφή του 1974. |
6. Η Κυπριακή Τραγωδία: 1974
Στις 15 Ιουλίου 1974, τα όργανα της στρατιωτικής δικτατορίας της Ελλάδας στην Κύπρο επιχείρησαν πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή και δολοφονία του νόμιμου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Το πραξικόπημα ήταν πολύ αιματηρό και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Το προεδρικό μέγαρο καταστράφηκε και παραδόθηκε στις φλόγες. Το νεοβυζαντινό μέγαρο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου πολιορκήθηκε με βαρύ πυροβολικό και υπέστη σοβαρές καταστροφές. Ο αρχιεπίσκοπος όμως διασώθηκε και κατέφυγε στην Πάφο, από όπου απηύθυνε ραδιοφωνικό διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό, καλώντας τον σε αντίσταση κατά της χούντας. Στη Λευκωσία εγκαταστάθηκε δικτατορική κυβέρνηση που κατευθυνόταν από τη δικτατορία των Αθηνών. Η παραβίαση αυτή της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης Εγγυήσεως πρόσφερε στην Τουρκία την αφορμή να εισβάλει στρατιωτικά στην Κύπρο. Αρχικά η τουρκική κυβέρνηση πρότεινε στη βρετανική να αναλάβουν κοινή δράση για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας στην Κύπρο. Όταν όμως η Βρετανία αρνήθηκε να συμπράξει, η Τουρκία εισέβαλε στις 20 Ιουλίου 1974 και, μετά σκληρές μάχες, κατόρθωσε να δημιουργήσει στρατιωτικό προγεφύρωμα δυτικά της Κερήνειας, στη βόρεια ακτή της Κύπρου. Παρά τη σύναψη αλλεπάλληλων ανακωχών μετά τις 22 Ιουλίου, η Τουρκία εξακολούθησε να διευρύνει το προγεφύρωμά της και να μεταφέρει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο. Ψηφίσματα και εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και συνομιλίες, στις οποίες μετείχε η ίδια η Τουρκία στη Γενεύη στις 12 και 13 Αυγούστου, δεν εμπόδισαν την κλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας της στην Κύπρο, που έφτασε στο ύψος των 40.000 στρατού και τριακοσίων τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης. Με τις δυνάμεις αυτές στις 14 και 15 Αυγούστου 1974 η Τουρκία πραγματοποίησε την επιχείρηση Αττίλας II, επιφέροντας το βίαιο διαμελισμό της Κύπρου και επεκτείνοντας τη στρατιωτική κατοχή της περίπου στα 36,7% του κυπριακού εδάφους.
Η κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα δεν ακρωτηρίασε μόνο εδαφικά την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά της απέσπασε και τις πλουσιότερες και πιο αναπτυγμένες περιοχές, όπου ήταν συγκεντρωμένοι κατά 70% οι πλουτοπαραγωγικοί της πόροι και το σύνολο σχεδόν της τουριστικής υποδομής. Η σοβαρότερη όμως συνέπεια της εισβολής υπήρξε ο βίαιος εκτοπισμός 200.000 περίπου Ελληνοκυπρίων (40% του πληθυσμού) από τις εστίες τους, που έγιναν έτσι πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Υπό τις συνθήκες της εισβολής του Αττίλα, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά αποτελούσαν το μικρότερο κακό σε σύγκριση με τις φρικαλεότητες στις οποίες επιδόθηκαν τα στρατεύματα των εισβολέων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, ιδίως σε βάρος ανυπεράσπιστων γυναικών σε όσους οικισμούς δεν είχαν εγκαταλειφτεί από τους κατοίκους τους. Επιπλέον, χιλιάδες άτομα, στρατιωτικοί και άμαχοι, σκοτώθηκαν και κακοποιήθηκαν από τους εισβολείς. Τα θύματα της εισβολής το καλοκαίρι του 1974 υπολογίζονται σε 3.000 νεκρούς. Πέρα από τα θύματα, 1.619 άτομα, που περιλαμβάνουν |
βάνουν αμάχους, γυναίκες και παιδιά, είναι αγνοούμενοι από τον Αύγουστο του 1974 και η Τουρκία έχει αρνηθεί να συνεργαστεί με διεθνείς ανθρωπιστικούς οργανισμούς που προσπαθούν να εξιχνιάσουν την τύχη τους. Οι μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο από τα τουρκικά στρατεύματα έχουν τεκμηριωθεί με στοιχεία, που έχουν συγκεντρωθεί και αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από προσφυγές της Κύπρου. Η σχετική έκθεση της Επιτροπής δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουλίου 1979. Στις κατεχόμενες περιοχές, πίσω από τη γραμμή Αττίλα, παρέμειναν περίπου 20.000 Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες, οι οποίοι είτε δε θέλησαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους είτε αποκόπηκαν από την προέλαση του τουρκικού στρατού. Ο πληθυσμός αυτός των εγκλωβισμένων Κυπρίων ήταν συγκεντρωμένος ως επί το πλείστον στη χερσόνησο της Καρπασίας, στην πόλη της Κερήνειας και σε παρακείμενα χωριά και στην περιοχή των Μαρωνίτικων χωριών, στον Κορμακίτη. Οι πιέσεις των κατοχικών στρατευμάτων, οι βιαιότητες των δυνάμεων κατοχής και οι περιορισμοί σε θέματα διακίνησης, υγείας, εκπαίδευσης και θρησκείας εξανάγκασαν σταδιακά τον πληθυσμό αυτό να διαρρεύσει προς τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και να προστεθεί στον προσφυγικό πληθυσμό. Παράλληλα η Τουρκία ακολούθησε πολιτική εποικισμού των κατεχόμενων εδαφών με εποίκους από την Τουρκία. Αρχικά, ήδη από το 1975, ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός που είχε παραμείνει στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, μεταφέρθηκε χωρίς να ερωτηθεί στα κατεχόμενα, για να πυκνωθεί η τουρκική παρουσία στην περιοχή που εκκενώθηκε βίαια με την εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Από το 1975 και εξής η Τουρκία ακολουθεί συστηματική πολιτική αλλοίωσης της δημογραφικής σύνθεσηςτου κυπριακού πληθυσμού, με την εγκατάσταση εποίκων από τη Μικρά Ασία. Υπολογίζεται ότι μέχρι του 1991 είχαν εγκατασταθεί περισσότεροι από 75.000 Τούρκοι έποικοι στις κατεχόμενες περιοχές, εκτοπίζοντας συχνά και Τουρκοκυπρίους, από τους οποίους περίπου 30.000 έχουν μεταναστεύσει, ιδίως στη Βρετανία, από το 1974 και εξής. Στις κατεχόμενες περιοχές η Τουρκία ακολουθεί πολιτική εκτουρκισμού με τη μαζική αλλαγή των τοπωνυμίων που είχαν παραμείνει για αιώνες αναλλοίωτα. Σε πολλές περιπτώσεις ελληνικά τοπωνύμια που παραδίδονται στις πηγές απαράλλακτα για χιλιετίες έχουν μεταβληθεί. Επίσης, τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα αλλά και ασύδοτοι αρχαιοκάπηλοι καταστρέφουν συστηματικά τους αρχαιολογικούς χώρους και τις εκκλησίες. Σημαντικότατοι αρχαιολογικοί χώροι της προϊστορικής, κλασικής και ελληνιστικής Κύπρου, όπως η Έγκωμη, η Αγία Ειρήνη, η Σαλαμίνα, η Λίπεια και οι Σόλοι έχουν εγκαταλειφτεί απροστάτευτοι στη φθορά των στοιχείων της φύσης και στη σύληση των αρχαιοκαπήλων. Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές αλλά και ιεροί χώροι έχουν συληθεί και τα περιεχόμενά τους έχουν φυγαδευτεί στο εξωτερικό. Με ιδιαίτερο ζήλο οι κατοχικές αρχές καταστρέφουν τις εκκλησίες και φυγαδεύουν από την Κύπρο βυζαντινές εικόνες και τοιχογραφίες. |
Ο οκταγωνικός βυζαντινός ναός του Αντιφωνητή στα βουνά της Κερήνειας. Ένα από τα σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία της Κύπρου. Βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, με αποτέλεσμα οι σπουδαιότατες τοιχογραφίες να καταστραφούν από αρχαιοκάπηλους.
Ο ναός της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λιθράγκωμη της Καρπασίας. Τα ψηφιδωτά του έκτου αιώνα που κοσμούσαν την αψίδα του ναού αφαιρέθηκαν από αρχαιοκάπηλους μετά την Τουρκική εισβολή, αλλά ύστερα από μια πολύκροτη δίκη στην Αμερική επιστράφηκαν στην Εκκλησία της Κύπρου ως το νόμιμο δικαιούχο και φυλάσσονται στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου μέχρι να γίνει δυνατή η τελική επανατοποθέτησή τους στον ιερό χώρο όπου ανήκουν, αφού αποσυρθούν τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο.
|
[Σπουδαιότατα μνημεία της βυζαντινής τέχνης όπως η Μονή του Αντιφωνητή, η Μονή του Αγίου Χρυσοστόμου του Κουτσοβέντη, η Μονή της Παναγίας Κανακαριάς στη Λιθράγκωμη, το παρεκκλήσι του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση και η Μονή της Παναγίας στην Αυγασίδα έχουν καταστραφεί. Σημαντικά προσκυνήματα και κέντρα θρησκευτικής λατρείας του Ορθόδοξου πληθυσμού της Κύπρου μετατρέπονται σε μουσουλμανικά τεμένη, θυμίζοντας την τακτική των κατακτητών στους παλαιότερους αιώνες της Τουρκοκρατίας], Την ανθρώπινη όψη της Κυπριακής Τραγωδίας συνθέτουν οι εκατόμβες των νέων που έπεσαν στα πεδία των μαχών, ο σπαραγμός του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, ο ανείπωτος πόνος της βίαιης απώλειας αγαπημένων προσώπων, η απόγνωση για τους αγνοουμένους, το δράμα των εγκλωβισμένων, η οδύνη και η βασανιστική οργή για το κομμάτιασμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που νιώθουν τα θύματα των βιαιοπραγιών. Αυτή είναι η πεμπτουσία της συμφοράς. Η τραγωδία του 1974 όμως - πέρα από το πρωταρχικό ανθρώπινο της περιεχόμενο - χαρακτηρίζεται από ιστορικές, πολιτικές και εθνολογικές διαστάσεις που την αναδεικνύουν στη μεγαλύτερη εθνική συμφορά του Ελληνισμού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ο κυπριακός Ελληνισμός αποτελεί το μόνο τμήμα της ανατολικής περιφέρειας του Ελληνισμού, που επιβίωσε στην αρχαία κοιτίδα του μετά την Έξοδο του Ελληνισμού της Μικρασιατικής ενδοχώρας. Στη νησιωτική του απομόνωση ο Ελληνισμός της Κύπρου συντήρησε ένα ιδιόμορφο πρόσωπο ελληνικού πολιτισμού ως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, διασώζοντας γλωσσικά στοιχεία, αρχαϊκές παραδόσεις και μνημεία της τέχνης που κληροδοτήθηκαν από τον ελληνιστικό και βυζαντινό κόσμο. Η τουρκική εισβολή και ο βίαιος εκτουρκισμός της βόρειας Κύπρου έχει θέσει την επιβίωση του πολιτισμού αυτού σε θανάσιμο κίνδυνο. Η διάσπαση με τη βία των όπλων της ενότητας του κυπριακού χώρου, για πρώτη φορά στην ιστορία, υποσκάπτει το υπόβαθρο του κυπριακού πολιτισμού που κατά τη διάρκεια χιλιετιών λειτουργούσε ως ενιαία οντότητα που απλωνόταν στο σύνολο του εδάφους του νησιού. Η διάσπαση της ενότητας με την παρουσία των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων που προγραμματικά αλλοιώνουν την κοινωνική, δημογραφική και πολιτιστική ταυτότητα της Κύπρου, έχει μεταβάλει τη μεγαλόνησο σε θέατρο, όπου διαδραματίζεται η πιο πρόσφατη πράξη του δράματος της εθνολογικής υποχώρησης του Ελληνισμού από την Ανατολική Μεσόγειο στη διαδρομή του εικοστού αιώνα. Αυτό είναι το βαθύτερο ιστορικό νόημα της Κυπριακής Τραγωδίας και από την ιστορική αυτή διαπίστωση πηγάζουν και οι πολιτικές επιταγές ως προς την αναγκαιότητα της περιφρούρησηςτου κυπριακού Ελληνισμού και της επίτευξης λύσης του Κυπριακού Ζητήματος, που θα διασφαλίζει τις εδαφικές, θεσμικές και διεθνείς προϋποθέσεις της επιβίωσης του πολύτιμου και ξεχωριστού αυτού του τμήματος του Ελληνισμού στην αρχαία νησιωτική εστία του. Η Ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. θα αποτελέσει ίσως αφετηρία ευνοϊκών εξελίξεων. |
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
1. Συνθήκη εγγυήσεως
Στην εισαγωγή αυτής της Συνθήκης η Δημοκρατία της Κύπρου από τη μια και η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο από την άλλη.
I. Θεωρώντας ότι η αναγνώριση και η διατήρηση της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της Δημοκρατίας της Κύπρου όπως καθιδρύθησαν και διέπονται από τα Βασικά Άρθρα του Συντάγμάτός της είναι προς το κοινόν συμφέρον. II. Επιθυμώντας την συνεργασία για την εξασφάλιση της κατάστασης πραγμάτων δημιουργηθέντων δια του Συντάγματος. Συμφώνησαν ως ακολούθως:
Άρθρο I
«Η Δημοκρατία της Κύπρου αναλαμβάνει να διασφαλίσει την διατήρηση της ανεξαρτησίας της, της εδαφικής της ακεραιότητος και ασφάλειας, όπως επίσης σεβασμό για το σύνταγμά της.
Αναλαμβάνει να μη συμμετέχει συνολικά ή επιμέρους εις οιανδήποτε πολιτικήν ή οικονομικήν ένωση με οποιαδήποτε χώραν. Κατά συνέπεια διακηρύττει, απαγορευμένη οιανδήποτε ενέργειαν που είναι δυνατό να προωθήσει, άμεσα ή έμμεσα, είτε την Ένωση με άλλην χώραν είτε τον διαμελισμό της Νήσου».
Άρθρο II
«Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνοντας υπό σημείωση τις δεσμεύσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου ως παρατίθενται εις το Άρθρο I της παρούσης Συνθήκης, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Κύπρου και επίσης την κατάσταση πραγμάτων εγκαθιδρυθέντων από τα Βασικά Άρθρα του Συντάγματος της.
Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο ομοίως αναλαμβάνουν να απαγορεύσουν, όσον αφορά αυτές, οιανδήποτε ενέργειαν που στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, είτε στην Ένωση της Κύπρου με οποιανδήποτε άλλη χώρα είτε στον διαμελισμό της Νήσου».
Άρθρο III
«Η Δημοκρατία της Κύπρου, η Ελλάδα και η Τουρκία αναλαμβάνουν να σέβονται την ακεραιότητα των περιοχών που παραμένουν υπό την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τον χρόνο εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου και εγγυώνται την χρήση και χρησιμοποίηση από το Η.Β. των δικαιωμάτων που θα εξασφαλίσει η Δημοκρατία της Κύπρου με την Συνθήκη που αφορά την Εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Κύπρου που υπεγράφη στη Λευκωσία».
|
2. Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών: ψήφισμα 353 (1974) Το Συμβούλιο Ασφαλείας
Έχοντας μελετήσει την έκθεση του Γενικού Γραμματέα στην 1779η συνεδρία του, σχετικά με τις εξελίξεις στην Κύπρο,
Έχοντας μελετήσει στην παρούσα συνεδρία του περαιτέρω εξελίξεις, Βαθιά καταδικάζοντας το ξέσπασμα βίας και συνεχούς αιματοχυσίας, Σοβαρά ανησυχώντας για την κατάσταση που οδήγησε σε σοβαρή απειλή της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και η οποία εδημιούργησε μια πάρα πολύ εκρηκτική κατάσταση σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Εξίσου ενδιαφερόμενο για την αναγκαιότητα της επανόδου της συνταγματικής δομής της Δημοκρατίας της Κύπρου, εγκαθιδρυθείσης και εγγυημένης από διεθνή συμφωνία. Υπενθυμίζοντας το ψήφισμα 186 (1964) της 4ης Μαρτίου 1964 και τα επακολουθήσαντα ψηφίσματα επί του θέματος. Με επίγνωση της πρωταρχικής ευθύνης για την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας σύμφωνα με το Άρθρο 24 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. 1. Καλεί όλα τα Κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. 2. Καλεί όλα τα μέρη εις την παρούσα σύρραξη ως πρώτο βήμα να σταματήσουν το πυρ και παρακαλεί όλα τα Κράτη να επιδείξουν την μεγαλύτερη δυνατή αυτοσυγκράτηση και να αποφεύγουν οιανδήποτε ενέργεια η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση. 3. ΑΠΑΙΤΕΙ ΑΜΕΣΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΝ (η υπογράμμιση δική μου) της ξένης στρατιωτικής επεμβάσεως που είναι κατά παράβαση της παραγράφου 1 ανωτέρω. 4. Ζητεί την απόσυρση ΧΩΡΙΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ (η υπογράμμιση δική μου) από την Δημοκρατία της Κύπρου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού πλην εκείνων που ευρίσκονται με βάση τις διεθνείς συμφωνίες περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων την απόσυρση εζήτησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στην επιστολή του της 2ας Ιουλίου 1974 (Επιστολή προς Γκιζίκη). 5. Καλεί την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο να αρχίσουν συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την επαναφορά της ειρήνης εις την περιοχή και της συνταγματικής κυβερνήσεως και να κρατούν τον Γενικό Γραμματέα ενήμερο. 6. Καλεί όλα τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με την Ειρηνευτική Δύναμη στην Κύπρο για να την καταστήσουν ικανή να εκτελέσει την υποχρέωσή της. |