κότα < από το θηλυκό του μεταγενέστερου κόττος ή κοττός, πετεινός
Η κότα είναι το γνωστό πουλερικό, η όρνιθα, η οποία έχει μια ενδιαφέρουσα ετυμολογική προέλευση: η κότα είναι το θηλυκό του «κόττος», με δύο ταυ, που θα πει στα αρχαία ελληνικά «πετεινός». Συνώνυμο του πετεινού, αυτού που πετάει δηλαδή, είναι βέβαια και ο κόκορας, μια ηχομιμητική λέξη από την κραυγή του πουλιού, ενώ η «κλώσσα» είναι η κότα που κλωσσά τα αβγά της, αλλά και, μειωτικά, η φλύαρη γυναίκα, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.