Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, η μομφή είναι «επικριτική παρατήρηση σε έντονο ύφος, και απόδοση σε κάποιον κατακριτέας ή και αξιόποινης πράξης». Συνώνυμα, η κατηγορία και η αιτίαση. Η λέξη «μομφή» παράγεται από το αρχαίο ρήμα «μέμφομαι», ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που σημαίνει «κατακρίνω, κατηγορώ».
Από αυτό το «μέμφομαι» παράγονται κάποιες λέξεις, όπως ο «μεμπτός», και το πρώτο συνθετικό «–μεμψι», που το συναντάμε σε ένα πολύ ενδιαφέρον επίθετο: στον «μεμψίμοιρο». Είναι αυτός που παραπονιέται συνεχώς για την μοίρα του, ο παραπονιάρης, ο γκρινιάρης.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.
Από αυτό το «μέμφομαι» παράγονται κάποιες λέξεις, όπως ο «μεμπτός», και το πρώτο συνθετικό «–μεμψι», που το συναντάμε σε ένα πολύ ενδιαφέρον επίθετο: στον «μεμψίμοιρο». Είναι αυτός που παραπονιέται συνεχώς για την μοίρα του, ο παραπονιάρης, ο γκρινιάρης.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.