Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΔΗΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σημασία της νεοελληνικής Διασποράς
Η νεοελληνική Διασπορά (νοείται χρονικά από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας ως σήμερα) κατέχει ιδιαίτερα σημαντική θέση στη γενικότερη ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους. Για μεγάλα διαστήματα, κυρίως πριν από τη συγκρότηση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1828), η Διασπορά έπαιζε ρόλο πρωτεύοντα στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ζωή του ελληνικού κόσμου, αλλά και στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του. Ο ρόλος αυτός, με ποικίλες διακυμάνσεις, εξακολούθησε να είναι αισθητός και ύστερα από τη δημιουργία εθνικού κέντρου(ελεύθερου κράτους), ανάλογα και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μητροπολιτικός Ελληνισμός και με την ακτινοβολία του.
Άλλωστε, και αριθμητικά ο απόδημος Ελληνισμός αποτελεί σεβαστό τμήμα του όλου (1/3), διατηρεί εθνική συνείδηση ακμαία και θεωρεί καύχημα την πολιτισμική κληρονομιά του και η συμπαράστασή του είναι πολύτιμη, ιδιαίτερα για ένα λαό που αντιμετωπίζει συχνά την ανάγκη να αγωνίζεται σκληρά για την εθνική του επιβίωση. Για την κατανόηση λοιπόν της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας των Ελλήνων είναι ανάγκη να λαβαίνουμε υπόψη και τη συμβολή του παροικιακού Ελληνισμού στη διαμόρφωση της κοινής μοίρας όλων.
Γεωγραφικοί και ιστορικοί προσδιορισμοί:
Παροικίες, αποικίες, κοινότητες
Με τον όρο Διασπορά χαρακτηρίζουμε αθροιστικά εκείνο το τμήμα του Ελληνισμού, που για διάφορους λόγους - κυρίως οικονομικούς - έχει μεταναστεύσει σε άλλες χώρες, αλλά διατηρεί δεσμούς συναισθηματικούς (ίσως και οικονομικούς και κοινωνικούς) με τη γενέτειρα. Συνήθως οι μετανάστες που ζουν σε |
κάποιο αστικό κέντρο ξένο έχουν την επιθυμία να επικοινωνούν μεταξύ τους και οργανώνονται σε παροικία, για να θυμούνται την Πατρίδα, να γιορτάζουν μαζί, να διατηρήσουν όσο μπορούν τα έθιμά τους. Δημιουργούν ένα τύπο σχολείου, μια εκκλησία εκδίδουν ίσως μια τοπική εφημεριδούλα. Επιθυμούν να διατηρήσουν την ελληνικότητατους και, αν μπορέσουν, να επιστρέψουν κάποια ώρα στη γενέτειρα.
Η φυσιογνωμία της παροικίας σε σύγκριση προς την αρχαία αποικία
Πολλοί μελετητές του παροικιακού φαινομένου παλαιότερα είχαν σχεδόν ταυτίσει την παροικία των νεότερων χρόνων προς την αποικία, που γνώριζαν από την αρχαία ιστορία. Όμως το φαινόμενο είναι διαφορετικό, γιατί είναι διαφορετικές οι περιστάσεις που αντιμετωπίζουν όσοι μεταναστεύουν: οι αρχαίοι άποικοι έφευγαν συνήθως ομαδικά, αποτελούσαν μια αποστολή από τη μητρόπολη, τώρα φεύγουν συνήθως ατομικά και συναντιούνται μέσα στην κοινωνία υποδοχής μεταναστών, όπου ενδεχόμενα συγκροτούν την παροικία. Η αρχαία αποικία δημιουργούσε ένα νέο κοινωνικό-κρατικό σύνολο, με δική του οικονομική δραστηριότητα και πολιτισμική παρουσία στους καιρούς μας οι μετανάστες εντάσσονται στην οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας υποδοχής, ζουν με τους νόμους της και αγωνίζονται να σταδιοδρομήσουν μέσα στη νέα κοινωνία στα πλαίσια της παροικίας προσπαθούν να διατηρήσουν όσο μπορούν την ανάμνηση της πατρίδας και ίσως την προσδοκία της επιστροφής, που γίνεται συχνά δυσκολότερη για τη δεύτερη γενιά, για λόγους αυτονόητους. Άλλωστε και από πληθυσμιακή άποψη: η αρχαία αποικίααποτελούσε ένα συμπαγές σύνολο που αφομοίωνε τους άλλους (ή είχε τέτοια δυνατότητα), ενώ η νεοελληνική παροικία αποτελεί ισχνή παρουσία μέσα σε πολύ πιο πολυάνθρωπες ξένες κοινωνίες.
Αλύτρωτος και απόδημος Ελληνισμός
Όταν δημιουργήθηκε ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος (1832), μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού έμενε έξω από τα όριά του αλλά μέσα στα όρια της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που οι Έλληνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους της και οραματίζονταν την ανασύστασή της (Μεγάλη Ιδέα). Όλους, λοιπόν, τους ομογενείς που ζούσαν στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και βορειότερα στη Βαλκανική και στη Μικρασία τους χαρακτήριζαν ως αλύτρωτους αδελφούς. Και φυσικά συνεχίζονταν σχέσεις κάθε είδους (οικονομικές, εκπαιδευτικές), καθώς και μετακίνηση πληθυσμών ανάμεσα στο ελεύθερο κράτος των Ελλήνων και τις αλύτρωτες περιοχές. Διαδοχικά τα όρια του ελεύθερου κράτους διευρύνονταν (1864 Επτάνησα, 1878-81 Θεσσαλία-Άρτα, 1912-13 (1914) υπόλοιπη Ήπειρος, Μακεδονία, νησιά του Αιγαίου, πλην Δωδεκανήσου, 1919 Δυτ. Θράκη, 1947 Δωδεκάνησα), αλύτρωτες περιοχές ελευθερώθηκαν. Τα
|
σύνορα της Ελλάδας στη Βαλκανική ορίστηκαν με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου(1913) και προς την Τουρκία με τη συνθήκη της Λοζάνης (1923). Το μεγαλύτερο μέρος των αλύτρωτων αδελφών, που ζούσαν έξω από αυτά τα σύνορα, μετανάστευσε εκούσια ή ακουσία, ειρηνικά ή βίαια προς το εθνικό κέντρο, ενώ πολυάριθμοι αλλοεθνείς πληθυσμοί έφυγαν. (Βλέπε άλλα κεφάλαια αυτού του συλλογικού τόμου). Όσοι Έλληνες ζουν σήμερα μόνιμα στις γειτονικές χώρες δεν αποκαλούνται μετανάστες αλλά μειονοτικοί πληθυσμοί (π.χ. στη Βόρειο Ήπειρο και στην Κωνσταντινούπολη). Συμπαγής με δική του κρατική υπόσταση Ελληνισμός υπάρχει στην Κύπρο.
Περίοδοι και τομές στην ιστορία της νεοελληνικής Διασποράς
Η μεταναστευτική κίνηση μέσα στους αιώνες της νεότερης και της σύγχρονης ιστορίας παρουσιάζει κατά καιρούς διάφορα χαρακτηριστικά. Με αυτά ως βάση διακρίνουμε τις εξής περιόδους:
Πρώτη περίοδος (πριν από τη δημιουργία νεοελληνικού κράτους). Οι μετανάστες κινούνταν κυρίως στον παλαιό και πολύ γνωστό γεωγραφικό χώρο: ιταλική χερσόνησο, δυτική και νοτιοανατολική, κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Δεύτερη περίοδος (ως τις παραμονές του Β' παγκόσμιου πόλεμου, 1940). Συνεχίστηκε η μετανάστευση προς τα ευρωπαϊκά οικονομικά κέντρα, κυρίως όμως στράφηκε προς την ανατολική Μεσόγειο και το νέο Κόσμο επίσης προς την Ν. Ρωσία και την Υπερκαυκασία(από τον Εύξεινο Πόντο). Τρίτη περίοδος. Νέα μετανάστευση άρχισε μετά τον πόλεμο, πήρε δραματικές διαστάσεις κατά τη δεκαετία του 1950-60 και ανακόπηκε περί το 1970. Οι μετανάστες κινήθηκαν, είτε για προσωρινή αναζήτηση εργασίας προς την Κεντρική Ευρώπη (κυρίως Ομοσπονδιακή Γερμανία), είτε για μονιμότερη εγκατάσταση προς υπερπόντιες χώρες υποδοχής μεταναστών: Αυστραλία, Βόρεια Αμερική. Παράλληλα όμως εμφανίζεται και το φαινόμενο της παλιννόστησης με αυξανόμενο ρυθμό, για λόγους εσωτερικούς (οι μετανάστες δημιουργούν κάποια επιχείρηση στην πατρίδα και επιστρέφουν) ή εξωτερικούς (νέες συνθήκες στις χώρες υποδοχής δυσχεραίνουν την εκεί παραμονή των μεταναστών π.χ. Αίγυπτος, παλαιό Βελγικό Κογκό και άλλες αφρικανικές χώρες), περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης). Ειδικές περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμών στην εποχή μας μπορούν να θεωρηθούν: η φυγή πολιτικών προσφύγων προς τις τότε σοσιαλιστικές χώρες ύστερα από τον Εμφύλιο(1946-49) και η μερική παλιννόστησή τους από το 1975 και ύστερα' η αναζήτηση εργασίας στις χώρες της Κοινής Αγοράς, όπου τώρα πια θα ονομάζονται όλοι πολίτες της Κοινότητας. Ποια μορφή θα πάρει αυτό το φαινόμενο θα φανεί στο μέλλον, είναι δύσκολο να πούμε τώρα. |
Η ιστορία της Νεοελληνικής Διασποράς
Η περίοδος της τουρκοκρατίας
Λίγες περιπτώσεις φυγής (κυρίως «λογίων και αριστοκρατών») από τη βυζαντινή επικράτεια προς την ιταλική χερσόνησο, κατά πρώτο, είχαν εμφανιστεί από τα τέλη του 14ου αιώνα πύκνωναν κατά το 15ο αιώνα και ύστερα, καθώς προχωρούσε σταδιακά η τουρκική κατάκτηση των ενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, και κορυφώθηκε η φυγή με την κατάκτηση της Κρήτης (1645-69). Οι πρώτες ελληνικές παροικίες στην ιταλική χερσόνησο δημιουργήθηκαν από φυγάδες εκπεσόντες τοπικούς «αριστοκράτες», στρατιωτικούς, ναυτικούς, λόγιους, σπουδαστές από τις πρώην ενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, άτομα που είχαν κιόλας κάποια οικείωση με τη δυτικοευρωπαϊκή κοινωνική ζωή και οικονομική δραστηριότητα.
Τα αίτια και η ιστορική εξέλιξη των αποδημιών κατά την τουρκοκρατία
Λόγοι εσωτερικοί και μόνιμοι ή εξωτερικοί και περιστασιακοί επηρέαζαν το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς ποικίλες κατευθύνσεις, άλλοτε με τη θέληση των μετακινουμένων, άλλοτε κάτω από την πίεση των περιστάσεων. Συγκεκριμένα: Η οθωμανική εξάπλωση στερούσε τους κατοίκους από τα πιο εύφορα εδάφη τους παράλληλα η κακοδιοίκηση και η αυθαιρεσία τούς έσπρωχνε άλλοτε προς τα ορεινά της χώρας άλλοτε έξω από τα όριά της. Οι ακούσιες μετακινήσεις σημειώνονταν και ως συνέπεια των πολεμικών συγκρούσεων των Οθωμανών με τις δυτικές δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών και κυρίως ύστερα απ' αυτές οι πληθυσμοί έφευγαν, για να γλιτώσουν από τις βιαιότητες, σε μερικές περιπτώσεις ομαδικά, λ.χ., από τη Μονεμβασία, το Ναύπλιο (1540-41), από την Κύπρο (1570-71) από την Κρήτη (1645-1669). Οι φυγάδες αυτοί στρέφονταν κυρίως προς τις περιοχές της Αδριατικής, της ιταλικής χερσονήσου και προς τα μεγάλα νησιά της δυτικής Μεσογείου. Κατά τη διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων και ύστερα απ' αυτούς, πολλοί κάτοικοι των Κυκλάδων έφυγαν προς τη Δύση (Βενετία, Νεάπολη, Λιβόρνο) ή προς Αυστρία-Ουγγαρία ή και προς τη νότια Ρωσία (Οδησσό και ευρύτερη περιοχή Κριμαίας) και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. (Μολδαβία-Βλαχία, δηλαδή περίπου σημ. Ρουμανία). Και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 πολλοί Έλληνες των μη επαναστατημένων περιοχών αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν, για να αποφύγουν αντίποινα. Σε αυτή τη φάση έφταναν ως τη δυτική Ευρώπη και το Λονδίνο και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ενώ ύστερα από το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29 παρατηρήθηκε η πρώτη μαζική μετανάστευση Ελλήνων από τον Πόντο προς τις νέες κτήσεις των Ρώσων στην Υπερκαυκασία. Επίσης, η εμπορική επικοινωνία των ευρωπαϊκών χωρών με την οθωμανική |
επικράτεια δημιουργούσε ευκαιρίες για τους Έλληνες εμπόρους, μεταπράτες, παραγωγούς να αναλάβουν διαμεσολαβητικό ρόλο και να δημιουργούν εμπορικές παροικίες στις πόλεις άλλων χωρών. Αυτή η μεταπρατική δραστηριότητα υπήρξε σπουδαίος συντελεστής οικονομικής ανάπτυξης των Ελλήνων, ιδιαίτερα κατά το β' μισό του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου.
Ευνοϊκούς όρους για την εμπορική δραστηριότητα και τη μετανάστευση των Ελλήνων πρόσφεραν οι συνθήκες ειρήνης που υπόγραψαν οι Αμβούργοι της Αυστροουγγαρίας (συνθήκη του Πασάροβιτς, 1718) και οι Ρώσοι (συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, 1774) οι συνθήκες αυτές έδωσαν νέα ώθηση για τη μεταπρατική δραστηριότητα των Μακεδόνων, Θεσσαλών, Ηπειρωτών. Οι πραγματευτάδες αυτοί έφθαναν ως τους συγκοινωνιακούς κόμβους του Δούναβη, όπου δημιουργούσαν εμπορικές παροικίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μεταναστεύσεις πήραν χαρακτήρα εποικισμού, όταν οι χώρες υποδοχής - για δικούς τους λόγους - ευνοούσαν την εγκατάσταση πάροικων - Ελλήνων ή άλλων - στα εδάφη τους. Έτσι οι Έλληνες ευνοήθηκαν να εγκατασταθούν στη χερσόνησο της Κριμαίας επί Μεγάλου Πέτρου, ενώ άλλοι Έλληνες μεταλλωρύχοι και μεταλλουργοί από τον Πόντο μετακινήθηκαν προς τη Γεωργία, κατά τους χρόνους βασιλείας του βασιλιά της Γεωργίας Ηρακλείου Β' (1792).
Η οργάνωση των παροικιών
Λίγα χρόνια μετά την πρώτη εγκατάσταση των μεταναστών-παροίκων άρχιζαν οι προσπάθειες για την οργάνωσή τους σε αδελφότητες. Μέσα στα πλαίσια μιας αδελφότητας - εκτός από το ότι διατηρούσαν οι πάροικοι παραδόσεις της γενέτειρας - επιδίωκαν τρεις βασικούς σκοπούς:
α. Αλληλεγγύη: μέριμνα για τα άπορα και ανήμπορα μέλη της παροικίας με την ίδρυση και συντήρηση ποικίλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (ορφανοτροφείων, νοσοκομείων κλπ.). β. Εκπαίδευση: Φρόντιζαν να έχουν Έλληνες δασκάλους για τα παιδιά, καθώς και ιερείς για την παροικία. Ίδρυαν εκπαιδευτήρια για τη βασική εκπαίδευση, κάποτε και για ανώτερη, όπως λ.χ.: το Φλαγγίνειο Κολλέγιο στη Βενετία (λειτούργησε από 1665 ως 1797). Ίδρυαν και συντηρούσαν σχολεία στις γενέτειρές τους (πλχ. στα Γιάννενα, στο Δέλβινο, στην Αθήνα, στην Πάτρα). Με τις διάφορες μορφές εκπαιδευτικής δραστηριότητας πετύχαιναν: να διατηρούν στη συνείδηση των ραγιάδων την περηφάνια ότι ήταν κληρονόμοι μεγάλου πολιτισμού*, να προσφέρουν στην ελληνική κοινωνία μορφωμένα άτομα και επιστήμονες που κέρδιζαν κοινωνική θέση πιο σεβαστή
Ειδικά για το θέμα αυτό διαφωτιστική είναι η μελέτη του Φ. Κ. Βώρου, Δρόμοι Ελληνικής Παιδείας προς την Ευρώπη. Αθήνα 1991
|
από τους κατακτητές επίσης, να διοχετεύουν στον ελληνικό κόσμο τις επιστημονικές γνώσεις και τις πολιτικές ιδέες που παρήγε τότε η Ευρώπη (Αναγέννηση, Διαφωτισμός). Οι φιλογενείς πάροικοι διευκόλυναν πολλούς νέους από τη μητροπολιτική Ελλάδα να σπουδάζουν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και να προσφέρουν έπειτα τις υπηρεσίες τους στις γενέτειρές τους.
γ. Διατήρηση της ορθόδοξης θρησκευτικής πίστης. Μια από τις πρώτες φροντίδες των πάροικων ήταν η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, με δικό τους εφημέριο, σε δική τους εκκλησία. Η επίλυση του προβλήματος αυτού ήταν τότε ιδιαίτερα δυσχερής στις χώρες όπου επικρατούσε η καθολική-παπική εκκλησία' εκεί η άδεια για ανέγερση ναού ορθοδόξων αποτελούσε ζήτημα μακροχρόνιων αντεγκλήσεων. Στη Βενετία, λ.χ., που ήταν σχετικά πιο ανεξίθρησκη, οι Έλληνες πάροικοι πέτυχαν το 1498 την άδεια να οργανωθούν σε αυτοδιοικούμενη αδελφότητα, από το 1511 να φέρνουν δικό τους εφημέριο από την Ανατολή, το 1539 να αρχίσουν την οικοδόμηση ναού, που ολοκληρώθηκε μόλις το 1573 (San Giorgio dei Greci). Στη Μάλτα όμως και στη Σικελία, οι πάροικοι έπρεπε πρώτα να αποδεχτούν ορισμένες παραχωρήσεις προς τους καθολικούς (γίνονταν ουνίτες). Σ' αυτές τις περιστάσεις δεν έλειψαν συμπτώματα «δογματικής διπλοπροσωπίας» και κατόπιν και προστριβών ανάμεσα στους συμβιβασμένους και μη, τους ουνίτες και τους ορθοδόξους. Οι διενέξεις ανάμεσά τους έπαιρναν διαστάσεις, όταν διεκδικούσαν την ίδια εκκλησία και τη σεβαστή περιουσία της. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν εκείνη των Ελλήνων της Νεάπολης αφού συγκρότησαν αδελφότητα (Confraternita dei Nazionali Greci, 1561), μπλέχτηκαν σε μακροχρόνια αντιπαράθεση αναμεταξύ τους (Ουνίτες-Ορθόδοξοι) και δικαστικές αντιδικίες, που κράτησαν δύο αιώνες. Οι θρησκευτικές έριδες αργότερα εκδηλώθηκαν ανάμεσα σε ορθοδόξους διαφορετικής εθνότητας, π.χ., Έλληνες και «Ιλλυριούς» (Σέρβους). Στην περίπτωση της Βιέννης οι Έλληνες πάροικοι πήραν τελικά στη δικαιοδοσία τους το ναό της Αγίας Τριάδας. Στην Τεργέστη, αντίθετα, οι «Ιλλυριοί» απομάκρυναν τους συμπάροικους Έλληνες (di Nazioni veri Greci) από τους ναούς του Ευαγγελισμού και του Αγίου Σπυρίδωνα. Στο Σεμλίνο η διένεξη έληξε το 1794, με συμφωνία για εναλλακτική χρήση της ελληνικής και της σλαβονικής γλώσσας στους ορθόδοξους ναούς της πόλης, ενώ παράλληλα οι Έλληνες πάροικοι ίδρυσαν ιδιαίτερο ελληνόγλωσσο σχολείο, το «Ελληνομουσείο», για τα παιδιά τους.
Η Διασπορά και η διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης
Οι οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκαν οι ελληνικές παροικίες της Δύσης δημιούργησαν τις προϋποθέσεις,
|
ώστε οι απόδημοι να συνειδητοποιήσουν νωρίτερα και ουσιαστικότερα, σε σχέση με τους υπόδουλους συμπατριώτες τους, το πολιτικό πρόβλημα της πατρίδας τους. Για τον Έλληνα απόδημο τα δυτικά κράτη παρείχαν, με τη διοικητική τους οργάνωση, τις δομές και τις νοοτροπίες των κοινωνιών τους. περισσότερα περιθώρια για ειρηνικές παραγωγικές και πολιτιστικές δραστηριότητες σε σύγκριση με εκείνα που άφηνε στους υπηκόους της (και ιδιαίτερα στους χριστιανούς ραγιάδες) η καθυστερημένη αυτοκρατορία των σουλτάνων. Συνεπώς, οι πάροικοι, μολονότι έμεναν, όπως είπαμε, προσηλωμένοι στην ορθόδοξη πίστη και στις αξίες που κατοχύρωναν την πολιτισμική («εθνική») ιδιαιτερότητα του Γένους, ήταν επίσης ανοιχτοί και στις ευεργετικές επιδράσεις που εξασφάλιζε η διαβίωσή τους στη χριστιανική Δύση.
Με τον τρόπο αυτό η ελληνική Διασπορά κατάφερε να συνδυάζει τις δυο βασικές συνιστώσες της νεοελληνικής πολιτικής ιδεολογίας: την ελληνορθόδοξη παράδοση, από το ένα μέρος, και την ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, από το άλλο. Η διαρκής ανανέωση της πρώτης οδηγούσε στις λαμπρές παρακαταθήκες του Βυζαντίου, η ανάγκη για το σχηματισμό προσδιορισμένου ελληνικού κράτους παρέπεμπε - χάρη βέβαια και στις ισχυρές επιδράσεις του δυτικοευρωπαϊκού ουμανισμού - στα εξιδανικευμένα πολιτικά πρότυπα της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι, τα ιδεώδη αυτά δε θεωρούνταν πια - από τους Έλληνες λόγιους της Διασποράς - σαν ξένα και εισαγόμενα από τη Δύση πολιτικά προϊόντα, αλλά ως επαναπατριζόμενοι πολιτειακοί θεσμοί, των οποίων τα πρότυπα είχαν πρωτοδιαμορφωθεί από τους ένδοξους προγόνους των υποδούλων τώρα Ελλήνων και που θα μπορούσαν τώρα να επαναφυτευθούν στην κατάξερη πατρίδα ευθύς μετά την απαλλαγή της από την τουρκική μάστιγα. Για τους αποδήμους λοιπόν της περιόδου της Τουρκοκρατίας η βασική διέξοδος στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα δεν ήταν οι απομονωτιστικές και μοιρολατρικές ιδεολογίες για νομιμόφρονα υποταγήν στους κυριάρχους, οι οποίες προβάλλονταν επίσημα στην υποδουλωμένη Ανατολή, αλλά η αντικατάσταση της τουρκικής κακοδιοίκησης από τη μυθοποιημένη σχεδόν ευνομία και ευταξία των προκομμένων ευρωπαϊκών κρατών. Η αντικατάσταση αυτή σήμαινε τη δυναμική εκδίωξη από τις ελληνικές χώρες των «απίστων». Το έργο όμως αυτό προϋπέθετε αναπόφευκτα τη στρατιωτική βοήθεια των ομόθρησκων (έστω και αλλόδοξων) «Φράγκων» και συνεπώς τη συνεργασία των Ελλήνων μαζί τους. Οι ιδέες αυτές δεν περιορίζονταν στο μικρόκοσμο των δυτικών παροικιών, διοχετεύονταν συστηματικά και στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή, με τα συχνά ταξίδια των αποδήμων και των σπουδασμένων στη Δύση μαθητών και λογίων, με την κυκλοφορία εντύπων, που τυπώνονταν στα ελληνικά τυπογραφεία της Δύσης κλπ. Διαμεσολαβητικό επίσης ρόλο στη μετακένωση* εκείνη των ιδεών και των νοοτροπιών έπαιζαν συχνά και οι Έλληνες και ξένοι ταξιδιώτες, έμποροι,
*Τον εύστοχο αυτό όρο χρησιμοποίησε ο Αδάμ. Κοραής: θύμιζε ότι η Ελλάδα πρόσφερε τα φώτα της παιδείας στους Ευρωπαίους, αλλά και ενθάρρυνε τους Έλληνες να δέχονται περήφανοι τα φώτα της ευρωπαϊκής παιδείας, ως αντιδάνειο που το δικαιούνται.
|
ναυτικοί, στρατιωτικοί, ιεραπόστολοι κλπ., που πηγαινοέρχονταν μεταξύ των δυο «κόσμων».
Η συμβολή της Διασποράς στην προώθηση της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν περιορίστηκε μόνο στο χώρο των ιδεών απλώθηκε και στην ίδια την επαναστατική πράξη: Όλα σχεδόν τα αντιτουρκικά κινήματα που, από τα τέλη του 15ου αιώνα ως τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, σημειώθηκαν στην ελληνική χερσόνησο και στα νησιά (από τη Χιμάρα ως την Κύπρο και από τη Μάνη ως τη Μακεδονία) πραγματοποιήθηκαν με την ηθική ενθάρρυνση, την υλική ενίσχυση και την ενεργό συμμετοχή ατόμων και ομάδων από τις ελληνικές παροικίες της ιταλικής χερσονήσου, της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας. Η στάση αυτή των αποδήμων υπογραμμίζεται με πολλές εκδηλώσεις: με τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις τους προς τους χριστιανούς ηγεμόνες για ένοπλες επεμβάσεις στην πατρίδα τους, με τη συνεχή υποδαύλιση στις δυτικές κοινωνίες της τουρκοφοβίας και της ανάγκης για ευρωπαϊκή αντεπίθεση, με τη στρατολόγησή τους, από τον 15ο ως τις αρχές του 19ου αιώνα, στις επιχειρήσεις των χριστιανικών δυνάμεων στις ελληνικές χώρες, με την οργάνωση επαναστατικών κινημάτων κλπ. Για τις δραστηριότητές τους αυτές οι απόδημοι πλήρωναν βαρύτατο τίμημα σε χρήμα και αίμα. Από τα πολλά παραδείγματα ας αναφερθούν εδώ ενδεικτικά μόνο το μαρτυρικό τέλος του Ρήγα και των συντρόφων του και η θυσία των Ελλήνων σπουδαστών των ευρωπαϊκών εκπαιδευτηρίων στις πολεμικές συγκρούσεις στις παραδουνάβιες ηγεμονίες* και στην επαναστατημένη Ελλάδα (κατά τον Αγώνα του 1821).
Κοινωνική ενσωμάτωση και αφομοίωση
Η δημογραφική δύναμη των παροικιών, σε συνδυασμό με τα περιθώρια θρησκευτικής (δογματικής) ελευθερίας και αυτονομίας τους, επηρέαζε και την έκταση και την ταχύτητα της κοινωνικής ενσωμάτωσης των μελών τους, η οποία άλλωστε αποτελούσε και το προστάδιο προς την τελική εθνική τους αφομοίωση. Έτσι, αρκετές από τις σχετικά ολιγομελείς ελληνικές παροικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, επειδή βρίσκονταν υπό τη διαρκή πνευματική πολιορκία του άτεγκτου καθολικού περιβάλλοντος, διολίσθησαν μέσω της δογματικής αλλοτρίωσης στην πολιτιστική και κοινωνική ενσωμάτωσηκαι στη συνέχεια στον ολοκληρωτικό σχεδόν εξιταλισμό. Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρον το φαινόμενο που παρουσίασαν οι πολυάριθμες ελληνικές εστίες της κατωιταλικής υπαίθρου. Εκεί, παρά την ασφυκτική θρησκευτική πίεση της Καθολικής Εκκλησίας(που κατέληξε στον εκκαθολικισμό των Ελλήνων), διατηρήθηκε επί αιώνες (σε μερικά χωριά ως τις μέρες μας) και η χρήση της ελληνικής γλώσσας και αρκετές πατρογονικές παραδόσεις.
* Ο συγγραφέας υπαινίσσεται εδώ τη συγκρότηση του Ιερού Λόχου, που πολέμησε στο Δραγατσάνι (Καλοκαίρι του 1821).
|
Ο αγώνας για τη διαφύλαξη της θρησκευτικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας των Ελλήνων αποδήμων έγινε σχετικά πιο εύκολος, όταν σι δυτικές κοινωνίες πέρασαν από το θρησκευτικό φανατισμό της περιόδου της αντιμεταρρύθμισης στο σχετικά ανεκτικό θρησκευτικό κλίμα του 18ου αιώνα. Παρ' όλα αυτά, οι διακρίσεις σε βάρος τους, όπως θα δούμε και πιο κάτω, δε σταμάτησαν. Συχνά μάλιστα η ξενοφοβία αυτή καλυπτόταν και με κυβερνητικές παρεμβάσεις, που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση των ντόπιων οικονομικών δυνάμεων έναντι των ξένων εμπόρων. Η αντίσταση συνεπώς των αποδήμων στην αφομοίωσή τους από το θρησκευτικό και τον κοινωνικό περίγυρο είχε σχέση και με τους οικονομικούς εκείνους ανταγωνισμούς, που συνδυάζονταν κατάλληλα με τον ανερχόμενο εθνικισμό στις χώρες φιλοξενίας. Πέρα όμως από τις αντιξοότητες αυτές οι ελληνικές παροικίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν και πρόσθετους αρνητικούς παράγοντες, οικονομικούς και πολιτικούς, που προέρχονταν από απρόβλεπτες πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες. Όλα αυτά προκαλούσαν, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, τη δημογραφική συρρίκνωση και την παρακμή. Η ακμαία, π.χ., επί τρεις αιώνες παροικία της Βενετίας, αφού άρχισε πρώτα (από τα μέσα του 18ου αιώνα) να αποδυναμώνεται με τη μετατόπιση του εμπορικού βάρους σε άλλα λιμάνια και αστικά κέντρα της βόρειας Ιταλίας (στο ελεύθερο λιμάνι του Λιβόρνου και κυρίως στη γειτονική Τεργέστη), δέχτηκε θανάσιμο χτύπημα με την οριστική κατάλυση της βενετικής Πολιτείας* στα 1797. Την καθοδική πορεία επιτάχυνε στη συνέχεια η ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στα 1830, το οποίο άρχισε σιγά σιγά να μετατρέπεται, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, σε πόλο έλξης για αρκετούς πάροικους της δυτικής Ευρώπης. Το γεγονός αυτό κλείνει κατά κάποιο τρόπο και τον κύκλο της πρώτης περιόδου της ιστορίας της ελληνικής Διασποράς.
Από τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους (1832) ως τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
Ανάδειξη του εθνικού κέντρου και παρακμή του παροικιακού Ελληνισμού.
Μετά τη συγκρότηση ελεύθερου ελληνικού κράτους, παρ' όλο που τα σύνορά του ήταν περιορισμένα, άρχισε κάποια παλιννόστηση από τις παροικίες του εξωτερικού προς το εθνικό κέντρο, όπου οι απόδημοι τοποθετούσαν τα χρήματά τους και τις ελπίδες τους για νέο ξεκίνημα. Το ρεύμα αυτό ακολούθησαν και Έλληνες από τις περιοχές που εξακολουθούσαν να μένουν υπό οθωμανική κυριαρχία. Έτσι, αρχίζει να ενισχύεται πληθυσμιακά το εθνικό κέντρο, ενώ υποχωρούν πληθυσμιακά σι παροικίες (και για το λόγο ότι αναχαιτίστηκε το παλαιότερο μεταναστευτικό ρεύμα). Η δημογραφική απίσχνανση των παροικιών είχε και άλλα αίτια, εξωελληνικά:
* Η επίσημη ονομασία της ήταν: Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου
|
ο ανερχόμενος εθνικισμός και κρατικός συγκεντρωτισμός στις χώρες φιλοξενίας άρχισε να περιορίζει την ελευθερία δράσης και τα προνόμια των πάροικων. Παράλληλα, η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και τις δυτικές κεφαλαιοκρατικές χώρες (π.χ. αγγλοτουρκική εμπορική συνθήκη του 1838) έδινε την ευκαιρία στους Έλληνες (και άλλες εθνότητες, π.χ. Αρμένιους) να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους χωρίς να μεταναστεύουν. Άλλωστε, ταυτόχρονα, η οθωμανική εξουσία υποχρεωνόταν να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) και να διακηρύσσει ισοπολιτεία και ισονομία για όλους τους υπηκόους, διαδικασίες που βελτίωναν τη ζωή των κατοίκων, οι οποίοι είχαν λιγότερους λόγους πια να μεταναστεύουν. Άλλοι οικονομικοί-εμπορικοί λόγοι, όπως: η ανάπτυξη εξαγωγών σταριού από τη νότιο Ρωσία προς τη δυτική Ευρώπη, η απελευθέρωση της ναυσιπλοίας στα Στενά και της ποταμοπλοίας στο Δούναβη (κατά την περίοδο 1840-1860) ευνόησαν πολύ τις δραστηριότητες των Ελλήνων πάροικων στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου και τη δημιουργία νέων παροικιών στο Σουλινά, στο Γαλάτσι, στη Βραίλα. Δεν έλειψαν και αντιξοότητες: στη νότια Ρωσία οι Έλληνες αντιμετώπισαν τον ανταγωνισμό της ανερχόμενης ρωσικής αστικής τάξης, αλλά και τις τάσεις απομονωτισμού και ξενοφοβίας, που εκδηλώνονταν στη ρωσική κοινωνία, ύστερα από το δυσμενή γι' αυτήν Κριμαϊκό πόλεμο (1853-56). Αλλά την ίδια περίοδο ευνοήθηκε η μετανάστευση Ελλήνων του Πόντου προς τις νέες καυκασιανές κτήσεις των Ρώσων και δημιουργήθηκαν παροικίες, γεωργικού κυρίως πληθυσμού, στο Καρς, το Αρνταχάν, το Κουμπάν, την Τυφλίδα. Από τις περιοχές αυτές οι Ρώσοι απομάκρυναν το ισλαμικό στοιχείο και ευνοούσαν εποικισμό με χριστιανούς το ισλαμικό στοιχείο με τη σειρά του πίεζε τους χριστιανούς μέσα στο οθωμανικό κράτος (Ελληνισμό του Πόντου) και νέα κύματα έφευγαν για τις ρωσικές επαρχίες της Υπερκαυκασίας. Υπολογίζεται ότι ο ελληνικός πληθυσμός του Καυκάσου στις αρχές του 20ού αιώνα έφθανε τις 150.000-170.000 χιλιάδες. Πάντως, οι Έλληνες της νότιας Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας κατόρθωσαν να ενισχύσουν την υπόσταση των παροικιών τους προς δύο κατευθύνσεις ζωτικές: - Έφτιαξαν δικά τους σχολεία για να αποφύγουν την επιβολή της ρωσικής γλώσσας, μόνης που διδασκόταν στα ρωσικά σχολεία. - Έκτισαν δικούς τους ναούς με δικούς τους εφημερίους, αξιοποιώντας υπέρ τους την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά την περίοδο 1840-1882 ειδικοί λόγοι ευνόησαν την κίνηση Ελλήνων μεταναστών προς την Αίγυπτο. Συγκεκριμένα: - Ο Μοχάμεντ Άλι και οι συνεχιστές του για τις μεταρρυθμίσεις τους χρειάζονταν τεχνίτες και εργάτες, ιδιαίτερα για τα έργα του Σουέζ. - Η αύξηση ζήτησης του αιγυπτιακού βαμβακιού (ιδιαίτερα, όταν ο αμερικανικός |
Εμφύλιος (1861-65) διέκοψε τον εφοδιασμό της Ευρώπης με αμερικανικό βαμβάκι) προσέλκυσε Έλληνες για την καλλιέργεια και την εμπορία του πολύτιμου αυτού προϊόντος.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκαν ελληνικές παροικίες στο Κάιρο. την Αλεξάνδρεια, το Πορτ Σάιδ και στα κέντρα συγκομιδής και συσκευασίας βαμβακιού. Αυτή τη φορά οι μετανάστες προέρχονταν κυρίως από την Ήπειρο, το Πήλιο, τα νησιά Ιουνίου-Αιγαίου, την Κύπρο.
Η υπερπόντια μετανάστευση: αίτια και συνέπειες
Από το 1880 ως το 1940 παρατηρήθηκε η πιο μεγάλη μεταναστευτική κίνηση και μάλιστα προς νέες κατευθύνσεις και πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις: κεντρική και νότια Αφρική, βόρεια και νότια Αμερική. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε ποικίλους λόγους, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Μόνο η μετανάστευση προς την Αίγυπτο και η φυγή Ποντίων προς τη νότια Ρωσία κατά τη ρωσική Επανάσταση ακολούθησαν παραδοσιακούς δρόμους-τοπους εγκατάστασης. Συγκεκριμένα:
Από το 1897 ως το 1927 οι Έλληνες της Αιγύπτου αυξήθηκαν από 40.000 σε 76.000 (χωρίς να υπολογίζονται οι Κύπριοι ή άλλοι Έλληνες από την οθωμανική επικράτεια). Οι Πόντιοι που έφυγαν το 1917 προς τη νότιο Ρωσία υπολογίζονται σε 85.000. Οι μετανάστες προς τις ΗΠΑ κατά την περίοδο 1880-1940 υπολογίζονται σε 512.000. Όχι ευκαταφρόνητοι ήταν και οι αριθμοί μεταναστών προς άλλες κατευθύνσεις: κεντρική και νότια Αμερική, Αφρική, Αυστραλία. Ποια ήταν τα αίτια τέτοιας μαζικής εξόδου; Εσωτερικά αίτια: η χρόνια δυσπραγία του γεωργικού πληθυσμού (σιτοδείες, «κρίση της σταφίδας», τοκογλυφία, η θεσμοποιημένη δουλεία της προίκας), ο οικονομικός αποκλεισμός και ο εθνικός διχασμός κατά τη διάρκεια του α μεγάλου πολέμου (1914-18), οι συνεχείς εξοπλισμοί, τα κύματα προσφύγων που έφταναν στην Ελλάδα από Μικρασία, Κριμαία, Ανατολική Ρωμυλία, Θράκη, Πόντο. Εξωτερικά αίτια: βελτίωση των τεχνολογικών μέσων καλλιέργειας και μεταφορών, μεγάλη ανάπτυξη των ΗΠΑ ύστερα από τον Εμφύλιο (1861-65), αλλαγή προσανατολισμού δυτικοευρωπαϊκών αγορών (π.χ. όταν η Βρετανία άρχισε να προμηθεύεται σταφίδα από την αποικία της στη νότια Αφρική, καταστράφηκαν εδώ οι σταφιδοπαραγωγοί). Ένα άλλο εξωτερικό αίτιο ήταν ότι και οι Έλληνες μετανάστες ακολούθησαν τους δρόμους που άνοιγε η (βρετανική κυρίως) αποικιοκρατία μπορούσαν και αυτοί να εγκατασταθούν στις αποικίες και να ασκούν παράλληλα έργα. Και αργότερα, όταν θα αρχίσουν τα κινήματα απελευθέρωσης, θα αντιμετωπίσουν και οι Έλληνες την εχθρότητα των ντόπιων πληθυσμών. Στις Η.Π.Α. οι μετανάστες για δεκαετίες ασκούσαν κατά κύριο λόγο προλεταριακά επαγγέλματα και ζούσαν οι πιο πολλοί με το όνειρο κάποιας αποταμίευσης και επιστροφής, γι' αυτό και οι πιο πολλοί δε ζητούσαν αμερικανική υπηκοότητα. |
Από το μεταναστευτικό πυρετό της περιόδου ο ελλαδικός πληθυσμός έχασε 415.000 άτομα (δημιουργικής πάντα ηλικίας και τολμηρής νοοτροπίας) μόνο στην 25/ετία 1896-1921. Και η ανάσχεση του μεταναστευτικού ρεύματος προήλθε από εξωτερικά αίτια: οι Άγγλοι αντιμετώπισαν μετά τον α' πόλεμο εχθρότητα των ντόπιων στις αποικίες (αυτή επηρέαζε και όσους είχαν ακολουθήσει την αγγλική αποικιακή διείσδυση)' οι ΗΠΑ μείωσαν δραστικά τους αριθμούς εισδοχής μεταναστών εξαιτίας οικονομικής κρίσης-ανεργίας: το 1921 είχαν δεχτεί 28.000 Έλληνες, το 1924 μόνο 100 (και ίσως με καταστρατηγήσεις κανονισμών περνούσαν και 1000-2000 λαθρομετανάστες το χρόνο).
Δύο ακόμη παρατηρήσεις για την κοινωνική-πολιτισμική ποιότητα της μετανάστευσης και παλιννόστησης αυτής της περιόδου:
Αυτοί που έφευγαν αποτελούσαν τμήμα του νεανικού και ζωτικού πληθυσμού της χώρας. Και - σε αντιδιαστολή προς την προηγούμενη περίοδο, που οι μετανάστες προς τη δυτική Ευρώπη έφερναν στην πατρίδα εκσυγχρονισμό επιστημονικό, εκπαιδευτικό, ιδεολογικό - κατά την περίοδο 1880-1940 ή χάνονταν οριστικά στις μεγάλες (υπερπόντιες) αποστάσεις ή παλιννοστούσαν γερασμένοι και συντηρητικοί, εξαιτίας της μακροχρόνιας απομόνωσης και κόπωσης σε επαγγέλματα δευτερεύοντα, κάποτε δουλικά (σε ορυχεία, εσωτερικούς χώρους εστιατορίων, σιδηροδρόμους, εργοστάσια, φυτείες κλπ.).
Ο Απόδημος Ελληνισμός κατά τον Μεσοπόλεμο (1919-39) ή (1922-1940)
Ο α’ μεγάλος πόλεμος (1914-18) και η Μικρασιατική περιπέτεια (1919-22) επηρέασαν πολύ τις τύχες της Ελληνικής Διασποράς. Συγκεκριμένα:
|
α. Όταν κατέρρευσε στα τέλη του 1917 η ρωσική αυτοκρατορία και επακολούθησαν αναστατώσεις και συγκρούσεις στην περιοχή του Πόντου και του Καυκάσου, Έλληνες του Πόντου αναγκάζονταν να φύγουν στο εσωτερικό της Υπερκαυκασίας. Ιδιαίτερα δοκιμάζονταν όσοι ζούσαν στην περιοχή του Καρς και του Αρνταχάν, οι οποίοι μετακινούνταν είτε προς την Υπερκαυκασία είτε δυτικότερα για να μην εμπλακούν στις συγκρούσεις Τούρκων και Αρμενίων. Και περί τις 20.000 φυγάδες κατόρθωσαν από το λιμάνι του Βατούμ να επιβιβαστούν σε πλοία ελληνικά και να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Συνεχίστηκε όμως η Οδύσσεια όσων έμειναν στη Σοβιετική Ένωση πια, που ανέρχονταν ίσως σε ένα σύνολο πάνω από 300.000 ψυχές. Πρώτα ο αγώνας της επιβίωσης μέσα σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου εκεί (1917-1921). Ύστερα η περιπέτεια της κολλεκτιβοποιήσης που έπληττε κυρίως το γεωργικό πληθυσμό. Παρ' όλες όμως τις αντιξοότητες διατηρούσαν την ελληνικότητα τους οι εκεί απόδημοι Έλληνες με σχολεία, ελληνόφωνο τύπο, πολιτιστικές δραστηριότητες, ντόπια φιλολογική παραγωγή (κυρίως στην ποντιακή διάλεκτο). Νέες περιπέτειες άρχισαν από το 1937-38: κλείσιμο των ελληνικών εκπαιδευτηρίων και των εφημερίδων, επιβολή της ρωσικής γλώσσας, εκτοπισμοί από Ουκρανία-Κριμαία-Κουμπάν προς τις κεντροασιατικές σοβιετικές δημοκρατίες και τη Σιβηρία. Όπως ήταν επόμενο μειώνονταν διαρκώς η ελληνομάθεια των Ελλήνων και κατά την απογραφή του 1970 μόνο το 39,3% των Ελλήνων δήλωσε ως εθνική γλωσσά την ελληνική. β. Η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) έφερε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στην ελληνική επικράτεια αυτοί διοχετεύθηκαν κυρίως στο εσωτερικό για λόγους εποικιστικούς (π.χ. στη Μακεδονία εγκαταστάθηκαν πάνω από 600.000 πρόσφυγες). Και με την εργασία τους συντέλεσαν στην αποξήρανση ελών, στην εντατική καλλιέργεια γεωργικών εκτάσεων*. Τότε - κατά το Μεσοπόλεμο -η χώρα έφτασε στην πολυπόθητη σιτάρκεια. Πάντως, η προσφυγιά δεν αύξησε σημαντικά τους αριθμούς μετανάστευσης προς άλλες χώρες. Ούτε η αύξηση του αριθμού μεταναστών προς την Αυστραλία (περίπου 15.000 Έλληνες έφτασαν εκεί κατά το Μεσοπόλεμο), αφού αυτοί προέρχονταν κυρίως από τα ιταλοκρατούμενα (ως τότε) Δωδεκάνησα ή από τα Κύθηρα και την Ιθάκη, δηλαδή περιοχές που δεν πιέζονταν από την παρουσία προσφύγων. Μόνο οι μετανάστες που ενίσχυσαν τις ελληνικές παροικίες της Β. Αφρικής, ιδιαίτερα της Αλεξάνδρειας, κατά τη δεκαετία 1920-30 μπορούν να θεωρηθούν φυγάδες από τη Μικρασία, μάλιστα πριν από την κατάρρευση του μετώπου. γ. Οι αλλαγές που συντελούνταν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του α' Μεγάλου Πολέμου και του Διχασμού και της Μικρασιατικής περιπέτειας (1914- 1922) επηρέασαν και τον Ελληνισμό της Διασποράς ποικιλότροπα. Ειδικότερα: |
οι δυο μεγάλες υπερπόντιες εστίες Αμερικής και Αυστραλίας πέρασαν από τη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου Αθηνών σε αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όχι χωρίς τριβές και εντάσεις (για θέματα χειραφέτησης των κοινοτικών οργανώσεων έναντι της Εκκλησίας, όπως και για θέματα Εκπαίδευσης). Επίσης, μεταδόθηκε σε πολλές παροικίες η διένεξη Βενιζελικών-Βασιλικών. σε μια περίοδο που οι απόδημοι αντιμετώπιζαν προβλήματα ξενοφοβίας στις θετές πατρίδες. Οι ενδοκοινοτικές διενέξεις συνεχίζονταν ως το 1940, οπότε η ιταλική επίθεση λειτούργησε ευεργετικά προς παραμερισμό των πολιτικών διενέξεων και επίτευξη συμφιλίωσης και αλληλεγγύης με κριτήρια εθνικά. Άλλες διαφοροποιήσεις θα γίνουν αισθητές μετά το β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-45).
Η μεταπολεμική και σύγχρονη μεταναστευτική κίνηση
Κατά την τρίτη αυτή περίοδο εμφανίζονται μερικά γνωρίσματα που δεν υπήρχαν σε προηγούμενη, τουλάχιστον σε τέτοια έκταση και συχνότητα, όπως αυτή που θα δούμε:
α. Εξαφανίζονται μερικές παλαιότερες εστίες της ελληνικής Διασποράς. β. Προοδευτικά μεγαλώνει ο αριθμός αγροτών μεταναστών προς άλλες χώρες της αμερικανικής ηπείρου (πλην των ΗΠΑ). γ. Ανεβαίνει κατακόρυφα η εκπαιδευτική μετανάστευση. δ. Πολυάριθμοι εκπατρισμοί συντελούνται ως συνέπεια εθνικής κρίσης και Εμφύλιου Πολέμου, για λόγους πολιτικούς. ε. Για ποικίλους λόγους σημειώνεται αξιόλογη σε έκταση παλιννόστηση και ενίσχυση του μητροπολιτικού πληθυσμού, κυρίως βέβαια στα αστικά κέντρα. |
Ο πόλεμος, οι εθνικές κρίσεις και ο εκπατρισμός για λόγους πολιτικούς
Κατά την περίοδο 1948-51 οι ΗΠΑ έδωσαν άδειες εισόδου σε αρκετές χιλιάδες Έλληνες μετανάστες που έφευγαν από την Αλβανία και Ρουμανία, με βάση ειδική απόφαση (1948) για εισδοχή ατόμων που εκπατρίζονταν εξαιτίας επικράτησης κομμουνιστικών καθεστώτων. Αλλά την ίδια περίοδο άρχισαν να δέχονται Έλληνες που χαρακτηρίζονταν θύματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα (εξαιτίας του Εμφυλίου). Υπολογίζεται ότι μεταξύ του 1947 και 1965 έφτασαν στις ΗΠΑ περίπου 75.000 μετανάστες Έλληνες που άμεσα ή έμμεσα έφευγαν για λόγους πολιτικούς.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και κυρίως με το τέλος του (1946-49) έφυγαν εκούσια ή ακούσια περίπου 35.000 άλλοι Έλληνες (τα λείψανα του Δημοκρατικού Στρατού, μέλη των οικογενειών τους και άλλα άτομα νεαρής ηλικίας, θύματα κι αυτά του Εμφυλίου). Όλοι αυτοί αποτέλεσαν την πολιτική προσφυγιά και διοχετεύτηκαν σε χώρες σοσιαλιστικές (τότε): Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση. Σε μερικές από τις χώρες αυτές για πρώτη φορά έφταναν Έλληνες μετανάστες σε τέτοιο πλήθος. Και ύστερα από τον Εμφύλιο η πολιτική κακοδαιμονία που επιβίωνε εξωθούσε πολλούς σε μετανάστευση, αυτή την περίοδο προς Αυστραλία, Καναδά και Δυτική Ευρώπη (κυρίως Γαλλία). Ανάλογες πιέσεις, που υποτροπίασαν μετά την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, εξώθησαν πολιτικοποιημένες ομάδες και διανοούμενους σε φυγή, κατά το τέλος της δεκαετίας 1960-70. Οι εκπατριζόμενοι έφευγαν προσωρινά, προς χώρες με έκδηλη δημοκρατική ατμόσφαιρα. Σε εθνικές κρίσεις άλλης μορφής και σημασίας οφείλονται και οι περισσότερες μεταπολεμικές μετοικεσίες Ελληνοκυπρίων. Το πρώτο κύμα φυγής παρατηρήθηκε κατά την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα (1955-1958), προς Ελλάδα και κυρίως Βρετανία, δηλ. την έδρα της Κοινοπολιτείας. Τότε εγκαταστάθηκαν σε βρετανικό έδαφος περίπου 100.000 Ελληνοκύπριοι. Οι εκπατρισμοί από την Κύπρο πήραν τραγικό χαρακτήρα μετά την εισβολή των Τούρκων (1974) και τη διχοτόμηση του μαρτυρικού νησιού. Οι Ελληνοκύπριοι πρώτα έγιναν πρόσφυγες στο νησί τους και ύστερα αναζήτησαν νέους τόπους εγκατάστασης: στην Ελλάδα, Βρετανία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αφρική, στην Αυστραλία, στα αραβικά κράτη της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Δεδομένου ότι ταυτόχρονα πραγματοποιούνταν εποικισμοί Τούρκων στα κατεχόμενα εδάφη, μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν κύμα μετανάστευσης αλλά βίαιης εκδίωξης πληθυσμών από τις εστίες τους. Η εκκρεμότητα αυτή συνεχίζεται. (Βλέπε σχετικό χάρτη στο κεφάλαιο Κυπριακό Ζήτημα). |
Μεταπολεμικά προβλήματα συμβίωσης και επιβίωσης
Το κίνημα της ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες (ύστερα από τον β' παγκόσμιο πόλεμο) επηρέασε αρνητικά τις ελληνικές παροικίες, κυρίως στις αφρικανικές χώρες (Αίγυπτο, Κογκό, Ροδεσία, Ν. Αφρική, Αιθιοπία). Αυτή η πίεση προς εκδίωξη των πάροικων εκδηλωνόταν ακόμη και στην Αίγυπτο (ενώ η Ελλάδα πρόσφερε θερμή υποστήριξη προς το νασερικό καθεστώς της) και συνεχιζόταν στη Ν. Αφρική ως τη δεκαετία του 1970.
Για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου (μειονότητες που διατηρήθηκαν με τη συνθήκη της Λοζάνης, 1923), που άρχισε να συρρικνώνεται δραματικά από τη δεκαετία του 1950, δεν είναι ορθό να χρησιμοποιήσουμε τον όρο παλιννόστηση προς την Ελλάδα ή μετανάστευση προς άλλες κατευθύνσεις. Επρόκειτο για συστηματικό διωγμό των Ελλήνων που εκφράστηκε με οχλοκρατικές εκδηλώσεις και βιαιότητες το Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Ακολούθησαν μαζικές απελάσεις, δημεύσεις περιουσιών, άλλοι περιορισμοί, με προφανή τελικό στόχο την εκρίζωση της ελληνικής μειονότητας από τις εστίες όπου αυτή ζούσε πολλούς αιώνες πριν από την εμφάνιση των σημερινών κατοίκων*. Διαφορετικό χαρακτήρα είχαν οι διώξεις που ασκήθηκαν σε βάρος του ελληνικού στοιχείου (και άλλων μειονοτήτων) στη Ρουμανία και στη Σοβιετική Ένωση. Στην πρώτη περίπτωση η εθνικοποίηση των περιουσιών που επέβαλε το κομμουνιστικό καθεστώς υποχρέωσε περίπου 50.000 ομογενείς να εγκαταλείψουν ομαδικά τη χώρα, αφήνοντας πίσω τους και υπερήλικα μέλη των οικογενειών τους και νεότερα που είχαν ενσωματωθεί στη ρουμανική κοινωνία (με γάμους, σπουδές, επαγγελματικές και άλλες σχέσεις). Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης γνώρισαν περισσότερες περιπλοκές: από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου και από τη Γεωργία χιλιάδες ομογενείς εκτοπίζονταν προς τις κεντροασιατικές Δημοκρατίες (Ουζμπεκιστάν και Καζακστάν) στα πλαίσια βίαιου εποικισμού σε περιοχές όπου πλειοψηφούσαν μουσουλμανικοί και τουρκογενείς πληθυσμοί. Αυτή η βίαιη πρακτική σταμάτησε μόνο κατά τη φάση αποσταλινοποίησηςτης πολιτικής ζωής στη Σοβιετική Ένωση, μετά το 1956' τότε επιτράπηκε στους βίαια εκτοπισμένους να επιστρέψουν στις προηγούμενες εστίες τους. Αλλά λίγοι μόνο μπορούσαν να αναλάβουν μόνοι τους το κόστος της επιστροφής. Και όσοι έμειναν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν νέα δοκιμασία με την όξυνση των θρησκευτικών και εθνοφυλετικών συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν ύστερα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα σε αυτές τις δραματικές περιστάσεις η προοπτική ειρηνικής ζωής φαίνεται μακρινή και πολλοί Έλληνες αναγκάζονται να αναζητήσουν άλλη πατρίδα' αυτή τη φορά επιλέγουν ως προσφορότερη λύση την παλιννόστηση στην πατρίδα.
* Λεπτομέρειες στο κεφάλαιο: Ελληνοτουρκικές Σχέσεις.
|
Νέες τάσεις στην ελληνική μετανάστευση
Χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής μετανάστευσης ήταν η αύξηση του ετήσιου αριθμού των μεταναστών: 117.167 άτομα το 1965 έναντι 37.957 του 1914, που ήταν η χρονιά με τη μεγαλύτερη έξοδο κατά την προηγούμενη φάση. Έφτασε η μεταναστευτική αιμορραγία να υπερβαίνει την ετήσια φυσική αύξηση του πληθυσμού. Αυτή τη φορά οι μετανάστες δεν ακολούθησαν ούτε τα βήματα της βρετανικής αποικιοκρατίας ούτε την εξέλιξη του διεθνούς εμπορίου στράφηκαν σε χώρες που πραγματοποιούσαν αυτοδύναμη ανάπτυξη: προς την κεντρική, δυτική και νότια Αφρική (προς τα εκεί κατευθύνθηκαν 18.000 μετανάστες από το 1955 ως το 1968), προς την Αργεντινή και τη Βραζιλία (25.000 και 23.000, αντίστοιχα), προς τον Καναδά (107.780 άτομα μεταξύ των ετών 1945-1971). Μεγάλος όγκος μεταναστών έφτασε ως τους Αντίποδες του πλανήτη, στην Αυστραλία, κυρίως ύστερα από ευνοϊκές ρυθμίσεις που υιοθέτησε η αυστραλιανή κυβέρνηση το 1952. Ο ελληνοαυστραλιανός πληθυσμός δεκαπλασιάστηκε μέσα σε είκοσι χρόνια: από 30.000 έφτασε σε 300.000.
|
Γιατί ο κύριος όγκος στράφηκε προς τη δυτική Ευρώπη, ειδικότερα προς τη Γαλλία, το Βέλγιο και κυριότατα προς την Ομοσπονδιακή Γερμανία. Οι χώρες αυτές (και σε μικρότερο βαθμό οι: Αυστρία, Ολλανδία, Ελβετία, Σουηδία) την ανασυγκρότηση της οικονομίας τους και την επέκταση της βιομηχανίας τους τη στήριξαν στην εκμετάλλευση της φτηνής εργατικής δύναμης των μεταναστών. Αυτοί γίνονταν δεκτοί ωςφιλοξενούμενοι εργάτες (Gastarbeiter). Με αυτό το μεταναστευτικό καθεστώς εγκαταστάθηκαν «προσωρινά» στην τότε Ομοσπονδιακή Γερμανία 623.320 Έλληνες (53% του συνολικού αριθμού μεταναστών μας της τρίτης περιόδου). Ειδική κατηγορία μεταναστών, συνήθως προσωρινών, αυτή την περίοδο αποτελούν οι φοιτητές προς: Αυστρία, Βρετανία, Γαλλία, Ομοσπονδιακή Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδά, Ιταλία, βαλκανικές χώρες και ανατολικοευρωπαϊκές. Σκοπός: η αναζήτηση ενός πτυχίου. Ιδιαίτερο γνώρισμα: δε φεύγουν οι ακτήμονες ή οι άνεργοι, αλλά κατά προτεραιότητα όσοι έχουν οικονομικές προϋποθέσεις για πολυδάπανες σπουδές. Συνέπειες: οικονομική αιμορραγία (Το 1992 υπολογίζονται σε 30.000 οι σπουδαστές εξωτερικού που συντηρούνταν με επίσημα εμβάσματα διά μέσου της Τράπεζας Ελλάδας), ενίσχυση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας και αύξηση του αριθμού πτυχιούχων που αναζητούν εργασία στο εσωτερικό' ένα μικρό ποσοστό απορροφούν οι παροικίες του εξωτερικού. Και πάντως αυτή η εκπαιδευτική μετανάστευση δε μοιάζει προς εκείνην του 18ου αιώνα προς Ιταλία-Αυστρία-Γαλλία' τότε οι σπουδασμένοι ήταν οι μόνοι φορείς των «φώτων» προς τη γενέτειρα, αφού δεν υπήρχε πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο εσωτερικό. Σήμερα η εκπαίδευση μετανάστευση οφείλεται κυρίως σε ανεπάρκεια ή δυσλειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας. |
Η σύγχρονη παλιννόστηση
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 άρχισαν και να επιστρέφουν μετανάστες, πρώτα από τη Δυτική Ευρώπη, μάλιστα από την Ομοσπονδιακή Γερμανία. Από την τελευταία αυτή χώρα επαναπατρίστηκαν 237.500 άτομα κατά τη δεκαετία 1968-1977. Το ρεύμα επιστροφής ενισχύθηκε κατά τη δεκαετία του '80 και είναι ακόμη σε εξέλιξη. Με όσα στοιχεία είναι διαθέσιμα, θα επιχειρήσουμε μια πρώτη περιγραφή του ιστορικού-κοινωνικού αυτού φαινομένου και μια πρώτη αποτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής σημασίας του.
Οι φιλοξενούμενοι εργάτες μετά τη συμπλήρωση του έργου που είχαν επωμιστεί στη δυτική Ευρώπη και ύστερα από την οικονομική ύφεση του 1973 άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα: αλλαγή στο εργασιακό καθεστώς, ανεργία, περικοπή κοινωνικών παροχών, εχθρότητα του ντόπιου εργατικού δυναμικού έναντι των αλλοδαπών τώρα αντιμετωπίζουν και ανοιχτή έχθρα και πράξεις βίας. Πιο περίπλοκες δυσκολίες-αιτίες αναγκαστικού επαναπατρισμού αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην τσαρική Ρωσία (πριν το 1917), Σοβιετική Ένωση (από το 1917 ως τις αρχές της δεκαετίας του '90) και σήμερα χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ως το 1990 είχαν παλιννοστήσει πάνω από 30.000 άτομα (τα μισά σε παραγωγική ηλικία). Αυτοί υπήρξαν προπομποί μεγάλου κύματος που αποθέτει περίπου 15.000 (το χρόνο) κατατρεγμένους αποδήμους, σχεδόν πρόσφυγες, στην ελληνική επικράτεια. |
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν όσοι από τους πολιτικούς πρόσφυγες επαναπατρίζονται οριστικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κεντρικής Επιτροπής Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδας, ως το τέλος της δεκαετίας 1980, είχαν επαναπατριστεί κάπου 25.000, δηλ. περίπου οι μισοί από τους 53.500 που ήταν, όταν άρχισε ο επαναπατρισμός*. Οπωσδήποτε, ένα τμήμα από τους πολιτικούς πρόσφυγες δεν μπορεί να αποδεχτεί την άδεια επαναπατρισμού γιατί έχει ενσωματωθεί στις κοινωνίες, όπου είχε εγκατασταθεί, ή και γιατί αντιμετωπίζει δυσχέρειες μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις η μεταβολή των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων σε κοινωνίες ελεύθερης οικονομίας μπορεί να διευκολύνει άλλους πρόσφυγες να επαναπατριστούν.
Ένα άλλο κύμα καταφυγής στην εθνική στέγη προήλθε τα τελευταία χρόνια από την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία. Αντιμετωπίζοντας εκεί προβλήματα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολλοί Έλληνες της μειονότητας ξεχύθηκαν τα τελευταία χρόνια για να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής στην Ελλάδα. Και υπολογίζεται ότι από το αρχικό κύμα των 170.000 φυγάδων που πέρασαν τα σύνορα οι 80.000 παρέμειναν στην ελληνική επικράτεια. Παράλληλα συνεχίζεται η κλασική μορφή παλιννόστησης Ελλήνων από τη Βόρεια Αμερική, αλλά οι αριθμοί ολοένα μειώνονται, γιατί η δεύτερη και τρίτη γενιά, μετά τους αρχικούς μετανάστες, ενσωματώνεται ολοένα πιο πολύ στην κοινωνία όπου έχει φιλοξενηθεί. Από την Αυστραλία, αντίθετα, ένα σημαντικό ποσοστό, ως 20% από τους μεταπολεμικούς μετανάστες, επιχειρούν και οικογενειακή παλιννόστηση, προσπαθώντας να μεταφέρουν εδώ, στις γενέτειρές τους, τις οικονομίες και τις επιχειρήσεις τους. Η παλιννόστηση από την κεντρική και νότια Αφρική έχει χαρακτήρα προληπτικής προστασίας' επειδή αντιμετωπίζουν με απαισιοδοξία το μέλλον, εξαιτίας τοπικών αναστατώσεων και συγκρούσεων, οι μετανάστες αναγκάζονται να μεταφέρουν πρώτα τις οικογένειές τους στην Ελλάδα και μέρος των κεφαλαίων τους, ώστε να μπορούν εύκολα να απαγκιστρωθούν, ανάλογα με τις εξελίξεις. Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα οι Έλληνες του Ζαΐρ μειώθηκαν από 20.000 της δεκαετίας του 1960 σε 5.000 ύστερα από 15 χρόνια' και στη Νοτιοαφρικανική Ένωση οι 150.000 μειώθηκαν σε 80.000 μετά το Σοβέτο (1976). Δε λείπουν και οι παράτολμοι που μελετούν τη δυνατότητα μεταφοράς των επιχειρήσεών τους από τη μια αφρικανική χώρα σε άλλη, ανάλογα με τις συνθήκες εσωτερικής ειρήνης.
*Φαίνεται σκόπιμη εδώ μια διευκρίνιση όρων: παλιννόστηση είναι κυρίως η απόφαση αποκλειστικά του ξενιτεμένου, που εκτιμά τις περιστάσεις και τα αισθήματά του ο επαναπατρισμός εγκλείει και τη σύμπραξη κάποιας εξουσίας, που χορηγεί την άδεια του επαναπατρισμού ή επιβάλλει τον επαναπατρισμό.
|
Προβλήματα παλιννόστησης και σύνδεσης Εθνικού Κέντρου και Αποδήμων
Η αύξηση της ανεργίας, που σημειώνεται στο εσωτερικό της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, δεν έχει ευτυχώς κάνει προς το παρόν πιεστική και πάλι την ανάγκη αναζήτησης εργασιακών διεξόδων με μετοικεσίες στο Εξωτερικό. Οι περισσότερες συνεπώς δυσκολίες εντοπίζονται κυρίως τώρα στην επανενσωμάτωση των παλιννοστούντων στη σύγχρονη οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της χώρας μας. Τα προβλήματα προσαρμογής, προπάντων εκείνων με μακροχρόνια απουσία σε μακρινές χώρες και με διαφορετικές κοινωνικές δομές, είναι οξύτατα. Στις ακραίες μάλιστα περιπτώσεις οδηγούν σε νέα ατομικά και οικογενειακά τραύματα (όπως είχε γίνει και με τους εκπατρισμούς τους), τα οποία αποκτούν, σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις, χαρακτήρα αληθινής τραγωδίας: Οι ίδιοι οι μετανάστες απογοητεύονται, όταν φτάνοντας εδώ δεν ξαναβρίσκουν αμετάλλακτη την εξιδανικευμένη από τη γεωγραφική και τη χρονική απόσταση πατρίδα της χαμένης τους νιότης. Ή όταν έρχονται σε επαφή με δυσάρεστες κοινωνικές καταστάσεις, από τις οποίες είχαν πια τελείως αποξενωθεί. Αισθάνονται λοιπόν οι ίδιοι και ακόμα περισσότερο τα παιδιά τους, στην αρχή τουλάχιστον της εγκατάστασής τους σαν ξένοι, σχεδόν το ίδιο - αν όχι περισσότερο - ξένοι από όσο αισθάνονταν και στη μακρινή πατρίδα που εγκατέλειψαν.
Μεγαλύτερες δυσκολίες κοινωνικής ενσωμάτωσης στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν οι «παλιννοστούντες» ομογενείς από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Για τους περισσοτέρους από αυτούς οι πραγματικές πατρίδες ήταν, επί αρκετές γενιές, η Κριμαία, ο Καύκασος ή έστω ο χαμένος Πόντος των προγόνων τους. Παρ' όλα αυτά, η μακρινή Ελλάδα αποτελούσε το βασικό σημείο αναφοράς της εθνικής τους ταυτότητας και αστείρευτη πηγή της εθνικής τους υπερηφάνειας. Γαλουχημένοι λοιπόν με την υπερβολικά εξωραϊσμένη εικόνα της Ελλάδας, αναζητούσαν εδώ ιδεατές συνθήκες διαβίωσης. Τελικά, η μετεγκατάσταση των περισσοτέρων από αυτούς στο εθνικό κέντρο ισοδυναμούσε ουσιαστικά με νέα μετοικεσία σε μια κοινωνία με δομές και συνθήκες, που διέφεραν οπωσδήποτε και από τη χώρα της προέλευσής τους και από την ουτοπική πατρίδα των οραμάτων τους. Από τη μεριά της η ελληνική Πολιτεία, αναγνωρίζοντας τα ποικίλα και επείγοντα προβλήματα των παλιννοστούντων, προχώρησε στην αντιμετώπισή τους με τη σύσταση ad hoc* κρατικών υπηρεσιών (όπως είναι π.χ. η Επιτροπή Παλιννοστούντων του Υπουργείου Εξωτερικών, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και το νεοϊδρυμένο Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών Εξωτερικού) ή τη |
διεύρυνση των αρμοδιοτήτων ειδικών Διευθύνσεων των Υπουργείων Συντονισμού, Εργασίας, Παιδείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών). Οι υπηρεσίες αυτές εργάζονται ακριβώς για την προσωρινή φιλοξενία, τη στεγαστική και επαγγελματική αποκατάσταση, τη γλωσσική κατάρτιση και γενικότερα την υποδοχή και τη σταδιακή οργανική ένταξη ή επανένταξη των επαναπατριζόμενων ομογενών στη σημερινή ελλαδική κοινωνία. Η αυξανόμενη συχνότητα των ελληνικών παλιννοστήσεων δεν υποδηλώνει βέβαια την πλήρη αναστροφή, ούτε καν σε μέση διάρκεια, των νεοελληνικών μεταναστευτικών τάσεων. Στη μακραίωνη ιστορία των Ελλήνων η Διασπορά αποτέλεσε θεμελιώδες φαινόμενο, που μετασχηματίστηκε, αλλά δεν εξαφανίστηκε κι αυτό όχι βέβαια εξαιτίας κάποιων χαρακτηρολογικών ή ψυχογραφικών ιδιαιτεροτήτων του Ελληνα-Οδυσσέα - όπως υποστηρίζεται αφελώς μερικές φορές ακόμα και σήμερα -, αλλά εξαιτίας προσδιορισμένων κατά περιόδους τοπικών και γενικών αιτίων και ιστορικών καταστάσεων. Στους πέντε αιώνες της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς ελάχιστα και βραχύχρονα μόνο μεσοδιαστήματα ήταν απαλλαγμένα από αποδημίες και εκπατρισμούς. Έτσι, και το αντίστροφο ρεύμα των παλιννοστήσεων θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα βαθμό αποτέλεσμα της τρέχουσας ιστορικής συγκυρίας. Οι επαναπατρισμοί λ.χ. των Ελλήνων εργατών από τη δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα από την Ομοσπονδιακή Γερμανία οφείλονται στην εσωτερική εργασιακή πολιτική των κυβερνήσεών τους. Ο επαναπατρισμός εξάλλου των πολιτικών προσφύγων γίνεται σε μια περίοδο της ζωής τους, όπου τα χρονικά περιθώρια για την προσαρμογή τους στις κοινωνίες που τους φιλοξένησαν ως τώρα εμφανίζονται πια, εξαιτίας της προχωρημένης τους ηλικίας, αρκετά περιορισμένα. Κάποια ανάλογα ίσως κίνητρα θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει - πέρα βέβαια από την αναπόφευκτη συναισθηματική πίεση που ασκεί ακόμα στην πρώτη γενιά η νοσταλγία της πατρίδας - και στους Έλληνες της Αυστραλίας. Οι τάσεις για επαναπατρισμό είναι ιδιαίτερα έντονες σε εκείνους που όχι μόνο μετανάστευσαν σχετικά πρόσφατα, αλλά που, εξαιτίας του συμπαγούς, περιχαρακωμένου ή ακόμα και περιθωριοποιημένου χαρακτήρα της διαβίωσής τους στις εκεί ελληνικές κοινότητες - ιδιαίτερα στους μεγάλους (σχεδόν αναπαραγόμενους πολιτισμικά) ελληνικούς θηλάκους του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης - δεν αποδέχτηκαν την πρόκληση της προσαρμογής και δεν παραιτήθηκαν από την «προσωρινότητα» της ξενιτιάς τους. Οι «παλιννοστήσεις» εξάλλου των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου εμφανίζονται, όπως είδαμε, ως αντιδράσεις στα συσσωρευόμενα εκεί προβλήματα ασφαλείας από την αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού και την όξυνση του αλβανικού εθνικισμού. Οι μετακινήσεις, τέλος, του ελληνικού στοιχείου από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης προς την Ελλάδα συνδέονται όχι μόνο με το φόβο μιας δυσοίωνης παλινδρόμησης σε τραυματικές καταστάσεις του παρελθόντος (σαν τους καταστροφικούς για τις ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας και του Καυκάσου εκτοπισμούς κατά τις δίσεκτες σταλινικές δεκαετίες του 1930 και του 1940), αλλά και με νέους παράγοντες: με την αδυναμία των ομογενών μας να αποστασιοποιηθούν από τις ένοπλες ήδη αναμετρήσεις |
ανάμεσα στους αντιμαχόμενους λαούς της πολυεθνικής πρώην σοβιετικής επικράτειας, αλλά και με το φάσμα της αφομοίωσής τους από τις αναπόφευκτες επιγαμίες με τις κυρίαρχες εθνότητες. Η τελευταία αυτή διαδικασία φαίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη στις Δημοκρατίες της Ρωσίας και ιδιαίτερα της Γεωργίας, εξαιτίας της επιταχυνόμενης εκεί αστικοποίησης του ελληνικού στοιχείου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ζούσε άλλοτε σε απομονωμένους και γι' αυτό συμπαγείς ελληνικούς γεωργικούς και κτηνοτροφικούς οικισμούς.
Άσχετα από τα αίτια και τη μελλοντική τους εξέλιξη οι παλιννοστήσεις υπογραμμίζουν επίσης και την αμοιβαία ανασύνδεση που παρατηρείται ανάμεσα στο εθνικό κέντρο και την ελληνική Διασπορά. Η ανασύνδεση αυτή ενέχει και αξιοσημείωτο πολιτικό χαρακτήρα: Θα πρέπει να εκτιμηθεί και ως δείγμα ισχυρών τάσεων για ανασύνταξη των εθνικών μας δυνάμεων, ένα φαινόμενο που εντείνεται κατά τις περιόδους εθνικής ανασφάλειας, σαν αυτή που ζει σήμερα ο ελληνικός κόσμος. Και είναι ενδεικτικό ότι από τη δραματική χρονιά της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (1974) και εξής, τόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις όσο και οι ηγεσίες των μεγάλων ομογενειακών οργανώσεων στράφηκαν με περισσότερη προσοχή στην αναζήτηση τρόπων για στενότερη συνεργασία και στο πολιτικό επίπεδο και στα πρακτικά προβλήματα των παλιννοστήσεων (συνταξιοδότηση, κοινωνικές ασφάλειες, εισαγωγές περιουσιακών στοιχείων, επαγγελματική αποκατάσταση, πολιτισμική, οικονομική και κοινωνική επανένταξη κλπ.) ή ακόμα και στα τεχνικά ζητήματα (εκπαιδευτικά, ιδεολογικά κ.ά.) της αυτόνομης ως ένα βαθμό λειτουργίας των κοινοτήτων του Εξωτερικού.
Η δυναμικότητα των Αποδήμων
Μέτρο σπουδαιότητας της ελληνικής παρουσίας στις χώρες της Διασποράς δεν είναι μόνο ή κυρίως τα αριθμητικά μεγέθη των μεταναστών, αλλά η πραγματική συμβολή των Ελλήνων στην οικονομική, πολιτιστική, ακόμα και στην πολιτική ζωή των χωρών υποδοχής. Λόγου χάρη, η οικονομική επιφάνεια των Ελλήνων σε αφρικανικές χώρες ξεπερνά πολύ τη δημογραφική παρουσία τους η επίδοσή τους στην πολιτισμική δραστηριότητα μιας πρωτοποριακής χώρας όπως η Γαλλία (όπου πολλοί Έλληνες σταδιοδρόμησαν σε υψηλές ακαδημαϊκές θέσεις), είναι εντυπωσιακή η προώθησή τους στην πολιτική σκηνή (στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ), ξεπερνά πολύ την πληθυσμιακή εικόνα τους. Πολλοί έχουν αναδειχτεί στα αξιώματα βουλευτών, γερουσιαστών, υπουργών έφτασαν ως τη διεκδίκηση του χρίσματος του υποψήφιου Προέδρου των ΗΠΑ (Μιχ. Δουκάκης, Παύλος Τσόγκας).
Αίτιο των επιδόσεων αυτών δεν είναι το δαιμόνιο της φυλής αλλά η εργατικότητα και η επινοητικότητα, που αναπτύσσουν όσοι άνθρωποι μεγαλώνουν μέσα σε δυσκολίες, αλλά διατηρούν μέσα τους φλόγα φιλοδοξίας και αισιοδοξίας, ώστε να υπερνικούν τις αντιξοότητες και να προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις. Συχνά είχαν να αντιμετωπίσουν και προκαταλήψεις κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές |
από την πλευρά των κυρίαρχων εθνοτήτων στις χώρες υποδοχής. Όμως αντεπεξήλθαν με αγωνιστικότητα, σε επίπεδο προσωπικό και οικογενειακό.
Η οργάνωση της Ομογένειας
Σημαντικός παράγων επιτυχίας - πριν και πέρα από την ατομική προσπάθεια των ομογενών - είναι η οργάνωση και η αλληλεγγύη σε παροικιακό και ευρύτερο ομογενειακό επίπεδο. Οι πρώτες φροντίδες των πάροικων, όπως σημειώσαμε και σε παλαιότερη φάση, ήταν να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να έχουν σχολεία ελληνομάθειας. Οι δυο στόχοι συχνά διαπλέκονται, τουλάχιστον δεν αλληλοαποκλείονται.
Η πιο χαρακτηριστική και δυναμική περίπτωση συνεργασίας παροικίας-εκκλησίας είναι η δημιουργία Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής αυτή το 1990 είχε υπό την εποπτεία της: 450 ναούς στις ΗΠΑ και 70 ακόμη στον Καναδά και στην κεντρική-νότιο Αμερική 23 ημερήσια σχολεία (με 7.000 μαθητές) και 400 απογευματινά" (με 27.000 μαθητές). Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Αυστραλία, η εκκλησιαστική και η κοινοτική-λαϊκή ηγεσία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό. Σε μερικές χώρες της Ευρώπης οι εκκλησιαστικές και λαϊκές οργανώσεις βρήκαν ως ορθότερη λύση τον πλήρη διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων τους και την αρμονική συνεργασία τους στις προσπάθειές τους. φαίνεται ότι είναι ο πιο πολιτισμένος και γόνιμος συγκερασμός. Οι πιο πολλές ομογενειακές οργανώσεις επιδιώκουν και κάνουν πράξη τη συνεργασία. Άλλωστε, είναι πολυάριθμες και έχουν στόχους που διαπλέκονται. Μία πρόχειρη απογραφή του 1980 κατέγραψε: 2.243οργανώσεις, από τις οποίες: - 837 «κοινότητες» - 683 «τοπικά σωματεία» -723 «ενώσεις» διάφορων τύπων (αλληλοβοήθειας, φιλόπτωχες, μορφωτικές, επιστημονικές, καλλιτεχνικές, επαγγελματικές, αθλητικές κ.ά.). Για το συντονισμό των προσπαθειών τους άρχισαν να δημιουργούν δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις, Ομοσπονδίες-Συνομοσπονδίες (σε επίπεδο πολιτειών ή ολόκληρων χωρών, π.χ. ΗΠΑ ή Αυστραλίας). Από τις μεγάλες αυτές ενώσεις σημειώνουμε μερικές, τις πιο παλαιές και σημαντικές (ιδρυμένες το 1922-23) στις ΗΠΑ: AHEPA: American Hellenic Educational Progressive Association GAPA: Greek American Progressive Association AXIOS: επαγγελματική ένωση
* Ημερήσιο σχολείο με πλήρες πρόγραμμα παιδείας απογευματινό σχολείο συμπληρωματικό, για ελληνομάθεια: γλώσσα, ιστορία, γεωγραφία, θρησκεία.
|
ΚΡΙΚΟΣ: σύλλογος Ελλήνων επιστημόνων HACC: Hellenic American Chamber of Commerce (Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο). Οι αντίστοιχες ομογενειακές οργανώσεις στην Ευρώπη δεν απόκτησαν τη δομή και τη δύναμη των υπερπόντιων ενώσεων, κυρίως για το λόγο ότι οι ομογενείς στις χώρες της Ευρώπης έχουν κάπως τη νοοτροπία της «προσωρινότητας» και, επιπλέον, διατηρούν πιο άμεση επικοινωνία με τη γενέτειρα και το ένα μάτι τους είναι στραμμένο σ' αυτήν. Πάντως, οι κινητοποιήσεις όλων έδειξαν ομόνοια και συνοχή, όταν υπήρξε ανάγκη για την προβολή και υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων (τα τελευταία χρόνια). Σημαντικό ρόλο για την επικοινωνία και την οργάνωση των Αποδήμων έπαιξε ο ομογενειακός τύπος, [θυμίζουμε ότι η πρώτη εφημερίδα και το πρώτο περιοδικό του Νέου Ελληνισμού πριν από την Επανάσταση του 1821, η «Εφημερίς» και ο «Ερμής ο Λόγιος» είχαν εκδοθεί από τους Έλληνες της παροικίας της Βιέννης], Για την περίοδο που μας απασχολεί εδώ, η πρώτη εφημερίδα κυκλοφόρησε από τους Έλληνες της Βοστόνης το 1892 με τίτλο: «Νέος Κόσμος». Σήμερα κυκλοφορούν εκατοντάδες εφημερίδες και περιοδικά στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στη Ν. Αφρική. Βέβαια αρχίζει να περιορίζεται σε μερικά έντυπα η χρήση της ελληνικής υπέρ της τοπικής επίσημης γλώσσας. Παράλληλα αρχίζει να μειώνεται ο αριθμός των εφημερίδων και διευρύνεται η επικοινωνία των Αποδήμων με ραδιοφωνικές εκπομπές ή αυτοτελείς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Και όπως ήταν αναμενόμενο άρχισε πολύ νωρίς και η λογοτεχνική παραγωγή των αποδήμων, που εμπνέεται από καταστάσεις και βιώματα πρωτόγνωρα στις ανθρώπινες κοινωνίες, βιώματα αποδήμων μέσα σε ξένες γι' αυτούς κοινωνίες, με όλες τις ιδιομορφίες που παρουσιάζονται στις διάφορες χώρες. Πρόκειται για ένα εντελώς καινούριο και εντελώς άγνωστο σε μας κεφάλαιο της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία των αποδήμων αποτελεί σύνθεση τριών στοιχείων: - του πνευματικού κλίματος-κληρονομιάς της Πατρίδας - του κοινωνικού πλαισίου της ομογένειας - του πολιτιστικού περίγυρου των χωρών φιλοξενίας. Τα επιτεύγματα και τα προβλήματα των Αποδήμων έμεναν για πολλές δεκαετίες άγνωστα στο εθνικό κέντρο αλλά και οι Απόδημοι αγνοούσαν τις εξελίξεις στην πατρίδα ή σε άλλες παροικίες. Προσπάθειες επικοινωνίας και αλληλογνωριμίας άρχισαν μόλις την προηγούμενη δεκαετία, από τους Αποδήμους πρώτα: συγκρότησαν το Διεθνές Κέντρο Απόδημου Ελληνισμού (ΔΙ.Κ.Α.Ε.). Έπειτα κινητοποιήθηκε η επίσημη Πολιτεία και ίδρυσε τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού (1983), η οποία ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα σε ποικίλους τομείς (κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, επιστημονικούς) σε συνεργασία με τα υπουργεία Πολιτισμού, Παιδείας, Εργασίας, Εξωτερικών (Διεύθυνση Αποδήμων). Ειδικά για τις σχέσεις με τους απόδημους Μακεδόνες και τις |
Παμακεδονικές ενώσεις τους ενδιαφέρεται το Κέντρο Απόδημων Μακεδόνων, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη.
Όλες αυτές οι οργανωτικές προσπάθειες υπηρετούν ποικίλους αλληλένδετους στόχους: - αντιμετώπιση των προβλημάτων των Αποδήμων - φροντίδα επανένταξης των Παλιννοστούντων - προώθηση και προβολή των εθνικών θεμάτων.
Ο Απόδημος Ελληνισμός και τα Εθνικά Θέματα
Είδαμε ότι στις παλαιότερες περιόδους της ιστορίας της η νεοελληνική Διασπορά αναλάμβανε αξιοσημείωτο - κάποτε και πρωταγωνιστικό - ρόλο σε καίριας σημασίας εθνικά ζητήματα. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, και υπογραμμίζεται στη συμπαράσταση - υλική και ηθική, ατομική και συλλογική - που έσπευδαν να προσφέρουν οι απόδημοι στην ελληνική πατρίδα σε όλες σχεδόν τις κρίσιμες για το Έθνος περιστάσεις. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις (όπως π.χ. στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, στη Μικρασιατική Εκστρατεία του 1919-1922 και στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941) αρκετοί ομογενείς κατατάχθηκαν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό, θεωρώντας τις πολεμικές προσπάθειες της Ελλάδας ως υπόθεση του συνολικού Ελληνισμού.
Αλλά η διασύνδεση του εθνικού κέντρου και της Διασποράς απλώθηκε, όπως είδαμε πιο πάνω, και στις εσωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις της ελλαδικής κοινωνίας. Η μεταφύτευση όμως στον απόδημο Ελληνισμό των αντιθέσεων αυτών (ιδιαίτερα του Εθνικού Διχασμού και των μεταγενέστερων εκβλαστήσεών του) δεν προκάλεσαν μόνο κραδασμούς - και μάλιστα ισχυρούς - στους μικρόκοσμους των ελληνικών παροικιών του Εξωτερικού, δημιούργησαν στους ομογενείς και σοβαρά ιστορικά τραύματα, που έμειναν ανεπούλωτα για δεκαετίες. Επιπλέον, η κούραση της ομογένειας από τις ενδοελληνικές κομματικές αντιπαραθέσεις (οι οποίες συχνά φαίνονταν από μακριά υπερβολικές ή και παράλογες), σε συνδυασμό και με τις δικές της αδήριτες οικονομικές και κοινωνικές προτεραιότητες στις νέες πατρίδες, έφερε ως τελικό αποτέλεσμα την άμβλυνση της παλιότερης ευαισθησίας της για τα πολιτικά προβλήματα της Ελλάδας. Η άμβλυνση αυτή φάνηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, προπάντων μεταξύ των παλαιότερων γενεών των μεταναστών των ΗΠΑ, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Παρ' όλα αυτά, οι ενέργειες των αποδήμων (ατόμων και ομογενειακών οργανώσεων), που απέβλεπαν στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των ιδιαίτερων πατρίδων τους - πατροπαράδοτη έγνοια των ξενιτεμένων Ελλήνων - συνεχίστηκαν και στη μεταπολεμική περίοδο. Με γενναιόδωρες χορηγίες οι |
ομογενείς προίκισαν συχνά τις γενέτειρες τους με ναούς, νοσοκομεία, σχολεία, επαρχιακούς δρόμους κλπ. Οι πρωτοβουλίες αυτές κάλυπταν, κατά κανόνα, περιορισμένες γεωγραφικά ανάγκες. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο τοπικιστικό πνεύμα, που χαρακτήριζε άλλοτε τις κοινωφελείς δραστηριότητες των αποδήμων, αλλά στην παντελή έλλειψη συντονισμού εκ μέρους του εθνικού κέντρου. Άλλωστε, η ίδια η Ελλάδα δε φρόντισε για τη συστηματική αξιοποίηση της φιλοπατρίας των ξενιτεμένων παιδιών της σε προγράμματα υποδομής και εκσυγχρονισμού. Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει μόλις κατά την τελευταία εικοσαετία, με καταλύτη, δυστυχώς και πάλι, μιαν εθνική τραγωδία: την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Από τότε και στο εξής οι ομογενειακές οργανώσεις όχι μόνο άρχισαν και πάλι να ευαισθητοποιούνται έναντι των εθνικών προβλημάτων της Ελλάδας, αλλά και να μετατρέπουν σιγά σιγά την εθνική τους ευαισθησία σε πραγματική πολιτική δύναμη. Τα ενδεικτικότερα παραδείγματα τα προσφέρουν οι απόδημοι των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Αυστραλίας. Τόσο οι κυριότερες παραδοσιακές ομογενειακές οργανώσεις των ΗΠΑ (ΑΗΕΡΑ κλπ.), όσο και εκείνες που ιδρύθηκαν ακριβώς για να ανταποκριθούν στις κρίσιμες περιστάσεις - όπως π.χ. το American Hellenic Institute-Public Affairs Committee (AHIPAC), το United Hellenic American Congress (UHAC) κ.ά. -, κατάφεραν να συντονίσουν τη δράση τους, με βάση τα αμερικανικά πρότυπα των ομάδων πολιτικής πίεσης (lobbies), σε μια κοινή προσπάθεια για την προάσπιση των ελληνικών θέσεων. Το «Φεβρουάριο λοιπόν του 1975 οι κινητοποιήσεις των Ελληνοαμερικανών προκάλεσαν την επιβολή, με απόφαση του Κογκρέσου, του περίφημου εμπάργκο αμερικανικών όπλων προς την Τουρκία, και λίγα χρόνια αργότερα την καθιέρωση της αναλογίας 7 (για την Ελλάδα) προς 10 (για την Τουρκία) της ετήσιας αμερικανικής βοήθειας προς τις δυο αυτές χώρες του NATO. Ανάλογες κινητοποιήσεις έγιναν και μεταξύ των ομογενών του Καναδά - οι οποίοι επίσης προχώρησαν στη συγκρότηση οργανώσεων παρόμοιων με τις ελληνοαμερικανικές (όπως λ.χ. το Hellenic Canadian Congress). Ο μικρός όμως αριθμός της ελληνοκαναδικής ομογένειας και οι ιδιομορφίες της καναδικής πολιτικής πρακτικής δεν επέτρεψαν εδώ θεαματικά αποτελέσματα σαν εκείνα του λεγόμενου «ελληνικού λόμπυ» των ΗΠΑ. Πάντως, χάρη στις προσπάθειες των Ελλήνων του Καναδά επιτεύχθηκαν μερικοί όχι ευκαταφρόνητοι στόχοι, όπως ήταν αρχικά η παράταση της παραμονής επί αρκετά χρόνια των Καναδών κυανοκράνων του ΟΗΕ στην Κύπρο και, στη συνέχεια, η άρνηση των καναδικών κυβερνήσεων να αναγνωρίσουν το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της μεγαλονήσου (1983). Στις επιτυχίες επίσης της ελληνοκαναδικής ομογένειας θα πρέπει να προσγραφεί και η άρνηση της καναδικής κυβέρνησης να αποδεχθεί την αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με το όνομα της Μακεδονίας (1992). Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή στην πολυεθνική κοινωνία του Καναδά (όπως άλλωστε και της Αυστραλίας) είχαν στο μεταξύ αναδυθεί αρκετοί και ισχυροί συνήγοροι της ψευδομακεδονικής προπαγάνδας. (Στον Καναδά έχουν μεταναστεύσει πολλοί Σκοπιανοί ύστερα από τον πόλεμο). Η έκταση της μαζικής συμμετοχής της ομογένειας της Αυστραλίας στις |
πανελλήνιες προσπάθειες για την εξασφάλιση της συμπαράστασης της διεθνούς κοινής γνώμης στα εθνικά θέματα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, κι αυτό για πολλούς λόγους: Κατ' αρχήν το μεγαλύτερο τμήμα των αποδήμων της χώρας αυτής, επειδή προέρχεται, όπως είπαμε και πιο πάνω, από σχετικά πρόσφατες μεταναστεύσεις, διατηρεί ακόμα στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και τα προβλήματά της. Επιπλέον, το ελληνοαυστραλιανό στοιχείο κατάφερε, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, να αποκτήσει αρκετά ερείσματα στην πολιτική ζωή της Αυστραλίας. Τέλος, ένα σοβαρό ποσοστό των ελληνικών ομογενειακών οργανώσεων της Αυστραλίας είναι δωδεκανησιακές, κυπριακές και - κυρίως - μακεδονικές, συγκροτημένες δηλαδή από τα τμήματα εκείνα του Ελληνισμού, που είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένα στα εθνικά θέματα εξαιτίας των πολλών, παλιών και πρόσφατων, τραυματικών εμπειριών τους. Μερικές από τις οργανώσεις αυτές είναι παλιές (όπως π.χ. οι Ενώσεις των Καστελλοριζίων ή η Παμμακεδονική, με τα παραρτήματά τους)' άλλες όμως συστάθηκαν στις τελευταίες δεκαετίες - όπως π.χ. η Παναυστραλιανή Συντονιστική Επιτροπή «Δικαιοσύνη για την Κύπρο» και το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών - με στόχο ακριβώς την υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων στην αυστραλιανή κοινωνία. Λαμβάνοντας, λοιπόν υπόψη τα δεδομένα αυτά μπορούμε σχετικά εύκολα να ερμηνεύσουμε και τις τεράστιες σε αριθμούς και παλμό κινητοποιήσεις των Ελλήνων της Αυστραλίας και τις θέσεις, που κατά καιρούς προώθησαν στις αυστραλιανές κυβερνήσεις (σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο), τόσο έναντι της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, όσο και, περισσότερο, έναντι των προσπαθειών για την αναγνώριση της ψευδώνυμης Δημοκρατίας των Σκοπίων. Πέρα από τα εξωτερικά τους αποτελέσματα, οι εθνικές κινητοποιήσεις των ομογενών όχι μόνο στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία, αλλά και σε μικρότερες ελληνικές εστίες, είχαν και άλλες θετικές συνέπειες, τη φορά αυτή μέσα στον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο των αποδήμων: Οι εθνικές προτεραιότητες κατ' αρχήν βοήθησαν στη συνεργασία των επιμέρους οργανώσεων και ομάδων, εξασθενίζοντας τις κεντρόφυγες τάσεις και τις διασπαστικές κινήσεις. Η εμπειρία, εξάλλου, που απόκτησαν οι ηγεσίες της ομογένειας από τις άλλοτε άστοχες και άλλοτε εύστοχες πρωτοβουλίες τους, τις εξοικείωσε με τους ουσιαστικούς πολιτικούς μηχανισμούς των κοινωνιών στις οποίες ζουν, ώστε οι μελλοντικές παρεμβάσεις τους να αποδειχθούν λυσιτελέστερες. Πέρα όμως από αυτά, η συσπείρωση των ομογενών έφερε κι άλλους καρπούς: Ενίσχυσε κατ' αρχήν την εθνική τους αυτοπεποίθηση έναντι των σύνοικων εθνοτήτων. Αναθέρμανε επίσης το ενδιαφέρον των νεότερων γενεών για την ιστορία, τη γλώσσα και τις παραδόσεις της Ελλάδας. Η εξέλιξη αυτή δεν επιβλήθηκε από την πεισματική πίεση των γονέων και των παππούδων τους ή έστω από το αναπόφευκτο γεγονός της εθνικής τους καταγωγής' ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, που απέφερε περηφάνια και ανανεωμένες πολιτιστικές αξίες. Άλλωστε, η ανάπτυξη της εθνικής ιδιαιτερότητας μεταξύ των νεότερων γενεών του ομογενειακού στοιχείου άρχισε εδώ και μερικά χρόνια να ακολουθεί διαφορετικούς δρόμους: Απαλλαγμένοι από τα διλήμματα των πρώτων Ελλήνων μεταναστών (ανάμεσα |
στον πολιτισμικό απομονωτισμό και στην αφομοιωτική κοινωνική ενσωμάτωση), οι απόδημοι συναρθρώνουν σήμερα αρμονικά την ελληνικότητά τους με τους θεσμούς των νέων - μόνιμων πια για τους περισσοτέρους - πατρίδων. Περισσότερα αφιερώματα εδώ. |