Ο Γεννηματάς είναι αυτός που κατέχει ή παράγει γεννήματα, δηλ. στάρι, κριθάρι ή άλλα δημητριακά. Κατ’ επέκταση, «γεννηματάς» είναι ο αγρότης, ο καλλιεργητής. Βέβαια, «γέννημα» είναι και ό,τι έχει δημιουργηθεί και γεννηθεί – το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας δίνει ως συνώνυμα τα «προϊόν, πλάσμα, αποκύημα, δημιούργημα». Είναι επίσης «ο γόνος, το τέκνο». Η λέξη «γέννημα», συνεπώς και το επώνυμο «Γεννηματάς», παράγονται από το ρήμα «γεννώ», το οποίο, καθώς προκύπτει από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα –gen, έχει ετυμολογική σχέση με το ρήμα «γίγνομαι» και το ουσιαστικό «γένος». Συγγενικές λέξεις: η γενεά, αλλά και ο γενναίος.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.