Eτυμολογικά, “λωποδύτης” είναι ο κλέφτης ρούχων. Η λέξη παράγεται από το “λώπη”, με ωμέγα, απ’ όπου βγαίνει ο τύπος “λώπος”, που σημαίνει “ρούχο, ιμάτιο”. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα “λέπω”, δηλαδή “αποφλοιώνω’, “ξεφλουδίζω” - από το ίδιο ρήμα παράγεται και το λέπι των ψαριών. Τώρα το δύτης, είναι από το ρήμα “δύω”, δηλαδή “βυθίζω”, “βουτώ”.
Οι αρχαίοι έλεγαν λωποδύτες ακριβώς αυτούς που έβαζαν χέρι στα ενδύματα των λουομένων και των ταξιδιωτών. Στα λεξικά υπάρχει και ο λωποδύταρος, δηλαδή ο επιδέξιος κλέφτης, ο κλεφταράς.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.