Τα ρήματα εξασθενώ και εξασθενίζω δεν έχουν το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται αδιακρίτως.
Το ρήμα εξασθενώ είναι αματάβατο και σημαίνει αποδυναμώνομαι, ατονώ, γίνομαι αδύναμος, χάνω τη δύναμή μου, αποκλιμακώνομαι σε ένταση:
«Σύμφωνα με την τελευταία πρόγνωση της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, οι άνεμοι θα εξασθενήσουν σταδιακά σε όλα τα πελάγη, κι έτσι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε από το νησί χωρίς προβλήματα», «Νομίζω ότι δε συντρέχει λόγος ανησυχίας, καθώς είναι απόλυτα φυσιολογικό να εξασθενεί η μνήμη του ανθρώπου με την πάροδο του χρόνου», «Δυστυχώς, η ελληνική οικονομία εξασθενεί ολοένα και περισσότερο μετά τις δυσμενείς εξελίξεις στην πολιτική κονίστρα της χώρας μας».
Το ρήμα εξασθενίζω, από την άλλη πλευρά, είναι μεταβατικό κι έχει τη σημασία τού αποδυναμώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι ασθενέστερο, μειώνω τη δύναμή του:
«Οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς μπροστά σε έναν υπολογιστή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είμαι πλέον ένας άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, εξασθένισαν σε σημαντικό βαθμό την όρασή μου και με υποχρέωσαν να φορέσω γυαλιά», «Οι συνεχείς επιθέσεις των υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων είναι βέβαιο ότι θα εξασθενίσουν τη μαχητική ισχύ του στρατεύματός μας», «Σύμφωνα με την άποψη του διαπρεπούς πολιτικού αναλυτή, πολλοί είναι οι παράγοντες εκείνοι που εξασθενίζουν σήμερα την ελληνική δημοκρατία».
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.