Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ
Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
Η Σπάρτη (Σπάρτα στη Δωρική διάλεκτο, Σπάρτη στην Αττική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην Αρχαία Ελλάδα που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα στηΛακωνία στο νότιο ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου. Έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της, τον ηρωισμό της και το μεγάλο αριθμό των δούλων της. Επίσης, είναι γνωστή και στην Ελληνική Μυθολογία, κυρίως για τον μύθο της Ωραίας Ελένης.
Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο σύστημά της Αγωγής που είχε επιβάλει η νομοθεσία του Λυκούργου, κάτι που ήταν μοναδικό στην Αρχαία Ελλάδα. Η ιστορική περίοδος της Σπάρτης αρχίζει μετά την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στο 1100 π.Χ., (αν και η αρχαιολογία υποστηρίζει ότι η κάθοδος των Δωριέων έγινε αργότερα) και τελειώνει κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αν και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Δωριέων, πράγμα που θεωρείται η προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης.
Κατά τη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη στην Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικο-στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα κατά την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου.
Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ και μετά τις ήττες της από τους Θηβαίους το371 π.Χ. στα Λεύκτρα και το 362 π.Χ. στη Μαντίνεια έχασε την παλαιά της δύναμη, ταυτόχρονα και με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας άρχισε να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της ακολουθώντας την μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Όμως και κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας συνέχισε να αποτελεί πόλο έλξης λόγω της πλούσιας ιστορίας της.
Ιστορία της Σπάρτης
Για την αρχαία ιστορία της Σπάρτης βασιζόμαστε σε μερικούς μύθους. Η παράδοση αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τον Λακεδαίμονα, τον γιο του Δία και της Ταϋγέτης, ο οποίος παντρεύτηκε την Σπάρτη, την κόρη του Ευρώτα.
Από τον Όμηρο γνωρίζουμε επίσης ότι η «κοίλη Λακεδαίμων», η περιοχή μεταξύ του όρους Ταΰγετος και Πάρνωνα, που διασχίζεται από τον Ευρώτα ποταμό, είχε βασιλιά τον Μενέλαος και Ελένη, 520 π.Χ., Αττική αμφορά Μενέλαο, τον μικρότερο αδελφό του Αγαμέμνονα και σύζυγο της ωραίας Ελένης, την οποία απήγαγε ο Πάρις στην Τροία αρχίζοντας έτσι τον μακροχρόνιο ,οδυνηρό και φημισμένο πόλεμο.
Γύρω στα 1200 π.Χ., με τον γάμο της κόρης του Μενέλαου Ερμιόνης και με τον γιο του Αγαμέμνονα Ορέστη, τα βασίλεια του Άργους και της Σπάρτης ενώθηκαν. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές πιστοποιούν, ότι σε αυτά τα χρόνια, αντίθετα με την μετέπειτα Σπάρτη, ένας πλούσιος πολιτισμός είχε αναπτυχθεί εδώ.
Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή (η Αρχαιολογία αντίθετα πιστεύει ότι οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν το 950 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει, ότι 80 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, οι Ηρακλήδες αδελφοί, απόγονοι του ήρωα Ηρακλή, Κρεσφόντης, Τέμενος και Αριστόδημος προσπάθησαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο.
Ο Αριστόδημος πέθανε στην Ναύπακτο, χτυπημένος από κεραυνό, αφήνοντας πίσω του τα δίδυμα παιδιά του, Ευρυσθένη και Πρόκλη. Τα αδέλφια του, πέρασαν τον κόλπο και αποβιβάστηκαν στην Αχαΐα, όπου και πολέμησαν νικώντας τον άρχοντα της Πελοποννήσου, Τισαμένη . Όταν η Δωρική φάλαγγα έφθασε στην περιοχή της Λακωνίας και Μεσσηνίας, επικεφαλής ήταν ο Κρεσφόντης, ο οποίος κατοίκησε την εύφορη πεδιάδα της Πάμεσου. Υπήρχε όμως μία συνεχής διαφωνία μεταξύ των αρχηγών Κρεσφόντη και Θήρα, για την μοιρασιά της περιοχής.
Ο Θήρας, αδελφός της γυναίκας του Αριστόδημου και κηδεμόνας στα δίδυμα παιδιά της, μετά τον θάνατο του άνδρα της, ήθελε να πάρει την εύφορη Μεσσηνία, αλλά ο Κρεσφόντης και αδελφός του Τέμενος τον ξεγέλασαν. Κανόνισαν να ρίξουν στο νερό δύο μικρά κεραμίδια, με τα ονόματα του Κρεσφόντη και του Θήρα γραμμένα στο καθένα από αυτά και εκείνου που θα επέπλεε στην επιφάνεια, θα έπαιρνε την Μεσσηνία, ο δε άλλος την Λακωνία.
Το κεραμίδι του Κρεσφόντη είχε ψηθεί στην φωτιά, ενώ του Θήρα στον ήλιο και όταν τα έριξαν στο νερό, το κεραμίδι του Θήρα βυθίσθηκε και του Κρεσφόντη επέπλευσε, παίρνοντας έτσι την Μεσσηνία. Κατά την διάρκεια της ιστορίας της Σπάρτης, το οικιστικό κέντρο στην πλούσια πεδιάδα του Ευρώτα άλλαξε πολλές φορές, αλλά η Δωρική πόλη η οποία αποτελείτο από πέντε χωριά, ήταν στην περιοχή της σημερινής Σπάρτης. Γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα των τεσσάρων χωριών, Πιτάνη, Λίμναι, Μεσόα, Κινόσουρα. Το πέμπτο ήταν πιθανόν η συγχώνευση των χωριών Πιλάνη, Σελάσια, Αιγίτιδα, Φάροι, Αμίκλαι, τα οποία η Σπάρτη κατέκτησε αργότερα.
Η Σπάρτη κατά την διάρκεια του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. ήταν ανοιχτή στους ξένους. Είχε καλές σχέσεις με την Σάμο, η οποία την βοήθησε στον πόλεμο με την Μεσσηνία και επίσης με την Κύπρο, Ρόδο, Κυρήνη, κλπ. Ήταν μία ιδιαίτερα πολιτισμένη πόλη, με τους δικούς της αρχιτέκτονες, οι οποίοι έκτισαν το φημισμένο ορειχάλκινο ναό της Αθηνάς. Οι τέχνες είχαν αναπτυχθεί και ήταν πολλοί οι φημισμένοι γλύπτες σε ξύλο, αγγειοπλάστες, τεχνίτες μετάλλων, υφαντοποιοί, δερματοποιοί, μεταξύ αυτών ξένοι. Οι Σπαρτιάτες μουσικοί, χορευτές και τραγουδιστές ήταν ξακουστοί. Ήταν επίσης φημισμένη για την πορφυρή βαφή των υφασμάτων.
Από το 720 π.Χ. έως το 576 π.Χ., είχε 46 ολυμπιονίκες από σύνολο 81 νικητών. Αλλά κατά τον 6ον αιώνα π.Χ., οι τέχνες άρχισαν να παρακμάζουν. Οι νόμοι του Λυκούργου σταδιακά αποστράγγισαν την Σπάρτη
Γεωγραφικό Πλαίσιο
Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., το σπαρτιατικό κράτος εκτεινόταν στα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου,[1]περίπου δηλαδή 8.500 km², έκταση τριπλάσια των Αθηνών. Περιελάμβανε δύο κύριες περιοχές, τις οποίους διαχώριζαν οροσειρές.
Η Λακωνία, αν επιθυμούμε να την ορίσουμε αυστηρά, περιορίζεται στα δυτικά από το όρος Ταΰγετος, ενώ στο νότο και την ανατολή από το Μυρτώο Πέλαγος. Τα σύνορά της στο βορρά ήταν ευμετάβλητα: το 545 π.Χ. η Σπάρτη, υπό το βασιλιά της Εχέστρατο, κατέκτησε την εύφορη πεδιάδα της Κυνουρίας, την οποία είχε αποικήσει σύμφωνα με το μύθο ο Κύνουρος, γιος του Περσέα από το Άργος. Έκτοτε τα όρια της περιοχής περνούν από τα περίχωρα της Θυρέας (κοντά στο σύγχρονο Άστρος), η περιοχή της κόμης του Τυρού και των Πρασιών ήταν τα φυσικά σύνορα και ποτέ δεν χάθηκαν από την Σπάρτη, το νότιο τμήμα του Παρθενίου όρους, την κοιλάδα του Ευρώτα (περιλαμβάνοντας και τη Σκυρίτιδα) και έπειτα την περιοχή στα πόδια του Χελμού, που ταυτίζεται με τη Βελμινάτιδα.
Η Μεσσηνία, η οποία κατακτήθηκε κατά τους ομώνυμους πολέμους, περικλείεται στα βόρεια από τον ποταμό Νέδα και τα Αρκαδικά Όρη, στα ανατολικά από το όρος Ταΰγετος, στα νότια από τον Μεσσηνιακό Κόλπο και στα δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος. Περιλαμβάνει μεγάλους ορεινούς όγκους, ανάμεσα στους οποίους τα όρη της Κυπαρισσίας και την Ιθώμη. Στο μέσον βρίσκεται η κοιλάδα της Μεσσηνίας, την οποία βρέχει ο ποταμός Πάμισος.
Τη Λακωνική Πολιτεία αποτελούσαν αρχικά τέσσερις κώμες με τα ονόματα Κόνουρα, Λίμναι, Μεσόα και Πιτάνα. Μια πέμπτη, σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων, οι Αμύκλαι, προστέθηκαν σε μια άγνωστη εποχή.
Τοπωνύμια στο Μύθο
Ο περιηγητής Παυσανίας παραθέτει πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη μυθολογική προέλευση πολλών από τα παραπάνω χαρακτηριστικά τοπωνύμια. Σύμφωνα με τη διήγηση των Σπαρτιατών, πρώτος βασιλιάς της χώρας τους (που τότε δεν αποκαλούταν έτσι) ήταν ο Λέλεγας. Από το όνομά του και οι κάτοικοι ονομάζονταν Λέλεγες. Ο βασιλιάς απέκτησε δύο παιδιά: το Μύλη και τον Πολυκάονα. Ο δεύτερος νυμφεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Άργους Τρίοπα, την όμορφη Μεσσήνη.
Εκείνη, αντιλαμβανόμενη πως ο άνδρας της ως δευτερότοκος δεν θα αναλάμβανε ποτέ το θρόνο, τον προέτρεψε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Περνώντας τα βουνά ανακάλυψαν μια μεγάλη και εύφορη πεδιάδα. Εκεί έχτισαν μια πόλη, τη Μεσσήνη. Ο Πολυκάονας έγινε βασιλιάς της χώρας εκείνης που ονόμασε επίσης από τη σύζυγό του, Μεσσηνία.
Στη Σπάρτη, τον Λέλεγα διαδέχτηκε ο Μύλης και το Μύλη ο Ευρώτας. Ο ευφυής αυτός βασιλιάς εμπνεύστηκε ένα μεγαλεπήβολο έργο. Την κοιλάδα στην οποία βρισκόταν η χώρα του πλημμύριζε ένας ποταμός σχηματίζοντας μια μεγάλη λίμνη. Με την κατασκευή μιας διώρυγας ο ποταμός περιορίστηκε στην κοίτη του, αφήνοντας ελεύθερη την εύφορη κοιλάδα. Έτσι ο ποταμός πήρε το όνομα του βασιλιά, Ευρώτας.
Ο Ευρώτας δεν άφησε αρσενικούς απογόνους, ωστόσο είχε μια κόρη, τη Σπάρτη. Διάδοχος ορίστηκε ο αρραβωνιαστικός της, ο Λακεδαίμονας. Ο βασιλιάς αυτός έδωσε το όνομά του στη χώρα του. Για πρωτεύουσά του έχτισε μια πόλη, την οποία ονόμασε Σπάρτη, τιμώντας τη σύζυγό του. Έδωσε δε και στο μεγάλο βουνό που χώριζε τη χώρα του από τη Μεσσηνία το όνομα της μητέρας του, της Ταϋγέτης. Τέλος, ο γιος του, ο Αμύκλας, άφησε και ο ίδιος το όνομά του στην ιστορία, χτίζοντας μια πόλη, γνωστή ως Αμύκλαι.
Σημειώνεται πως απόγονοι αυτών των προσώπων ήταν, σύμφωνα πάντα με την προφορική παράδοση, οι ήρωες του τρωικού κύκλου:Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Διόσκουροι και Πηνελόπη.
Το Πολίτευμα
Οι σκληρές μάχες των Μεσσηνιακών πολέμων δεν θα είχαν κερδισθεί χωρίς την νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία περισσότερο από όλα στόχευε στην πειθαρχία και στην σκληραγωγία των πολιτών.
Σύμφωνα με την ρήτρα την οποία έφερε από τους Δελφούς, η Γερουσία της Σπάρτης αποτελείτο από είκοσι οκτώ άνδρες ηλικίας άνω των εξήντα ετών, εκλεγμένους εφ’ όρου ζωής και από δύο βασιλείς.( Εκατό χρόνια αργότερα, όταν η Γερουσία έγινε τυραννική, διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από πέντε Εφόρους.)
Επίσης κανόνισε για περιοδικές συγκεντρώσεις των Σπαρτιατών (Απέλλα), που είχαν ηλικία άνω των τριάντα ετών, στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Κνάκιον και της γέφυρας Μπάμπικα, αν και δεν ψήφιζαν ούτε τους επιτρεπόταν να συζητούν τα θέματα, αλλά μόνο να τα αποδέχονται ή να τα απορρίπτουν δια βοής.
Ο Λυκούργος, για να αποφύγει τις διαμάχες στην πόλη, κατάφερε να πείσει τους κατοίκους να δώσουν την κτηματική περιουσία τους, την οποία μοίρασε σε ίσα μερίδια. Επίσης έδωσε ίσα μερίδια γης και στους Περίοικους.
Με άλλους νόμους, απαγόρευσε την χρήση χρυσού και ασημιού και στην θέση τους χρησιμοποίησε σιδερένιο νόμισμα, πολύ βαρύ και πολύ μικρής αξίας. Επίσης απαγόρευσε στους Σπαρτιάτες να φτιάχνουν τα σπίτια τους με άλλα εργαλεία εκτός από το τσεκούρι και το πριόνι.
Οι άγραφοι νόμοι του Λυκούργου, πάνω από όλα είχαν στόχο την ευνομία, αλλά συγχρόνως είχαν και το σπέρμα της επιθετικότητας. Σε μια περίοδο ολίγων ετών μετά την εφαρμογή τους, η Σπάρτη κατέκτησε σχεδόν όλη την Λακωνία. Η εξέχουσα πόλη των Αμυκλών της οποίας ο πληθυσμός πολύ πιθανόν αποτελείτο από Αχαιούς, μετά από σθεναρά πολιορκία κατελήφθη γύρω στα 750 π.Χ., αλλά οι πολίτες της έτυχαν καλής μεταχειρίσεως.
Σπαρτιατικός Στρατός
Ο Σπαρτιατικός Στρατός ήταν, ίσως, η πιο τρομερή πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. Αυτή η πολεμική μηχανή με την απίστευτη πειθαρχία και εκπαίδευση κατάφερνε πολύ καλά επί αιώνες να καλύπτει το μεγαλύτερο και βασικότερο ελάττωμά της, που βεβαίως δεν ήταν άλλο από την αριθμητική της σύσταση. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν πάντα κόκκινο μανδύα, γιατί κάλυπτε το αίμα εάν πληγώνονταν και επίσης, κατά το Λυκούργο, τρόμαζε κάτα κάποιον τρόπο τον αντίπαλο.
Στις μάχες οι Σπαρτιάτες οπλίτες δεν φορούσαν σανδάλια, αλλά πήγαιναν ξυπόλητοι, ώστε να διατηρείται πιο σταθερή η φάλαγγα. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά αυτοί τότε περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία, όπως ο Αριστόδημος που έφυγε από τις Θερμοπύλες με διαταγή του Λεωνίδα να ειδοποιήσει ότι οι Έλληνες είχαν περικυκλωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πάνε στη μάχη, όταν η μητέρα έδινε την ασπίδα στο γιο της, έλεγε «ή ταν, ή επί τας», που σήμαινε ότι «ή με αυτήν θα γύριζε νικητής ή επάνω σε αυτήν νεκρός».
Η στρατιωτική δομή του Σπαρτιατικού Στρατού ήταν η εξής: αρχηγός του στρατεύματος ήταν ο ένας από τους δύο βασιλείς που από το 506 π.Χ. και μετά ηγούταν της εκστρατείας. Δεύτερος στην τάξη ήταν ο πολέμαρχος, ο οποίος ήταν αρχηγός μίας από τις συνολικά έξι μόρες του Σπαρτιατικού Στρατού. Τρίτος στην ιεραρχία ήταν ο λοχαγός που ήταν διοικητής ενός λόχου, που ήταν το 1/4 κάθε μόρας. Τέταρτος στην ιεραρχία, ήταν ο πεντηκόνταρχος, ο αρχηγός του 1/8 κάθε μόρας, που ήταν γνωστή ως πεντηκοστύα. Πέμπτος και τελευταίος στην ιεραρχία ήταν ο ενωμοτάρχης, που διοικούσε τη μικρότερη μονάδα του Σπαρτιατικού Στρατού, την ενωμοτία, που ήταν το 1/16 μίας μόρας.
Εκτός από το πεζικό, υπήρχε από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. το Σπαρτιατικό ιππικό, το οποίο ήταν υπό την διοίκηση των έξι ιππαρμοστών, του αντίστοιχου αριθμού των ιππικών ταγμάτων. Ακόμη υπήρχε το σώμα των 300 ιππέων, που ήταν η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και στην πραγματικότητα ήταν πεζοί.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών δεν ήταν πολύ διαφορετικός από των άλλων Ελλήνων με τη μόνη διαφορά του χιτώνα και της ερυθρής χλαμύδας. Κατά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όλες οι ασπίδες των Σπαρτιατών είχαν γραμμένο το γράμμα Λ (λάμδα), που αντιπροσώπευε την Λακεδαιμονία. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι άφηναν μακριά μαλλιά και χτενίζονταν πριν τις μάχες, που θεωρούταν την εποχή εκείνη κυρίως προ-Σπαρτιατικό χαρακτηριστικό.
Την Αρχαϊκή Εποχή φορούσαν κορινθικό κράνος, περικνημίδες και μπρούτζινο θώρακα, αν και μετά τους Περσικούς Πολέμους, όταν και οι πόλεμοι γίνανε πιο ανοιχτοί αντικατέστησαν τον μπρούτζινο θώρακα με το λινοθώρακα ή με τον πιο ελαφριό εξώμη. Κύρια όπλα τους ήταν το δόρυ, η ασπίδα και το ξίφος. Την εποχή του Κλεομένη του Γ’, τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Σπαρτιακός Στρατός εξοπλίστηκε με την μακεδονική σάρισα.
Σπαρτιάτες οι Κυνηγοί της Αρετής
»Αναζητούμε την αλήθεια την υπέρτατη. Αλλά δεν την αναζητούμε συζητώντας. Την αναζητούμε πολεμώντας .Όχι μόνο στην μάχη. Πολεμώντας στην ζωή. Δεν ζούμε διασκεδάζοντας . Διασκεδάζουμε ζώντας. Έχει μεγάλη διαφορά.»
Ο αρχαίος Σπαρτιάτης, ήταν απελευθερωμένος από τον φόβο του θανάτου, δεν καταλάβαινε τι σημαίνει καλοπέραση και σωματικός εθισμός. Δεν ερωτευόταν, αλλά σεβόταν τη γυναίκα. Ο συμπολεμιστής του ήταν το δεύτερο εγώ, ή μάλλον δυο άνθρωποι σε μια οντότητα. Η μάχη ήταν ιερή και ο πολεμικός παιάνας συνέγειρε τους Σπαρτιάτες, που αδιαφορούσαν για τους δειλούς και τιμωρούσαν με αμείλικτο τρόπο όσους δεν ακολουθούσαν τα δικά τους πρότυπα και θέσφατα.
Μα ήταν σκληροί και αδίστακτοι στη μάχη. Η Σπάρτη ήταν μια ιδιαίτερη κοινωνία, με συγκεκριμένη δομή και φιλοσοφία. Επειδή είναι και θέμα των ημερών, ξέρετε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υποχρεωτική δημόσια Παιδεία, σε αντίθεση με τους Αθηναίους, όπου η εκπαίδευσή τους ήταν μόνο ιδιωτική. Μιλάμε για μια πραγματικά αταξική κοινωνία, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις προς τους πολίτες της. Είχαν επίσης συγκεκριμένες απόψεις για τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη και τον έρωτα, την τέχνη, την μύηση και την αλήθεια. Και φυσικά για τον πόλεμο…
– Οι οπλίτες καλλωπίζονται πριν τη μάχη για να μην προσβάλλουν τους χθόνιους θεούς με την ατημέλητη εμφάνισή τους σε περίπτωση θανάτου τους.
– Από τη στιγμή που παρατάσσεται ο στρατός δεν επιτρέπεται καμιά μετακίνηση γιατί θεωρείται <<αποφυγή>> της μάχης και άρα πράξη ταπεινωτική.
– Επιτρέπεται η ανταλλαγή γυναικών μεταξύ των ομοίων και γι’ αυτό δεν υπάρχει μοιχεία, ή ζήλια, καθότι <<ο διπλανός μου δεν είναι άλλος. Είμαι εγώ ο ίδιος, μετά από τόσα χρόνια κοινής ζωής και δυσκολιών και τίποτα δεν μπορεί να παρεισφρήσει ανάμεσά μας>>
Και οι γυναίκες; Τι ρόλο παίζουν οι γυναίκες σ αυτή την ενάρετη στρατοκρατική κοινωνία; Είναι καταδικασμένες στην αφάνεια, είναι φύσει αμαρτωλές, όπως στις μονοθεϊστικές θρησκείες, αποτελούν εμπόδιο στην πορεία του πολεμιστή για τη γνώση; H θέση των Σπαρτιατών είναι και σ αυτό διαφορετική. Οι γυναίκες είναι κυρίαρχες στον οίκο, οι άνδρες είναι κυρίαρχοι στον στρατώνα. «Γιατί εσείς οι Λάκαινες έχετε τόση επιρροή στους άνδρες σας;» γράφει ο Πλούταρχος, διασώζοντας το ερώτημα κάποιας Αθηναίας προς τη Γοργώ, τη σύζυγο του Λεωνίδα. «Γιατί είμαστε οι μόνες που γεννάμε άνδρες» απαντάει αυτή αποστομωτικά..
– Οι Σπαρτιάτισσες ήταν υπεύθυνες των οικονομικών του οίκου και κατά συνέπεια απολύτως σεβαστά πρόσωπα από τους άντρες τους, αφού η πληρωμή του συσσιτίου και συνεπώς η παραμονή των ανδρών στην κατηγορία των <<ομοίων>>, εξαρτιόταν πλήρως από την οικονομική διαχείριση που θα έκαναν οι γυναίκες τους.
– Τα νομίσματα είναι μεγάλα και σιδερένια για να αποφεύγεται ο αποθησαυρισμός
– Στην Αθήνα κυβερνούν οι πλούσιοι αφού υπάρχει μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου. Στη Σπάρτη όμως πράγματι <<κρατεί ο Δήμος>>, αφού όλοι διαβιούν με ισότητα και αξιοπρέπεια, ενώ για τη διακυβέρνηση του τόπου, επιλέγονται οι συνετοί και γενναίοι.
Στην πορεία του σπαρτιάτη πολεμιστή για την κατάκτηση της αρετής και μέσω αυτής στην προσέγγιση της γνώσης, τη θέαση του θείου και μετά τη μέθεξη με αυτό, τη «θέωση» την ίδια. Δεν είναι εύκολη πορεία αυτή. Αντίθετα. «H δική μας πορεία στη ζωή δεν είναι γραμμένη «με μελάνι», είναι γραμμένη με αίμα» λένε. Είναι πορεία μυητική, όπως σε όλα τα μυστήρια, είτε Ελευσίνια, είτε Καβείρια, είτε όλα τα άλλα. «Ποια, όμως, μύηση, σε ποιο μυστήριο είναι περισσότερο εναργής από τη μάχη την ίδια;», αναρωτιέται ο σπαρτιάτης γερουσιαστής.
Αν δεν ξεπεράσεις τον φόβο του θανάτου, πώς μπορείς να αντικρίσεις με αξιοπρέπεια την αλήθεια, αυτή που αποκαλούμε «θεό»; Πώς, όμως, θα ξεπεράσεις τον φόβο του θανάτου; Αρκούν οι προκατασκευασμένες και ακίνδυνες τελευτές των μυστηρίων; Αρκεί η προσομοίωση της πραγματικότητας ή μήπως απαιτείται πραγματική ενατένιση του θανάτου, κάτι που μόνο η μάχη εγγυάται;
Γι αυτό οι Σπαρτιάτες μάχονται, δεν μάχονται για να νικήσουν. Νικούν, επειδή μάχονται. H νίκη είναι τυπικά ο σκοπός, αλλά πραγματική ενδόμυχη επιδίωξή τους είναι η μάχη η ίδια. Το ταξίδι, δηλαδή, όχι ο προορισμός. Ποια μάχη, όμως; H μάχη στη ζωή, όχι μόνο στον πόλεμο. «Ηττημένος στη ζωή, τι αξία έχει αν νικήσεις στη μάχη; Ηττημένος από τον εαυτό σου, τι αξία έχει αν νικήσεις τον αντίπαλο;» μονολογεί ο σπαρτιάτης αξιωματικός. Γι αυτό ζουν λιτά και στερημένα, γι αυτό περιορίζουν τα πάθη και τις επιθυμίες τους, γι αυτό αποφεύγουν τον πλούτο και τις ταξικές διακρίσεις που οδηγούν σε αυτόν.
Είναι υπεράνθρωποι και ήρωες; Είναι διαφορετικοί και ανώτεροι; Όχι, φέρονται να ομολογούν οι ίδιοι. «H διαφορά μας από τους άλλους είναι πολιτική, όχι φυσική. Δεν διαφέρουμε επειδή υπερέχουμε. Υπερέχουμε επειδή διαφέρουμε» λένε. Είναι μια κοινωνία «ομοίων», μια αδελφότητα πολεμιστών, «ομοίων» στην περιουσιακή κατάσταση, αλλά «ομοίων» και στην καθημερινή ζωή. Όλοι ζουν «όμοια».
Όλοι επιδιώκουν την αρετή με τρόπο σκληρό και επώδυνο, αλλά ποια αρετή; «Αν γνωρίζεις είναι περιττό να ρωτάς, αν δεν γνωρίζεις είναι μάταιο» απαντά ο Σπαρτιάτης στον αθηναίο συνομιλητή του, όταν αυτός τολμά να του θέσει ένα τέτοιο ερώτημα. H αρετή βιώνεται, αλλά δεν περιγράφεται. Τι να περιγράψεις; Οι Αθηναίοι, λέει ο Δάμις, «έχουν μανία με τα λόγια, αντίθετα με εμάς». H σπαρτιατική κοινωνία δίνει αξία στη σιωπή, δίνει πρόγευση όσων πολύ αργότερα είπαν και έγραψαν οι πατέρες της Εκκλησίας.
Καμία άλλη κοινωνία, της Αρχαίας Ελλάδας, δεν εκτίμησε τόσο την αξία της σιωπής. H σιωπή είναι ανώτερη μορφή πάλης, που μέσα από την εξοικείωση με τον θάνατο, σε οδηγεί στη γνώση. Την εσωτερική αυτή πορεία είχε βιώσει ο Σπαρτιάτης. Ήταν ελεύθερος και εκούσια επέλεγε την αυτοθυσία κατά τη μάχη. Άλλωστε αυτό σημαίνει ελευθερία. Αυτό σε καθιστά ευδαίμονα. Και η αίσθηση της πληρότητας και της ευδαιμονίας σε μετατρέπει σε γενναίο και εύψυχο πολεμιστή.
H έννοια μιας μάχης όπως παράδειγμα η μάχη των Πλαταιών, έτσι όπως τη βιώνει ο ίδιος ο μαχόμενος σπαρτιάτης οπλίτης, είναι μεν συναρπαστική, είναι, όμως παράλληλα κοπιώδης για τον αμύητο στα στρατιωτικά. Είναι όμως ο τρόπος της βιωματικής πορείας του σπαρτιάτη πολεμιστή προς τη μύηση. Τη μύηση στη ζωή, άρα τη μύηση στον θάνατο. Είναι μια μελέτη του θανάτου για τον σπαρτιάτη και μέσω του θανάτου μια μελέτη υπέρβασης του κόσμου των θνητών. Είναι μια πορεία ά-τεχνη αφού οι Σπαρτιάτες απορρίπτουν την τέχνη, κάθε μιμητική τέχνη και πρώτα απ όλα το θέατρο με τις διονυσιακές καταβολές του.
Η χλαμύδα ήταν πάντα κόκκινη να μην είναι εμφανές το αίμα στον εχθρό και ενθαρρύνεται.
H Σπάρτη δεν είχε θέατρο την κλασική εποχή και τείχη της ήταν τα σώματα των ανδρών-πολεμιστών της… H γλώσσα του σπαρτιάτη συμπυκνωμένη και δωρική, συνάδει πρώτον με την προσωπικότητά του και δεύτερον με τους νόμους της πόλης. Ένας Σπαρτιάτης δεν έχει, ούτε μπορεί να έχει επιτήδευση στην έκφρασή του.
Αδιάφοροι για την συσσώρευση πλούτου αγχώδεις όμως για την συσσώρευση αρετής .Τόσης αρετής όσης απαιτείται ώστε η ποσοτική επαύξηση να επιφέρει ποιοτική μεταλλαγή .Υπέρβαση δηλαδή του κόσμου των θνητών εξύψωση δηλαδή του πολεμιστή σε ημίθεο. Σε όλη την ζωή τους ,από την ηλικία των επτά ετών μέχρι το τέλος , μια αργή αλλά σταθερά μυητική πορεία .
Η υιοθέτηση των ψηλών λοφίων στις περικεφαλαίες και των πλούσιων γενειάδων και μαλλιών που έκαναν τους μαχητές να φαίνονται πιό ψηλοί και επιβλητικοί. Στην ίδια χρήση του εντυπωσιασμού εντάσσεται και η επιβλητική πολεμική τελετή «Καστόρειον» που προηγείτο της επίθεσης των Σπαρτιατών κατά της εχθρικής παράταξης: οι οπλίτες παρατάσσονταν στεφανωμένοι με τα κράνη και τις ασπίδες μπροστά στα πόδια τους, και ο επικεφαλής βασιλιάς θυσίαζε μία κατσίκα στην Αρτέμιδα «Αγροτέρα», τον Απόλλωνα «Βαδρόμιο» και τις Μούσες, ενώ οι αυλοί έπαιζαν έναν ειδικό παιάνα προς τιμή των Διοσκούρων και των προγονικών ψυχών.
Αυτός ο πολεμικός παιάν συνέχιζε να παίζεται από τους αυλητές μέχρι την ολοκλήρωση των θυσιών και τη μελέτη του σφάγιου από τους μάντεις, και στη συνέχεια οι πολεμιστές φορώντας τις ασπίδες και τις περικεφαλαίες τους, άρχιζαν να τον ψάλλουν δυνατά όλοι μαζί, καθώς στρέφονταν κατά των εχθρών και βάδιζαν εναντίον τους. Περαιτέρω για τις διάφορες αρχαιοελληνικές τελετές στο βιβλίο του γράφοντος «Εορτές Και Ιεροπραξίες Των Ελλήνων».
Ένας από τους βασικούς κανόνες επιβίωσης του σχετικά ολιγάριθμου δωρικού σπαρτιατικού έθνους, μέσα σε υπερπολλαπλάσιους αριθμητικά αυτόχθονες πληθυσμούς και απέναντι σε εχθρικές του πελοποννησιακές πόλεις, υπήρξε το μή-καταμετρήσιμο του ένοπλου τμήματός του, δηλαδή του στρατού του. Για αιώνες πολλούς, κανένας ξένος δεν γνώριζε ποτέ, αφού αυτό καθίστατο αδύνατο όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, πόσοι ένοπλοι άνδρες ζούσαν και γυμνάζονταν πίσω από το φράγμα των πρώτων σπιτιών εκείνης της ατείχιστης πόλης / συμπλέγματος οικισμών, που λεγόταν Σπάρτη.
Από τη μία υπήρχε ο θεσμός της λεγόμενης «ξενηλασίας». Κανένας ξένος δεν επιτρεπόταν δηλαδή να εγκατασταθεί και να ζήσει στην πόλη για διάστημα αρκετό ώστε να κατασκοπεύσει, να εντοπίσει στρατηγικά σημεία και να καταμετρήσει τη δύναμη κρούσης που αυτή διέθετε. Μετά από κάποιες αυστηρά προκαθορισμένες ημέρες παραμονής, ο κάθε φιλοξενούμενος ώφειλε ν’ αναχωρήσει για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η ανάγκη για την με κάθε τρόπο εξασφάλιση του μη-καταμετρήσιμου των ικανών για πόλεμο Σπαρτιατών, τους υποχρέωνε να κάνουν τις πιό ουσιαστικές πολιτικοστρατιωτικές κινήσεις τους τη νύκτα. Οι κάθε είδους συνελεύσεις των «ομοίων» και οι αναχωρήσεις των εκστρατευτικών σωμάτων γίνονταν πάντοτε τη νύκτα, όπως άλλωστε νύκτα γινόταν και η μεταφορά τραυματιών ή νικημένων τμημάτων του στρατού μέσα από τις πόλεις των συμμάχων που ποτέ δεν έπρεπε να δούν «τσακισμένο» Σπαρτιάτη πολεμιστή.
Υπό αυτή την αντίληψη των κρυφών και σιωπηλών κινήσεων του μάχιμου πληθυσμού της Σπάρτης, απαγορευόταν αυστηρά η κυκλοφορία σε μη ενεχόμενους σε αυτές τις κινήσεις, δηλαδή στους κάθε είδους ξένους ή στους μη πολίτες (δηλαδή τους είλωτες). Για την τήρηση της απαγόρευσης φρόντιζαν φρουρές οπλισμένων εφήβων που δεν συμμετείχαν ακόμη στις συνελεύσεις ή τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Με δεδομένα τα πιό πάνω και με επίσης γνωστό ότι, ούτως ή άλλως, αρκετοί από τους είλωτες ακολουθούσαν στον πόλεμο -ως «παραστάτες»- τους Σπαρτιάτες οπλίτες, είναι φανερό ότι όποιος μη έχων την παραμικρή δουλειά με τα συμβαίνοντα είλωτας βρισκόταν στους δρόμους την ώρα της απαγόρευσης, ουσιαστικά αποτελούσε άμεση απειλή κατασκοπείας και ανατροπής του μη-καταμετρήσιμου των ένοπλων Σπαρτιατών. Αυτή ήταν λοιπόν η περίφημη «Κρυπτεία»: αν έπεφτε πάνω στις ενέδρες των έφηβων Σπαρτιατών συλλαμβανόταν και εκτελείτο ως προδότης και εχθρός.
Χάρη στην «Κρυπτεία» και την «Ξενηλασία» η αρχαία Σπάρτη κατόρθωσε το ακατόρθωτο, δηλαδή να μην αποκαλύψει ποτέ στους εχθρούς της τις πραγματικές δυνάμεις της και να επιζήσει για αιώνες όταν πολυαριθμότερες πόλεις καταλαμβάνονταν, δηώνονταν, καίγονταν και εκθεμελιώνονταν από του πολέμου την οργή. Μέσα από πανέξυπνες τεχνικές χρήσης του μύθου, της δυναμικής των σημείων, των χρωμάτων και των συμβόλων, μέσα από τον έλεγχο της φήμης και τον καλό χειρισμό του οπτικού εντυπωσιασμού (Anton Powell, editor, «Classical Sparta. Techniques Behind Her Success», University of Oklahoma Press, Οκλαχόμα, 1989) η θρυλική Σπάρτη έμεινε απόρθητη και πανίσχυρη μέσα σε καιρούς θυελλώδεις και σαρωτικούς, κρύβοντας επιμελώς τις όποιες πληγές της και μετατρέποντας σε δύναμη τις αδυναμίες της.
Η αρχή του τέλους για την αρχαία Σπάρτη, δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτει χρονικά με την πρώτη φορά που υποχρεώθηκε αυτή σε αναγκαστική καταμέτρηση των αληθινών δυνάμεών της. Ήταν η τρομερή εκείνη ημέρα επί βασιλείας Κλεομένη του Γ που, με όλο της τον κανονικό στρατό ήδη κατασφαγμένο στα στενά της Σελλασίας, τα γερόντια και οι αγένειοι νεαροί της αναγκάστηκαν να παραταχθούν μπροστά της για να την υπερασπιστούν απελπισμένα ενάντια στον νικητή στρατό του Μακεδόνα Αντιγόνου Δώσωνος.
Η Αγωγή των Νέων
Μόλις γεννιόταν το παιδί, η μητέρα του το έπλενε με κρασί, για να πιστοποιήσει αν η κράση του ήταν γερή. Εάν το παιδί ήταν αδύναμο, πέθαινε. Αργότερα ο πατέρας του το πήγαινε στην Λέσχη, το μέρος όπου συνεδρίαζε το κρατικό συμβούλιο των γερόντων, οι οποίοι το εξέταζαν προσεκτικά. Αν εύρισκαν ότι το παιδί ήταν ελαττωματικό ή κακόμορφο, με εντολή των Εφόρων το πέταγαν στον Καιάδα, τον επονομαζόμενο Αποθέτη, μια σχισμή στο βουνό Ταΰγετο.
Μέχρι την ηλικία των επτά ετών, το παιδί μεγάλωνε με την μητέρα του, η οποία δεν χρησιμοποιούσε φασκιά, για να μη παραμορφωθεί το σώμα του, γίνει νευρικό ή πεισματάρικο. Απομάκρυναν δε κάθε τι από κοντά του, το οποίο θα έκανε το παιδί να νιώσει φόβο, να κλάψει ή να αισθανθεί άσχημα.
Οι Σπαρτιάτισσες ήταν τόσο φημισμένες, ώστε πολλές πλούσιες οικογένειες τις προσλάμβαναν για την ανατροφή των παιδιών τους, όπως την Σπαρτιάτισσα Αμέλια που ανέθρεψε τον Αθηναίο Αλκιβιάδη.
Όταν το παιδί συμπλήρωνε τα επτά του χρόνια, η πολιτεία το έπαιρνε από την μητέρα. Μια αυστηρή σε πειθαρχία και στρατιωτικού τύπου κυρίως εκπαίδευση, η ονομαζόμενη Αγωγή, άρχιζε και τελείωνε μετά από δώδεκα χρόνια. Τα αγόρια τα έβαζαν σε μια από τις πολλές ομάδες τις Αγέλες, οι οποίες ήταν υπό την επίβλεψη ενός ηλικιωμένου Σπαρτιάτη.
Στα δεκατρία τους χρόνια συμπλήρωναν την εκπαίδευση τους κάτω από την αρχηγία ενός συνετού και γενναίου νέου, τον επονομαζόμενο Είρενα, όλοι υπό την επίβλεψη του Παιδονόμου και εκπαιδεύονταν στην γυμναστική, το τρέξιμο, το πήδημα, το πέταγμα ακοντίου και δίσκου και επίσης μάθαιναν να υποφέρουν στον πόνο και στις κακουχίες, στην πείνα, δίψα, το κρύο, την κούραση και την έλλειψη ύπνου. Περπατούσαν ξυπόλυτα, πλένονταν στα κρύα νερά του Ευρώτα και ντύνονταν με το ίδιο ένδυμα καλοκαίρι και χειμώνα, που τους έδινε η πολιτεία μια φορά τον χρόνο. Δεν χρησιμοποιούσαν κλινοσκεπάσματα και κοιμόντουσαν πάνω σε καλαμιές και άχυρα, που τα έκοβαν χωρίς μαχαίρια, από τις όχθες του ποταμού Ευρώτα.
Το κύριο φαγητό τους ήταν ο μέλανας ζωμός, αλλά τα ενθάρρυναν να κλέβουν τροφή, για να συμπληρώνουν την ελάχιστη που ελάμβαναν, αν όμως συλλαμβάνονταν επ΄ αυτοφώρω τα τιμωρούσαν. Επίσης έτρωγαν πολύ μέλι. Επί ένα ολόκληρο μήνα, πριν να τελειώσουν τα γυμνάσια, επροπονούντο και έτρωγαν αποκλειστικά μέλι (εξ’ ου και μήνας του μέλιτος).
Γράμματα μάθαιναν λίγα, ίσα να διαβάζουν και να γράφουν. Τα συμβούλευαν να μη σπαταλούν τις λέξεις, αλλά να μιλάνε επί της ουσίας (Λακωνίζειν). Μάθαιναν επίσης στρατιωτικά ποιήματα και τραγούδια πολεμικά, πώς να χορεύουν, και να απαγγέλλουν αποσπάσματα από τον Όμηρο.
Ο κύριος σκοπός της Αγωγής ήταν να πειθαρχήσουν τους νέους. Μια φορά τον χρόνο τα δοκίμαζαν για την αντοχή τους μπροστά στον βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος, στο παιχνίδι που έκλεβαν τυριά και τα μαστίγωναν αλύπητα. Ήταν όμως τόσο σκληρή η δοκιμασία του εθίμου, που πολλά πέθαναν στην προσπάθεια τους να αποδειχτούν άξια. Αυτά τα οποία υπέφεραν χωρίς γογγυσμούς και κλάματα, τα στεφάνωναν.
Όσον αφορά τα κορίτσια, τα εκπαίδευαν σε ομάδες όπως και τα αγόρια, αλλά όχι με τόση σκληρότητα και αυστηρότητα. Έπαιρναν μέρος σε δημόσιους συναγωνισμούς, όπως αυτά, αλλά η εκπαίδευσή τους τελείωνε μόλις παντρεύονταν.
Στην ηλικία των είκοσι ετών, όταν η Αγωγή τελείωνε, άρχιζε η στρατιωτική θητεία του νέου. Υποχρεωτικά γινότανε μέλος στα κοινά γεύματα (συσσίτια), σε μια ομάδα από δεκαπέντε άτομα περίπου, που ζούσαν και δειπνούσαν μαζί σε δημόσιους καταυλισμούς, μέχρι τα εξήντα τους χρόνια (ένας από τους νόμους του Λυκούργου). Σ’ αυτήν την ηλικία των είκοσι ετών, οι περισσότεροι άνδρες και οι γυναίκες, παντρεύονταν.
Στην ηλικία των τριάντα ετών, ώριμοι πια άνδρες, οι Σπαρτιάτες γίνονταν πολίτες με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Είχαν δικαίωμα να παίρνουν μέρος στην συνέλευση του λαού (Απέλλα) και να ασκούν δημόσια αξιώματα.
Η Στρατιωτική Δομή της Σπαρτιατικής Πολιτείας
Αξιωματικοί
Η στρατιωτική δομή της Σπαρτιατικής πολιτείας ήταν ιεραρχική, και στηριζόταν πάνω σε γερά θεμέλια, δεδομένου ότι η πειθαρχία, η υπακοή στους ανωτέρους αλλά και η συνεχής εκπαίδευση ήταν τα βασικότερα χαρακτηριστικά του δυνατότερου στρατού της Ελλάδας.
Ο βασιλιάς ήταν και ο αρχηγός του στρατεύματος, και μετά ακολουθούσαν οι κατώτεροι στρατιωτικοί βαθμοί. Η Σπάρτη όπως είναι γνωστό, είχε δυο βασιλείς, έναν από το γένος των Αιγιαδών και έναν από το γένος των Ευρυπωντιδών. Σε εμπόλεμη κατάσταση, ο ένας βασιλιάς οδηγούσε τον στρατό στην μάχη, έχοντας και την αρχηγία του στρατεύματος, ενώ ο άλλος παρέμενε στην Σπάρτη ώστε αυτή να μην μείνει ακυβέρνητη.
Το δεύτερο σε ιεραρχία αξίωμα μετά του βασιλιά στον Σπαρτιατικό στρατό, ήταν αυτό του Πολέμαρχου. Ο σπαρτιατικός στρατός διαιρείτο σε έξι μόρες και οι Πολέμαρχοι ήταν οι αρχηγοί των έξι αυτών στρατιωτικών τμημάτων. Το τρίτο ιεραρχικά αξίωμα ήταν αυτό των τεσσάρων λοχαγών, οι οποίοι διοικούσαν ουσιαστικά τους τέσσερις λόχους της κάθε μόρας.
Κάθε μόρα διαιρείτο σε οκτώ τμήματα που ονομάζονταν πεντυκοστύες. Διοικητές αυτών των οκτώ τμημάτων, ήταν οι πεντηκόνταρχοι οι οποίοι αποτελούσαν και τον τέταρτο βαθμό στην στρατιωτική ιεραρχία του σπαρτιατικού στρατού. Ο τελευταίος βαθμός της στρατιωτικής ιεραρχίας ήταν αυτός των ενωμοταρχών, οι οποίοι ήταν οι αρχηγοί κάθε ενωμοτίας.
Εκτός από τα παραπάνω στρατιωτικά αξιώματα, που αφορούσαν τα πεζοπόρα τμήματα του στρατού, υπήρχε και το σπαρτιατικό ιππικό το οποίο διοικήτο από τους Ιππαρμοστές, τους διοικητές δηλαδή των έξι ιππικών ταγμάτων.
Η φρουρά του Βασιλέως που αποτελείτο από τριακόσιους ιππείς, διοικήτο από τους τρεις Ιππαγρέτες, οι οποίοι ήταν και αυτοί αξιωματικοί του σπαρτιατικού στρατού.
Τέλος υπήρχε και το στρατιωτικό αξίωμα των ξεναγών, το οποίο κατείχαν σπαρτιάτες αξιωματικοί, οι οποίοι ήταν εξουσιοδοτημένοι από την σπαρτιατική πολιτεία να διοικούν τον στρατό συμμαχικών προς την Σπάρτη πόλεων.
Αξιωματούχοι
Εκτός από τα στρατιωτικά αξιώματα στην σπαρτιατική πολιτεία υπήρχαν και πολιτικά αλλά και δικαστικά αξιώματα. Με την επέκταση του σπαρτιατικού κράτους για παράδειγμα, δημιουργήθηκε το αξίωμα του αρμοστή. Αρμοστές ονομάζονταν οι Σπαρτιάτες τους οποίους διόριζε η πολιτεία για να διοικούν τις διάφορες πόλεις που είχε υπό την κυριαρχία της η Σπάρτη. Πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο αρμοστές υπήρχαν στις διάφορες Λακωνικές πόλεις καθώς και στα Κύθηρα, ενώ μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την νίκη της Σπάρτης, το μέτρο της αρμοστείας επεκτάθηκε σε όλες τις περιοχές που έλεγχε η Σπάρτη.
Σημαντική θέση ανάμεσα στους αξιωματούχους της Σπαρτιατικής πολιτείας κατείχαν και οι Ελλανοδίκες, οι οποίοι ήταν Σπαρτιάτες δικαστές που εκδίκαζαν υποθέσεις μεταξύ των Σπαρτιατών και άλλων Ελλήνων.
Αξιοζήλευτη θέση στην Σπαρτιατική κοινωνία είχαν και οι Παραστάτες οι οποίοι είτε ήταν γόνοι ευγενών είτε ήταν νικητές σε Πανελλήνιους αγώνες.
Τέλος τον σεβασμό της πολιτείας απολάμβαναν και οι Ολυμπιονίκες, οι αθλητές δηλαδή που είχαν νικήσει σε Ολυμπιακούς αγώνες, αλλά και οι μάντεις οι οποίοι και ακολουθούσαν τον Σπαρτιατικό στρατό στις πολεμικές επιχειρήσεις ώστε να μπορούν να ερμηνεύουν τις θεϊκές εντολές.
Στρατιωτικά Τμήματα
Ο σπαρτιατικός στρατός δεν αποτελείτο μόνο από Σπαρτιάτες αλλά και από άλλους Λάκωνες. Η ραχοκοκαλιά του όμως ήταν οι Σπαρτιάτες όμοιοι, οι οποίοι στρατεύονταν από το εικοστό μέχρι και το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους.
Η δομή του σπαρτιατικού στρατού άρχισε να αλλάζει περίπου στις αρχές του 8ου αιώνα, με την εμφάνιση της φάλαγγας. Η φάλαγγα ήταν επιμήκης παράταξη η οποία είχε βάθος από τέσσερις έως δώδεκα άνδρες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την νέα και μεγάλη στρογγυλή ασπίδα που κάνει την εμφάνιση της εκείνη την εποχή, και αντικαθιστά την οκτάσχημη δερμάτινη ασπίδα. Η φάλαγγα συνήθως είχε βάθος οκτώ ανδρών, αν και μπορούσε να αλλάξει ανάλογα με την περίσταση.
Στις εκστρατείες των Σπαρτιατών λάμβαναν μέρος και οι συμμαχικές προς αυτούς πόλεις, οι οποίες βοηθούσαν τους Σπαρτιάτες ανάλογα με την στρατιωτική τους δύναμη. Ο στρατός της Σπάρτης ποτέ δεν εκστράτευε ολόκληρος, αλλά μόνο ένα τμήμα του (περίπου το 1/3), ενώ το υπόλοιπο τμήμα του έμενε στην Σπάρτη για την περίπτωση εξέγερσης των ειλώτων. Πόλεις κράτη συμμαχικά προς την Σπάρτη τα οποία καλούσαν τους Σπαρτιάτες σε βοήθεια ήταν υποχρεωμένα να εκστρατεύουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Ο σπαρτιατικός στρατός διαιρείτο σε έξι μόρες που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο στρατιωτικό τμήμα του. Πιο αναλυτικά ο Σπαρτιατικός στρατός αποτελείτο από τα εξής στρατιωτικά τμήματα:
Συσκηνία – Ενωμοτία
Το μικρότερο στρατιωτικό τμήμα του Σπαρτιατικού στρατού ήταν η συσκηνία. Αποτελείτο από μια ομάδα δεκαέξι έως δεκαοκτώ ανδρών περίπου, οι οποίοι ονομάζονταν σύσκηνοι. Οι άνδρες αυτοί από τα εφηβικά τους χρόνια ζούσαν μαζί, κοιμόντουσαν στην ίδια σκηνή, έτρωγαν μαζί, εκπαιδευόντουσαν σαν ομάδα στα στρατιωτικά γυμνάσια, και στις πολεμικές συρράξεις ήταν συμμαχητές.
Αυτό είχε σαν συνέπεια να αναπτύσσουν μεταξύ τους στενούς φιλικούς δεσμούς, πράγμα που τους έκανε ιδιαίτερα μαχητικούς και οργανωτικούς κατά την διάρκεια της μάχης. Αν κάποιος σύσκηνος χανόταν στην μάχη την θέση του έπαιρνε κάποιος άλλος, κατόπιν εξετάσεως και ψηφοφορίας των υπολοίπων.Η ενωμοτία αποτελείτο από δυο συσκηνίες, δηλαδή από περίπου τριάντα δυο έως τριάντα έξι άνδρες.
Μόρες
Το μεγαλύτερο στρατιωτικό τμήμα του Σπαρτιατικού στρατού είναι η Μόρα. Ο χωρισμός του στρατού σε Μόρες λέγεται ότι έγινε από τον Λυκούργο, ο οποίος χώρισε σε μόρες τόσο τους οπλίτες, όσο και τους ιππείς.
Κάθε μόρα οπλιτών χωρίζεται σε τέσσερις λόχους, κάθε λόχος σε δυο πεντηκοστίες και κάθε πεντηκοστία σε δυο ενωμοτίες. Η κάθε μόρα έχει σαν διοικητή τον πολέμαρχο, και σαν αξιωματικούς τέσσερις λοχαγούς, οκτώ πεντηκόνταρχους, και δεκαέξι ενωμοτάρχες.
Ένα μεγάλο επίσης στρατιωτικό τμήμα, το οποίο συναντάται σε αρχαία ελληνικά συγγράμματα είναι και η μοίρα, η οποία κατά τον Έφορο αποτελείται από πεντακόσιους άνδρες, κατά τον Καλλισθένη από επτακόσιους και κατά τον Πολύβιο από εννιακόσιους. Επειδή όμως οι πληροφορίες γι’ αυτό το στρατιωτικό τμήμα είναι περιορισμένες εικάζεται ότι πρόκειται για την μόρα με άλλη ονομασία.
Αγέλες
Κάθε αγόρι που γεννιόταν στην Σπάρτη ήταν υποχρεωμένο να συμμετέχει στην αγέλη. Μετά την συμπλήρωση του 7ο έτους της ηλικίας τους τα αγόρια εγγράφονταν στις αγέλες, από τις οποίες ξεκινούσε η σπαρτιατική αγωγή. Εκεί μάθαιναν χορό και μουσική, γραφή και ανάγνωση, και εκπαιδεύονταν στην πειθαρχία, η οποία αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο της Σπαρτιατικής αγωγής. Εκεί επίσης μάθαιναν τα πρώτα πράγματα στην πολεμική τέχνη, ασκούνταν με διάφορες φυσικές ασκήσεις και μάθαιναν τα πρώτα πολεμικά τους παιχνίδια.
Η αγέλη εμφυσούσε στα Σπαρτιατόπουλα την έννοια της συλλογικότητας αφού τα μάθαινε να συμβιώνουν αλλά και να πολεμούν μαζί, καθώς και την αγάπη τους προς την Σπάρτη. Για να συνηθίσουν τον λιτό τρόπο ζωής τα παιδιά κοιμόντουσαν πάνω σε αχυρένια στρώματα που έφτιαχναν οι ίδιοι χρησιμοποιώντας καλάμια από τις όχθες του Ευρώτα. Τον χειμώνα για να ζεσταίνονται έβαζαν κάτω από το στρώμα τους ένα φυτό με θερμαντικές ικανότητες, το λυκοφάνους όπως μας αναφέρει ο Ξενοφώντας. Τον χειμώνα δεν ντύνονταν βαριά αλλά φορούσαν μόνο ένα ιμάτιο το οποίο έπαιρναν και έπρεπε να το κρατήσουν για ένα χρόνο. Πλένονταν πάντα με κρύο νερό από τις όχθες του Ευρώτα η από τα δημόσια λουτρά, χωρίς να χρησιμοποιούν κανένα είδος αρωματικού φυτού η ελαίου.
Βούες – Ίλες
Οι βούες ήταν μια ομάδα από αγέλες. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες, αλλά από συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε αν μελετήσουμε τον Ξενοφώντα στο «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» οι βούες θα πρέπει να αποτελούνταν από έξι η δώδεκα αγέλες. Ετσι λοιπόν οι νεαροί Σπαρτιάτες ανήκαν σε στις βούες σε μικρή ηλικία και όταν μεγάλωναν από την ηλικία δηλαδή των 13 εως 20 ετών άνηκαν στις ίλες. Αρχηγός της ίλης ήταν ο είρην που ήταν και ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Οι βούες έδιναν περισσότερο στους νεαρούς Σπαρτιάτες πνευματικά εφόδια, ενώ οι ίλες ήταν πλέον συγκροτημένες ομάδες οι οποίες ακολουθούσαν στρατιωτική πειθαρχία και δίδασκαν τους νέους τα μυστικά της πολεμικής τέχνης.
Πρόσκοποι
Σε αντίθεση με την σημερινή έννοια της λέξεως, στην αρχαιότητα οι πρόσκοποι ήταν στρατιωτικά τμήματα που αναλάμβαναν δύσκολες αποστολές, κάτι σαν τις σημερινές ειδικές δυνάμεις. Στον στρατό των Λακεδαιμονίων τον ρόλο των προσκόπων αναλάμβαναν οι Σκιρίτες, οι οποίοι κατάγονταν από την Σκιρίτιδα την περιοχή δηλαδή που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Λακωνίας προς την Αρκαδία, οι οποίοι προπορεύονταν του Σπαρτιατικού στρατού και πολλές φορές μάλιστα πιο μπροστά και από τους έφιππους ανιχνευτές.
Οι πρόσκοποι κατά την διάρκεια της μάχης, σαν επίλεκτο σώμα παρατασσόταν δίπλα από τους τριακόσιους, την επίσημη δηλαδή φρουρά του βασιλιά.Αποτελούνταν από εξακόσιους περίπου άνδρες με μεγάλη σωματική δύναμη, και ψυχικό σθένος, αναλαμβάνοντας τις δυσκολότερες αποστολές του Σπαρτιατικού στρατού, όπως την συνοδεία όσων Σπαρτιατών εκτός στρατοπέδου, την βραδινή φύλαξη του στρατοπέδου κ.τ.λ.
Ανιχνευτές Εδάφους
Πρόκειται για ιππείς οι οποίοι προηγούνταν του κυρίως τμήματος του ιππικού, και είχαν σαν σκοπό την ανίχνευση του εδάφους ώστε σε περιπτώσεις εμποδίων η ενέδρας το κυρίως τμήμα που ακολουθούσε να μην βρεθεί σε αδιέξοδο. Σε τέτοιες περιπτώσεις εκτός από την ενημέρωση του κυρίως τμήματος σχετικά με το είδος του εμποδίου η της ενέδρας, ήταν επιφορτισμένοι να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις η άλλα ασφαλή δρομολόγια ώστε να διασφαλίσουν την ασφαλή προσπέλαση του κυρίως τμήματος. Στην περίπτωση στρατοπέδευσης των στρατιωτικών τμημάτων οι ανιχνευτές εδάφους στρατοπέδευαν σε σημεία από τα οποία μπορούσαν να διακρίνουν από μακριά τους εχθρούς και τις κινήσεις τους.
Ιππικό
Το ιππικό του Σπαρτιατικού στρατού δεν ήταν μεγάλο σε αριθμό σε σχέση με τους οπλίτες, και διαιρείτο και αυτό σε έξι μόρες. Κάθε μόρα διαιρείτο σε ουλαμούς και κάθε ουλαμός είχε περίπου πενήντα ιππείς. Κύριο καθήκον του ιππικού ήταν η φύλαξη των νότων και των πτερύγων της φάλαγγάς. Αρχηγός της κάθε ιππικής μόρας ήταν ο Ιππαρμοστής.
Σαν ιππείς στο Σπαρτιατικό ιππικό προτιμούνταν οι ελαφρότεροι σε σωματικό βάρος οπλίτες, ώστε το λιγοστό βάρος να κάνει τα άλογα περισσότερο ευκίνητα τόσο στην μάχη όσο και στις πορείες.
Από πληροφορίες του Ξενοφώντα συμπεραίνουμε ότι το Σπαρτιατικό ιππικό ήταν πολύ πονηρό, και γι’ αυτό συνήθως προστάτευε το κυρίως στράτευμα σαν σώμα προφυλακής το οποίο πορευόταν μπροστά και αποτελείτο συνήθως από μια μόρα ιππέων. Σε περίπτωση ενέδρας η άλλου κολλήματος οι ιππείς αυτοί ειδοποιούσαν το κυρίως στράτευμα ώστε αυτό να λάβει τις κατάλληλες θέσεις και τους κατάλληλους σχηματισμούς σε περίπτωση εμπλοκής. Το Σπαρτιατικό ιππικό χρησιμοποιήθηκε και αρκετές φορές σε περιπτώσεις πολέμου δολιοφθορών (ανταρτοπόλεμου), η σε περιπτώσεις αιφνιδιασμού, και γενικά σε περιπτώσεις παρενοχλήσεων του αντιπάλου για την δημιουργία κυρίως εντυπώσεων.
Εκδρόμοι
Οι εκδρόμοι ήταν ακροβολιστές του Σπαρτιατικού στρατού οι οποίοι δρούσαν ανεξάρτητα από την οπλιτική φάλαγγα, και σκοπός τους ήταν να προκαλέσουν σύγχυση στις τάξεις του εχθρού. Ο οπλισμός του ήταν σχετικά ελαφρότερος από αυτόν των υπολοίπων οπλιτών, πράγμα που τους έκανε πιο ευάλωτους σε συγκρούσεις σώμα με σώμα. Στόχοι των εκδρόμων οι οποίοι αποτελούσαν και ένα είδος καταδρομέων της εποχής, ήταν οι πελταστές, αλλά και ορισμένες τάξεις βαρέως πεζικού αλλά και οι εκδρόμοι του αντίπαλου στρατού.
Το σώμα των εκδρόμων δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Σπάρτη για να αντιμετωπίσει τους πελταστές του Ιφικράτη, και αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες Ελληνικές πόλεις όπως στην Αθήνα
Τριακόσιοι
Το σώμα των τριακοσίων αποτελούσε την σωματοφυλακή του βασιλιά το οποίο παρατασσόταν δίπλα του στην μάχη. Οι οπλίτες που το αποτελούσαν ονομάζονταν ιππείς αν και άνηκαν στο πεζικό, ονομασία η οποία παρέμεινε από τα αρχαϊκά χρόνια (7ος – 6ος αιώνας), όταν αποτελείτο από ιππείς. Στα κλασσικά χρόνια το όνομά τους ήταν απλώς τριακόσιοι.
Το σώμα των τριακοσίων διοικείτο από τους τρεις Ιππαγρέτες που ήταν κάτω από τις διαταγές του βασιλιά. Οι τρεις αυτοί Ιππαγρέτες επιλέγονταν από τους Εφόρους της Σπάρτης, ανάμεσα από τους ακμαιότερους και πιο ρωμαλέους άνδρες της πόλης. Ο κάθε Ιππαγρέτης διάλεγε εκατό άτομα οι οποίοι ήταν κάτω από τις διαταγές του, συμπληρώνοντας έτσι την φρουρά των τριακοσίων. Ο κάθε Ιππαγρέτης ήταν υποχρεωμένος να μετά την επιλογή των εκατό ανδρών να δίνει εξηγήσεις στους εφόρους με πια κριτήρια επέλεξε τους εκατό αυτούς άνδρες.
Το σώμα των τριακοσίων ήταν το εκλεκτότερο του Σπαρτιατικού στρατού, και η συμμετοχή κάποιου οπλίτη σε αυτό θεωρείτο τιμητική. Δεν έφτανε όμως η επιλογή κάποιου οπλίτη από τους τρεις Ιππαγρέτες ώστε αυτός να μπορέσει να συμμετέχει στο σώμα των τριακοσίων, αλλά και η επιτυχία του στις κατάλληλες εξετάσεις που γίνονταν για τον σκοπό αυτό. Οι Ιππαγρέτες ήταν κριτές σε αυτές τις εξετάσεις, όπως και σε άλλες αθλητικές εκδηλώσεις, και αν κάποιος δεν περνούσε επιτυχώς τις εξετάσεις μπορούσε να προσπαθήσει σε επόμενες.
Οι οπλίτες που συμμετείχαν σε αυτό το σώμα έπρεπε επίσης να είναι σωστοί απέναντι στον νόμο και τις επιταγές της πολιτείας διαφορετικά μπορούσαν να χάσουν την τιμητική αυτή θέση, την οποία καταλάμβανε κάποιος άλλος οπλίτης.
Φάλαγγα
Ο σχηματισμός της φάλαγγας αποτελείτο συνήθως από οκτώ μακριούς στοίχους οπλιτών. Η οπλιτική φάλαγγα υπάκουγε πάντα στα παραγγέλματα του βασιλιά και βάδιζε προς την μάχη στοιχισμένη και με ρυθμικό βήμα.
Στο δεξί χέρι κρατούσαν το δόρυ και στο αριστερό την ασπίδα, παραταγμένοι κατά στοίχους ώστε να προφυλάσσονται μεταξύ τους κατά την διάρκεια της μάχης. Στα άκρα της φάλαγγας και ιδιαίτερα στις γωνίες, τοποθετούνταν οι πιο ρωμαλέοι οπλίτες, γιατί αυτά τα σημεία έμεναν συνήθως ακάλυπτα.
Κατά την διάρκεια της συμπλοκής με τον εχθρό προσπαθούσαν να μην διασπάσουν αυτή την διάταξη, και συμπλέκονταν μαζί του σώμα με σώμα μέχρι να τον συντρίψουν η να τον τρέψουν σε φυγή.
Σε περίπτωση φυγής του εχθρού οι Σπαρτιάτες δεν τον καταδίωκαν, πρώτα γιατί δεν ήθελαν να διασπαστεί η συνοχή της φάλαγγας, και έπειτα γιατί θεωρούσαν υποτιμητικό να έχουν για εχθρό τους κάποιον που έφευγε τρέχοντας από το πεδίο της μάχης, δηλαδή έναν δειλό. Την φυγή οι Σπαρτιάτες την θεωρούσαν υποταγή, και σε αυτή την περίπτωση ο εχθρός περισσότερο τον οίκτο τους κέρδιζε παρά την αντιπαλότητά τους.
Ο Σπαρτιατικός στρατός εκτελούσε με μεγάλη ευκολία και ακρίβεια διάφορους ελιγμούς οι οποίοι σε άλλους στρατούς της εποχής θα ισοδυναμούσαν με διάλυση της συνοχής των τμημάτων. Διάφορα τέτοια παραδείγματα μας δίνει ο Ξενοφώντας στην Λακεδαιμονίων Πολιτεία, αναφέροντας μας για παράδειγμα την επί κέρας πορεία. Σε αυτή την διάταξη πορείας η φάλαγγα βαδίζει κατά ενωμοτίες και σε περίπτωση εμφάνισης εχθρικής φάλαγγας ο ενωμοτάρχης διευθύνει την ενωμοτία προς τα αριστερά σχηματίζοντας έτσι όλες οι ενωμοτίες την φάλαγγα παραταγμένη κατά μέτωπο.
Αν τώρα εμφανιστεί εχθρική φάλαγγα στα νώτα τους ο κάθε στοίχος αραιώνει και κάνοντας μεταβολή βρίσκεται αντιμέτωπος με το εχθρικό στράτευμα. Ο κάθε στοίχος είναι έτσι συντεταγμένος ώστε σε τέτοια περίπτωση απέναντι από το εχθρικό στράτευμα, στην πρώτη γραμμή δηλαδή, να βρίσκονται οι πιο ανδρείοι πολεμιστές.
Σύμφωνα με την προηγούμενη διάταξη ο αρχηγός της φάλαγγας βρίσκεται στο αριστερό κέρας, αν όμως για οποιονδήποτε λόγο θεωρηθεί ότι ο στρατηγός πρέπει να βρεθεί στο δεξιό κέρας στρέφουν την φάλαγγα προς τα δεξιά η αριστερά ώστε ο στρατηγός να βρεθεί στο δεξιό κέρας και η οπισθοφυλακή να έρθει στο αριστερό. Μελετώντας την Λακεδαιμονίων πολιτεία του Ξενοφώντα, μπορούμε να δούμε αναλυτικά διάφορους ελιγμούς των στρατιωτικών τμημάτων στην επί κέρας πορεία και να καταλάβουμε γιατί δίκαια ο στρατιωτικός μηχανισμός των Λακεδαιμονίων θεωρείτο ίσως ο κορυφαίος της εποχής.
Ο σεβασμός προς τον Βασιλιά και αρχιστράτηγο του Σπαρτιατικού στρατού, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις φαίνεται και από την διάταξη της φάλαγγας, όταν αυτή βαδίζει προς την μάχη. Όταν λοιπόν η φάλαγγα πορεύεται προς την μάχη κανείς εκτός των Σκιριτών και των ανιχνευτών δεν επιτρέπεται να προπορεύεται του Βασιλιά. Σε περίπτωση όμως που η φάλαγγα συναντηθεί με τον εχθρό, τότε ο βασιλιάς παίρνει την πρώτη μόρα και την οδηγεί προς τα δεξιά της παράταξης, ενώ οι υπόλοιπες μόρες αναπτύσσονται είτε προς τα αριστερά της πρώτης, είτε έχοντας την πρώτη στο μέσον και αυτές τίθενται αριστερά και δεξιά της, πάντα υπό την καθοδήγηση των πολεμάρχων.
Η Οργάνωση Στρατιωτικών Τμημάτων
Η οργάνωση του σπαρτιατικού στρατού γινόταν πάντα σύμφωνα με τις ανάγκες της πόλης. Οι συχνές πολεμικές επιχειρήσεις στις οποίες εμπλεκόταν ο Σπαρτιατικός στρατός, δημιούργησε την ανάγκη για χωρισμό του στρατεύματος σε αυτόνομα και αυτοδιοικούμενα τμήματα, τα οποία μπορούσαν να δράσουν ανεξάρτητα και σε διαφορετικά μέτωπα όταν χρειαζόταν.Τα μεγαλύτερα αυτοδιοικούμενα τμήματα του σπαρτιατικού στρατού ήταν οι μόρες, είτε αυτές ήταν οπλιτικές είτε του ιππικού.
Έτσι, αν για παράδειγμα η Σπάρτη χρειαζόταν να στείλει σε κάποια πόλη Σπαρτιατική φρουρά για να έχει υπό τον έλεγχο της την διοίκηση της πόλης, μπορούσε να στείλει για παράδειγμα μια μόρα η οποία θα αναλάμβανε αυτή την αποστολή, αφήνοντας το υπόλοιπο στράτευμα στην διάθεση της πολιτείας για άλλες αποστολές.
Η κάθε μόρα είχε δύναμη εξακοσίων περίπου οπλιτών μαζί με τους αξιωματικούς. Όταν η μόρα παρατασσόταν σε μάχη υποβοηθούμενη από το ιππικό, τότε η ιππική μόρα παρατασσόταν στα πλάγια της μόρας, ανάλογα βέβαια με το είδος της μάχης, αλλά και την δομή των αντιπάλων στρατευμάτων.
Σε περιπτώσεις περικύκλωσης της μόρας τότε τα δύο αυτά τμήματα μπορούσαν να δράσουν ανεξάρτητα, ώστε το ιππικό να αποκρούσει επίθεση από τα νώτα της μόρας η να διαλύσει τμήματα πελταστών.
Η ιππική μόρα διαιρείτο σε δυο ουλαμούς των πενήντα ανδρών, και ο κάθε ουλαμός σε πέντε στοίχους των πέντε ανδρών οι οποίοι ονομάζονταν πεμπάδες, και διοικούντο από τον πεμπάδαρχο. Οι ιππικές μόρες αποτελούνταν από Σπαρτιάτες ιππείς αλλά και από περίοικους και νεοδαμώδεις, και παρατάσσονταν σε τετράγωνο σχηματισμό.
Όταν δινόταν το παράγγελμα επιθέσεως ηχούσε η σάλπιγγα και οι οπλίτες ξεκινούσαν να βαδίζουν προς το μέρος του εχθρού με τα δόρατα σε φύλαξη, ρυθμίζοντας τον βηματισμό τους με τον ήχο των αυλών. Όταν η φάλαγγα έφτανε σε μικρή απόσταση από τον εχθρό, οι σάλπιγγα σήμαινε έφοδο και οι οπλίτες επιτίθονταν τρέχοντας προς το μέρος του εχθρού, προσέχοντας όμως να μένουν πάντα στοιχισμένοι στους ζυγούς τους κρατώντας τον σχηματισμό της χελώνης.
Οι Σπαρτιάτες πραγματοποιούσαν τον σχηματισμό αυτό τοποθετώντας τις ασπίδες τους πάνω από το κεφάλι τους σχηματίζοντας ουσιαστικά μια σκεπή η οποία τους κάλυπτε από τα εχθρικά βέλη των τοξοτών. Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά έδινε το σχήμα του καύκαλου μιας χελώνας, και είχε την δυνατότητα να προστατεύει όλο τον σχηματισμό, ιδιαίτερα σε περίπτωση υποχώρησης για αναζήτηση καλύτερου εδάφους για συμπλοκή, η σε περιπτώσεις που ο σχηματισμός πλησίαζε τείχη πολιορκούμενης πόλεως και δεχόταν βέλη από ψηλά.
Σε περίπτωση που η φάλαγγα δεχόταν επίθεση εχθρικού ιππικού, οι οπλίτες κρατούσαν το δόρυ τους με την λόγχη προς τα εμπρός, ενώ το πίσω μέρος του στερεωνόταν στο έδαφος. Ο οπλίτης γονάτιζε στο ένα πόδι, και τοποθετούσε κάθετα την ασπίδα μπροστά του ώστε να τον προστατεύει.
Αυτές ήταν μερικές από τις γνωστές τακτικές που εφάρμοζε ο σπαρτιατικός στρατός, ενώ ένα πλήθος άλλων ελιγμών και τακτικών δεν μας είναι γνωστές μέχρι σήμερα, αφού οι Σπαρτιάτες σαν κορυφαίοι στην τέχνη του πολέμου, τα κρατούσαν σαν μυστικά όπλα για ιδιαίτερες περιπτώσεις στην έκβαση των συγκρούσεων. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα μάλιστα, ακόμα και στις περιπτώσεις που ο Σπαρτιατικός στρατός δεχόταν μεγάλη πίεση και οι ζυγοί είχαν σπάσει, και οι οπλίτες πλέον ήταν παραταγμένοι ανεξάρτητα από ενωμοτίες ο ένας δίπλα στον άλλο, υπήρχε ειδικός σχηματισμός ακόμα και για αυτούς τους άνδρες οι οποίοι μπορεί να μην εκπαιδεύονταν μαζί, ώστε αυτοί να μπορούν ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις να διατηρούν ένα βαθμό συνοχής.
Η πειθαρχία αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο του σπαρτιατικού στρατού, για αυτό η ανυπακοή στις εντολές των αξιωματικών επέσυρε βαρύτατες ποινές, ιδιαίτερα σε περίοδο πολεμικής σύγκρουσης. Η εκπαίδευση του σπαρτιατικού στρατού στο μέρος που αφορούσε την χρήση του δόρατος και της ασπίδας αποτελείτο από διάφορες τυποποιημένες στάσεις τις οποίες ακολουθούσε ο οπλίτης για να προφυλάσσεται σε διάφορες περιπτώσεις.
Στην στάση της ανάπαυσης για παράδειγμα ο οπλίτης κρατούσε το δόρυ ακουμπισμένο στο έδαφος, ενώ η ασπίδα στηριζόταν κάθετα μπροστά του η ήταν περασμένη στον ώμο και στηριζόταν με τον ιμάντα της. Αυτή ήταν και η στάση που κρατούσε και κάποιος ο οποίος είχε καθήκοντα σκοπού.
Στην στάση της φύλαξης το δόρυ μπορούσε να κρατηθεί στο ύψος της μέσης, η ακόμα και ψηλά αν ο οπλίτης ήθελε να το εκσφενδονίσει προς τον αντίπαλο, πάντα κοιτάζοντας η λόγχη προς τα εμπρός και παράλληλα με το έδαφος, ενώ την ασπίδα την κρατούσαν με τον αγκώνα λυγισμένο κοντά στο στήθος.
Στη αμυντική στάση τώρα, την οποία κρατούσαν συνήθως κατά την επέλαση του εχθρικού ιππικού, η ασπίδα στεκόταν μπροστά και όρθια, ενώ το σώμα ήταν μισογονατισμένο πίσω από αυτήν και το δόρυ προτεταμένο προς τα μπροστά, με το πίσω μέρος του στερεωμένο στο έδαφος.
Τέλος μέχρι και στην μέθοδο της οπισθοχώρησης οι Σπαρτιάτες είχαν εκπαιδευτεί να κρατούν τον κατάλληλο σχηματισμό, ο οποίος προέβλεπε ότι ο τελευταίος της παράταξης γίνεται πρώτος, ενώ οι υπόλοιποι βαδίζουν πίσω του χωρίς να διασπούν την διάταξη της φάλαγγας, και χωρίς να γίνονται σπασμωδικές κινήσεις οι οποίες θα ωφελήσουν τον εχθρό.
Ο Σπαρτιατικός Οπλισμός
Τα ενδύματα των Σπαρτιατών είχαν ερυθρό χρώμα, γιατί κατά τον Λυκούργο το χρώμα αυτό δημιουργεί αρνητική επίδραση στον αντίπαλο, αλλά και έχει την δυνατότητα να κρύβει την πληγή, σε περίπτωση που ο πολεμιστής τραυματιζόταν.
Οι Σπαρτιάτες συνήθιζαν ακόμα να έχουν μακριά μαλλιά όταν περνούσαν την εφηβική ηλικία. Υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες μετά την μάχη για την κατάληψη της Θυρέας με τους Αργείους, έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς των Σπαρτιατών, οι Σπαρτιάτες σταμάτησαν να αφήνουν πλέον μακριά μαλλιά, θέλοντας έτσι να διαφοροποιηθούν από τους Αργείους οι οποίοι έκαναν το ίδιο. Η άποψη του Λυκούργου σχετικά με την μακριά κόμη ήταν πως αυτή κάνει τον άνδρα να δείχνει ψηλότερος, πιο επιβλητικός και να προκαλεί περισσότερο φόβο στον εχθρό κατά την διάρκεια της μάχης.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών αποτελείτο από έναν χάλκινο η δερμάτινο θώρακα, από ασπίδα χάλκινη στρογγυλή η οποία είχε ξύλινη η δερμάτινη επένδυση. Η ασπίδα είχε την δυνατότητα να καλύψει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του σώματος του πολεμιστή (από τα γόνατα μέχρι και πάνω από τους ώμους), προστατεύοντας τον έτσι αρκετά, κατά την διάρκεια της μάχης.
Εσωτερικά στην ασπίδα έμπαιναν λεπτές ξύλινες σανίδες, ενώ το στεφάνι της ασπίδας ήταν ενισχυμένο με χαλκό σε όλο του το μήκος. Πάνω σε αυτό το στεφάνι στερεωνόταν και η μια λαβή από την οποία οι πολεμιστές κρατούσαν την ασπίδα. Η ασπίδα διέθετε επίσης και ιμάντες με τους οποίους ο πολεμιστής είχε την δυνατότητα να την αναρτήσει στην πλάτη του κατά την διάρκεια της πορείας.
Στο εσωτερικό μέρος της ασπίδας και ακριβώς στο κέντρο της, βρισκόταν ο πόρπακας, η μεταλλική δηλαδή λαβή μέσα στην οποία περνούσε το αριστερό χέρι, ώστε να είναι δυνατή η συγκράτηση της ασπίδας από τον πολεμιστή. Το αριστερό χέρι λοιπόν περνούσε μέσα από τον πόρπακα και εφάρμοζε πάνω σε αυτόν, λίγο πριν τον αγκώνα, ενώ η αριστερή παλάμη του πολεμιστή συγκρατούσε την δεύτερη λαβή, η οποία βρισκόταν πάνω στο μεταλλικό στεφάνι της περιμέτρου της ασπίδας.
Ο πόρπακας ήταν έτσι σχεδιασμένος ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί από την ασπίδα, όταν ο πολεμιστής το επιθυμούσε. Αυτό ήταν ένα μέτρο ασφαλείας από πλευράς των Σπαρτιατών, ώστε σε ενδεχόμενη εξέγερση των ειλώτων, να μην είναι δυνατή η χρήση των ασπίδων, σε περίπτωση που αυτές θα έπεφταν στα χέρια τους.
Το δόρυ που χρησιμοποιούσε ο Σπαρτιατικός στρατός είχε μήκος 2,5 – 3 μέτρα ενώ το ξίφος που χρησιμοποιούσε ονομαζόταν ξυήλη. Το κράνος ήταν συνήθως χάλκινο ενώ το λοφίο του ήταν διακοσμημένο με διάφορα χρώματα. Μία αξιοσημείωτη διαφορά στα κράνη των Σπαρτιατών αξιωματικών, είναι ότι το λοφίο βρισκόταν σε πλάγια θέση πάνω στο κράνος, κάτι που δεν ίσχυε σε άλλους στρατούς της εποχής εκείνης.
Εκτός από το κράνος Κορινθιακού τύπου, υπήρχε και το ανοιχτό πιλόσχημο κράνος, το οποίο αποτελούσε μια παραλλαγή του μάλλινου καπέλου. Το χαρακτηριστικό αυτού του κράνους ήταν ότι στο πίσω μέρος του, υπήρχε γείσο το οποίο εκτεινόταν προς τα κάτω, φτάνοντας λίγο πιο πάνω από τον αυχένα.
Οι Σπαρτιάτες στις ασκήσεις αλλά και στο κυνήγι φορούσαν υποδήματα. Στις μάχες όμως δεν συνήθιζαν να φορούν για να έχουν καλύτερο και σταθερότερο πάτημα, αφού στις συμπλοκές σώμα με σώμα, και όταν οι δύο αντίπαλοι στρατοί προσπαθούν να σπρώξουν ο ένας τον άλλο ώστε να διασπάσουν την αμυντική διάταξη του αντιπάλου, χρειάζεται να πατούν γερά, πράγμα που επιτυγχάνεται καλύτερα χωρίς υποδήματα.
Όπως είναι γνωστό η σκληραγωγία, η αυστηρότητα αλλά και η συνεχής εκπαίδευση ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τρόπου ζωής των Σπαρτιατών. Αυτό φαινόταν και από την ενδυμασία τους, η οποία ήταν και αυτή λιτή, δεδομένου ότι τον χειμώνα φορούσαν εξωτερικά μόνο έναν ερυθρό μάλλινο χιτώνα που ονομαζόταν τρίβωνας. Μέσα από τον χιτώνα αυτό φορούσαν την εξωμίδα η οποία ήταν και αυτή σε ερυθρό χρώμα, και ονομαζόταν έτσι γιατί άφηνε τον δεξιό ώμο αλλά και τον βραχίονα ελεύθερο, ώστε να μην εμποδίζει τον πολεμιστή στην ώρα της μάχης.
»Οἱ ἀσπίδες τῶν Λακεδαιμονίων ἔφεραν σὰν διακριτικὸ ἔμβλημά τους τὸ γράμμα «Λ», ὥστε οἱ ἀντίπαλοι στρατοὶ νὰ γνωρίζουν μὲ ποιοὺς πολεμοῦν.Ἦταν ἕνας τρόπος ἄσκησης ψυχολογικῆς πίεσης στὸν ἀντίπαλο, ποὺ ἐτρομοκρατεῖτο γνωρίζοντας πώς πολεμᾶ τὸν καλύτερο στρατὸ τῆς Ἑλλάδος. Οἱ νέοι ὁπλίτες τῆς Σπάρτης ἐλάμβαναν τὴν ἀσπίδα ἀπὸ τὴ μητέρα τους, μὲ τὴν ἐντολὴ «Τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς». Ἦταν ὑποχρεωμένοι δηλαδὴ νὰ ἐπιστρέψουν νικητὲς μὲ «τᾶν ἀσπίδα» τοὺς ἀνὰ χείρας ἢ νεκροὶ «ἐπὶ τᾶς ἀσπίδος» τοὺς ! Γενικότερα ὅμως στὴν Ἑλλάδα ἡ ἀσπίδα τοῦ πολεμιστῆ ἀντιπροσώπευε τὴν τιμή του. Κάθε πολεμιστὴς ἔπρεπε μετὰ τὴ μάχη νὰ γυρίσει μὲ τὴν ἀσπίδα τοῦ στὸ σπίτι του. Νεκρὸς ἢ ζωντανός. Οἱ ζωντανοὶ ποὺ ἐπέστρεφαν χωρὶς τὴν ἀσπίδα τοὺς Ἦταν τιποτένιοι, «ριψάσπιδες». Παράτησαν τὴν ἀσπίδα τοὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ φυγὴ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὸ βάρος της.»
ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ
Γέννηση
Η Σπαρτιατική, όπως και άλλες οπλιτικές φάλαγγες στον Ελλαδικό χώρο, δημιουργήθηκε κατά την Αρχαϊκή Περίοδο, οπότε οι τέσσερις κώμες που ενώθηκαν για να σχηματίσουν την πόλη Σπάρτη (αργότερα προστέθηκε και μια πέμπτη, οι Αμύκλες, περίπου 5 χλμ νοτιότερα της πόλης) επέκτειναν την κυριαρχία τους στους γειτονικούς πληθυσμούς της Λακωνίας και αργότερα της Μεσσηνίας.
Πιθανότατα η γέννηση της οπλιτικής φάλαγγας στην Σπάρτη και αλλού να συνέπεσε ή να προήλθε από την καθιέρωση του Όπλου (κυκλική Ασπίς διαμέτρου περίπου 90 εκ.) ως αμυντικού εξοπλισμού. Το Όπλον (απ’ όπου προκύπτει ο όρος Οπλίτης) επέτρεπε την διάταξη των ανδρών σε πυκνό σχηματισμό (συνασπισμό), ώστε να παρουσιάζεται στον εχθρό ένα τείχος από ασπίδες, ενώ οι οπλίτες διατηρούσαν την ευχέρεια βάδισης και χρήσης του δόρατος. Υπ’ αυτήν την έννοια, η οπλιτική φάλαγγα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τα τείχη των Δαναών που περιγράφει ο Όμηρος.
Κατά την προγενέστερη εποχή του Χαλκού οι Μυκηναίοι και άλλοι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν την λεγόμενη Ασπίδα Πύργο η οποία στερεωνόταν στο έδαφος και κάλυπτε όλο το σώμα του πολεμιστή, ο οποίος έβαλλε από πίσω της. Η διάταξη αυτή ήταν καθαρά αμυντική καθώς προσέφερε από καθόλου έως ελάχιστη κινητικότητα στους μετέχοντες. Με το Όπλον, αντίθετα, οι Οπλίτες μπορούσαν συνασπισμένοι σε φάλαγγα να προχωρούν, να στρέφουν, να αλλάζουν διάταξη και να πολεμούν με σημαντικά μεγαλύτερη ευχέρια.
Ρόλος
Η Σπαρτιατική φάλαγγα, σε αντίθεση με άλλες οπλιτικές φάλαγγες στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο ένας στρατιωτικός σχηματισμός. Ως τέτοιος χρησιμοποιήθηκε κατά τους επεκτατικούς πολέμους στην Λακωνία και την Μεσσηνία (Ά & ΄Β Μεσσηνιακός Πόλεμος) αλλά και αργότερα, στα Μηδικά, τους ‘Α και ‘Β Πελοποννησιακούς Πολέμους, τους Πολέμους της Ηγεμονίας και αλλού.
Περαιτέρω, όμως, η Σπαρτιατική Φάλαγγα αποτελούσε και μια αστυνομική δύναμη πίσω στην Λακεδαίμονα. Οι Σπαρτιάτες Όμοιοιεπιτηρούσαν διαρκώς πολυπληθέστερους πληθυσμούς Ειλώτων στην Λακωνία και την Μεσσηνία οι οποίοι δούλευαν τους κλήρους γης και κατασκεύαζαν τα όποια βιοτεχνικά προϊόντα είχε ανάγκη η Πόλη. Ο διαρκής φόβος μιας γενικευμένης εξέγερσης των Ειλώτων – που σε ορισμένες περιόδους έλαβε διαστάσεις υστερίας – οδήγησε τους Σπαρτιάτες σε διαρκή εκγύμναση και πολεμική ετοιμότητα. Επί πλέον, ποτέ στην ιστορία της Πόλης δεν εξεστράτευσε μακριά από την Λακεδαίμονα το σύνολο της Σπαρτιατικής φάλαγγας. Πάντοτε ένα τμήμα της έμενε πίσω, ως αστυνομική δύναμη, ενώ για τον ίδιο λόγο απαγορευόταν να εκστρατεύσουν ταυτόχρονα εκτός συνόρων και οι δύο βασιλείς.
Διαφοροποίηση
Οι πολλές διαφορές της Σπαρτιατικής φάλαγγας από τις υπόλοιπες οπλιτικές φάλαγγες των Ελληνικών Πόλεων έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Την Μεγάλη Ρήτρα.
Αυτή ήταν ένα σύνολο νόμων που οι Σπαρτιάτες απέδιδαν στον μεγάλο νομοθέτη και μεταρρυθμιστή Λυκούργο, και τους οποίους τηρούσαν με θρησκευτική θα λέγαμε ευλάβεια. Ο Λυκούργος μέσω της Ρήτρας (υπήρξαν και άλλες μεταγενέστερες συμπληρωματικές Ρήτρες, ωστόσο με τον όρο Μεγάλη Ρήτρα ή Ρήτρα νοείται το σύνολο των αρχικών νόμων του Λυκούργου) παρέδωσε στους συμπολίτες του ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα που προέβλεπε μεταξύ άλλων την αναδιανομή της γης, την κληρονομική μεταβίβαση, τους θεσμούς διακυβέρνησης, τα πολιτικά δικαιώματα, την δομή του στρατού και την εκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών της Πόλης.
Μέσα από την Ρήτρα, λοιπόν, γεννήθηκε ο Σπαρτιάτης Οπλίτης, ο οποίος, σε αντίθεση με τους ερασιτέχνες συναδέλφους του των άλλων Ελληνικών Πόλεων, ασχολείτο σχεδόν αποκλειστικά με την στρατιωτική εκγύμναση, καθώς η εργασία των Ειλώτων τον είχε απελευθερώσει από βιοποριστικές ασχολίες. Σύμφωνα πάντα με την Ρήτρα ο Σπαρτιάτης Όμοιος είχε εισέλθει σε μια αυστηρότατη και απαιτητικότατη στρατιωτική ακαδημία, γνωστή ως Αγωγή από την ηλικία των επτά (7) ετών, είχε αποφοιτήσει από αυτήν επιτυχώς στην ηλικία των δεκαοκτώ (18) ετών, είχε ζήσει σε συσκηνίες και είχε δειπνήσει λιτά στα συσσίτια με τους συντρόφους του (στα οποία μάλιστα ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει ο ίδιος το μερίδιο τροφής του) και είχε συμμετάσχει σε εκστρατείες χωρίς να ντροπιαστεί. Εφόσον πληρούσε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις στην ηλικία των τριάντα (30) ετών ονομαζόταν Όμοιος και αποκτούσε πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι άνδρες που στελέχωσαν την Σπαρτιατική φάλαγγα στις Θερμοπύλες και αλλού, δεν ήταν κοινοί Οπλίτες / Γεωργοί μιας Ελληνικής Πόλης. Διέθεταν αφενός σημαντικά μεγαλύτερες πολεμικές δεξιότητες ως άτομα και ως ομάδα και αφετέρου είχαν γαλουχηθεί σε όλη τους την ζωή από ένα σύστημα που τους έκανε γενναίους, πειθαρχημένους, ολιγαρκείς. Σε σχέση με τους αντιπάλους τους, λοιπόν, οι Σπαρτιάτες Οπλίτες ήταν επαγγελματίες του πολέμου και όχι ερασιτέχνες. Ήταν μάλιστα επαγγελματίες όχι με την σημερινή μισθοφορική έννοια του όρου, αλλά περιλαμβάνοντας και την έννοια του πλέον πιστού, αφοσιωμένου και ταγμένου στον κοινό σκοπό ανθρωπίνου δυναμικού.
Έτσι μόνο ήταν δυνατόν να στελεχωθεί ένας σχηματισμός που, όπως θα δούμε παρακάτω, μπορούσε να εκτελέσει αποστολές αδύνατες για άλλες οπλιτικές φάλλαγες με παρόμοιο οπλισμό και μέγεθος.
Μέγεθος και Σύσταση
Στην Σπαρτιατική φάλαγγα οπλιτών μετείχαν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαιότητας μόνο Σπαρτιάτες απόφοιτοι της Αγωγής με κλήρο γης. Έτσι το μέγεθος της φάλαγγας υπολογίζεται ότι δεν ξεπέρασε ποτέ τους 7,000 με 8,000 άνδρες, ενώ κατά την διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. αυτός ο αριθμός άρχισε να μειώνεται δραματικά. Κατά την περίοδο μεταξύ 465/464 π.Χ. (καταστροφικός σεισμός που διόγκωσε το πρόβλημα της λειψανδρίας) και του 418 π.Χ. (Μάχη της Μαντινείας) εισήλθαν στην φάλαγγα για πρώτη φορά, και κατά παράβαση της Ρήτρας μη Σπαρτιάτες όμοιοι, περίοικοι και αργότερα απελευθερωμένοι ή υπό απελευθέρωση Είλωτες.
Ο αριθμός των Σπαρτιατών που μετείχαν στην φάλαγγα μειωνόταν, ενώ αυτός των υπόλοιπων Λακεδαιμονίων (περίοικοι και νεοδαμώδεις) διαρκώς αυξανόταν για να καλυφθεί το κενό, πράγμα που εν μέρει αποτυπώνεται και στην σταδιακή μείωση της αποτελεσματικότητας της Σπαρτιατικής φάλαγγας ήδη από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα (2ος Πελοποννησιακός Πόλεμος) και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ηγεμονίας (αρχές 4ου π.Χ. αιώνα).
Πριν από την καταστροφική για την Πόλη Μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) υπολογίζεται ότι είχαν απομείνει μόνο 3.000 Σπαρτιάτες Όμοιοι.
Δομή
Η Σπαρτιατική φάλαγγα διέθετε περισσότερα οργανωτικά επίπεδα, κάτι που την καθιστούσε καλύτερα διοικούμενη από άλλες οπλιτικές φάλαγγες.
1. Η βασικότερη μονάδα ήταν η Ενωμοτία που αποτελείτο από 36 άνδρες.
2. Δύο Ενωμοτίες σχημάτιζαν μια Πεντηκοστία, δηλαδή 72 άνδρες (ίσως το όνομα που παραπέμπει σε πενήντα άνδρες να προέρχεται από προγενέστερες περιόδους οπότε το πλήθος των ανδρών να ήταν όντως τέτοιο. Κατά την κλασσική περίοδο ο αριθμός 36 εξυπηρετεί την διάταξη σε τέσσερις στοίχους οκτώ ανδρών συν ενωμοτάρχη, ουραγό και σαλπιγκτές).
3. Δύο Πεντηκοστύες σχημάτιζαν έναν Λόχο των 144 ανδρών.
4. Τέσσερις Λόχοι σχημάτιζαν μία Σπαρτιατική Μόρα των 576 ανδρών.
5. Συνήθως έξι Μόρες αποτελούσαν την πλήρη φάλαγγα σε εκστρατεία δηλ. περίπου 3.500 οπλίτες.
Μία από τις έξι Μόρες ήταν αρκετές φορές αμιγώς Αμικλαϊκή, δηλαδή στελεχωνόταν από οπλίτες που κατάγονταν από τις Αμύκλες (5η Κώμη της Σπάρτης).
Επίσης, μία από τις έξι Μόρες συχνά αποτελείτο από Σκιρίτες, επιλεγμένους για τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους άνδρες, δηλαδή τους καλύτερους των καλυτέρων.
Η φάλαγγα, ωστόσο, δεν εξεστράτευε μόνη της. Στην μάχη πλαισιωνόταν από Ψιλούς (ελαφρά οπλισμένους σφενδονήτες, τοξότες, ακοντιστές) ή/και ελαφρύ ιππικό, ώστε να φυλάσσονται τα πλευρά της. Αυτές οι μονάδες που πλαισίωναν την Σπαρτιατική φάλαγγα δεν στελεχώνονταν από Σπαρτιάτες Ομοίους αλλά από Είλωτες, Περίοικους ή Μισθοφόρους. Στην Μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) παρατάχθηκαν 5.000 οπλίτες στην Σπαρτιατική φάλαγγα που πλαισιώνονταν από 35.000 Είλωτες σε ρόλους βοηθητικών και Ψιλών.
Διοίκηση
Την απόλυτη αρχηγεία της Σπαρτιατικής φάλαγγας κατά την εκστρατεία απολάμβανε ένας εκ των δύο βασιλέων της Πόλης, καθείς εκ των οποίων εκστράτευε εκ περιτροπής και πολεμούσε μέσα στις τάξεις της φάλαγγας. Ως ελεγκτική συνοδεία του βασιλέως αποστέλλονταν συνήθως δύο εκ των πέντε Εφόρων, ωστόσο αυτοί δεν είχαν καμία δικαιοδοσία έναντι του βασιλέως κατά την διάρκεια της εκστρατείας, αλλά, εφόσον παρατηρούσαν κάτι μεμπτό μπορούσαν να καλέσουν τον βασιλέα σε απολογία πίσω στην Σπάρτη όταν η εκστρατεία θα είχε περατωθεί.
Κάτω από τον βασιλέα ακολουθούσαν οι Πολέμαρχοι, καθένας εκ των οποίων διοικούσε μια Μόρα.
Στον κάθε Πολέμαρχο αναφέρονταν οι τέσσερις λοχαγοί των Λόχων του, ενώ σε κάθε έναν από αυτούς αναφέρονταν δύο Πεντηκόνταρχοι.
Τέλος, κάθε Πεντηκόνταρχος διέθετε δύο Ενωμοτάρχες που διοικούσαν τις υπ’ αυτών Ενωμοτίες.
Είναι σημαντικό ότι στην Σπαρτιατική φάλαγγα η διοίκηση ασκείτο από μπροστά. Δηλαδή κάθε Ενωμοτάρχης διοικούσε την Ενωμοτίατου από την πρώτη γραμμή, όπως και οι Πεντηκόνταρχοι, οι Λοχαγοί κ.ο.κ.. Ο Βασιλεύς, ενώ λάμβανε την θέση του μέσα στις τάξεις της φάλαγγας, πλαισιωνόταν από τους Ιππείς μια επίλεκτη δύναμη 300 οπλιτών που αποτελούσαν την σωματοφυλακή του. Και εδώ ο όρος Ιππείς πρέπει να προέρχεται από την Αρχαϊκή περίοδο, οπότε οι αριστοκρατικής καταγωγής πολίτες που μπορούσαν να εκτρέφουν άλογα πολεμούσαν με αυτά. Μετά την καθιέρωση της Ρήτρας ωστόσο, όλοι οι Σπαρτιάτες εντάχθηκαν ως οπλίτες στην φάλαγγα.
Για την καλύτερη μετάδοση των παραγγελμάτων και τον συντονισμό της φάλαγγας κάθε Ενωμοτία διέθετε έναν Ουραγό που βάδιζε τελευταίος, και σαλπιγκτές οι οποίοι σάλπιζαν παραγγέλματα. Υπάρχει συζήτηση για το πότε χρησιμοποιούσαν το Κέρας και πότε τη Σάλπιγγα. Στην Ανάβαση του ο Ξενοφώντας αφήνει να εννοηθεί ότι το Κέρας χρησιμοποιούνταν εντός στρατοπέδου, ενώ η Σάλπιγξ, που μάλλον ηχούσε δυνατότερα, κατά τη μάχη. Πάντως, ο ίδιος συγγραφέας φαίνεται να υπονοεί στα Ελληνικά ότι οι Σπαρτιάτες του Αγησιλάου μπορούσαν να μεταδίδουν τα παραγγέλματα προφορικά προς τα πίσω από άνδρα σε άνδρα, ώστε να μην μάθει ο εχθρός τα σαλπίσματα και μπορέσει να διαβλέψει τους ελιγμούς της φάλαγγας.
Σπαρτιατική Ηγεμονία
Η Σπάρτη, η πόλη που κατείχε τον κεντρικό δάκτυλο της Πελοποννήσου, υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδος και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ιστορία της.
Η σπαρτιατική ηγεμονία είναι περίοδος της κλασικής εποχής της αρχαίας ελληνικής ιστορίας από το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.) μέχρι τη μάχη των Λεύκτρων (371), κατά την οποία η πόλη της Σπάρτης ήταν η κυρίαρχη πολιτική και στρατιωτική δύναμη στον κόσμο των ελληνικών πόλεων, τις οποίες ηγεμόνευε. Με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, μετά τη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, ο Λύσανδρος έθεσε υπό τον έλεγχό του το χώρο της Α’ αθηναϊκής συμμαχίας, κάτι που οδήγησε στην υπογραφή ειρήνης τον επόμενο χρόνο. Η ηγέτιδα δύναμη του ελληνικού κόσμου ήταν πλέον η Σπάρτη.
Τα έτη 400-395 ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος Β΄ διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Ιωνία για την υπεράσπιση των ελληνικών πόλεων από τους σατράπες των Σάρδεων, Τισσαφέρνη, και του Δασκυλείου, Φαρνάβαζο, διότι ο τελευταίος απαιτούσε οι ελληνικές πόλεις της περιοχής να του καταβάλλουν φόρο, κάτι που θα σήμαινε την υπαγωγή τους στην περσική διοίκηση.Εν τω μεταξύ, στην ηπειρωτική Ελλάδα ξέσπασε ο Κορινθιακός πόλεμος. Το 395 π.Χ. δημιουργήθηκε ένας αντισπαρτιατικός συνασπισμός με την οικονομική υποστήριξη της Περσίας, αποτελούμενος από το Άργος, την Κόρινθο, την Αθήνα και τη Θήβα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του στρατού του Αγησιλάου από την Ιωνία. Το 394 π.Χ. δόθηκε μία ναυμαχία στην Κνίδο που οδήγησε στην ήττα του σπαρτιατικού από τον αθηναϊκό στόλο, με συνέπεια η Σπάρτη να μην ελέγχει πλέον το Αιγαίο. Ήταν το πρώτο γεγονός που έδωσε στην Αθήνα τη δυνατότητα να επανέλθει στο Αιγαίο και να ασκήσει πολιτική επιρροή στην περιοχή, αφού αποδεσμεύθηκε από τη συνθήκη του 404 π.Χ. και άρχισε να ανακτά την πολιτική της ισχύ. Το τέλος του πολέμου ήλθε με την Ανταλκίδειο ειρήνη ή ειρήνη του βασιλέως (φθινόπωρο του 387 π.Χ.), που επικυρώθηκε την άνοιξη του 386 π.Χ., που συμφωνήθηκε μεταξύ του Αρταξέρξη Β’ και του Σπαρτιάτη ναυάρχου Ανταλκίδα και ανακοινώθηκε στους εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων από τον Τισσαφέρνη.
Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης: οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας μαζί με τις Κλαζομενές και η Κύπρος ανήκαν πλέον στον Αρταξέρξη οι υπόλοιπες πόλεις ήταν αυτόνομες, εκτός από τη Λήμνο, τη Σκύρο και την Ίμβρο, που αναγνωρίστηκαν ως αθηναϊκές κληρουχίες. Η Σπάρτη ανέλαβε την επίβλεψη της τήρησης των όρων. Η αυτονομία κάθε πόλης δεν επέτρεπε πλέον τη δημιουργία ευρύτερων συνασπισμών. Έτσι, μετά την άνοιξη του 386 π.Χ. η Σπάρτη διέλυσε το κοινό των Βοιωτών και εγκατέστησε ένα ολιγαρχικό καθεστώς και μία σπαρτιατική φρουρά στην Καδμεία, την ακρόπολη της Θήβας.
Το 382 π.Χ. η Σπάρτη κινήθηκε εναντίον του κοινού των Χαλκιδέων που είχε ως κέντρο την Όλυνθο. Ο Ολυνθιακός πόλεμος (382-379) έληξε με τη διάλυση του κοινού των Χαλκιδέων. Τα πράγματα, όμως, άρχισαν να μεταβάλλονται. Το Δεκέμβριο του 379 π.Χ. δημοκρατικοί Θηβαίοι εκδίωξαν τη σπαρτιατική φρουρά από την Καδμεία. η Θήβα, λοιπόν, ήταν η πρώτη πόλη στην οποία σημειώθηκε προσπάθεια με σκοπό να ελευθερωθεί και η υπόλοιπη Βοιωτία. Ακολούθησε πόλεμος ανάμεσα σε Βοιωτούς και Σπαρτιάτες, καθώς η Σπάρτη δεν αναγνώριζε τους Θηβαίους ως εκπρόσωπο του κοινού των Βοιωτών, πόλεμος ο οποίος έληξε με τη συντριπτική ήττα της Σπάρτης στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ., που σήμανε και τη λήξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας.
Σπουδαιότερες Μάχες του Σπαρτιατικού Στρατού
– 1ος ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 743 – 724 π.Χ
– 2ος ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 685 – 668 π.Χ.
– ΑΡΓΟΣ – Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΚΟΣΙΩΝ
– ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΓΕΑΣ
– ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
– Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 480 π.Χ.
– Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 490 π.Χ.
– Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ 479 π.Χ.
– 1ος ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 431 – 421 π.Χ.
– 2ος ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 415 – 404 π.Χ.
– ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
– ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ
– Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ
– Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΛΕΥΚΤΡΑ 371 π.X.
– ΘΗΒΑΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΛΑΚΩΝΙΑ
– Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ 362 π.Χ.
– 2ος ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 685 – 668 π.Χ.
– ΑΡΓΟΣ – Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΚΟΣΙΩΝ
– ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΓΕΑΣ
– ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
– Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 480 π.Χ.
– Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 490 π.Χ.
– Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ 479 π.Χ.
– 1ος ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 431 – 421 π.Χ.
– 2ος ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 415 – 404 π.Χ.
– ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
– ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ
– Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ
– Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΛΕΥΚΤΡΑ 371 π.X.
– ΘΗΒΑΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΛΑΚΩΝΙΑ
– Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ 362 π.Χ.
Το Τέλος της Σπάρτης
Μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος της Μακεδονίας πέρασε στην Πελοπόννησο, και έγινε δεκτός από όλες τις πόλεις, αλλά όταν έφθασε στην Σπάρτη του απαγόρευσαν να εισέλθει. Ο Φίλιππος δεν προσπάθησε να πάρει την πόλη δια της βίας και έφυγε. Η Σπάρτη ήταν η μόνη που δεν έλαβε μέρος στον συνασπισμό της Κορίνθου, ο οποίος έλαβε μέρος το 337 π.Χ., κάτω από Μακεδονική κυριαρχία.
Το 331 π.Χ., ο βασιλιάς Άγης, εγγονός του Αγησίλαου, ξεσήκωσε επανάσταση εναντίον της Μακεδονίας, αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Στο τέλος του 4ου αιώνος π.Χ., η Σπάρτη έκτισε τείχος για πρώτη φορά στην ιστορία της, το οποίο περιέκλειε τα τέσσαρα κεντρικά χωριά της και την Ακρόπολη. Όταν το 280 π.Χ., οι Κέλτες εισέβαλαν από τον Βορρά κατατροπώνοντας τους Μακεδόνες, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρύς, προσπάθησε να ενώσει τις Πελοποννησιακές πόλεις και οδήγησε ένα στρατό στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στην Σπάρτη, τριακόσια χρόνια αργότερα από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το 272 π.Χ., ο βασιλιάς Πύρος της Ηπείρου, εύκολα θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη αφού νίκησε τους Σπαρτιάτες. Η Σπάρτη έγινε εξάρτηση της Μακεδονίας, και επανέκτησε την ανεξαρτησία της υπό τους τυράννους Μαχανίδα (207 π.Χ.) και Νάμπη (195 – 192 π.Χ.). Το 265 π.Χ. ξανά, έχοντας σχηματίσει συμμαχία με την Αθήνα, Αχαϊα και Ηλεία και μερικές Αρκαδικές πόλεις, έδωσε μάχη εναντίον της Μακεδονίας, αλλά την έχασε (Χραιμονίδιος πόλεμος). Ο γιος του Αρύς, Ακρότατος, το 260 π.Χ. οδηγώντας τον Σπαρτιατικό στρατό εναντίον των Μεγαλοπολιτών, νικήθηκε και αυτοκτόνησε.
Το 244 π.Χ., ο Άγης ο τέταρτος ανέβηκε στον θρόνο και έκανε μια σειρά αλλαγών. Πρότεινε να καταργηθούν όλα τα χρέη και να γίνει ανακατανομή όλης της γης, σε ίσα μερίδια για 4,500 κατοίκους και 15,000 περιοίκους. Επίσης επέμεινε στην αυστηρή αγωγή του Λυκούργου για τους υπόλοιπους 700 ίσους και τους 2,000 υπομείωνες και διαλεγμένους περίοικους. Βρήκε όμως στις προτάσεις του ισχυρή αντίσταση και ο Άγης εκτελέσθηκε μετά από δίκη, το 241 π.Χ.
Ο επόμενος βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ΙΙΙ, ανήλθε το 236 π.Χ. Παντρεύτηκε την χήρα του βασιλιά Άγη και προσπάθησε να επιβάλλει τις ιδέες του. Το 227 π.Χ., σε μια εξέγερση σκότωσε τέσσερις από τους Εφόρους και εξόρισε τους αντιπάλους του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το αξίωμα των Εφόρων καταργήθηκε. Κατόπιν κατένειμε την γη σε 4,000 ίσα μερίδια, συμπεριλαμβάνοντας τους περίοικους και υπομείονες.
Επίσης άρχισε να εφαρμόζει την εκπαίδευση και τα έθιμα του Λυκούργου κάτω από τις οδηγίες του φίλου του και φιλοσόφου Σφαιρού. Όλες αυτέ οι αλλαγές έφεραν αποτέλεσμα και ο Κλεομένης είχε πολλές στρατιωτικέ επιτυχίες. Το Άργος και το μεγαλύτερο μέρος της Αργολίδος και της ανατολικής Αρκαδίας κατακτήθηκαν.
Η Αχαϊκή συμμαχία υπό την αρχηγία του Άρατου της Σικυώνος, με την υπόσχεση ότι θα του έδινε πίσω την Κόρινθο, συμμάχησε με τον Αντίγονο της Μακεδονίας και επανέκτησε το Άργος και αρκετές από τις Αρκαδικές πόλεις. Με την σειρά του ο Κλεομένης κατέλαβε και κατέστρεψε την Μεγαλόπολη το 223 π.Χ.
Το 222 π.Χ., στην Σελλασία, μεταξύ Σπάρτης και Τεγέας, έλαβε μέρος μια μάχη. Ο Σπαρτιατικός στρατός ανερχόμενος σε 10,000 και αυτός του Αντιγόνου και των συμμάχων του σε 30,000. Σ’ αυτήν την μακρά και φρικτή μάχη, οι Σπαρτιάτες πολέμησαν γενναία. Όλος ο Σπαρτιατικός στρατός έπεσε, εκτός από 200 άνδρες. Ο βασιλιάς Κλεομένης έφυγε για την Αίγυπτο.
Τα επόμενα χρόνια μια σειρά από εξεγέρσεις άρχισαν στην Σπάρτη, κατά τις οποίες βασιλιάδες και Έφοροι σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν. Το 206 π.Χ., ο τύραννος Νάβης, απόγονος του Δημάρατου, ο οποίος είχε αυτοεξορισθεί στην Περσία το 490 π.Χ., ανήλθε στον θρόνο. Ένας ικανός αλλά αδίσταχτος και αισχρός άνδρας, δήμευσε τις περιουσίες όλων των πλουσίων πολιτών και τις μοίρασε στους φτωχούς.
Απελευθερώνοντας τους δούλους, κατάφερε να αποκτήσει ένα στρατό 10,000 ανδρών και επίσης επέκτεινε τις κοινωνικές αλλαγές στο Άργος. Ήταν ο Νάβης που προβλέποντας τον επερχόμενο κίνδυνο, οχύρωσε την Σπάρτη για πρώτη φορά στην ιστορία της. Όταν ο Ρωμαίος διοικητής Φλαμινίνος εισέβαλε στην Λακωνία και πολιόρκησε την Σπάρτη, μετά από μερικές ημέρες μάχης, μια όχι τιμητική συμφωνία έγινε δεκτή , στην οποία Σπάρτη έχανε όλες τις πόλεις των περιοίκων και τον στόλο της.
Αργότερα με την πρόφαση ότι ήθελαν να βοηθήσουν την Σπάρτη, οι Αιτωλοί έστειλαν χιλίους άνδρες να σκοτώσουν τον Νάβη και να την καταλάβουν. Κατόρθωσαν να τον δολοφονήσουν, αλλά τελικά τους κατάσφαξαν όλους οι Σπαρτιάτες. Μετά την δολοφονία του Νάμπη, η Σπάρτη αναγκάστηκε από τον Φιλοποίμενα να γίνει μέλος της Αχαϊκής συμμαχίας. Γκρέμισαν τα τείχη της και οι νόμοι του Λυκούργου ανακαλέστηκαν.
Υπό τους Ρωμαίους τον 2ον αιώνα μ.Χ., η Λακωνία σαν επαρχία της Αχαϊας, της επετράπη να επαναφέρει τους νόμους του Λυκούργου. Το 396 μ.Χ., η πόλη καταστράφηκε από τον Αλάριχο.
Τον 9ον αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν οι Σλάβοι και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Μάνη. Οι Βυζαντινοί ίδρυσαν μια πόλη και την ονόμασαν Λακεδαιμόνια, αλλά η σπουδαιότητα της χάθηκε γύρω στο 1248 μ.Χ. και εξαφανίστηκε από την ιστορία ολικά το 1834 μ.Χ. Σήμερα η πόλη της μοντέρνας Σπάρτης κατέχει την ίδια θέση της αρχαίας πόλης.
Τον 9ον αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν οι Σλάβοι και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Μάνη. Οι Βυζαντινοί ίδρυσαν μια πόλη και την ονόμασαν Λακεδαιμόνια, αλλά η σπουδαιότητα της χάθηκε γύρω στο 1248 μ.Χ. και εξαφανίστηκε από την ιστορία ολικά το 1834 μ.Χ. Σήμερα η πόλη της μοντέρνας Σπάρτης κατέχει την ίδια θέση της αρχαίας πόλης.
Φωτογραφικό Υλικό
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
(2) :
(3) :
(4) :
(5) :