Τη στιγμή που ο άνθρωπος κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς την κατάκτηση του μέλλοντος, είναι αναγκαίο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να αναλογισθεί το παρελθόν για να διαπιστώσει και σε άλλες φάσεις του ανθρώπινου βίου τη δημιουργική του ικανότητα. Η ενημερωτική αυτή αναδρομή στο έπος τής Ιλιάδας και της Οδύσσειας έχει σκοπό να παρουσιάσει τα σημαντικότερα γεωλογικά στοιχεία, που αναφέρονται μέσα στο έπος αυτό.
Τα γεωλογικά στοιχεία, στα οποία θα αναφερθούμε, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: αφενός μεν, σε αυτά καθεαυτά τα γεωλογικά υλικά, που φέρονται να χρησιμοποιούν οι ήρωες του έπους, αφετέρου δε, στα γεωλογικά φαινόμενα, τα οποία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μέσα από τις αλληγορίες, εφόσον αυτές ερμηνευθούν με βάση τις γεωεπιστήμες. Βέβαια, είναι εύκολο και επισφαλές να προσπαθεί κανείς να ερμηνεύσει αλληγορίες, θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι, από πολύ παλιά, ο άνθρωπος έχει θέσει αναρίθμητα ερωτήματα προκειμένου να ερμηνεύσει τον κόσμο που τον περιβάλλει, καθώς και τις μεταβολές και τα φαινόμενα, που συνέβαιναν σε αυτόν. Τις πολλαπλές και συχνά τόσο αντιφατικές «φαινομενικά» δυνάμεις της φύσεως, πρώτοι οι Έλληνες, τις είχαν ενσαρκώσει σε θεούς, επειδή η λογική τους δεχόταν πως οι θελήσεις των θεών κυβερνούν ή φαίνονται να κυβερνούν τον κόσμο. Όμως, διαπιστώνει κανείς ότι στις θελήσεις αυτές ενυπάρχει η θέληση του ανθρώπου να κατορθώσει, με την τάξη, με τον νόμο και την επιστήμη, να ταξινομήσει και να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις αυτές, έτσι ώστε να μετατρέψει τα φαινόμενα της φύσεως σύμφωνα με τη δική του θέληση, που τελικά θριαμβεύει.
Στη συνέχεια, θα αναφερθούν τα κυριότερα γεωλογικά φαινόμενα, στα οποία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε αλληγορίες, των οποίων η ερμηνεία είναι δυνατόν να δοθεί με βάση τις γεωεπιστήμες. Όσον αφορά στη Γαία, τη δική μας γη, είναι γεγονός πως οι μύθοι τής Δημιουργίας εννοούν στην πραγματικότητα την ιστορία της γης, όπου διάφορα συμβάντα ερμηνεύονται ως υπερφυσικά φαινόμενα. Ο Ησίοδος στη Θεογονία θεωρεί ότι, πριν από καθετί, υπήρχε το Χάος. Είναι το διάστημα, που εμπεριέχει εν σπέρματι, όλα όσα θα αποτελέσουν το Σύμπαν. Το Χάος αποτελεί την απαρχή όλων. Στον Ησίοδο, η διαμόρφωση του κόσμου αρχίζει ουσιαστικά με τη Γη. Αυτή γεννά τον Ουρανό, τα Όρη και τον Πόντο, δηλαδή ολόκληρο το Σύμπαν, σύμφωνα με τη μυθολογική αντίληψη. Η ευρύστερνη Γαία, αιώνιο και ακλόνητο στήριγμα όλων των ανθρώπων, μητέρα και σύζυγος του Ουρανού, απέκτησε πολλούς απογόνους, τους Τιτάνες, τους Γίγαντες, τους Κύκλωπες κ.ά. Η αντίληψη ότι από τη Γη διαμορφώθηκαν τα υπόλοιπα μέρη τού Σύμπαντος απαντάται πολύ ενωρίς στην ελληνική επιστήμη κατά την αρχική φάση της ιστορικής αναδρομής. Έτσι, ο Ξενοφών εξηγεί ότι τα ουράνια σώματα αποτελούν εφήμερα μορφώματα από τις αναθυμιάσεις της Γης, ενώ ο Εμπεδοκλής θεωρεί τη θάλασσα σαν τον ιδρώτα της Γης. ‘Οταν διαβάζει κανείς τους διάφορους μύθους της Δημιουργίας, αμέσως του έρχονται στο νου οι διαδικασίες και τα στάδια της Γεωλογικής Ιστορίας. Οι απόγονοι τής Γης, οι Τιτάνες, οι Γίγαντες, οι Κύκλωπες, οι Εκατόγχειρες, αφετηριακές φάσεις τού μύθου, πρέπει να ήταν μορφές όχι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Πρόκειται για μυθοπλασίες, που προσωποποιούν έμμεσα γνωστά φυσικά σώματα και φαινόμενα, όπως η χέρσος, η θάλασσα, τα όρη, οι ποταμοί, ο ήλιος και η σελήνη, η ημέρα και η νύχτα. Ο Ωκεανός στους κοσμογονικούς μύθους αποτελεί το άλλο πρόσωπο τού Χάους, παίρνοντας μορφές θαλάσσιου ή ποτάμιου δαίμονα. Θεωρείται πατέρας θεών και ανθρώπων, από τα νερά του οποίου αναδύεται η Γη. Αυτή η προεπιστημονική άποψη για τη δημιουργία νησιών από προσχώσεις ή ηφαιστειακές εκρήξεις, νησιών πλωτών (Αιολία, Δήλος, Ρόδος, Θήρα, Ανάφη), ακόμη και ο πασίγνωστος μύθος της αναδυόμενης Αφροδίτης, της πανέμορφης θεάς που αναδύεται από τους αφρούς των κυμάτων, αναφέρεται στην ίδια τη Γη, που γεννάται από τον Ωκεανό. Ο Ωκεανός, που σηκώνει στις πλάτες του τη Γη, είναι ακόμη το πρότυπο για κάθε μύθο με θεό θαλάσσιο ή ποτάμιο, που μεταφέρει στη ράχη του, πάνω από τα κύματα, κάποια νύμφη ή ηρωίδα, όπως ο Δίας, που με μορφή ταύρου, απάγει την Ευρώπη και ο Τρίτων κάποια από τις Νηρηίδες. Στην ελληνική σκέψη, όπως εκείνη του Θαλή του Μιλήσιου, «το ύδωρ αποτέλεσε το πρωτό υλικό δομήσεως του κόσμου». Η Γη, που επιπλέει ως πλοίο επάνω στα ύδατα, θυμίζει τον μύθο της Αναδυόμενης. Αλλά και στη χριστιανική υμνογραφία και στη Βίβλο αναφέρεται η άποψη ότι ο Ωκεανός υποβαστάζει τη Γη.
Στην ομηρική αφήγηση, ο Οδυσσέας είχε επιλέξει δύο δρόμους. Ο πρώτος ήταν να περάσει ανάμεσα από τις Πλαγκτές Πέτρες και ο άλλος, ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Οι Πλαγκτές Πέτρες, που κατά τον Όμηρο ονομάστηκαν έτσι από τους θεούς, ήταν πελώριες βραχονησίδες με απότομες ορθόγκρεμες ακτές, που επέπλεαν στη θάλασσα και συγκρούονταν μεταξύ τους. Κανένα πλοίο δεν είχε διασωθεί, εκτός από την περίφημη Αργώ, κατά την επιστροφή των Αργοναυτών από την Κολχίδα. Εδώ, η Οδύσσεια δανείζεται από το έπος των Αργοναυτών τις Πλαγκτές Πέτρες (από το ρήμα πλάζομαι = πλανώμαι, περιφέρομαι), τις οποίες συγχέει με τις Συμπληγάδες, γι’ αυτό και η περιγραφή που κάνει μοιάζει περισσότερο με τις Συμπληγάδες. Στην προσπάθεια να εμπλουτιστούν οι περιπέτειες τής Οδύσσειας, παίρνει ιστορίες ναυτικών, τις προσαρμόζει στη διήγηση και δημιουργεί μία νέα περιπέτεια για ανθρωπόφαγα τερατόμορφα θηρία, που παραμόνευαν σε ακτές και ενάλια σπήλαια, για σίφωνες (ρουφήχτρες) της θάλασσας που τους δημιουργούσαν τέρατα του βυθού κ.ά. Έτσι, επινοήθηκε και το επεισόδιο με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Προχωρώντας, λοιπόν, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι του βλέπουν από μακριά, προς το μέρος των Πλαγκτών Πετρών, καπνούς και βροντές, θαλασσοταραχή μεγάλη. Η μικρή αλλά περιεκτική ομηρική περιγραφή θυμίζει μια υποθαλάσσια ηφαιστειακή έκρηξη. Τα νησιά των Πλαγκτών Πετρών της Οδύσσειας ή των Συμπληγάδων Πετρών του έπους της Αργοναυτικής Εκστρατείας, όπως περιγράφονται σαν ορθόγκρεμοι κατακόρυφοι βράχοι, που η κορυφή τους κρυβόταν μέσα σε σύννεφα, δίνουν την εικόνα υποθαλάσσιων ηφαιστειακών εκρήξεων και δημιουργίας νησιών με ηφαιστειακά αναβλήματα ή βασάλτες στηλοειδούς κατατμήσεως.
Τα περάσματα των Πλαγκτών ή Συμπληγάδων Πετρών ή της Σκύλλας και της Χάρυβδης τα τοποθετούν άλλοι στον Βόσπορο, άλλοι στο Ταίναρο, άλλοι στα στενά του Γιβραλτάρ, άλλοι στα Κανάρια κ.λπ. Εμείς ξεκινάμε από το γεγονός ότι η Οδύσσεια δεν είναι ένα απολύτως αξιόπιστο ταξιδιωτικό χρονικό. Όμως, ορισμένα γεγονότα είχαν τραβήξει την προσοχή και την παρατήρηση. Έτσι, θεωρούμε ότι οι Πλαγκτές Πέτρες ή η Σκύλλα και η Χάρυβδη, που περιγράφονται στην Οδύσσεια και που ο μύθος τους είναι δανεισμένος από τις Συμπληγάδες Πέτρες της Αργοναυτικής Εκστρατείας, είναι ηφαιστειακής προελεύσεως νησιά, των οποίων το μέγεθος με τις υποθαλάσσιες εκρήξεις είτε μεγαλώνει είτε μικραίνει και μπορεί να εξαφανιστούν ή να εμφανιστούν πάλι. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά στον Αιγαιακό χώρο, αλλά και στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο και, ιδιαίτερα, στο Τυρρηνικό πέλαγος, στα νησιά Λιπάρι, στο Αιγαίο, στα νησιά των Κυκλάδων κ.α. Έτσι, δημιουργήθηκε η ιδέα της ενσωμάτωσης στην ποιητική περιπλάνηση του Οδυσσέα της περιπέτειας με τις Πλαγκτές Πέτρες, που τις γνώριζαν ήδη ως Συμπληγάδες Πέτρες και του συνδυασμού αυτού του ηφαιστειακού φαινομένου με τον υπόκωφο βρυχηθμό των εκρήξεων, τον οποίο απέδιδαν στα θαλάσσια ανθρωπόφαγα τερατόμορφα θηρία, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω στοιχεία, παρά τις ελλιπείς πληροφορίες, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στις περιγραφές των Συμπληγάδων, των Πλαγκτών Πετρών και της Σκύλλας και της Χάρυβδης ηφαιστειακά νησιά, πολλά από τα οποία είναι εγκατεσπαρμένα στη Μεσόγειο και τα οποία έδρασαν είτε παλαιότερα είτε στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν.
Όσον αφορά στον μονόφθαλμο Κύκλωπα Πολύφημο, για τον οποίο μίλησε ο Όμηρος στην Οδύσσεια, ο μύθος αναφέρει ότι ο γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης, Θόωσας φυλάκισε τον Οδυσσέα και μερικούς άνδρες του σε μια σπηλιά. Από αυτούς, όσοι δεν φαγώθηκαν από τον Κύκλωπα, δραπέτευσαν, αφού πρώτα τον τύφλωσαν και βγήκαν από τη σπηλιά μαζί με τα πρόβατα και τις κατσίκες του, όταν ο Κύκλωπας άνοιξε την είσοδο της σπηλιάς το πρωί. Η είσοδος αυτή κλεινόταν με ένα βράχο τόσο τεράστιο, που θα χρειάζονταν 22 περίπου βόδια να τον τραβήξουν. Μία πιθανή ερμηνεία για τον μύθο των Κυκλώπων έχει ήδη αναφερθεί από τον Γερμανό παλαιοντολόγο, Othenius Abel. Είναι γεγονός ότι, αν κάποιος συναντήσει ένα κρανίο ελέφαντα, τα ρινικά ανοίγματα του κρανίου του ελέφαντα, αν δεν έχει ανατομικές γνώσεις, μπορούν να φανούν σαν δύο κόγχες οφθαλμών ενωμένες σε μία. Αν οι περιπλανώμενοι ταξιδιώτες της ομηρικής εποχής είχαν βρει κρανία απολιθωμένων ελεφάντων σε παράκτια ή ενάλια σπήλαια στις ακτές της Σικελίας (όπου ανασκαφές του 20ού αιώνα έδειξαν ότι όντως υπάρχουν), αυτά θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν κρανία γιγάντων, με ένα μόνο μεγάλο μάτι στο μέτωπο. Αυτή η γοητευτική υπόθεση δεν μπορεί να εξακριβωθεί, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πίστη στους γίγαντες ενισχύθηκε από ευρήματα οστών από ελάφια, ελέφαντες, ιπποπόταμους και άλλα ζώα.
Σχετικός με την τεχνική γεωλογία και συγκεκριμένα με την προστασία των παραποτάμιων περιοχών με κατάλληλα αντιπλημμυρικά έργα είναι ο μύθος της πάλης του ποταμού Αχελώου με τον Ηρακλή, που αναφέρεται έμμεσα στην Ιλιάδα (Φ 194). Ο Αχελώος ήταν ο ισχυρότερος από τους ποτάμιους θεούς, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος (Ησιόδου Θεογονία, 340) ή της Γαίας. Σύμφωνα με τον μύθο, αγωνίστηκε σε αγώνα πάλης με τον Ηρακλή, μεταμορφούμενος αρχικά σε δράκο και έπειτα σε ταύρο. Ο Ηρακλής, μετά από σκληρή πάλη, κατάφερε να τον δαμάσει και να αποσπάσει ένα από τα κέρατα του Αχελώου, που στη συνέχεια το έστειλε γαμήλιο δώρο στο βασιλιά Οινέα, στην Καλυδώνα και έτσι πήρε γυναίκα του, τη θυγατέρα του Οινέα, Δηιάνειρα. Η Καλυδών ήταν μία από τις πέντε σημαντικές πόλεις των Αιτωλών, στην ανατολική όχθη του ποταμού Ευήνου, στον κορινθιακό κόλπο. Στον μύθο αυτόν, μπορούμε να διακρίνουμε την προσπάθεια να προστατευθεί η περιοχή των εκβολών του Αχελώου από τις φοβερές πλημμύρες, που είχαν αντίκτυπο και στο «κέρατο» του Αχελώου, τον μικρό ποταμό Εύηνο.
Η φαντασία των Ελλήνων απλώθηκε διάπλατα και προσπάθησε με σοφία να παρουσιάσει τέρατα στις διάφορες μυθολογικές ιστορίες. Στη σοφή αυτή δημιουργία των ιστοριών, τα εγκατεσπαρμένα σε σπήλαια ή στην επιφάνεια του εδάφους απολιθωμένα οστά θηλαστικών προκάλεσαν τη φαντασία τους και δημιούργησαν τα διάφορα τερατώδη όντα, όπως τον γίγαντα Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης, που θανάτωνε όλους τους ξένους, οι οποίοι τολμούσαν να προσεγγίσουν τις ακτές της Λιβύης, μέχρις ότου ο Ηρακλής, αντιμετωπίζοντάς τον, είδε ότι ο γίγαντας Ανταίος, μόλις τα πόδια του ακουμπούσαν στη μητέρα του Γη, έπαιρνε νέες δυνάμεις. Τον σήκωσε, λοιπόν, ψηλά στον αέρα και κατάφερε να τον νικήσει. Ο τρικέφαλος Κέρβερος, που η ελληνική φαντασία τοποθετούσε να φυλά τον Κάτω Κόσμο στα βάθη της Γης, έχει σχέση με τα ευρήματα απολιθωμένων κρανίων ζώων μέσα στη Γη. Ο Γηρυόνης παρουσιάζεται σαν ένα πλάσμα γιγάντιο, τερατώδες, με τρία κεφάλια και με ένα σκύλο που είχε δύο κεφάλια, τον Όρθρο. Τα πολυκέφαλα αυτά ζώα ή οι γίγαντες της μυθολογίας είναι αποτέλεσμα της σοφής παρατηρήσεως ότι σε συγκεντρώσεις απολιθωμένων ζώων τα κρανία, λόγω της διαδικασίας απολιθώσεως, υπερτερούν των λοιπών σκελετικών στοιχείων. Έτσι, παρατηρώντας τα ευρήματα, οι αρχαίοι μας πρόγονοι έβλεπαν απολελυμένα κρανία θηλαστικών, ενώ τα μηριαία βραχιόνια και οστά της σπονδυλικής στήλης ήταν ακόμη πιο λίγα. Το γεγονός αυτό, τους έκανε να φανταστούν τερατώδη όντα, είτε γίγαντες με τρία κεφάλια είτε τέρατα με δύο και τρία κεφάλια. Άλλωστε, αυτό που σήμερα είναι γενικά αποδεκτό στην Παλαιοντολογία είναι ότι οι ταφονομικές διαδικασίες, που ακολουθούνται κατά τον εγκλεισμό και την απολίθωση ενός ζώου, είναι τέτοιες, ώστε σπανίζουν ευρήματα ενός πλήρους σκελετού ζώου μαζί με το κρανίο του.
Το παρόν άρθρο εντάσσεται στη νέα ενότητα αρθρογραφίας του Ομότιμου Καθηγητή Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, Μιχαήλ Δ. Δερμιτζάκη, πάνω σε διεπιστημονικές προσεγγίσεις της επιστήμης της Γεωλογίας, οι οποίες παρουσιάζονται στη μονογραφία του «Γεωλογικές Διαδρομές – Μικρά Μελετήματα».