Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγειρα. ελληνική πόλη του βορρά, από διακεκριμένη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν προσωπικός ιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β΄ (παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Ο Αριστοτέλης έλαβε εξαιρετική εκπαίδευση: σε ηλικία δεκαεπτά ετών, πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει κοντά στον Πλάτωνα. Παρέμεινε στην Αθήνα, ως μέλος της πλατωνικής Ακαδημίας, για μια εικοσαετία, μέχρι το θάνατο του Πλάτωνα το 347.
Κατόπιν, ο Αριστοτέλης πέρασε αρκετά χρόνια ταξιδεύοντας και μελετώντας, διασχίζοντας το Αιγαίο προς τη Μικρά Ασία και τα παράκτια νησιά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αφιέρωσε χρόνο σε βιολογικές μελέτες και γνώρισε τον Θεόφραστο, που έγινε μαθητής και ισόβιος συνεργάτης του, πριν επιστρέψει στη Μακεδονία και αναλάβει την εκπαίδευση του νεαρού τότε Αλεξάνδρου. Το 335, όταν η Αθήνα βρέθηκε κάτω από μακεδονική κυριαρχία, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην πόλη και άρχισε να διδάσκει στο Λύκειο, έναν δημόσιο κήπο στον οποίο σύχναζαν και άλλοι δάσκαλοι. Έμεινε στην Αθήνα, δημιουργώντας μιαν άτυπη σχολή, μέχρι λίγο πριν το θάνατό του το 3221.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας σταδιοδρομίας του, ο Αριστοτέλης, είτε ως σπουδαστής είτε ως δάσκαλος, αντιμετώπισε συστηματικά και περιεκτικά όλα τα σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα της εποχής του. Του αποδίδονται περισσότερες από 150 πραγματείες· τριάντα περίπου από αυτές έχουν φθάσει ως εμάς. Τα σωζόμενα έργα περιλαμβάνουν ως επί το πλείστον σημειώσεις διαλέξεις ή ημιτελείς πραγματείες που δεν προορίζονταν ‘Λα ευρεία κυκλοφορία.· όποιες και να ήταν οι συνθήκες συγγραφής τους, απευθύνονται φανερά σε προχωρημένους σπουδαστές ή άλλους φιλοσόφους. Σε σύγχρονη μετάφραση και έκδοση θα μπορούσαν να καταλάβουν ως και μισό μέτρο στο ράφι μιας βιβλιοθήκης και περιέχουν ένα φιλοσοφικό σύστημα συγκλονιστικής δύναμης και εύρους. Είναι αδύνατον να επισκοπήσουμε εδώ το σύνολο της αριστοτελικής φιλοσοφίας και θα πρέπει να μείνουμε ικανοποιημένοι από μια εξέταση των θεμελίων της φυσικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη -ξεκινώντας από την απάντησή του στις θέσεις των Προσωκρατικών και του Πλάτωνα2.
Μεταφυσική και γνωσιολογία
Δεδομένης της μακροχρόνιας σχέσης του με τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης ήταν φυσικά πλήρως εξοικειωμένος με την πλατωνική θεωρία των ειδών. Ο Πλάτων είχε περιορίσει δραστικά (χωρίς να απορρίψει εντελώς) την πραγματικότητα του υλικού και αισθητού κόσμου. Στην τέλεια πληρότητα της, η πραγματικότητα, υποστήριξε ο Πλάτων, είναι αποκλειστικό κτήμα των αιώνιων ειδών, τα οποία δεν εξαρτώνται από τίποτε άλλο για την ύπαρξή τους. Αντίθετα, τα αντικείμενα που αποτελούν τον αισθητό κόσμο οφείλουν τα χαρακτηριστικά τους κ ίδια τους την ύπαρξη στα είδη- έπεται, λοιπόν, ότι τα αισθητά αντικείμενα υπάρχουν με έναν παράγωγο ή εξαρτημένο τρόπο.
Ο Αριστοτέλης αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτό το καθεστώς εξάρτησης που ο Πλάτων απέδωσε στα αισθητά αντικείμενα. Κατά την ι του, αυτά τα αντικείμενα θα πρέπει να έχουν αυτόνομη ύπαρξη από αυτά αποτελείται ο πραγματικός κόσμος. Επιπλέον, οι ιδιότητες που συνιστούν το χαρακτήρα ενός συγκεκριμένου ατομικού αντικειμένου, υποστήριξε ο Αριστοτέλης, δεν έχουν ανεξάρτητη και ξεχωριστή ύπαρξη σε έναν κόσμο ιδεών, αλλά ανήκουν στο ίδιο το αντικείμενο. Το τέλειο είδος του σκύλου, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους σκύλους· ούτε και οι ιδιότητες των συγκεκριμένων σκύλων προκύπτουν μέσω της ατελούς αντιγραφής του είδους από κάθε συγκεκριμένο σκύλο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, υπάρχουν μόνο συγκεκριμένοι σκύλοι. Όλοι οι σκύλοι παρουσιάζουν φυσικά ένα σύνολο κοινών ιδιοτήτων – αλλιώς δεν θα είχαμε δικαίωμα να τους ονομάζουμε «σκύλους» – αλλά οι ιδιότητες αυτές υπάρχουν και ανήκουν σε κάθε συγκεκριμένο σκύλο ατομικά.
Ίσως αυτός ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων να ακούγεται οικείος. Οι περισσότεροι αναγνώστες αυτού του βιβλίου θα θεωρούσαν την απόδοση πρωταρχικής πραγματικότητας στα ατομικά αισθητά κείμενα (τα οποία ο Αριστοτέλης ονομάζει «ουσίες») ως διαπίστωση του κοινού νου, και πιθανόν οι σύγχρονοι του Αριστοτέλη αισθάνονταν ανάλογα. Αλλά αν αυτή η απόδοση είναι εύλογη από τη σκοπιά του κοινού νου, είναι επίσης επιτυχημένη από φιλοσοφική άποψη; Με άλλα λόγια, μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς, ή τουλάχιστον ευλόγως, τα δύσκολα φιλοσοφικά ζητήματα που έθεσαν οι Προσωκρατικοί και ο Πλάτων – τη φύση της θεμελιώδους πραγματικότητας, τα γνωσιολογικά προβλήματα, το πρόβλημα της μεταβολής και της σταθερότητας των πραγμάτων; Θα μελετήσουμε αυτά τα ζητήματα ένα προς ένα3
Η απόφαση να εντοπισθεί η πραγματικότητα στα αισθητά σωματοειδή αντικείμενα δεν μας αποκαλύπτει πολλά για την πραγματικότητα – μας λέει απλώς ότι θα πρέπει να την αναζητήσουμε στον αισθητό κόσμο. Ήδη στην εποχή του Αριστοτέλη, ο οποιοσδήποτε φιλόσοφος θα απαιτούσε να μάθει περισσότερα: για παράδειγμα, αν τα σωματοειδή αντικείμενα του αισθητού κόσμου είναι μη αναγώγιμα περαιτέρω ή θα πρέπει να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα σύνθεσης κάποιων θεμελιωδών συστατικών. Ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε το ζήτημα μέσω της διάκρισης μεταξύ ιδιοτήτων και υποκειμένων τους (η θερμότητα και ένα θερμό αντικείμενο, για παράδειγμα). Υποστήριξε (όπως θα έκαναν και οι περισσότεροι από μας) ότι κάθε ιδιότητα πρέπει να είναι ιδιότητα κάποιου πράγματος- αυτό το πράγμα ονομάζεται «υποκείμενο» της ιδιότητας. Για να είναι κάτι ιδιότητα θα πρέπει να ανήκει σε κάποιο υποκείμενο· οι ιδιότητες δεν μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα.
Τα ατομικά σωματοειδή αντικείμενα, επομένως, έχουν και ιδιότητες (χρώμα, βάρος, υφή και όλα τα σχετικά) και κάτι επιπλέον από αυτές τις ιδιότητες, το οποίο λειτουργεί ως υποκείμενό τους. Τους δύο αυτούς ρόλους παίζουν αντίστοιχα η «μορφή» (ή είδος) και η «ύλη» (πρόκειται για τεχνικούς όρους που δεν έχουν για τον Αριστοτέλη ακριβώς την ίδια σημασία με αυτή που έχουν για μας). Τα σωματοειδή αντικείμενα είναι «σύνθετα» μορφής και ύλης -η μορφή αποτελείται από τις ιδιότητες που κάνουν κάθε πράγμα αυτό που είναι, η ύλη είναι το υποκείμενο ή υπόστρωμα της μορφής. Ένα λευκό πέτρωμα, για παράδειγμα, είναι λευκό, σκληρό, βαρύ κ.ο.κ., λόγω της μορφής του’ αλλά η ύλη πρέπει να είναι, επίσης, παρούσα ως υποκείμενο της μορφής, και αυτή η ύλη δεν προσκομίζει δικές της ιδιότητες στην ένωσή της με τη μορφή4. (Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη θα συζητηθεί περαιτέρω στο κεφ. 12 παρακάτω, σε σχέση με τις μεσαιωνικές προσπάθειες διασάφησης και επέκτασής της).
Δεν μπορούμε ποτέ να ξεχωρίσουμε πραγματικά τη μορφή από την ύλη- παρουσιάζονται σε μας μόνο ως ενοποιημένο όλον. Αν μπορούσαμε να τις χωρίσουμε, θα ήμασταν ικανοί να βάλουμε τις ιδιότητες (που δεν θα ήταν πια ιδιότητες κάποιου πράγματος) σε ένα σωρό και την ύλη (απολύτως χωρίς ιδιότητες) σε έναν άλλο -κάτι προφανώς αδύνατον. Αλλά αν η μορφή και η ύλη δεν μπορούν ποτέ να χωριστούν, έχει νόημα να μιλάμε γι’ αυτές ως πραγματικά συστατικά μέρη των πραγμάτων; Δεν είναι αυτή η διάκριση καθαρά λογική, καθώς υπάρχει στη σκέψη μας αλλά όχι στον εξωτερικό κόσμο; Η απάντηση είναι σίγουρα αρνητική για τον Αριστοτέλη, και ίσως και για μας· οι περισσότεροι από μας θα σκέφτονταν πολύ πριν αρνηθούν την πραγματικότητα του κρύου ή του κόκκινου, αν και ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γεμίσουμε ένα καλάθι με κρύο ή κόκκινο. Ο Αριστοτέλης μάς εκπλήσσει ακόμη μια φορά, χρησιμοποιώντας έννοιες του κοινού νου για να οικοδομήσει ένα πειστικό φιλοσοφικό οικοδόμημα.
Ο αριστοτελικός ισχυρισμός ότι η πρωταρχική πραγματικότητα συνίσταται από συγκεκριμένα ατομικά όντα έχει βεβαίως γνωσιολογικές συνέπειες, αφού η αληθινή γνώση είναι γνώση του αληθώς πραγματικού. Στη βάση αυτού του κριτηρίου η προσοχή του Πλάτωνα στράφηκε φυσιολογικά προς τα αιώνια είδη, τα οποία μπορούμε να γνωρίσουμε μέσω του νου ή του φιλοσοφικού στοχασμού. Αντίθετα, η μεταφυσική των συγκεκριμένων ατομικών όντων που επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης κατηύθυνε τη δική του αναζήτηση της γνώσης προς τον κόσμο των ατομικών πραγμάτων, της φύσης και της μεταβολής -τον κόσμο που συναντούμε μέσω των αισθήσεων.
Η γνωσιολογία του Αριστοτέλη είναι πολύπλοκη και εκλεπτυσμένη. Εδώ αρκεί να επισημάνουμε ότι η διαδικασία απόκτησης γνώσης ξεκινά με την αισθητηριακή εμπειρία· από την επαναλαμβανόμενη αισθητηριακή εμπειρία προκύπτει η μνήμη· και από τη μνήμη, μέσω μιας διαδικασίας «ενορατικής» σύλληψης, ο έμπειρος ερευνητής είναι ικανός να διακρίνει τα καθολικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων. Μέσω της επανειλημμένης παρατήρησης σκύλων, για παράδειγμα, ο έμπειρος εκτροφέας σκύλων διακρίνει τι πραγματικά είναι ένας σκύλος· με άλλα λόγια, κατανοεί το είδος ή τον ορισμό του σκύλου, τα αποφασιστικά χαρακτηριστικά χωρίς τα οποία ένα ζώο δεν μπορεί να είναι σκύλος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Αριστοτέλης, όχι λιγότερο από τον Πλάτωνα, είναι προσανατολισμένος προς τη σύλληψη του καθολικού· αλλά, σε αντίθεση με το δάσκαλό του, υποστηρίζει ότι η διαδικασία σύλληψης του καθολικού ξεκινά από τα καθέκαστα. Από τη στιγμή που διαθέτουμε τον καθολικό ορισμό, μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε ως προκείμενη παραγωγικών συλλογισμών5.
Η γνώση αποκτάται, επομένως, μέσω μιας διαδικασίας που ξεκινά από την εμπειρία (όρος ιδιαίτερα ευρύς σε ορισμένα συμφραζόμενα, αφού ενδέχεται να περιλαμβάνει τις απόψεις της κοινής γνώμης ή τις αναφορές απομακρυσμένων παρατηρητών). Με αυτή την έννοια, η γνώση είναι εμπειρική- δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτε ανεξάρτητα από κάποια εμπειρία αυτού του τύπου. Αλλά ό, τι μαθαίνουμε μέσω αυτής της «επαγωγικής» διαδικασίας δεν αποκτά το καθεστώς αληθινής γνώσης, αν δεν αποκτήσει λογικά παραγωγική μορφή’ το τελικό γνωστικό προϊόν είναι ένας παραγωγικός συλλογισμός (καλό παράδειγμα του οποίου μας προσφέρουν οι ευκλείδειες αποδείξεις), στην αρχή του οποίου συναντούμε καθολικούς ορισμούς ως προκείμενες. Αν και ο Αριστοτέλης συζήτησε και το επαγωγικό και το παραγωγικό στάδιο της απόκτησης της γνώσης (το δεύτερο πολύ περισσότερο από το πρώτο), η ανάλυση του, ιδιαίτερα στην περίπτωση της επαγωγής, παρουσιάζει πολλές ελλείψεις σε σχέση με μεταγενέστερες μεθοδολογικές συζητήσεις.
Αυτή είναι η θεωρία της γνώσης που επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης αφηρημένα. Είναι, όμως, και η μέθοδος που χρησιμοποίησε στις δικές του επιστημονικές έρευνες; Κατά πάσα πιθανότητα, όχι – ίσως με κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις. Όπως και οι νεώτεροι επιστήμονες, ο Αριστοτέλης δεν προχώρησε ακολουθώντας κάποιο οδηγό μεθοδολογικών συνταγών, αλλά με τη βοήθεια χοντρικών και καθιερωμένων μεθόδων, με τη χρήση οικείων διαδικασιών, η αποτελεσματικότητα των οποίων είχε αποδειχθεί στην πράξη. Όπως έχει παρατηρήσει κάποιος, κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας, όπως και σε ορισμένα είδη πάλης, «κάνεις ό, τι μπορείς, και καμμία λαβή δεν απαγορεύεται»’ στην περίπτωση (για παράδειγμα) των εκτεταμένων βιολογικών του ερευνών, ο Αριστοτέλης προχώρησε ακριβώς έτσι. Το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με τη φύση και τα θεμέλια της γνώσης, ο Αριστοτέλης επεξεργάστηκε ένα θεωρητικό σχήμα (μια γνωσιολογία) το οποίο δεν είναι απολύτως συνεπές με την ίδια του την επιστημονική πρακτική, δεν αποτελεί έκπληξη, ούτε βέβαια και προσωπικό του ελάττωμα6.
Φύση και μεταβολή
Το πρόβλημα της μεταβολής αποτελούσε ήδη σημαντικό φιλοσοφικό ζήτημα από τον 5ο αιώνα π.Χ. Στον 4ο αιώνα, ο Πλάτων το είχε αντιμετωπίσει περιορίζοντας κάθε είδους μεταβολή στο ατελές υλικό αντίγραφο του αμετάβλητου κόσμου των ιδεών. Για τον Αριστοτέλη, έναν διακεκριμένο φυσιολόγο που ήταν φιλοσοφικά δεσμευμένος στην πλήρη πραγματικότητα των μεταβαλλόμενων ατομικών αντικειμένων που αποτελούν τον αισθητό κόσμο, το πρόβλημα της μεταβολής ήταν ιδιαίτερα έντονο7.
Η αφετηρία του Αριστοτέλη ήταν η κοινώς αποδεκτή υπόθεση ότι η μεταβολή είναι πραγματική. Αυτός ο ισχυρισμός αφ’ εαυτού δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά’ μένει ακόμη να αποδειχθεί ότι η ιδέα της μεταβολής μπορεί να αντέξει την εξονυχιστική εξέταση της φιλοσοφίας και να δειχθεί πώς η μεταβολή μπορεί να εξηγηθεί. Το οπλοστάσιο του Αριστοτέλη διέθετε ποικιλία όπλων για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Το πρώτο ήταν η διάκριση μορφής και ύλης. Αν κάθε αντικείμενο συνίσταται από μορφή και ύλη, ο Αριστοτέλης μπορούσε να συνδυάσει τη μεταβολή με τη σταθερότητα, υποστηρίζοντας ότι, όταν ένα αντικείμενο αλλάζει, η μορφή του μεταβάλλεται (μέσω μιας διαδικασίας αντικατάστασης, όπου η νέα μορφή αντικαθιστά την παλιά), ενώ η ύλη του παραμένει σταθερή. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε περαιτέρω ότι η μεταβολή μορφής λαμβάνει χώρα μεταξύ ενός ζεύγους αντιθέτων, ένα από τα οποία είναι η μορφή προς επίτευξη και το άλλο η έλλειψη ή απουσία της. Όταν το ξηρό γίνεται υγρό ή το ψυχρό γίνεται θερμό, πρόκειται για αλλαγή από την έλλειψη (ξηρό ή ψυχρό) προς την επιδιωκόμενη μορφή (υγρό ή θερμό). Έτσι, η μεταβολή για τον Αριστοτέλη δεν είναι ποτέ δίχως καθορισμένο τέλος, αλλά περιορίζεται στο στενό διάδρομο που συνδέει ζεύγη αντιθετικών ιδιοτήτων η τάξη είναι έτσι ορατή ακόμη και στο μέσον της αλλαγής.
Ένας αποφασισμένος οπαδός του Παρμενίδη θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί ότι μέχρι αυτού του σημείου η ανάλυση του Αριστοτέλη δεν μπορεί να αποφύγει την παρμενίδεια ένσταση για κάθε είδους μεταβολή, καθώς αναπόφευκτα αντιστοιχεί σε αίτημα πραγματοποίησης εκ του μηδενός. Η απάντηση του Αριστοτέλη περιέχεται στη διάκριση μεταξύ δύναμης και ενέργειας. Ο Αριστοτέλης χωρίς αμφιβολία θα αποδεχόταν ότι αν το είναι και το μη-είναι αποτελούν τις μοναδικές δυνατότητες – με άλλα λόγια, αν τα πράγματα είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν- τότε η μετάβαση από το μη-θερμό στο θερμό θα αντιστοιχούσε πράγματι σε πέρασμα από το μη-είναι στο είναι (από το μη-είναι του θερμού στο είναι του θερμού), και θα ήταν έτσι ευάλωτη στις αντιρρήσεις του Παρμενίδη. Αλλά ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί με την υπόθεση ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες που συσχετίζονται με το είναι: (1) το μη-είναι, (2) το είναι δυνάμει, και (3) το είναι ενεργεία. Αν αυτή η υπόθεση αληθεύει, τότε η μεταβολή λαμβάνει χώρα μεταξύ του δυνάμει και του ενεργεία είναι, χωρίς το μη-είναι να. εισέρχεται στη διαδικασία. Ένας σπόρος, για παράδειγμα, είναι δυνάμει, αλλά όχι ενεργεία, δέντρο. Καθώς γίνεται δέντρο, γίνεται ενεργεία αυτό που ήταν ήδη δυνάμει. Η μεταβολή, επομένως, αντιστοιχεί σε μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια-όχι από το μη- είναι στο είναι, αλλά από ένα είδος είναι σε ένα άλλο είδος είναι. Το βιολογικό πεδίο προσφέρει ίσως τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της θεωρητικής σύλληψης, αλλά η εφαρμοσιμότητά της είναι γενική. Ένα βαρύ σώμα που συγκρατείται πάνω από τη γη πέφτει για να εκπληρώσει το δυναμικό του (να βρεθεί με άλλα βαριά σώματα στο κέντρο του σύμπαντος)· ένα κομμάτι μαρμάρου μπορεί δυνάμει να δεχθεί οποιοδήποτε σχήμα επιλέξει να του δώσει ο γλύπτης.
Αν αυτά τα επιχειρήματα μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε από τα λογικά διλήμματα που συνδέονται με την ιδέα της μεταβολής, και άρα να αποδεχθούμε τη δυνατότητά της, δεν μας λένε τίποτε σχετικά με τα αίτιά της. Γιατί θα πρέπει ένας σπόρος να μεταβεί από την κατάσταση του δυνάμει δέντρου σε αυτήν του ενεργεία δέντρου, ή ένα αντικείμενο να γίνει από άσπρο μαύρο, αντί να παραμείνει στην αρχική του κατάσταση; Το ζήτημα αυτό μας οδηγεί στις απόψεις του Αριστοτέλη σχετικά με τη φύση και την αιτιότητα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο κόσμος στον οποίο κατοικούμε είναι εύτακτος και τα πράγματα που βρίσκονται σε αυτόν συμπεριφέρονται με προβλέψιμο τρόπο, επειδή κάθε φυσικό αντικείμενο έχει τη «φύση» του -το χαρακτήρα (σχετιζόμενο κυρίως με τη μορφή) που κάνει το αντικείμενο, σε περίπτωση που δεν παρεμβαίνει κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο, να συμπεριφέρεται κατά τον προσίδιο τρόπο του. Για τον Αριστοτέλη, έναν λαμπρό ζωολόγο, η αύξηση και η εξέλιξη των βιολογικών οργανισμών μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα μέσω της δραστηριότητας μιας τέτοιας εσωτερικής κινητήριας δύναμης. Το βελανίδι γίνεται βελανιδιά, γιατί αυτή είναι η φύση του. Αλλά η θεωρία μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις εκτός από τη βιολογική αύξηση, ακόμη και εκτός του βιολογικού πεδίου γενικά. Οι σκύλοι γαβγίζουν, οι πέτρες πέφτουν και το μάρμαρο ενδίδει στο σφυρί και το καλέμι του γλύπτη, λόγω των αντίστοιχων φύσεων τους. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι κάθε μεταβολή και κίνηση μπορεί να αναχθεί τελικά στη φύση κάθε πράγματος. Για το φυσικό φιλόσοφο, ο οποίος εξ ορισμού ενδιαφέρεται για τη μεταβολή και τα πράγματα που υπόκεινται σε αυτήν, αυτές οι φύσεις αποτελούν το κύριο αντικείμενο μελέτης. Στην παρούσα γενική διατύπωση της αριστοτελικής θεωρίας της «φύσης·’, οφείλουμε να προσθέσουμε δύο υπενθυμίσεις. Πρώτον, η θεωρία δεν ισχύει για αντικείμενα που παράγονται τεχνητά, αφού αυτά τα αντικείμενα δεν περιέχουν εσωτερική πηγή μεταβολής, αλλά είναι απλώς αποδέκτες εξωτερικών επιδράσεων. Δεύτερον, η φύση ενός σύνθετου οργανισμού δεν προκύπτει από την άθροιση ή μείξη των φύσεων των συστατικών υλικών του, αλλά είναι μια ενική φύση η οποία χαρακτηρίζει τον οργανισμό ως ενοποιημένο όλο8.
Έχοντας υπόψη αυτή τη θεωρία για τη φύση, μπορούμε να κατανοήσουμε ένα χαρακτηριστικό της επιστημονικής δραστηριότητας του Αριστοτέλη, το οποίο έχει προκαλέσει την απορία και την ανησυχία των νεώτερων σχολιαστών και κριτικών -την έλλειψη από το έργο του οποιουδήποτε στοιχείου που να αντιστοιχεί στην ελεγχόμενη πειραματική διαδικασία. Δυστυχώς η κριτική σε αυτό το θέμα παραβλέπει τους σκοπούς του Αριστοτέλη, οι οποίοι περιόριζαν δραστικά τις μεθοδολογικές του επιλογές. Αν, όπως πίστευε ο Αριστοτέλης, η φύση κάποιου πράγματος μπορεί να ανακαλυφθεί μέσω της συμπεριφοράς αυτού του πράγματος στη φυσική και αδέσμευτη κατάστασή του, τότε οποιοιδήποτε τεχνητοί περιορισμοί θα αποτελέσουν απλώς πηγή παρεμβολών. Αν, παρ’ όλες αυτές τις παρεμβολές, το αντικείμενο συμπεριφερθεί με το συνηθισμένο τρόπο του, τότε οι προσπάθειές μας δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό. Αν δημιουργήσουμε συνθήκες που εμποδίζουν την αποκάλυψη της φύσης του αντικειμένου, μαθαίνουμε απλώς ότι είναι δυνατόν να επέμβουμε στο αντικείμενο σε τέτοιο βαθμό που η φύση του να παραμείνει λανθάνουσα. Το πείραμα, επομένως, δεν αποκαλύπτει για τις φύσεις των αντικειμένων τίποτε το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει γνωστό με κάποιον καλύτερο τρόπο. Η επιστημονική πρακτική του Αριστοτέλη δεν πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα δικής του ανοησίας ή αμέλειας -της αδυναμίας του να αντιληφθεί μια προφανή διαδικαστική βελτίωση – αλλά ως μέθοδος συμβατή με τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόταν και κατάλληλα ταιριασμένη με τις ερωτήσεις που τον ενδιέφεραν. Η πειραματική επιστήμη δεν αναδύθηκε, όταν επιτέλους η ανθρώπινη φυλή παρήγαγε κάποιον τόσο έξυπνο ώστε να αντι- ληφθεί ότι οι τεχνητές και ελεγχόμενες συνθήκες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξερεύνηση της φύσης, αλλά όταν οι φυσικοί φιλόσοφοι άρχισαν να θέτουν ερωτήματα στα οποία μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να απαντήσει9.
Για να ολοκληρώσουμε την ανάλυση της αριστοτελικής θεωρίας της αλλαγής, θα πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στα περίφημα αριστοτελικά αίτια. Η κατανόηση κάποιας μεταβολής ή της παραγωγής ενός τεχνητού αντικειμένου ισοδυναμεί με τη γνώση των αιτίων τους (έννοια που θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα ως «εξηγητικοί παράγοντες και συνθήκες>0· Υπάρχουν τέσσερα τέτοια αίτια: η μορφή (ή είδος) την οποία προσλαμβάνει το αντικείμενο- η ύλη η οποία υπόκειται αυτής της μορφής που διατηρείται κατά τη διάρκεια της μεταβολής· αυτό του οποίου η δραστηριότητα είναι υπεύθυνη για την πραγματοποίηση της μεταβολής; και ο σκοπός τον οποίο εξυπηρετεί η μεταβολή. Αυτά τα τέσσερα αίτια ονομάζονται αντίστοιχα ειδικό, υλικό, ποιητικό και τελικό αίτιο. Αν θεωρήσουμε ένα εξαιρετικά απλό παράδειγμα, όπως η παραγωγή ενός αγάλματος, το ειδικό αίτιο είναι το σχήμα το οποίο παίρνει το μάρμαρο, το υλικό αίτιο είναι το μάρμαρο που παίρνει αυτό το σχήμα, το ποιητικό αίτιο είναι ο γλύπτης, και το τελικό αίτιο είναι ο σκοπός για τον οποίο παράγεται το άγαλμα (ίσως ο εξωραϊσμός της Αθήνας ή ο εορτασμός ενός από τους ήρωές της). Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η αναγνώριση του ενός ή του άλλου αιτίου είναι δύσκολη, ή στις οποίες ένα ή περισσότερα αίτια συγχωνεύονται, αλλά ο Αριστοτέλης ήταν πεπεισμένος ότι τα τέσσερα αυτά αίτια συνιστούν ένα αναλυτικό σχήμα το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί γενικά.
Έχουμε αναφέρει ήδη αρκετά για τη διάκριση μορφής και ύλης ώστε να είναι φανερό τι εννοούμε, όταν μιλούμε για ειδικά και υλικά αίτια. Η έννοια του ποιητικού αιτίου είναι αρκούντως κοντά στις νεώτερες έννοιες αιτιότητας ώστε να μην απαιτεί περαιτέρω σχολιασμό, αλλά η έννοια του τελικού αιτίου απαιτεί κάποιες εξηγήσεις. Κατά πρώτον, η έκφραση «τελικό αίτιο» δεν σχετίζεται με το γεγονός ότι αυτό το είδος αιτίου εμφανίζεται συχνά στο τέλος του καταλόγου των αριστοτελικών αιτίων. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ορθώς ότι η γνώση του σκοπού ή της λειτουργίας πολλών πραγμάτων είναι απαραίτητη για την κατανόησή τους. Για να εξηγήσουμε, για παράδειγμα, την τοποθέτηση των δοντιών στο στόμα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις λειτουργίες τους (κοφτερά δόντια μπροστά για την αποκοπή της τροφής, τραπεζίτες πίσω για την άλεσή της). Ή, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από το ανόργανο βασίλειο, δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε γιατί ένα πριόνι είναι φτιαγμένο έτσι όπως είναι χωρίς να γνωρίζουμε τη λειτουργία για την εξυπηρέτηση της οποίας κατασκευάστηκε. Ο Αριστοτέλης προχώρησε ως την απόδοση προτεραιότητας στο τελικό αίτιο έναντι του υλικού αιτίου, σημειώνοντας ότι ο σκοπός του πριονιού καθορίζει το υλικό (σίδηρος) από το οποίο πρέπει να κατασκευαστεί, ενώ η ενδεχόμενη κατοχή ενός κομματιού σιδήρου δεν καθορίζει με κανέναν τρόπο τη μετατροπή του σε πριόνι10.
Το πιο σημαντικό ίσως σχόλιο που μπορεί να γίνει για τα τελικά αίτια αφορά στο ρόλο του σκοπού στο αριστοτελικό σύμπαν (ο φιλοσοφικός όρος είναι «τελεολογία»), Ο κόσμος του Αριστοτέλη δεν είναι ο αδρανής και μηχανιστικός κόσμος των ατομικών, στον οποίο το κάθε άτομο ακολουθεί την τροχιά του ανεξάρτητα από όλα τα άλλα. Ο κόσμος του Αριστοτέλη δεν είναι ένας κόσμος του τυχαίου και των συμπτώσεων, αλλά ένας εύτακτος, οργανωμένος κόσμος, ένας κόσμος σκοπιμότητας, στον οποίο κάθε πράγμα εξελίσσεται προς το τέλος που καθορίζει η φύση του. Θα ήταν άδικο και άσκοπο να κρίνουμε τις απόψεις του Αριστοτέλη από το βαθμό στον οποίο προεικονίζουν στοιχεία της νεώτερης επιστήμης (ως αν ο στόχος του να ήταν η απάντηση των δικών μας ερωτημάτων, και όχι των δικών του)· παρ’ όλα αυτά είναι αξιοσημείωτο ότι η έμφαση στη λειτουργική εξήγηση, στην οποία οδηγεί η τελεολογία του Αριστοτέλη, απέκτησε θεμελιώδη σημασία για όλες τις επιστήμες και παραμένει ακόμη και σήμερα κυρίαρχος τρόπος εξήγησης στις βιολογικές επιστήμες.
Κοσμολογία
Ο Αριστοτέλης δεν επινόησε απλώς μεθόδους και αρχές για τη διερεύνηση και κατανόηση του κόσμου, όπως η μορφή και η ύλη, η φύση. η δύναμη και η ενέργεια, και τα τέσσερα αίτια. Παράλληλα, διατύπωσε λεπτομερείς θεωρίες, οι οποίες άσκησαν ευρύτατη επίδραση, για ένα τεράστιο φάσμα φυσικών φαινομένων, από τους ουρανούς μέχρι τη γη και τους κατοίκους της11.
Ας αρχίσουμε με το ερώτημα των αρχών. Ο Αριστοτέλης αρνήθηκε με συνέπεια τη δυνατότητα αρχής του σύμπαντος, επιμένοντας ότι το σύμπαν θα πρέπει να είναι αιώνιο. Την εναλλακτική άποψη – ότι το σύμπαν προέκυψε κάποια χρονική στιγμή – τη θεωρούσε αδιανόητη, καθώς παραβαίνει (μεταξύ των άλλων) την παρμενίδεια απαγόρευση δημιουργίας εκ του μηδενός. Η θέση του Αριστοτέλη σε αυτό το ζήτημα αποδείχθηκε προβληματική για τους μεσαιωνικούς σχολιαστές του.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε αυτό το αιώνιο σύμπαν ως μια τεράστια σφαίρα χωρισμένη σε μιαν ανώτερη και μια κατώτερη περιοχή από το σφαιρικό κέλυφος στο οποίο είναι τοποθετημένη η Σελήνη. Πάνω από τη Σελήνη είναι η ουράνια περιοχή· η ίδια η Σελήνη, χωρικά ενδιάμεση, έχει επίσης ενδιάμεση φύση. Η γήινη ή υποσελήνια περιοχή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη γένεσης, φθοράς και μεταβολών κάθε είδους· αντίθετα η ουράνια περιοχή είναι περιοχή αιώνια αμετάβλητων κύκλων. Η καταγωγή αυτή της διάκρισης θα πρέπει να αναζητηθεί στην παρατήρηση· στο έργο του Περί ουρανού, ο Αριστοτέλης επισήμανε ότι «σε όλο τον παρελθόντα χρόνο, σύμφωνα με τις παραδεδομένες μαρτυρίες, καμμία μεταβολή δεν φαίνεται να έχει συμβεί ούτε στο σύνολο του εξώτερου ουρανού ούτε σε κάποιο από τα οικεία μέρη του»12. Αν στους ουρανούς παρατηρούμε αιώνια αμετάβλητες κυκλικές κινήσεις, συνέχισε ο Αριστοτέλης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ουρανοί δεν αποτελούνται από τα στοιχεία που συναντούμε στη γη, η φύση των οποίων (όπως αποκαλύπτει η παρατήρηση) είναι να κινούνται προς τα πάνω ή προς τα κάτω με μεταβατικές ευθύγραμμες κινήσεις. Οι ουρανοί θα πρέπει να αποτελούνται από ένα αναλλοίωτο πέμπτο στοιχείο (υπάρχουν τέσσερα στοιχεία στη γη), τον αιθέρα (ο οποίος, ως πέμπτη ουσία, ονομάστηκε αργότερα πεμπτουσία). Η ουράνια περιοχή είναι πλήρης αιθέρα (δεν υπάρχει κενός χώρος) και διαιρείται, όπως θα δούμε, σε ομόκεντρα σφαιρικά κελύφη τα οποία φέρουν τους πλανήτες. Για τον Αριστοτέλη, η φύση της ουράνιας περιοχής είναι ανώτερη και σχεδόν θεία13.
Η υποσελήνια περιοχή είναι η σκηνή της γένεσης, της φθοράς και της αστάθειας. Ο Αριστοτέλης, όπως και οι προηγούμενοι φιλόσοφοι, αναζήτησε τα θεμελιώδη στοιχεία στα οποία μπορεί να αναχθεί η πολυμορφία των ουσιών που βρίσκουμε στη γήινη περιοχή. Αποδέχθηκε ια τέσσερα στοιχεία που είχε αρχικά προτείνει ο Εμπεδοκλής και κατόπιν υιοθετήσει ο Πλάτων -τη γη, το νερό, τον αέρα και τη φωτιά. Συμφώνησε με τον Πλάτωνα ότι αυτά τα στοιχεία είναι αναγώγιμα σε κάτι ακόμη πιο θεμελιώδες’ αλλά, καθώς δεν συμμεριζόταν τη μαθηματική προδιάθεση του Πλάτωνα, αρνήθηκε να δεχθεί τα κανονικά στερεά του Πλάτωνα και τα συστατικά τους τρίγωνα. Αντ’ αυτών, εξέφρασε την προσήλωσή του στον κόσμο της αισθητηριακής εμπειρίας, επιλέγοντας ως έσχατα δομικά υλικά ορισμένες αισθητές ιδιότητες ή ποιότητες. Δύο ζεύγη τέτοιων ιδιοτήτων έχουν αποφασιστική σημασία: το θερμό με το ψυχρό και το υγρό με το ξηρό. Αυτές οι ιδιότητες συνδυάζονται σε τέσσερα ζεύγη· από κάθε τέτοιο ζεύγος προκύπτει ένα από τα στοιχεία (βλ. Εικ. 3.2.).
Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι αντίθετες ιδιότητες. Τίποτα δεν απαγορεύει την αντικατάσταση μιας οποιασδήποτε από τις τέσσερις ιδιότητες από την αντίθετη ιδιότητά της (ως αποτέλεσμα εξωτερικής επίδρασης). Καθώς το νερό θερμαίνεται, και έτσι το ψυχρό του νερού μεταβάλλεται σε θερμό, το νερό μεταβάλλεται σε αέρα. Μια τέτοια διαδικασία εξηγεί εύκολα τις αλλαγές φάσης (από στερεό σε υγρό και αέριο, και αντίθετα), αλλά και γενικότερα τη μεταλλαγή μιας ουσίας σε άλλη. Οι αλχημιστές μπορούσαν εύκολα, να οικοδομήσουν πάνω σε μια τέτοια θεωρία14.
Οι διάφορες ουσίες που αποτελούν τον κόσμο τον γεμίζουν πλήρως, χωρίς να αφήνουν καθόλου κενό χώρο. Για να αποτιμήσουμε την άποψη του Αριστοτέλη θα πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τη σχεδόν αυτόματη τάση μας να σκεφτόμαστε σύμφωνα με την ατομική θεωρία· θα πρέπει να θεωρήσουμε τα υλικά πράγματα όχι ως σχηματισμούς μικροσκοπικών σωματιδίων, αλλά ως συνεχείς ολότητες. Αν είναι προφανές, ας πούμε, ότι ένα καρβέλι ψωμί αποτελείται από ψίχουλα που διαχωρίζονται από μικροσκοπικά κενά, δεν υπάρχει κανείς λόγος που να μας απαγορεύει να υποθέσουμε ότι αυτά τα κενά είναι γεμάτα με κάποια λεπτότερη ουσία, όπως ο αέρας ή το νερό. Δεν υπάρχει επίσης απλός τρόπος να καταδείξει κανείς, όπως και προφανής λόγος για να μην πιστεύει, ότι το νερό και ο αέρας δεν είναι συνεχή. Ανάλογα επιχειρήματα, όσον αφορά ολόκληρο το σύμπαν, οδήγησαν τον Αριστοτέλη στο συμπέρασμα ότι το σύμπαν είναι πλήρες (plenum) και δεν περιέχει κενούς χώρους.
Ο Αριστοτέλης υπερασπίστηκε αυτό το συμπέρασμα με ποικιλία επιχειρημάτων, όπως το ακόλουθο. Θα πρέπει πάντα να υπάρχει ένας αριθμητικός λόγος μεταξύ δύο οποιωνδήποτε κινήσεων (μετρούμενος με τα χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για να διανυθεί ένα δεδομένο διάστημα). Αν αυτή η χρονική διαφορά προκύπτει από τη διαφορά της πυκνότητας των δύο μέσων, ο λόγος των χρόνων θα ισούται με το λόγο των πυκνοτήτων. Αν όμως ένα από τα δύο μέσα ήταν κενός χώρος, η μηδενική πυκνότητά του δεν θα μπορούσε να σχηματίσει λόγο με την πυκνότητα του άλλου μέσου, και άρα δεν θα υπήρχε ο λόγος μεταξύ των δύο χρονικών διαστημάτων, όπως είχαμε υποθέσει στην αρχή του επιχειρήματος. Σήμερα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα, υποστηρίζοντας ότι, αν η αντίσταση είναι αυτή που περιορίζει την ταχύτητα ενός κινούμενου σώματος, τότε η έλλειψη αντίστασης θα επέτρεπε στο σώμα να κινηθεί με άπειρη ταχύτητα -έννοια που δεν έχει νόημα. Κριτικοί σχολιαστές έχουν συχνά επισημάνει ότι αυτό το επιχείρημα μπορεί να εκληφθεί με δύο τρόπους: αποδεικνύει εξίσου είτε ότι η έλλειψη αντίστασης δεν συνεπάγεται άπειρη ταχύτητα είτε ότι δεν υπάρχει κενό. Η παρατήρηση είναι βεβαίως ορθή. Ομως θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η άρνηση του κενού από τον Αριστοτέλη δεν ήταν βασισμένη μόνο σε αυτό το επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, αυτό το επιχείρημα αποτελούσε μικρό μόνο μέρος μιας εκτεταμένης εκστρατείας κατά των ατομικών, στην οποία ο Αριστοτέλης καταπολέμησε την έννοια του κενού χώρου ή τόπου με ποικίλα επιχειρήματα, περισσότερο ή λιγότερο πειστικά15.
Κάθε στοιχείο, εκτός από θερμό ή ψυχρό και υγρό ή ξηρό, είναι επίσης βαρύ ή ελαφρύ. Η γη και το νερό είναι βαριά, με τη γη βαρύτερη
από το νερό. Ο αέρας και η φωτιά είναι ελαφρά, με τη φωτιά ελαφρύτερη από τον αέρα. Όταν ο Αριστοτέλης απέδωσε σε δύο από τα στοιχεία ελαφρύτητα. δεν εννοούσε (όπως θα μπορούσαμε να εννοούμε εμείς σε έναν ανάλογο ισχυρισμό) ότι είναι απλώς λιγότερο βαριά, αλλά ότι είναι ελαφρά με απόλυτη έννοια· η ελαφρύτητα δεν είναι εξασθενημένη μορφή βαρύτητας, αλλά ιδιότητα αντίθετη της βαρύτητας. Επειδή η γη και το νερό είναι βαριά, η φύση τους είναι να κατεβαίνουν προς το κέντρο του σύμπαντος· επειδή ο αέρας και η φωτιά είναι ελαφρά, η φύση τους είναι να ανεβαίνουν προς την περιφέρεια (την περιφέρεια της γήινης περιοχής, το σφαιρικό κέλυφος που φέρει τη Σελήνη). Αν δεν υπήρχαν εμπόδια, επομένως, η γη και το νερό θα κατέβαιναν προς το κέντρο· λόγω της μεγαλύτερης βαρύτητάς της η γη θα συγκεντρωνόταν στο κέντρο, με το νερό σε ένα ομόκεντρο σφαιρικό κέλυφος γύρω της. Ο αέρας και η φωτιά ανεβαίνουν, αλλά η φωτιά, λόγω της μεγαλύτερης ελαφρύτητάς της. καταλαμβάνει την εξώτατη περιοχή και ο αέρας σχηματίζει ομόκεντρη σφαίρα στο εσωτερικό της. Στην ιδανική περίπτωση (στην οποία δεν υπάρχουν ανάμεικτα σώματα και δεν υπάρχει τίποτε να εμποδίσει τα τέσσερα στοιχεία να εκπληρώσουν τη φύση τους), τα στοιχεία θα σχημάτιζαν ένα σύνολο ομόκεντρων σφαιρών: η φωτιά στο εξωτερικό, ακολουθούμενη από τον αέρα, το νερό και τη γη στο κέντρο (βλ. Εικ. 3.3). Αλλά στην πραγματικότητα, ο κόσμος αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από ανάμεικτα σώματα, τα οποία παρεμβάλλονται το ένα στο άλλο. και η ιδανική κατάσταση δεν πραγματοποιείται ποτέ. Όμως η ιδανική διευθέτηση καθορίζει το φυσικό τόπο κάθε στοιχείου’ ο φυσικός τόπος της γης είναι στο κέντρο του σύμπαντος, της φωτιάς αμέσως κάτω από τη σφαίρα της Σελήνης, κ.ο.κ.16
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η διευθέτηση των στοιχείων είναι σφαιρική. Η γη συγκεντρώνεται στο κέντρο και σχηματίζει τη Γη, η οποία είναι επίσης σφαιρική. Ο Αριστοτέλης υπεράσπισε αυτή την πεποίθηση με ποικίλα επιχειρήματα. Ξεκινώντας από τη φυσική φιλοσοφία του, επισήμανε ότι αφού η φυσική τάση της γης είναι να κινείται προς το κέντρο του σύμπαντος, θα πρέπει να διατάσσεται συμμετρικά γύρω από αυτό το σημείο. Αλλά επισήμανε, επίσης, τα δεδομένα της παρατήρησης, όπως την κυκλική σκιά που ρίχνει η Γη κατά τη διάρκεια των εκλείψεων της Σελήνης ή το γεγονός ότι η από βορρά προς νότο κίνηση ενός παρατηρητή στην επιφάνεια της Γης αλλοιώνει τη φαινομένη θέση των αστέρων. Ο Αριστοτέλης ανέφερε ακόμη και μια μαθηματική εκτίμηση του μήκους της περιφέρειας της Γης (400.000 στάδια = περίπου 45.000 μίλια, περίπου 1,8 φορές μεγαλύτερη από τη σύγχρονη τιμή). Η σφαιρικότητα της Γης, μετά την υπεράσπισή της από τον Αριστοτέλη, δεν ξεχάστηκε ποτέ, ούτε και αμφισβητήθηκε σοβαρά. Ο ευρέως διαδεδομένος μύθος ότι οι μεσαιωνικοί άνθρωποι πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη είναι κατασκεύασμα των Νεώτερων Χρόνων.17
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε μιαν από τις συνέπειες αυτής της κοσμολογίας -ο χώρος, αντί να είναι ένα ουδέτερο, ομογενές πλαίσιο (σε αναλογία με τη σύγχρονη σύλληψη του γεωμετρικού χώρου) μέσα στο οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα, αποκτά ιδιότητες. Ή, για να εκφραστούμε σαφέστερα, ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος χώρου, ενώ ο κόσμος του Αριστοτέλη είναι ένας κόσμος τόπου. Τα βαριά σώματα κινούνται προς τον τόπο τους στο κέντρο του σύμπαντος, όχι λόγω κάποιας τάσης να ενωθούν με τα άλλα βαριά σώματα που βρίσκονται εκεί, αλλά επειδή είναι η φύση τους να αναζητούν αυτό το κεντρικό σημείο· ακόμη και αν, ως εκ θαύματος, το κέντρο συνέβαινε να ήταν κενό (κάτι τέτοιο είναι φυσικά αδύνατο σε ένα αριστοτελικό σύμπαν, αλλά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα φανταστική κατάσταση), θα παρέμενε ο προορισμός των βαριών σωμάτων18.
Επίγεια και ουράνια κίνηση
Ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης είναι μέσω των δύο βασικών αρχών της. Η πρώτη είναι ότι η κίνηση δεν είναι ποτέ αυθόρμητη: δεν υπάρχει κίνηση χωρίς κινούν. Η δεύτερη είναι η διάκριση μεταξύ δύο τύπων κίνησης: η κίνηση προς το φυσικό τόπο του κινούμενου σώματος είναι «φυσική κίνηση»· η κίνηση προς οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση είναι «εξαναγκασμένη ή βίαιη κίνηση».
Το κινούν στην περίπτωση της φυσικής κίνησης είναι η φύση του σώματος, η οποία είναι υπεύθυνη για την τάση του να κινηθεί προς το φυσικό του τόπο, όπως αυτός καθορίζεται από την ιδανική σφαιρική διευθέτηση των στοιχείων. Τα ανάμεικτα σώματα παρουσιάζουν τάση κίνησης προς μια διεύθυνση, η οποία εξαρτάται από την αναλογία των διαφόρων στοιχείων στη σύνθεσή τους. Όταν κάποιο σώμα που κινείται με φυσική κίνηση φθάνει στο φυσικό τόπο του. η κίνηση σταματά. Το κινούν στην περίπτωση της εξαναγκασμένης κίνησης είναι κάποια εξωτερική δύναμη, η οποία υποχρεώνει το σώμα να παραβεί τη φυσική του τάση και να κινηθεί σε κάποια διεύθυνση άλλη από αυτή προς το φυσικό του τόπο. Αυτού του είδους η κίνηση σταματά όταν η εξωτερική δύναμη σταματήσει να ενεργεί19.
Μέχρις εδώ, όλα φαίνονται εύλογα. Μια προφανής δυσκολία είναι να εξηγήσει κανείς γιατί ένα βλήμα, το οποίο εκτοξεύεται οριζόντια και άρα εκτελεί εξαναγκασμένη κίνηση, δεν σταματά αμέσως μόλις χάσει την επαφή του με αυτό που το εκτόξευσε. Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι ότι το μέσο αναλαμβάνει το ρόλο του κινούντος. Όταν εκτοξεύουμε ένα αντικείμενο, δρούμε επίσης στο περιβάλλον μέσο (στον αέρα, για παράδειγμα), μεταδίδοντάς του τη δύναμη να κινεί το αντικείμενο- αυτή η δύναμη μεταδίδεται διαδοχικά στα μέρη του μέσου, έτσι ώστε το βλήμα βρίσκεται πάντα σε επαφή με κάποιο μέρος του μέσου που είναι ικανό να το διατηρήσει σε κίνηση. Αν αυτή η εξήγηση δεν φαίνεται εύλογη, σκεφθείτε πόσο λιγότερο εύλογη (από τη σκοπιά του Αριστοτέλη) είναι η εναλλακτική πρόταση -ότι το βλήμα, το οποίο έχει την έμφυτη τάση να κινηθεί προς το κέντρο του σύμπαντος, κινείται οριζόντια ή προς τα πάνω παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτε πλέον που να προκαλεί αυτή την κίνηση.
Η δύναμη δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας της κίνησης. Σε όλες τις πραγματικές περιπτώσεις κίνησης στην επίγεια περιοχή, υπάρχει επίσης αντίσταση, μια αντίθετη δύναμη. Και ήταν σαφές για τον Αριστοτέλη ότι η ταχύτητα της κίνησης θα πρέπει να εξαρτάται από αυτούς τους δύο καθοριστικούς παράγοντες -την κινητήρια δύναμη και την αντίσταση. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Ποια είναι η σχέση μεταξύ της δύναμης, της αντίστασης και της ταχύτητας; Αν και κατά πάσα πιθανότητα ο Αριστοτέλης δεν σκέφθηκε ότι θα μπορούσε να υπάρχει ένας ποσοτικός νόμος καθολικής ισχύος, ενδιαφέρθηκε για το ερώτημα και έκανε κάποιες ανιχνευτικές διαδρομές στην περιοχή του ποσοτικού. Αναφερόμενος στη φυσική κίνηση, τόσο στο Περί ουρανού όσο και στα Φυσικά, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι όταν πέφτουν δύο σώματα διαφορετικού βάρους, τα χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για να καλυφθεί μια δεδομένη απόσταση είναι αντιστρόφως ανάλογα των βαρών (ένα σώμα με διπλάσιο βάρος απαιτεί το μισό χρόνο). Στο ίδιο κεφάλαιο των Φυσικών, ο Αριστοτέλης εισήγαγε την αντίσταση στην ανάλυση της φυσικής κίνησης, υποστηρίζοντας ότι αν σώματα ίδιου βάρους κινούνται σε μέσα με διαφορετικές πυκνότητες, τα χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για να διανυθεί μια δεδομένη απόσταση είναι ανάλογα με τις πυκνότητες των αντίστοιχων μέσων: όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα, τόσο πιο αργά κινείται το σώμα. Τέλος, επίσης στα Φυσικά, ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με την εξαναγκασμένη κίνηση υποστηρίζοντας ότι, αν μια δεδομένη δύναμη μετακινεί ένα δεδομένο βάρος (ενάντια στη φύση του) για δεδομένη απόσταση σε δεδομένο χρονικό διάστημα, η ίδια δύναμη θα μετακινήσει το μισό βάρος για διπλάσια απόσταση στο ίδιο χρονικό διάστημα (ή για ίση απόσταση στο μισό χρονικό διάστημα)· αλλιώς, η μισή δύναμη θα μετακινήσει το μισό βάρος για ίση απόσταση σε ίσο χρονικό διάστημα20.
Από τέτοιες προτάσεις, κάποιοι από αυτούς που ακολούθησαν τον Αριστοτέλη προσπάθησαν εντατικά να εξαγάγουν ένα γενικό νόμο. Ο νόμος αυτός συνήθως διατυπώνεται ως:
τ = Δ/Α
Με άλλα λόγια, η ταχύτητα (τ) είναι ανάλογη της κινητήριας δύναμης (Δ) και αντιστρόφως ανάλογη της αντίστασης (Α). Στην ειδική περίπτωση της φυσικής πτώσης ενός σώματος με βάρος, η κινητήρια δύναμη είναι το βάρος (Β) του σώματος· η σχέση διατυπώνεται τότε:
τ = Β/Α
Τέτοιου είδους σχέσεις δεν έρχονται πιθανόν σε σοβαρή αντίθεση με τις προθέσεις του Αριστοτέλη για τις περισσότερες περιπτώσεις κίνησης· η διατύπωσή τους, όμως, σε μαθηματική μορφή, όπως έγινε παραπάνω, υπονοεί ότι ισχύουν για όλες τις τιμές των τ, Δ, και Α -κάτι το οποίο ο Αριστοτέλης ασφαλώς θα είχε αρνηθεί. Δήλωσε ρητά, για παράδειγμα, ότι στην περίπτωση που η αντίσταση είναι ίση με την κινητήρια δύναμη δεν υπάρχει καθόλου κίνηση, ενώ ο παραπάνω τύπος δεν οδηγεί σε τέτοιο αποτέλεσμα. Επιπλέον, η εμφάνιση της ταχύτητας σε αυτές τις σχέσεις παρερμηνεύει σοβαρά το εννοιολογικό πλαίσιο του Αριστοτέλη, το οποίο δεν περιείχε την έννοια της ταχύτητας ως ποσοτικού μέτρου της κίνησης, αλλά περιέγραφε την κίνηση μόνο με όρους αποστάσεων και χρόνων. Η ταχύτητα ως τεχνικός επιστημονικός όρος. στον οποίο μπορεί να αποδοθούν αριθμητικές τιμές, αποτελεί συμβολή του Μεσαίωνα.
Ο Αριστοτέλης έχει επικριθεί αυστηρά για τη θεωρία της κίνησης που επεξεργάστηκε, στη βάση της υπόθεσης ότι κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να αναγνωρίζει ότι αυτή η θεωρία παρουσιάζει ανυπέρβλητα προβλήματα. Είναι αυτή η κριτική δικαιολογημένη; Κατά πρώτον, λίγοι ιστορικοί θεωρούν την απόδοση επαίνου ή ψόγου ως την πρωταρχική αποστολή τους’ η κατανόηση του παρελθόντος φαίνεται να αποτελεί πολύ πιο χρήσιμο στόχο. Δεύτερον, κάποιες από τις κριτικές ισχύουν μόνο για τη θεωρία που απέδωσαν στον Αριστοτέλη οι οπαδοί του και οι κριτικοί του. και όχι για τη δική του. Τρίτον, η θεωρία στην αυθεντική αριστοτελική εκδοχή της είναι ιδιαίτερα εύλογη· διάφορες έρευνες, για παράδειγμα, έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία του σύγχρονου πληθυσμού πανεπιστημιακής μόρφωσης θα ήταν έτοιμη να συμφωνήσει με πολλές από τις βασικές προτάσεις της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης. Τέταρτον, το σχετικά χαμηλό επίπεδο ποσοτικού περιεχομένου της θεωρίας του Αριστοτέλη εξηγείται εύκολα ως συνέπεια της σύνολης φυσικής φιλοσοφίας του. Ο πρωταρχικός στόχος του ήταν η κατανόηση της ουσιώδους φύσης κάθε πράγματος, και όχι η εξερεύνηση των ποσοτικών σχέσεων μεταξύ τυχαίων ή κατά συμβεβηκός παραγόντων, όπως οι χωρο-χρονικές (ή τόπο-χρονικές) συντεταγμένες που μπορούν να αποδοθούν σε ένα κινούμενο σώμα- ακόμη και μια εξαντλητική διερεύνηση τέτοιων παραγόντων δεν προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες ως προς το ζητούμενο. (Ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της νεώτερης μηχανικής είναι ακριβώς η πρόθεσή της να αντιμετωπίσει όλα τα σώματα με τον ίδιο τρόπο, αρνούμενη να αναγνωρίσει διαφορές στην ουσιώδη φύση τους: από ό,τι και να αποτελείται το σώμα, οι ίδιοι νόμοι ισχύουν και οι ίδιες συμπεριφορές προκύπτουν σε ίδιες συνθήκες). Μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στον Αριστοτέλη, αν θέλουμε, γιατί τα ενδιαφέροντά του δεν συμπίπτουν με τα δικά μας, αλλά δεν μαθαίνουμε τίποτε σημαντικό για τον Αριστοτέλη από κριτικές τέτοιου είδους.
Η κίνηση στην ουράνια σφαίρα είναι φαινόμενο εντελώς διαφορετικού είδους. Οι ουρανοί αποτελούνται από την πέμπτη ουσία, μιαν αναλλοίωτη ουσία η οποία, καθώς δεν έχει αντίθετο στοιχείο, δεν επιδέχεται ποιοτική αλλαγή. Θα άρμοζε σε μια τέτοια περιοχή να ήταν τελείως ακίνητη, αλλά αυτή η υπόθεση διαψεύδεται και από την πλέον πρόχειρη παρατήρηση του ουρανού. Ο Αριστοτέλης, επομένως, απέδωσε στα ουράνια σώματα το τελειότερο είδος κίνησης -τη συνεχή ομαλή κυκλική κίνηση. Η ομαλή κυκλική κίνηση δεν είναι μόνο η τελειότερη μορφή κίνησης, αλλά φαίνεται και ικανή να εξηγήσει τους παρατηρούμενους ουράνιους κύκλους.
Στην εποχή του Αριστοτέλη, αυτοί οι κύκλοι αποτελούσαν ήδη αντικείμενο μελέτης για αιώνες. Είχε γίνει αντιληπτό ότι οι απλανείς αστέρες κινούνται απολύτως ομαλά, σαν να είναι στερεωμένοι σε μια ομαλά περιστρεφόμενη σφαίρα, με περίοδο περιστροφής περίπου μια ημέρα. Αλλά υπήρχαν επτά αστέρες, οι «πλανώμενοι» αστέρες ή πλανήτες, οι οποίοι εκτελούσαν μια περισσότερο πολύπλοκη κίνηση· αυτοί οι επτά αστέρες ήταν ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Δίας και ο Κρόνος. Ο Ήλιος κινείται αργά (περίπου I0/ημέρα) από τα δυτικά στα ανατολικά, με μικρές μεταβολές ταχύτητας, ακλουθώντας, στη σφαίρα των σταθερών αστέρων, μια τροχιά που είναι εκλειπτική και περνά από το κέντρο του ζωδιακού κύκλου. Η Σελήνη ακολουθεί περίπου την ίδια τροχιά, αλλά κινείται ταχύτερα (περίπου 12°/ημέρα). Οι υπόλοιποι πλανήτες κινούνται επίσης πάνω στην εκλειπτική, με μεταβλητή ταχύτητα και με περιστασιακές αλλαγές κατεύθυνσης.
Θα μπορούσαν τέτοιες σύνθετες κινήσεις να είναι συμβατές με τις απαιτήσεις της ομαλής κυκλικής κίνησης του ουρανού; Ο Εύδοξος, μια γενιά πριν από τον Αριστοτέλη, είχε ήδη δείξει ότι είναι συμβατές. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το ζήτημα στο κεφάλαιο 5 παρακάτω1 προσωρινά, αρκεί να σημειώσουμε ότι ο Εύδοξος αντιμετώπισε κάθε σύνθετη πλανητική κίνηση ως συνισταμένη σειράς απλών ομαλών κυκλικών κινήσεων. Αυτό το πέτυχε αποδίδοντας σε κάθε πλανήτη μια σειρά ομόκεντρων σφαιρών και σε κάθε σφαίρα μια συνιστώσα της σύνθετης πλανητικής κίνησης. Ο Αριστοτέλης υιοθέτησε το σχήμα του Ευδόξου με ορισμένες τροποποιήσεις. Όταν τελείωσε την επεξεργασία του, είχε δημιουργήσει έναν πολύπλοκο ουράνιο μηχανισμό, ο οποίος αποτελείται από πενήντα πέντε πλανητικές σφαίρες συν τη σφαίρα των απλανών αστέρων.
Ποιο είναι όμως το αίτιο της κίνησης στον ουρανό; Η φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη δεν θα μπορούσε να αφήσει ένα τέτοιο ερώτημα αναπάντητο. Οι ουράνιες σφαίρες αποτελούνται, βέβαια, από αιθέρα· η κίνησή τους, αφού είναι αιώνια, θα πρέπει να είναι φυσική και όχι εξαναγκασμένη. Το αίτιο της αιώνιας αυτής κίνησης θα πρέπει να είναι το ίδιο ακίνητο, αφού αν δεν υποθέσουμε ένα ακίνητο κινούν, θα βρεθούμε σύντομα παγιδευμένοι σε μιαν άπειρη ακολουθία: ένα κινούμενο κινούν θα έχει αποκτήσει την κίνησή του από ένα άλλο κινούμενο κινούν, κ.ο.κ. Ο Αριστοτέλης ονόμασε το ακίνητο κινούν των πλανητικών σφαιρών «Πρώτο Κινούν»: πρόκειται για έναν έμψυχο θεό που αντιστοιχεί στο ύψιστο αγαθό, είναι απολύτως ενεργός (είναι πάντα ενεργεία και ποτέ δυνάμει), είναι ολοκληρωτικά απορροφημένος στη νοητική επισκόπηση του εαυτού του. δεν καταλαμβάνει τόπο. είναι ξεχωριστός από τις σφαίρες τις οποίες κινεί και δεν μοιάζει καθόλου με τους παραδοσιακούς ανθρωπομορφικούς θεούς των αρχαίων Ελλήνων. Πώς, λοιπόν, το Πρώτο ή Ακίνητο Κινούν προκαλεί την κίνηση στον ουρανό; Όχι ως ποιητικό αίτιο, αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε επαφή μεταξύ του κινούντος και του κινουμένου, αλλά ως τελικό αίτιο. Το Πρώτο Κινούν είναι το αντικείμενο της επιθυμίας των ουράνιων σφαιρών, οι οποίες προσπαθούν να μιμηθούν την αναλλοίωτη τελειότητά του εκτελώντας αιώνιες ομαλές κυκλικές κινήσεις. Ο αναγνώστης που έχει παρακολουθήσει μέχρις εδώ τη συζήτηση του Αριστοτέλη θα υπέθετε δικαιολογημένα ότι υπάρχει ένα Ακίνητο Κινούν για ολόκληρο το σύμπαν η δήλωση του Αριστοτέλη ότι στην πραγματικότητα κάθε ουράνια σφαίρα έχει το δικό της Ακίνητο Κινούν, αντικείμενο της επιθυμίας της και τελικό αίτιο της κίνησής της, δημιουργεί επομένως κάποια έκπληξη21.
Ο Αριστοτέλης ως βιολόγος
Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε πότε ή πώς ο Αριστοτέλης άρχισε να ενδιαφέρεται για βιολογικά ζητήματα. Το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν γιατρός είναι ένας παράγοντας που σίγουρα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Οι βιολογικές μελέτες του Αριστοτέλη είχαν αναμφισβήτητα μεγάλη διάρκεια, αλλά τα λίγα χρόνια που πέρασε στη Λέσβο αποτέλεσε μια εξαιρετική ευκαιρία για την παρατήρηση της θαλάσσιας ζωής. Κατά πάσα πιθανότητα, οι μαθητές του βοηθούσαν στη συλλογή βιοτικών δεδομένων, και σίγουρα βασίστηκε στις αναφορές άλλων παρατηρητών, ιδιαίτερα γιατρών, ψαράδων, ή γεωργών. Το προϊόν αυτής της έρευνας ήταν μια σειρά εκτεταμένων ζωολογικών πραγματειών και σύντομων έργων για την ανθρώπινη φυσιολογία και ψυχολογία, τα ποια καταλαμβάνουν περισσότερες από 400 σελίδες στις σύγχρονες μεταφράσεις· αυτά τα έργα έθεσαν τα θεμέλια της συστηματικής ζωολογίας και διαμόρφωσαν ουσιαστικά τη βιολογική σκέψη για τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια περίπου22.
Την εποχή του Αριστοτέλη, η ανθρώπινη φυσιολογία και ανατομία αποτελούσαν ήδη από καιρό αντικείμενα μελέτης, λόγω της ιατρικής :ους σημασίας, και προφανώς δεν απαιτούσαν περαιτέρω δικαιολόγηση· όμως, ο Αριστοτέλης αισθάνθηκε υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τη ζωολογική έρευνα. Στο έργο του Περί ζώων μορίων, δέχεται ότι τα ζώα είναι υποδεέστερα σε σύγκριση με τον ουρανό και αναγνωρίζει ότι οι ζωολογικές σπουδές προκαλούν αποστροφή σε πολλούς. Ωστόσο, θεωρεί αυτή την αποστροφή παιδαριώδη, και υποστηρίζει ότι στις ζωολογικές μελέτες η ποσότητα και ο πλούτος των διαθέσιμων δεδομένων αποζημιώνει τον ερευνητή για την κατωτερότητα του αντικειμένου μελέτης. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι οι ζωολογικές σπουδές, δεδομένης της μεγάλης ομοιότητας μεταξύ της ζωικής και της ανθρώπινης φύσης, συμβάλλουν στη γνώση του ανθρώπινου οργανισμού’ επισημαίνει την ευχαρίστηση που προκαλεί η ανακάλυψη αιτίων στο ζωολογικό πεδίο’ και, τέλος, υπογραμμίζει ότι η τάξη και η σκοπιμότητα που παρουσιάζονται με ιδιαίτερη ευκρίνεια στο ζωικό βασίλειο μας προσφέρουν την ευκαιρία να ανασκευάσουμε την άποψη ότι τα «έργα της φύσης» είναι αποκλειστικά προϊόν του τυχαίου23.
Ο Αριστοτέλης αντιλήφθηκε ότι η βιολογία έχει και περιγραφική και εξηγητική διάσταση. Θεώρησε ότι η εξήγηση των βιολογικών φαινομένων αποτελεί τον τελικό σκοπό, αλλά αποδέχθηκε ότι η συλλογή βιολογικών δεδομένων αποτελεί το πρώτο βήμα της έρευνας. Το έργο του Περί τα ζώα ιστορίαι, το οποίο αποτελεί προσπάθεια ικανοποίησης αυτής της πρώτης ανάγκης, είναι μια τεράστια αποθήκη βιολογικών πληροφοριών. Ο Αριστοτέλης ξεκίνησε από το ανθρώπινο σώμα, ως μέτρο σύγκρισης, με τη βοήθεια του οποίου τα άλλα ζώα θα μπορούσαν να κατανοηθούν. Διαίρεσε το ανθρώπινο σώμα σε κεφαλή, λαιμό, θώρακα, βραχίονες και σκέλη, και προχώρησε στη συζήτηση εσωτερικών και εξωτερικών χαρακτηριστικών, όπως ο εγκέφαλος, το πεπτικό σύστημα, τα γεννητικά όργανα, οι πνεύμονες, η καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία.
Η μεγαλύτερη συμβολή του Αριστοτέλη, όμως, δεν βρίσκεται στην περιοχή της ανθρώπινης ανατομίας, αλλά στην περιγραφική ζωολογία. Περισσότερα από 500 είδη ζώων αναφέρονται στο έργο του Περί τα ζώα ιστορίαι η δομή και η συμπεριφορά πολλών από αυτά περιγράφονται ιδιαίτερα λεπτομερειακά, συχνά στη βάση επιδέξιων ανατομών. Αν και αντιμετώπισε με ιδιαίτερη προσοχή τα θεωρητικά προβλήματα της ταξινόμησης, ο Αριστοτέλης υιοθέτησε στην πράξη «φυσικές» ή παραδοσιακές κατατάξεις που βασίζονται σε πολλαπλά χαρακτηριστικά. Διαίρεσε τα ζώα σε δύο μεγάλες κατηγορίες -τα «έναιμα» (ζώα που έχουν ερυθρό αίμα) και τα «άναιμα». Η πρώτη κατηγορία υποδιαιρείται περαιτέρω σε ζωοτόκα τετράποδα (θηλαστικά τετράποδα που γεννούν νεογνά), ωοτόκα τετράποδα (που γεννούν αβγά), θαλάσσια θηλαστικά (κήτη), πτηνά και ψάρια. Η δεύτερη κατηγορία υποδιαιρείται σε μαλάκια (όπως το χταπόδι και η σουπιά), μαλακόστρακα (όπως το καβούρι και η καραβίδα), οστρακόδερμα (όπως το σαλιγκάρι και το στρείδι) και έντομα. Ο Αριστοτέλης τοποθέτησε αυτές τις βασικές κατηγορίες σε μια ιεραρχική κλίμακα ανάλογα με το βαθμό οργανικής ή ζωτικής θερμότητας που χαρακτηρίζει την καθεμία24.
Αν και ασχολήθηκε με ολόκληρο το ζωικό βασίλειο, ο Αριστοτέλης ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τη θαλάσσια ζωή· σε αυτό τον τομέα επέδειξε συχνά λεπτομερείς και απευθείας γνώσεις. Έχει συχνά σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι περιέγραψε τον πλακούντα ενός είδους σκυλόψαρου (Mustelus laevis) με τρόπο που τελικά επιβεβαιώθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αλλά ο Αριστοτέλης επέδειξε εντυπωσιακή επιδεξιότητα και σε άλλους τομείς του ζωικού βασιλείου. Η περιγραφή της επώασης των αβγών των πτηνών αποτελεί άριστο παράδειγμα προσεκτικής παρατήρησης:
Η διαδικασία επώασης και εκκόλαψης είναι ίδια σε όλα τα πτηνά, αλλά το πλήρες χρονικό διάστημα μεταξύ της σύλληψης και της γέννησης διαφέρει… Στην περίπτωση της κοινής κότας, η πρώτη ένδειξη του εμβρύου παρουσιάζεται μετά από τρεις ημέρες και νύκτες… Εν τω μεταξύ, σχηματίζεται ο κρόκος, ανεβαίνοντας προς τη στενή πλευρά, όπου βρίσκεται η πρωταρχική ουσία του αβγού και από όπου συμβαίνει η εκκόλαψη, και εμφανίζεται η καρδιά, σαν κηλίδα αίματος, στο λεύκωμα. Αυτό το σημείο σφύζει και κινείται σαν να ήταν ζωντανό, και από εκεί… διακλαδίζονται δύο φλεβώδεις αγωγοί που περιέχουν αίμα…· και ιιια μεμβράνη στην οποία υπάρχουν αιματώδεις ίνες καλύπτει τώρα το λεύκωμα, ξεκινώντας από τους φλεβώδεις αγωγούς. Λίγο αργότερα διαφοροποιείται το σώμα, στην αρχή πολύ μικρό και λευκό. Το κεφάλι διακρίνεται καθαρά, και επάνω του τα μάτια, εξογκωμένα σε μεγάλο βαθμό… 25
Η φυσική ιστορία, η οποία απαριθμεί και περιγράφει τον πληθυσμό του σύμπαντος, αποτελεί αναμφίβολα γοητευτική απασχόληση και θα μπορούσε να θεωρηθεί από κάποιους ως αυτοτελής δραστηριότητα. Αλλά για τον Αριστοτέλη αποτελούσε το μέσο για έναν υψηλότερο σκοπό: ήταν η πηγή των πραγματικών δεδομένοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατανόηση των φυσιολογικών λειτουργιών και στη διατύπωση αιτιακών εξηγήσεων. Για τον Αριστοτέλη, η αληθινή γνώση είναι πάντοτε αιτιακή γνώση.
Ο Αριστοτέλης εφήρμοσε στη μελέτη της φυσιολογίας τις ίδιες αρχές που ισχύουν και σε άλλα μέρη της φυσικής φιλοσοφίας του. (Το αν προέκυψαν πρώτα στο βιολογικό πεδίο και μετά εφαρμόστηκαν στη μεταφυσική, τη φυσική και την κοσμολογία, ή αν συνέβη το αντίθετο, αποτελεί αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους σχολιαστές)26. Έννοιες, όπως μορφή και ύλη, ενέργεια και δύναμη, τα τέσσερα αίτια, και ιδιαίτερα το στοιχείο της σκοπιμότητας ή λειτουργικότητας που σχετίζεται με το τελικό αίτιο, έχουν επομένως κεντρική σημασία στη βιολογία του. Τα συστατικά μιας ικανοποιητικής βιολογικής εξήγησης δίδονται συνοπτικά από τον Αριστοτέλη στο έργο του Περί ζώων γενέσεως: «Κάθε πράγμα το οποίο γίνεται πρέπει αναγκαστικά [1] να αποτελείται από κάτι, [2] να προκύπτει από τη δραστηριότητα κάποιου πράγματος, και [3] να γίνεται κάτι συγκεκριμένο»27. Αυτό από το οποίο αποτελείται ο οργανισμός είναι, βέβαια, το υλικό του αίτιο· η δραστηριότητα που είναι υπεύθυνη για τη γένεσή του είναι το ειδικό ή το ποιητικό του αίτιο (τα οποία συχνά συγχωνεύονται στη βιολογία του Αριστοτέλη)’ αυτό το οποίο γίνεται, ο στόχος της εξέλιξής του, είναι το τελικό του αίτιο.
Κάθε οργανισμός, επομένως, αποτελείται από μορφή και ύλη: η ύλη αποτελείται από τα διάφορα όργανα που απαρτίζουν το σώμα· η μορφή είναι η οργανωτική αρχή που συνενώνει αυτά τα όργανα σε ένα ενοποιημένο οργανικό όλον. Ο Αριστοτέλης ταύτισε τη μορφή με την ψυχή και τη θεώρησε υπεύθυνη για τα ζωτικά χαρακτηριστικά των έμβιων όντων – τη θρέψη, την αναπαραγωγή, την αύξηση, την αίσθηση, την κίνηση και όλα τα σχετικά. Μάλιστα ο Αριστοτέλης κατέταξε ιεραρχικά τα έμβια όντα ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε διάφορα είδη ψυχής, το καθένα από τα οποία επιτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες. Τα φυτά έχουν θρεπτική ψυχή. η οποία τους επιτρέπει να τρέφονται, να αυξάνουν και να αναπαράγονται. Τα ζώα έχουν επιπλέον αισθητική ψυχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την αίσθηση και (εμμέσως) για την κίνηση. Τέλος, στην περίπτωση των ανθρώπων προστίθεται και η έλλογη ψυχή, η οποία προσδίδει τις ανώτερες διανοητικές ικανότητες. Αν, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, η ψυχή είναι η μορφή του οργανισμού, τότε γίνεται σαφές ότι η ψυχή (και η ανθρώπινη ψυχή) δεν είναι αθάνατη· με το θάνατο ο οργανισμός αποσυντίθεται και η μορφή του σταματά να υπάρχει28.
Πώς η ψυχή, μορφή του ζωντανού οργανισμού, μεταδίδεται από τους γονείς στους απογόνους τους; Το ερώτημα αυτό μας φέρνει σε ένα από τα κεντρικά ζητήματα της φυσιολογίας του Αριστοτέλη – το πρόβλημα της οργανικής γένεσης. Πρώτον, υποστήριξε ο Αριστοτέλης, η ύπαρξη δύο φύλων -αρσενικού και θηλυκού- αντανακλά τη διάκριση μεταξύ ειδικού ή ποιητικού αιτίου (που εδώ συγχωνεύονται) και της ύλης στην οποία επιδρά αυτό το αίτιο. Στους ανθρώπους και τα ανώτερα ζώα, το θηλυκό προσφέρει την ύλη, την έμμηνη ροή. Το αρσενικό σπέρμα περιέχει τη μορφή και την αποτυπώνει στην ύλη της έμμηνης ροής για τη δημιουργία του νέου οργανισμού. Τα νεογνά των ανώτερων ζώων, τα οποία έχουν τη μεγαλύτερη ποσότητα ζωτικής θερμότητας, γεννιούνται ζωντανά ως πλήρως αναπτυγμένα (έστω και σε μικρογραφία) μέλη του είδους τους· ζώα τα οποία παρουσιάζουν κάπως μικρότερη ζωτική θερμότητα παράγουν αβγά τα οποία όμως επωάζονται εσωτερικά (εσωτερικά ωοτόκα και εξωτερικά ζωοτόκα). Καθώς κατεβαίνουμε την ιεραρχική κλίμακα, συναντούμε ζώα που γεννούν αβγά που επωάζονται εξωτερικά’ σε αυτή την περίπτωση, τα αβγά είναι τέλεια ή ατελή (το μέγεθος τους είναι σταθερό ή μεταβάλλεται μετά την παραγωγή τους), ανάλογα με την ακριβή ποσότητα ζωτικής θερμότητας. Στην κατώτερη βαθμίδα της κλίμακας συναντούμε άναιμα ζώα τα οποία παράγουν σκώληκες ή προνύμφες:
Θα πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε πόσο καλά η φύση έχει τοποθετήσει τη γένεση σε ομαλές βαθμίδες. Τα τελειότερα και θερμότερα ζώα γεννούν τα νεογνά τους τέλεια ως προς το ποιόν τους… και παράγουν ευθύς εξαρχής μέσα στο σώμα τους ζωντανά έμβρυα. Τα ζώα της δεύτερης κατηγορίας δεν παράγουν τέλεια ζώα μέσα στο σώμα τους εξαρχής (γιατί γεννούν νεογνά, αφού πρώτα παράγουν αβγά)… Τα ζώα της τρίτης κατηγορίας δεν γεννούν τέλεια νεογνά, αλλά αβγά, και αυτά τα αβγά είναι τέλεια. Αυτά των οποίων η φύση είναι ακόμη ψυχρότερη γεννούν αβγά, τα οποία όμως είναι ατελή και ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους έξω από το σώμα… Τα ζώα της πέμπτης και ψυχρότερης κατηγορίας δεν γεννούν καν αβγά αυτά τα ίδια, αλλά τα αβγά παράγονται έξω από το σώμα τους… Γιατί τα έντομα γεννούν πρώτα σκώληκες- ο σκώληκας, αφού αναπτυχθεί, γίνεται ωώδης…29
Η ιδέα της τελειότητας, ιδιαίτερα εμφανής στην αριστοτελική θεωρία της γένεσης, μας φέρνει στο τρίτο και τελευταίο στοιχείο της βιολογικής εξήγησης -το τελικό αίτιο, ή κατά τη διατύπωση του Αριστοτέλη στο χωρίο που παρατίθεται παραπάνω, αυτό το οποίο γίνεται κάθε βιολογικός οργανισμός καθώς αναπτύσσεται. Ο βιολόγος, σύμφωνα με την άποψη του Αριστοτέλη, πρέπει πάντα να γνωρίζει την πλήρη και ώριμη μορφή ή φύση ενός οργανισμού. Μόνο μια τέτοια γνώση θα του επιτρέψει να κατανοήσει τη δομή του οργανισμού και την ύπαρξη και τις διασυνδέσεις των μερών του. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης εξήγησε την παρουσία των πνευμόνων στα χερσαία ζώα, αναφερόμενος στις ανάγκες ολόκληρου του οργανισμού. Τα έναιμα ζώα. υποστήριξε, απαιτούν ένα εξωτερικό ψυκτικό μέσο λόγω της θερμότητάς τους. Στην περίπτωση των ψαριών, το μέσο αυτό είναι το νερό. και επομένως τα ψάρια έχουν βράγχια αντί για πνεύμονες. Τα ζώα που αναπνέουν, όμως. ψύχονται από τον αέρα και συνεπώς είναι εξοπλισμένα με πνεύμονες30. Η γνώση της ώριμης μορφής συμβάλλει, επίσης, στην εξήγηση της ανάπτυξης του οργανισμού, αφού οι βιολογικοί οργανισμοί προσπαθούν να γίνουν ενεργεία αυτό που ήδη είναι δυνάμει. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα. να κατανοήσουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν σε ένα βελανίδι, αν δεν γνωρίζουμε τη βελανιδιά που αποτελεί τον τελικό προορισμό του. Τέλος, ο σκοπός και η λειτουργία δεν χρησιμοποιούνται στη βιολογία του Αριστοτέλη απλώς για να εξηγήσουν τη μορφή ή την ανάπτυξη ενός ατόμου ή ενός είδους, αλλά, σε ένα καθολικό ή κοσμικό επίπεδο, εξηγούν, επίσης, την αλληλεξάρτηση και τις διασυνδέσεις των ειδών στη φυσική τάξη.
Το βιολογικό σύστημα του Αριστοτέλη περιλαμβάνει, βέβαια, πολύ περισσότερα στοιχεία. Ο Αριστοτέλης εξήγησε τη θρέψη, την αύξηση, την κίνηση των ζώων και την αίσθηση. Επισκόπησε τις λειτουργίες των κυριότερων οργάνων, όπως ο εγκέφαλος, η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι και τα γεννητικά όργανα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατέστησε την καρδιά κεντρικό όργανο του σώματος, έδρα των αισθημάτων, της αίσθησης και της ζωτικής θερμότητας. Τέλος, επεξεργάστηκε την έννοια της ιεραρχίας στο βιολογικό πεδίο: η μορφή, πίστευε, είναι ανώτερη από την ύλη, το έμψυχο από το άψυχο, το αρσενικό από το θηλυκό, το έναιμο από το άναιμο, το ώριμο από το ανώριμο. Σε αυτή τη βάση, κατέταξε τα έμψυχα όντα σε μια ενοποιημένη ιεραρχική κλίμακα όντων, ξεκινώντας από το Πρώτο Κινούν στην κορυφή, κατεβαίνοντας στο ανθρώπινο είδος, τα ζωοτόκα, τα ωοτόκα και τα σκωληκοτόκα ζώα, και καταλήγοντας στα φυτά.
Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη συζήτηση με μια σύντομη ανάλυση της μεθόδου των βιολογικών έργων του Αριστοτέλη. Αν υπάρχει κάποιος κλάδος επιστημονικής δραστηριότητας ο οποίος απαιτεί παρατήρηση, αυτός είναι σίγουρα η βιολογία (και ειδικά η φυσική ιστορία),είναι αδιανόητο ότι ο Αριστοτέλης θα προσπαθούσε vex περιγράψει τη δομή και τις συνήθειες των ζώων στηριγμένος σε κάποια άλλη βάση. Η παρατήρηση που στηρίζει τα έργα του Αριστοτέλη είναι συχνά προσωπική και βρίσκουμε στα έργα του άφθονα στοιχεία εμπειρικών μεθόδων, όπως η ανατομή. Κανένας φυσιολόγος, όμως, εργαζόμενος μόνος, δεν θα μπορούσε να συσσωρεύσει την ποσότητα των δεδομένων που περιέχονται στα βιολογικά έργα του Αριστοτέλη, και είναι φανερό ότι στηρίχθηκε στις αναφορές ταξιδιωτών, αγροτών και ψαράδων, στη 3ήθεια συνεργατών και σε γραπτά προηγούμενων ερευνητών. Ο Αριστοτέλης γενικά αντιμετωπίζει κριτικά τις πηγές του και επιδεικνύει έναν υγιή σκεπτικισμό ακόμη και για τις δικές του παρατηρήσεις. Δεν ήταν, όμως, πάντα αρκετά προσεκτικός, και υπάρχουν πολλά παραδείγματα περιγραφικών λαθών στα βιολογικά του έργα. Όσον αφορά η βιολογική θεωρία, ο Αριστοτέλης (όπως και κάθε θεωρητικός] ήταν υποχρεωμένος να συνάγει συμπεράσματα από τα παρατηρησιακά δεδομένα. Αν τα δικά του συμπεράσματα δεν είναι πάντοτε αυτά που θα προτιμούσαμε εμείς, τουλάχιστον προδίδουν την οξύνοια ενός από τους λαμπρότερους βιολόγους που έζησαν ποτέ. Προδίδουν, επίσης, την ισχυρή επίδραση του ευρύτερου φιλοσοφικού συστήματος του Αριστοτέλη, το οποίο επηρέαζε συνεχώς τα ερωτήματα που έθετε, τις λεπτομέρειες που πρόσεχε και τις θεωρητικές ερμηνείες που κατασκεύαζε γι’ αυτές31.
Τα επιτεύγματα του Αριστοτέλη
Το μέτρο με το οποίο μπορεί να κριθεί ένα φιλοσοφικό σύστημα δεν είναι ο βαθμός στον οποίο προεικόνισε τη νεώτερη σκέψη, αλλά ο βαθμός επιτυχίας του στην αντιμετώπιση των φιλοσοφικών προβλημάτων της εποχής του. Αν είναι να γίνει κάποια σύγκριση, θα πρέπει να είναι μεταξύ του Αριστοτέλη και των προκατόχων του, και όχι μεταξύ του Αριστοτέλη και του παρόντος. Αν κριθεί με τέτοια κριτήρια, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι ένα καταπληκτικό επίτευγμα. Στη φυσική φιλοσοφία, ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε με λεπτότητα και οξύνοια τα κυριότερα προβλήματα που έθεσαν οι Προσωκρατικοί και ο Πλάτων: τη φύση του θεμελιώδους υλικού του σύμπαντος, τα κατάλληλα μέσα για να το γνωρίσουμε, τα προβλήματα της μεταβολής και της αιτιότητας, τη βασική δομή του σύμπαντος, τη φύση του θείου και τη σχέση του με τα υλικά πράγματα.
Αλλά ο Αριστοτέλης προχώρησε πολύ πιο μακριά από οποιονδήποτε προηγούμενο στοχαστή στην ανάλυση συγκεκριμένων φυσικών φαινομένων. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δημιούργησε, σχεδόν προσωπικά, εντελώς καινούργιους γνωστικούς κλάδους. Τα Φυσικά περιέχουν λεπτομερή συζήτηση της επίγειας δυναμικής. Αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των Μετεωρολογικών του στα φαινόμενα της ανώτερης ατμόσφαιρας, όπως οι κομήτες, οι διάττοντες αστέρες, η βροχή και το ουράνιο τόξο, οι κεραυνοί και οι αστραπές; Στο έργο Περί ουρανού επεξεργάστηκε το έργο ορισμένων προκατόχων του και διαμόρφωσε ένα σύστημα πλανητικής αστρονομίας που άσκησε σημαντική επίδραση. Ασχολήθηκε με γεωλογικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, και με την ορυκτολογία. Προχώρησε σε πλήρη ανάλυση της αίσθησης και των αισθητήριων οργάνων, ιδιαίτερα της όρασης και του ματιού, επεξεργαζόμενος μια θεωρία του φωτός και της όρασης που θα διατηρούσε τη σημασία της μέχρι και το 17ο αιώνα. Ενδιαφέρθηκε για τις θεμελιώδεις χημικές διεργασίες -την ανάμειξη και το συνδυασμό ουσιών. Έγραψε ένα βιβλίο για την ψυχή και τις δυνάμεις της. Και, όπως είδαμε, συνέβαλε με μνημειώδη τρόπο στην εξέλιξη των βιολογικών επιστημών.
Θα ασχοληθούμε με την επίδραση του Αριστοτέλη σε επόμενα κεφάλαια. Θα ολοκληρώσουμε εδώ παρατηρώντας απλώς ότι η ισχυρή επίδραση του Αριστοτέλη στην ύστερη αρχαιότητα και η κυριαρχία του από το 13ο αιώνα μέχρι και την Αναγέννηση δεν είναι αποτέλεσμα της πνευματικής υποτέλειας των λογίων στις αντίστοιχες περιόδους ή της παρέμβασης εκ μέρους της Εκκλησίας, αλλά προκύπτει από τη συγκλονιστική εξηγητική δύναμη του φιλοσοφικού και επιστημονικού του συστήματος. Ο Αριστοτέλης επικράτησε μέσω της πειθούς και όχι μέσω του εξαναγκασμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με το Λύκειο, βλ. παρακάτω κεφ. 4.
- Υπάρχει μεγάλος αριθμός εξαιρετικών εισαγωγικών μελετών για τον Αριστοτέλη- βλ. ιδιαιτέρως Jonathan Barnes, Aristotle Abraham Edel.Aristotle and his Philosophy και G.E.R. Lloyd, Aristotle: The Growth unci Structure of his Thought.
- Barnes, Aristotle,σελ. 32-51′ Edel, Aristotle, κεφ, 3-4 Lloyd. Aristotle, κεφ. 3.
- Ο τεχνικός όρος που αντιστοιχεί σε αυτή την αριστοτελική θέση είναι «υ- λομορφισμός», σύνθετο των λέξεων «ύλη» και «μορφή ».
- Για τη γνωσιολογία του Αριστοτέλη, βλ. ιδιαίτερα Edel, Aristotle, κεφ. 12- 15· Lloyd, Aristotle, κεφ. 6· Jonathan Lear, Aristotle: The Desire to Understand, κεφ. 4′ και Marjorie Grene, A Portrait of Aristotle, κεφ. 3.
- ΓΓ αυτό το ζήτημα, βλ.Jonathan Barnes, “Aristotle’s Theory of Demonstration” και G.E.R. Lloyd, Magic, Reason, and Experience, σελ. 200-20.
- Για το πρόβλημα της μεταβολής, βλ. ιδιαίτερα Edel.Aristotle, σελ. 54-60 και Sarah Waterlow, Nature, Change, and Agency in Aristotle \ «Physics», κεφ. 1,3.
- Για την αριστοτελική αντίληψη της «φύσης·>. βλ.Waterlow, Nature, Change, and Agency, κεφ. 1-2 και James A. Weisheipl. «The Concept of Nature».
- Waterlow, Nature, Change, and Agency,σελ. 33-4’ Ernan McMullin, “Medieval and Modern Science: Continuity or Discontinuity’.’»,σελ. 103-29, ιδιαίτερα 118-19.
- Edel, Aristotle,κεφ. 5.
- Βλ. ιδιαίτερα, Friedrich Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World και Lloyd, Aristotle, κεφ. 7-8.
- Περί ουρανού, I.4.270bl3-16 (The Complete Works of Aristotle, εκδ. Jonathan Barnes, 1:451).
- Lloyd, Aristotle,κεφ. 7.
- Ό.π., κεφ. 8. Για την αλχημεία, βλ. παρακάτω, κεφ. 12.
- Για τις απόψεις του Αριστοτέλη για το κενό, βλ.Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World, σελ. 135-43 και Furley. Cosmic Problems, σελ. 77- 90.
- Furley, Cosmic Problems, κεφ. 12-13.
- Ο Αριστοτέλης ασχολείται με το σχήμα της Γης στο έργο του Περί ουρανού, 11.13. Βλ.επίσης, D.R. Dicks, Early Greek Astronomy to Aristotle, σελ. 196-98. Για το μύθο ότι κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα οι άνθρωποι πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη, βλ. Jeffrey Β. Russell, Inventing the Flat Earth: Columbus and Modern Historians.
- Waterlow, Nature, Change, and Agency,σελ. 103-4.
- Για μια προσεκτική ανάλυση των λεπτών σημείων, βλ.James A. Weisheipl, “The Principle Omne quod movetur ab alio movetur in Medieval Physics” (επανέκδοση στο βιβλίο του Weisheipl, Nature and Motion in the Middle Ages, σελ. 75-97).
- Για τη φυσική κίνηση, βλ. Περί ουρανού, 1.6 και Φυσικά. IV.8. Για την εξαναγκασμένη κίνηση, ik Φυσικά. VIII.5. Για περαιτέρω συζήτηση του ζητήματος, βλ.Marshall Clagett. The Scicnce of Mechanics in the Middle Ages. σελ. 421-33 και Clageti. Creek Science in Antiquity, σελ. 64-8.
- Lloyd. Aristotle. σε/.. 13L>-58
- To ενδιαφέρον για :ην αριστοτελική βιολογία έχει ιδιαίτερα ενταθεί προσφάτως. Βλ.ιδιαίτερα. I ioyd. Aristotle, κεφ. 4· Lloyd, Early Greek Scicnce. σελ. 115-24- Anthony Preus. Science and Philosophy in Aristotle ‘s Biological Works’ Martha C. Nussbaum. Aristotle’s «De motu animalium ” Pierre Pellegrin. Aristotle’s Classification of Animal* Allan Gotthelf και James G. Lennox, εκδ.. Philosophical Issues in Aristotle \ Hioiog}. ΓΙαλιότερες. αλλά ακόμη χρήσιμες, πηγές αποτε- λούν τα βιβλία του V. I). Ross. Aristotle: A Complete Exposition of His Works and Thought, 5η έκδ.. κειο. 4 και του Thomas Ε. Lones. Aristotle’s Researches in Natural Sciencc.
- Περί ζαχον μορίων. 1.5 Βλ. επίσης Lloyd, Aristotle, σελ. 69-73.
- Lloyd. Aristotle,σελ, 76-81. 86-90 Lloyd, Early Greek Science, σελ. 1 16-18- Pellegrin, Aristotle’s Classification of Animals.
- Περί τη ζώα ιστορίαι. VI.3 561 a3-19 (Complete Works, εκδ. Barnes. 1: 883).
- Lloyd. Aristotleσελ 00-93· D.M. Balme. «The Place of Biology in Aristotle’s Philosophy».
- Περί ζώων γενέσεως. 11.1 733b25-27 (Complete Works, εκδ. Barnes, 1: 1138).
- Για τις απόψεις του Αριστοτέλη σχετικά με την ψυχή και τις δυνάμεις της, βλ.Lloyd. Aristotle, κεφ 9 Ross, Aristotle,
κεφ. 5’ Ackrill. Aristotle, σελ. 68-78.
- Περί ζώων γενέσεως, ΙI.1 733a34 -733bl4 (Complete Works, εκδ. Barnes. 1: 1138). Για τη βιολογική αναπαραγωγή, βλ. επίσης Ross. Aristotle, σελ. 117-22· Preus, Science and Philosophy in Aristotle’s Biological Works, σελ. 48-107.
- Περί ζώων μορίων. III,6 668b 33-669a 7. Για την τελεολογία στην αριστοτελική βιολογία, βλ.Ross. Aristotle, σελ. 122-27′ Nussbaum. Aristotle’s «De motu animalium’’. σελ. 59-106.
- Για τη μέθοδο της αριστοτελικής βιολογίας, βλ.Lloyd, Aristotle, σελ. 76- 81′ Lloyd, Magic, Reason, and Experience, σελ. 211-20′ και Nussbaum, Aristotle’s «De motu animalium «, σελ. 107-42.
ομώνυμο κεφάλαιο στο έργο του David C. Lindberg
«ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»