Ο επίγονος του μεγάλου φιλοσόφου που έκανε την Περιπατητική Σχολή κορυφαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα του ελληνικού κόσμου
Μαθητής του Λεύκιππου και του Πλάτωνα αργότερα, ο φιλομαθής Θεόφραστος ο Ερέσιος γνώρισε τον Αριστοτέλη στην πλατωνική Ακαδημία σε κάτι που έμελλε να γίνει μια σχέση ζωής.
Ο Αριστοτέλης αναγνώρισε την ευφυΐα και τη δίψα για γνώση του Θεόφραστου και τον έχρισε μαθητή του, περιβάλλοντάς τον με πατρική αγάπη. Ενδεικτικό της εκτίμησης που έτρεφε μάλιστα στον μαθητή του ο Αριστοτέλης, όταν κατηγορήθηκε για ασέβεια το 323 π.Χ. και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Χαλκίδα, άφησε στον Θεόφραστο τη βιβλιοθήκη του και του εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής του!
Ο Θεόφραστος παρέμεινε στη διεύθυνση του αριστοτελικού Λυκείου επί 25 χρόνια και δίδαξε αλλά και έγραψε πολύ. Κάτω από την καθοδήγησή του, η σχολή γνώρισε τη μεγάλη της ακμή ξεπερνώντας ακόμα και τους 2.000 μαθητές, ξεπερνώντας σε φήμη το πλατωνικό ίδρυμα. Παρέμεινε ευφυώς μακριά από την πολιτική και επικεντρώθηκε ολοκληρωτικά στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, διδάσκοντας, μελετώντας και γράφοντας μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Το έργο του ήταν ιδιαίτερα πλούσιο και πολυσχιδές, καθώς εκτιμάται ότι έγραψε περισσότερα από 200 έργα, τα οποία περιστρέφονται γύρω από ένα πλήθος θεμάτων: από την ηθική, τη λογική, τη ρητορική, την ιστορία των επιστημών και τη μεταφυσική μέχρι τη βοτανική, τη μετεωρολογία και τη ζωολογία.
Σε μας έχουν φτάσει δυστυχώς αποσπάσματα κυρίως του έργου του, σώζονται όμως και ορισμένα πλήρη κείμενά του, όπως οι εννέα τόμοι των «Περί Φυτών Ιστορίαι», τα έξι βιβλία των «Περί Φυτών Αιτιών», αλλά και το γνωστότερο έργο του, οι περίφημοι «Χαρακτήρες».
Τις περισσότερες πληροφορίες για τον βίο του Θεοφράστου τις αντλούμε από τον Διογένη τον Λαέρτιο, τον συγγραφέα των βίων των φιλοσόφων. Αυτός μας λέει πως ο Θεόφραστος γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου το 372 π.Χ. και μαθήτευσε δίπλα στον Λεύκιππο, πριν κατέβει στην Αθήνα για να εντρυφήσει στη φιλοσοφία δίπλα στον μεγάλο Πλάτωνα.
Στην πλατωνική Ακαδημία ήταν που θα συνδεόταν φιλικά με τον Αριστοτέλη. Μετά τη φυγή του σταγειρίτη φιλοσόφου από την Αθήνα, ο Θεόφραστος τον ακολούθησε παντού και τον διαδέχτηκε τελικά στη διεύθυνση του Περιπάτου βγάζοντας κι αυτός με τη σειρά του πλήθος μεγάλων μαθητών, όπως ο Μένανδρος, ο Δημήτριος Φαληρεύς και ο Δείναρχος. Από τη σκιά του πάνσοφου της αρχαιότητας δεν θα ξέφευγε βεβαίως ποτέ, καθώς το έργο του, τόσο υφολογικά όσο και μεθοδολογικά, παραπέμπει ευθέως στη συλλογιστική του Αριστοτέλη. Και όμοια μάλιστα με αυτόν, ο Θεόφραστος ασχολήθηκε με όλους τους τομείς της φυσικής επιστήμης και της φιλοσοφίας, αν και δεν έμεινε ακριβώς εκεί.
Την ώρα που συνέχιζε το έργο του δασκάλου του σε όλους τους κλάδους της γνώσης, διεύρυνε το ενδιαφέρον του σε νέους επιστημονικούς τομείς, όπως η βοτανική και η ορυκτολογία. Ιδιαίτερα η μελέτη του στη βοτανική, που διασώζεται εξάλλου αυτούσια, φανερώνει τη μέθοδο που ακολουθούσε: τον συνδυασμό της εμπειρικής γνώσης με τη φιλοσοφική (λογική) σκέψη, τη βαριά κληρονομιά του Αριστοτέλη.
Όπως μας παραδίδεται από τις μαρτυρίες για το πρόσωπό του που διασώθηκαν, ήταν άνθρωπος συνετός και φρόνιμος και ιδιαιτέρως ευγενικός, άξιος συνεχιστής των μεγάλων δασκάλων του. Και παρά το γεγονός ότι ο κατάλογος του Διογένη ενέχει συχνά εσφαλμένες αναφορές, ο Λαέρτιος μάς λέει πως ο Θεόφραστος έγραψε 225 βιβλία, με το εκτενέστερο όλων να είναι μια πραγματεία στρατηγικής νομοθεσίας αποτελούμενη από 24 βιβλία.
Κι αν δεν μπορούμε παρά να σταθούμε με σεβασμό και θαυμασμό μπροστά στην εκπληκτική ευρύτητα αλλά και παραγωγικότητα της πένας του, ήταν αυτοί οι «Χαρακτήρες» του, ένα τελείως διαφορετικό πόνημα από το κύριο corpus του έργου του, που παραμένει χαρακτηριστικό του.
Εδώ ο φιλόσοφος συγκεντρώνει τριάντα τύπους βασικών χαρακτήρων, μέσα από τους οποίους αναδεικνύονται οι στερεότυπες παθολογικές συμπεριφορές των ανθρώπων, όπως αποτυπώνονται στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις. Η πολύτιμη αυτή καταγραφή των παθών της ανθρώπινης φύσης συγκινεί με τη διαχρονικότητα των συμπεριφορών, λες και τίποτα δεν άλλαξε από την εποχή του έλληνα σοφού!
Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που ανέδειξε η Λέσβος κατά την αρχαιότητα, ο Θεόφραστος διέπρεψε σε όλα όσα ασχολήθηκε, συστηματοποιώντας και εκλογικεύοντας τη γνώση σε πολλούς επιμέρους επιστημονικούς τομείς, που έγιναν άλλωστε επιστημονικοί έπειτα από τη δική του ανάλυση. Η ιστορία της επιστήμης τού χρωστά πολλά…
Βιογραφία
Ο Θεόφραστος γεννιέται το 372 π.Χ. στην Ερεσό της Λέσβου ως γιος του πλούσιου εμπόρου Μέλαντα. Το πραγματικό του όνομα ήταν μάλιστα Τύρταμος, καθώς ήταν ο Αριστοτέλης αυτός που θα τον ονομάσει χρόνια αργότερα Εύφραστο και Θεόφραστο τελικά, τιμώντας τη φιλομάθεια και την ευφυΐα του.
Ο ευκατάστατος υφασματέμπορος με τους τόσους δούλους έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα για τη μόρφωση του γιου του, επιλέγοντας κανέναν άλλον από τον ατομικό φιλόσοφο Λεύκιππο για δάσκαλό του. Ο μόχθος για ακόμα λαμπρότερη ανατροφή του Θεόφραστου θα τον φέρει αργότερα στην Αθήνα, καθώς ο μικρός τα έπαιρνε τα γράμματα και θα ήταν κρίμα να μη μαθητεύσει στην περιβόητη πλατωνική Ακαδημία.
Ως ένας από τους καλύτερους μαθητές του Πλάτωνα, πίσω μόνο από το βαρύ πυροβολικό της ελληνικής διανόησης Αριστοτέλη, συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον σταγειρίτη σοφό και άκμασε στην πόλη των γραμμάτων και των τεχνών, την Αθήνα. Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα το 347 π.Χ., ο Θεόφραστος ακολούθησε τον κατά 12 χρόνια μεγαλύτερό του φίλο στην Άσσο της Μυσίας, όπου λειτουργούσε παράρτημα της πλατωνικής Ακαδημίας και ηγεμόνας της ήταν ο παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμείας.
Αριστοτέλης και Θεόφραστος θα περάσουν τρία χρόνια (347-345 π.Χ.) στη μικρασιατική πόλη επηρεάζοντας αμφότεροι καθοριστικά τη διακυβέρνηση του τυράννου Ερμεία. Όταν ο Αριστοτέλης άφησε την Άσσο, ο Θεόφραστος τον ακολούθησε ως πιστός σύντροφος και συνεργάτης στη Μυτιλήνη αρχικά (345-342 π.Χ.) και στη Μακεδονία του Φιλίππου κατόπιν.
Όταν το 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο της Μακεδονίας και επέβαλλε τη μακεδονική ειρήνη στην ελληνική επικράτεια, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην πόλη όπου ανδρώθηκε ακαδημαϊκά για να ιδρύσει τη δική του σχολή, το Λύκειο, θέλοντας να κλέψει τη δόξα του πλατωνικού ιδρύματος που συνέχιζε να αποτελεί τη σταθερά της αθηναϊκής μόρφωσης.
Το μεγαλοπρεπές οίκημα που ανέγειρε ο Αριστοτέλης με τις στοές, στις οποίες δίδασκε τους μαθητές του περπατώντας και συζητώντας, θα έκανε τους μαθητές του να μείνουν γνωστοί ως «Περιπατητές» (και Περιπατητική Σχολή αντίστοιχα το Λύκειο).
Ο Θεόφραστος ήταν πάντα στο πλευρό του και μόλις ο Αριστοτέλης κατέφυγε άρον άρον στη Χαλκίδα το 323 π.Χ., όταν το αντιμακεδονικό μένος των Αθηναίων βρήκε διέξοδο στον «μακεδονίζοντα» φιλόσοφο που κατηγορούνταν τώρα από το ιερατείο για ασέβεια, ανέλαβε τα ηνία του Λυκείου. Πήρε επίσης κληρονομιά την πλούσια βιβλιοθήκη του επιστήθιου φίλου του, συνεχίζοντας το έργο του και τιμώντας την πνευματική του παρακαταθήκη.
Ο Θεόφραστος διηύθυνε επί 25 χρόνια το αριστοτελικό Λύκειο, διδάσκοντας και γράφοντας συνεχώς. Η μελέτη ήταν το πρώτο και βασικό του μέλημα, παρατηρώντας και αναλύοντας τα πάντα γύρω του κάτω από το πρίσμα της λογικής του μεγάλου δασκάλου του. Ήταν όμως κι αυτός με τη σειρά του μεγάλος παιδαγωγός και η γοητεία των λόγων του έκανε πια τους νέους από κάθε γωνιά της Ελλάδας να καταφτάνουν μαζικά στην Περιπατητική Σχολή.
Λέγεται πως στα χρόνια του Θεόφραστου το Λύκειο έφτασε να έχει περισσότερους από 2.000 σπουδαστές, οι οποίοι εκτιμούσαν ιδιαιτέρως την πολυμάθεια και τη μεταδοτικότητα του Θεόφραστου. Δικοί του μαθητές ήταν εξάλλου ο εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας, Μένανδρος, ο φιλόσοφος Στράτων ο Λαμψακηνός (που θα τον διαδεχόταν ως τρίτος σχολάρχης της Περιπατητικής Σχολής), ο πολιτικός και στοχαστής Δημήτριος ο Φαληρεύς και πολλοί ακόμα.
Εξίσου πολλοί ήθελαν να τον γνωρίσουν και στον κύκλο των φίλων του Θεόφραστου περιλαμβάνονταν οι μακεδόνες βασιλείς Φίλιππος και Κάσσανδρος, αλλά και ο βασιλιάς της Αιγύπτου, Πτολεμαίος Α’. Η ζωή του Θεόφραστου κύλησε ήρεμα και ειρηνικά, αν και βρέθηκε δύο φορές στο δημόσιο στόχαστρο. Τη μία τον κατηγόρησε κάποιος για ασέβεια, το δικαστήριο απέρριψε όμως τις κατηγορίες, και τη δεύτερη (306 π.Χ.) τον εξόρισαν κι αυτόν από την Αθήνα, όταν απαγορεύτηκε στους φιλοσόφους να διδάσκουν στην πόλη. Ευτυχώς οι Αθηναίοι κατάλαβαν γρήγορα το λάθος τους και ήδη από την επόμενη χρονιά πήραν πίσω το ψήφισμα. Ο Θεόφραστος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό όταν επέστρεψε στην Αττική, καθώς μέχρι τότε ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους και σεβάσμιους φιλοσόφους των Αθηνών.
Όταν έφυγε από τον κόσμο το 287 π.Χ. χωρίς περαιτέρω περιπέτειες, έγραφε και δίδασκε μέχρι την τελευταία του στιγμή, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του. Τον έφερναν μάλιστα, όπως μας παραδίδεται, σηκωτό στη σχολή του, καθώς πλέον δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο ίδιος εξομολογούνταν μάλιστα τη λύπη του για το βραχύβιο της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς είχε μόλις αρχίσει λέει να μαθαίνει για τον κόσμο και ήταν κρίμα να φύγει χωρίς να ολοκληρώσει τις μελέτες του. Ήταν άλλωστε γνήσιος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος πίστευε ότι η μόνη ηδονή που δεν κουράζει τον άνθρωπο είναι η ηδονή της γνώσης.
Ο μεγάλος διανοητής δεν πήρε ποτέ μέρος στην πολιτική και παρέμεινε ανύπαντρος από πεποίθηση, θεωρώντας τον έρωτα ψυχική ασθένεια που προσιδιάζει μόνο στους άεργους ανθρώπους. Ο Κικέρων μάς λέει πως ήταν πάντα καλοντυμένος και περιποιούνταν πολύ τον εαυτό του, καθώς παραδεχόταν πως στην ευτυχία συντελούν επίσης και τα υλικά αγαθά.
Το ποιος ήταν ο άντρας Θεόφραστος το φανερώνει καλύτερα ίσως από καθετί άλλο η ίδια η διαθήκη του. Όπως μας λέει ο Διογένης Λαέρτιος, ο φιλόσοφος παρήγγειλε να δοθεί μέρος της περιουσίας του στους δύο ανιψιούς του, να αναρτηθεί στο Λύκειο η εικόνα του μεγάλου δασκάλου Αριστοτέλη, να διανεμηθούν στους μαθητές του τα κτίσματα της σχολής και ο κήπος, ώστε να εξακολουθεί να λειτουργεί το Λύκειο και μετά τον θάνατό του χωρίς έριδες και διεκδικήσεις.
Ζήτησε ταυτόχρονα να αφεθούν ελεύθεροι όλοι του οι δούλοι και ένας μάλιστα από αυτούς, ο Πομπύλος, να αναλάβει προσωπικά ως επιστάτης τη φροντίδα της Περιπατητικής Σχολής και του κήπου της. Και τέλος να ενταφιαστεί ο ίδιος σε μια ακρούλα του κήπου χωρίς περιττά έξοδα για μεγαλόπρεπες κηδείες και μνήματα. Την τελευταία του επιθυμία δεν τη σεβάστηκαν οι Αθηναίοι, καθώς τόσο οι μαθητές του όσο και οι πολίτες θέλησαν να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία ως μια ύστατη πράξη ευγνωμοσύνης και σεβασμού στον μεγάλο φιλόσοφο…
Έργο
Ο Θεόφραστος ήταν παραγωγικότατος και πολυγραφότατος, αφήνοντας περισσότερα από 200 έργα (225 ή 240, κατά άλλες πηγές), όλα τους εγγεγραμμένα στην αριστοτελική λογική και κοσμοθεωρία. Όπως ακριβώς και ο δάσκαλός του, ήταν εγκυκλοπαιδικότατος νους, καθώς ασχολήθηκε με όλους τους κλάδους του επιστητού.
Έγραψε για ό,τι απασχολούσε και τον Αριστοτέλη, καθώς πέρα από φίλοι και συνοδοιπόροι, ήταν και συγγενικά πνεύματα: μεταφυσική, ηθική, λογική, πολιτική, νομικά, ψυχολογία, ρητορική, ποιητική, ζωολογία, βοτανική, ιστορία των επιστημών, επιστημολογία και άλλα πολλά. Ο Θεόφραστος περιορίστηκε, θα έλεγε κανείς, σε ρόλο επεξηγηματικό και αποδεικτικό της αριστοτελικής λογικής, ερμηνεύοντας, αναλύοντας αλλά και συμπληρώνοντας τις παρατηρήσεις του δασκάλου του.
Τα δοκίμια και οι πραγματείες του απλώθηκαν πάνω από πολλά μεγάλα και μικρά θέματα, γράφοντας ακόμα και περί ανέμων, φωτιάς, λίθων, βροχής, καταιγίδας, οσμών, ιδρώτα, ζάλης, κόπωσης, λιποθυμίας, νεύρων, αλλά και για ψάρια που μπορούσαν να ζουν έξω από το νερό ή ζώα που άλλαζαν χρώμα.
Σε μας έχει φτάσει σήμερα ένα πολύ μικρό δείγμα του ζηλευτού του έργου, καθώς από το ογκώδες σύνολο του επιστημονικού του πονήματος έχουν διασωθεί ακέραια μόνο δύο συγγράμματα βοτανικής. Το πρώτο χρονολογικά φέρει τον τίτλο «Περί φυτικών ιστοριών» και διακρίνεται σε δύο μέρη: το πρώτο ασχολείται με βασικές έννοιες και γενικά ζητήματα (βιβλίο Ι και II), ενώ το δεύτερο ασχολείται με τα επιμέρους φυτά, τα οποία εξετάζονται ανά κατηγορία.
Ο Θεόφραστος τα χωρίζει σύμφωνα με τις ιδιότητές τους και διακρίνει ανάμεσα σε ήμερα δένδρα, άγρια δένδρα, ξύλα (αλλά και τρόπους επεξεργασίας τους), θάμνους, ποώδη φυτά, όσπρια, δημητριακά, ρίζες και μιλά πάντα για τις φαρμακευτικές τους χρήσεις. Από τα 550 είδη φυτών που αναφέρει, τα περισσότερα δεν τα γνώριζε μάλιστα εμπειρικά, παρά μόνο μέσω άλλων πηγών.
Οι παρατηρήσεις του μπορεί να είναι πλέον απαρχαιωμένες, ήταν όμως ένας πρακτικός οδηγός που εφαρμοζόταν μέχρι και τον Μεσαίωνα! Τα περιγραφικά βοτανολογικά συγγράμματά του ήταν ένα έργο με σαφή εμπειρικά χαρακτηριστικά και ήταν ιστορικά η πρώτη επιστημονική βοτανική που λειτούργησε ικανοποιητικότατα για πάμπολλους αιώνες. Μια σημαντική παρακαταθήκη του στη βοτανική, για παράδειγμα, είναι η αναγνώριση του ενδημικού φοίνικα της Νότιας Ελλάδας που έχει πάρει πλέον το όνομά του (Φοίνικας του Θεοφράστου), αλλά και το γεγονός ότι ήταν και πάλι ο πρώτος που περιέγραψε τη φιστικιά στην ελληνική γλώσσα.
Το μεγάλο του έργο που έφτασε ως τις μέρες μας είναι οι «Χαρακτήρες» του, μια συλλογή τριάντα σχεδιαγραφημάτων που απεικονίζουν ισάριθμους τύπους ανθρώπινων χαρακτήρων. Ο Θεόφραστος διέκρινε μαεστρικά τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού και μίλησε για τις παθογένειες της προσωπικότητας (όπως ο κόλακας, ο φλύαρος, ο καυχησιάρης, ο τσιγκούνης, ο ραδιούργος, ο αγροίκος), ως μέγας λες ανατόμος της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Έκανε όμως και μετεωρολογικές παρατηρήσεις (στα «Περί σημείων, υδάτων και πνευμάτων» και «Περί ανέμων»), ορυκτολογικές («Περί λίθων» και «Περί φωτιάς») και επεξηγηματικές στην αριστοτελική φιλοσοφία («Περί ευσεβείας», «Μετά τα φυσικά», «Φυσικαί δόξαι»). Έγραψε ακόμα για μυρωδιές («Περί οσμών»), για ψάρια («Περί ιχθύων»), για τις αισθήσεις («Περί αισθήσεων») και τόσα μα τόσα ακόμα («Περί λιποψυχίας», «Περί κόπων», «Περί ιλίγγων», «Περί ιδρώτων», «Περί παραλύσεως» κ.λπ.), κάνοντας σαφώς περήφανο τον ογκόλιθο δάσκαλό του…