Η λέξη προέρχεται από το ρήμα ξενιτεύω. Τα ρήματα σε -ευω σχηματίζουν θηλυκά ουσιαστικά σε -εια. Επομένως, το πρώτο ουσιαστικό που προέκυψε ήταν το ουσιαστικό ξενιτεία. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων ο τόνος μετατέθηκε και πλέον λέμε και γράφουμε ξενιτιά, τηρώντας τον κανόνα που λέει ότι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -ια όταν τελειώνουν με καταχρηστικό δίφθογο, παίρνουν -ι, π.χ. γύμνια, κάμπια, ξενιτιά.
ξενιτιά < μεσσαιωνική ελληνική ξενιτιά < ελληνιστική κοινή ξενιτεία < ξενιτεύω < ξένος
Περισσότερα γλωσσικά ζητήματα εδώ.