Συγγραφή & έρευνα Ιωάννης Γ. Βαφίνης
Στην Αθήνα, την πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, αναπτύχθηκε στις απαρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνος, ένας κώδικας συμπεριφοράς προερχόμενος ακραιφνώς εξ αρχαίου έθους. Πρόκειται περί του αστικού δρώμενου που ονομάζεται καντάδα που έλκει τις ρίζες του από τις αρχαίες υμνωδίες προς τιμήν του ορφικού θεού Έρωτα.
Η καταγωγή της καντάδας ή αλλιώς σερενάτας, χάνεται στην άχλυ του μύθου, τότε που πρωτακούστηκε η ερμηνεία της ερωτικής θρηνωδίας - ελεγείας από το στόμα κάποιου αρχαίου Έλληνα κιθαρωδού.
Κατά μία άλλη πιο λαϊκή εκδοχή, απεκδυόμενη το λυρικό στοιχείο, ή καντάδα υπήρξε προϊόν του αρχαίου λαϊκού άσματος που ονομάζονταν σκόλιον. Τα σκόλια, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ετυμολογούνται ως ερωτικά σύντονα, δηλαδή έντονα ερωτικά τραγούδια όπως π.χ οι άριες. Τα σύντονα μουσικά μέλη εκτελούνταν παρά τοις αρχαίοις σε διατονικό τρόπο (ημιτ. - τόνος -τόνος) και χρωματικό (ημιτ. - ημιτ. - τόνος - ημιτ.).
Κατά μία άλλη πιο λαϊκή εκδοχή, απεκδυόμενη το λυρικό στοιχείο, ή καντάδα υπήρξε προϊόν του αρχαίου λαϊκού άσματος που ονομάζονταν σκόλιον. Τα σκόλια, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ετυμολογούνται ως ερωτικά σύντονα, δηλαδή έντονα ερωτικά τραγούδια όπως π.χ οι άριες. Τα σύντονα μουσικά μέλη εκτελούνταν παρά τοις αρχαίοις σε διατονικό τρόπο (ημιτ. - τόνος -τόνος) και χρωματικό (ημιτ. - ημιτ. - τόνος - ημιτ.).
Η απαρχή λοιπόν, του μουσικού έθους της καντάδας - σερενάτας αναζητάτε σε προϊστορικές εποχές όταν έζη ο κιθαρωδός - λυρωδός Λίνος. Η μεταθανάτια θρηνωδία των Μουσών προς τιμή του αδικοχαμένου μουσικού θεωρείται η πρώιμη φάση του δρωμένου. Επίσημα, ο πρώτος μουσικός που εμπνεύστηκε μια δραματοποιημένη θρηνωδία, με αφορμή τον θάνατο του Λίνου και τον θρήνο της ερωμένης του Μούσας Καλλιόπης, ήταν ο Αθηναίος κιθαρωδός Πάμφως.
Το ερωτικό - θρηνώδες μελαγχολικό άσμα του Πάμφου ονομάζονταν Οιτολίνος και άδονταν τις θερμές έναστρες νύχτες του καλοκαιριού, δηλαδή κατά την περίοδο των κυνικών καυμάτων. Όλη αυτή η δραστηριότητα θα μπορούσε να ήταν μια θρησκευτική τελετουργία στην υπαίθρια δομή της προϊστορικής πόλης των Αθηνών πέριξ του ιερού βράχου της ακροπόλεως.
Ωστόσο, μεταφερόμενοι στην νεότερη εποχή κατά το τέλος του 19ου και προς στις αρχές του 20ου αιώνα, αναζητάτε η παρουσία ενός νέου μουσικού είδους που έμελλε να γίνει βασικός συντελεστής στην εξέλιξη του αθηναϊκού τραγουδιού. Πρόκειται για την καντάδα, ένα ερωτικό τραγούδι, με ρομαντική διάθεση και γλυκό, εξευγενισμένο ήχο. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εμφανίσεως στην Αθήνα, αυτό το αρχαίο είδος λυρικού τραγουδιού θα μετονομαστεί σε καντάδα ή σερενάτα. Παράλληλα, στα λαϊκά στρώματα της υπαίθριας χώρας και των νησιών, συντηρούνταν εκ του πάλαι το έθος της πατινάδας ή μαντινάδας ή μαντινάτας (κάτω Ιταλία Γκρεκάνοι) κυρίως στα γαμήλια δρώμενα.
Η πατινάδα, όπως φερειπείν το τραγούδι "Σήμερα γάμος γίνεται", συγκαταλέγεται στα δρομικά άσματα και είναι συνώνυμη της καντάδας. Παρά τοις αρχαίοις, η πατινάδα ή κώμος, θεωρείται το γαμήλιο άσμα του Υμεναίου έχοντας καθαρά ερωτικό χαρακτήρα όπως κι καντάδα του κλεινόν άστυ.
Βέβαια, το χαρακτηριστικό σημείο της καντάδας είναι ότι, ενίοτε εκτελείτε από έναν ή πολλούς κιθαρωδούς κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του έκαστου εξ αυτών, κατά τις ώρες της νυκτός. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν τα μουσικά πρόσωπα της καντάδας, τα οποία ονομάστηκαν εκ του άσματος κανταδόροι/ονομαστική ενικού>κανταδόρος.
Η καντάδα εμφανίζεται δυναμικά στα μουσικά δρώμενα τον 19ο αιώνα με δύο διαφορετικούς πυρήνες έκφρασης και δημιουργίας. Η μία όψη της συντελέστηκε στα Επτάνησα και πιο συγκεκριμένα στην Ζάκυνθο με την ονομασία αρέκια έχοντας λαϊκό χαρακτήρα.
Η άλλη μορφή καντάδας, που αναπτύχθηκε στην Αθήνα, είχε λόγια - ποιητική μορφή. Σ' αυτό το είδος συμπορεύτηκαν οι Αθηναίοι ποιητές που είχαν εισάγει την ρομαντική ποίηση στη πολιτιστική δραστηριότητα της πόλης των Αθηνών. Οι φιλολογικές αναφορές περί Αθηναϊκού ρομαντισμού και Α' Αθηναϊκής ποιητικής σχολής, προσδιορίζουν την πνευματική κίνηση μιας ομάδας ποιητών κατά την περίοδο του 1830 με 1880. Εισηγητής του καινοφανούς ποιητικού είδους, με τον λυρικό και δη ελεγειακό τόνο, ήταν ο Αθηναίος λόγιος, Παναγιώτης Σούτσος.
Ο Σούτσος, γράφοντας το δραματικό ποίημα "Οδοιπόρος", ενέπνευσε με την θεματολογία του την θρησκεία, τον πατριωτισμό, τον έρωτα και την ελευθερία. Το κεντρικό θέμα του ποιήματος είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας δύο νέων ανθρώπων, του Οδοιπόρου και της Ραλλούς. Ο θεματικός πυρήνας του Οδοιπόρου αλλά και το συλλαβικό μέτρο είναι στην ουσία ο πρόγονος της ποιητικής δημιουργίας της καντάδας. Τα προλεχθέντα επιβεβαιώνουν την πανάρχαια προέλευση του έθους της καντάδας - σερενάτας με στοιχεία λυρικής και ελεγειακή ποίησης που συνήθως εξέφραζαν τα προσωπικά βιώματα θρησκευτικής πίστεως, ερωτικής απογοήτευσης, φυγής και περιπλάνησης.
Ωστόσο, το μουσικό ύφος της καντάδας υποστήριζαν ότι προέρχονταν από την δύση. Σύμφωνα λοιπόν με την εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, η καντάδα ετυμολογείται ως εξής: «Απλή και εύληπτος μελωδία τρίφωνος ή και δίφωνος με αυτοσχέδιον εύκολον εναρμόνισιν, κατά την οποίαν η δευτέρα φωνή συνοδεύει την μελωδίαν εις τρίτην ή έκτην και η τρίτη εκτελεί επί της τονικής, της δεσποζούσης, ή της υποδεσποζούσης, το μέρος του βασίμου. Το είδος είναι ιταλικής καταγωγής, έχει την αρχήν του εις την καντάταν και διεδόθει εις την Ελλάδα δια της Επτανήσου, όπου κυρίως διατηρείται ακόμη.»(λήμμα καντάδα).
Η καντάτα, απ' όπου μας πληροφορεί το λεξικό ότι προήλθε η καντάδα, ξεκίνησε τον 17ο αιώνα ως ένα είδος μονοφωνικής μουσικής μετά συνοδείας οργάνου και ολοκληρώθηκε με την επιπρόσθετη τοποθέτηση περισσοτέρων φωνών(πολυφωνία) [1] κατά τον ερχομό του 18ου αιώνα.
Δεδομένου ότι, ο βασικός πυρήνας της καντάτας παρέμεινε η μονοφωνία, γι' αυτό κι αποτελούνταν κυρίως από άριες και ρετσιτατίβο, στην πορεία της εξέλιξης της διαχωρίστηκε σε δύο μέρη: την εκκλησιαστική και την κοσμική καντάτα. Το ύφος και ο τρόπος του εκκλησιαστικού - θρησκευτικού μέλους μεταβιβάσθηκε στο ορατόριο ενώ το κοσμικό επεξετάθει στο καινοφανής είδος του μελοδράματος, επινοώντας τη λυρική σκηνή. Παρεμπιπτώντος, αυτή τη νοοτροπία, του διαμοιρασμού των μουσικών ειδών σε θρησκευτικά και κοσμικά μουσικά μέλη, φαίνεται πως την κληρονόμησαν από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το ξακουστό Βυζάντιο των Ελλήνων.
Οι διάφορες εκφάνσεις της καντάτας, που προήλθαν από τις πολυχρόνιες ζημώσεις της εισαχθείσας αρχαίας ελληνικής μουσικής προς την δύση, ήταν οι εξής: πένθιμος, γαμήλιος, θριαμβευτική κ.α. Η πένθιμη καντάτα έλκει τις ρίζες της από το αρχαιοελληνικό Αίλινο ή Οιτολίνοκαι ούτως μεταγενέστερον κλαυσίθηρον ήπαρακλαυσίθηρον άσμα, που άδονταν έμπροσθεν της θύρας της αγαπημένης υπάρξεως, έχοντας τις περισσότερες φορές δραματικό τόνο. Η δε γαμήλιος καντάτα προέρχεται απευθείας από τον πανάρχαιο ομηρικό Υμέναιο ή επιθαλάμιο άσμα ενώ η θριαμβευτική από τον διονυσιακό κώμο, τον τόσο διαδεδομένο στο πανάρχαιο πόλισμα των Αθηνών.
Με αυτά τα λίγα στοιχεία αποδεικνύεται περίτρανα η αρχαιοελληνική καταγωγή της καντάδας - σερενάτας σε όλο της το εύρος, τόσο μουσικά όσο και ποιητικά αλλά και κατά τον τρόπον εκτελέσεως. Ας δούμε όμως τι δρώμενο ήταν για τους αρχαίους Έλληνες ο κώμος. Διαβάζουμε λοιπόν την ετυμολογία από το διαδικτυακό Βικιλεξικό που έχει αναρτήσει τα εξής σχόλια: «κῶμος: νυχτερινή έξοδος των συμποσιαστών στους δρόμους με λαμπάδες και προσωπίδες, μουσικά όργανα και άσματα· νυκτωδία, καντάδα, το γλέντι.»
Ο κώμος λοιπόν ήταν για τους αρχαίους Αθηναίους, και εν γένει δια όλους τους Έλληνες, ένα έθος ταυτόσημο με την σημερινή καντάδα ή νυκτωδία ή σερενάτα. Η λέξη καντάδα, καθώς καταγράφουν τα περισσότερα σύγχρονα λεξικά, συνδέεται με την ιταλική λέξη καντάτα. Επιπλέον, οι φιλολογικοί κύκλοι επισημαίνουν την προέλευση της λέξης καντάτα από το λατινικό canto (κάντο)= άδω, τραγουδώ. Εμφανέστατη, φυσικά, είναι και η προέλευση του κάντο από την παραφθορά της αρχαιοελληνικής λέξης άδω, όπως επισημαίνουν τα περισσότερα λεξικά λατινικής γλώσσας. Επιπλέον, παράγωγο του ρήματος άδω είναι και το ρήμακατάδω.
Το κατάδω, που εμφανίζει μια σκανδαλώδεις ομοιότητα με την καντάδα|καντάδω|κανταδώρος, χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους Έλληνες όταν ήθελαν να περιγράψουν τα εξής: Κατάδω: τραγουδώ προς, 1. ως μεταβατικό ρήμα σημαίνει θέλγω ή κατευνάζω τραγουδώντας 2.στη δοτική πτώση, τραγουδώ ξόρκι ή επωδό (επωδή) σε κάποιον άλλον 3. ξεκουφαίνω με το τραγούδι μου 4. τραγουδώ ως επωδή, ως ρυθμική ή μελωδική επανάληψη (Επιτομή του μεγάλου λεξικού της Ελληνικής γλώσσας Liddell & Scott, τόμος 3, λήμμα κατάδω).
Δια μέσου της λεπτομερούς ετυμολογίας του λεξικού μπορούμε να κατανοήσουμε την σημασία του ρήματος κατάδω, το οποίον και περιέγραφε το αρχαίο έθος των αοιδών που τραγουδούσαν για να θέλξουν την αγαπημένη τους ή να κατευνάσουν την αντίσταση που προέβαλαν ώστε να κατακτήσουν την καρδιά της.
Πόσο ταυτόσημη είναι αυτή η συμπεριφορά με εκείνη του ρομαντικού κανταδώρου που συνέθετε μία καντάδα, δηλαδή ένα κοσμικό άσμα κατευνασμού και ερωτικής θέλξης για να ζεστάνει την καρδιά της κοπέλας που είχε ερωτευτεί παράφορα αλλά ήταν αγνός ο έρωτας που πολλάκις παρέμενε ανεκπλήρωτος ή κατέληγε σε θάνατο. Μάλιστα, αυτή η μοιραία εξέλιξη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα με αποτέλεσμα ο νεαρός κανταδώρος, έξω από την θύρα του σπιτιού της άκαρδης κοπέλας, να τραγουδεί θρηνητικές νυκτωδίες γεμάτες δάκρυα κι απογοήτευση έχει αποτυπωθεί και σε λογοτεχνικά κείμενα.
Επί παραδείγματι, μια τέτοια περίπτωση θρηνωδών κανταδώρων καταγράφει ο λόγιος Παπαδιαμάντης, στην Παλιά Αθήνα του 1880 περίπου, στο διήγημα του "αποκριάτικη νυχτιά". Ιδού και ένα απόσπασμα εκ του διηγήματος: «Έπειτα, ήσαν αι ημέραι της Απόκρεω, και ο κόσμος έξω διεσκέδαζε. Μόλις ενύκτωνε, και ο νέος, ο μονάζων εν τω δωματίω του, ήκουε φωνάς, άσματα, κιθαρισμούς, έξω της αυλής. Και αν επ' ολίγα λεπτά έμενεν έρημος εισερχομένων επισκεπτών ο μικρός πρόδρομος, και ο άγριος νέος ετόλμα να εξέλθει έως τον εξώστην με την παλαιάν λιθίνην κλίμακα, τον ζευγνύοντα την οικίαν με τον τοίχον της αυλής, και προέκυπτε την κεφαλήν δια της αυλείου θυρίδος, της φραγμένης με σίδηρα, ως θυρίδος ειρκτής, δια να κοιτάξει εις την οδόν, θα έβλεπε, κατά ζεύγη, κατά τετρακτύας, κατά εξάδας, ισταμένους τους κιθαρωδούς της νυκτός κάτωθεν της θυρίδος, επί του όχθου της ανωφερούς οδού, εξαγγέλοντας «εν χορδαίς και οργάνω» τα αιώνια παράπονά των κατά της σκληρότητος των δύο νεανίδων. Διότι όλοι οι νέοι της γειτονιάς, και όχι ολίγοι από άλλας συνοικίας ήσαν ερωτευμένοι με τας δύο αδελφάς. Τούτων τινές ηγάπων μάλλον την Μέλπω, άλλοι μάλλον την Κούλαν· οι δε πλείστοι τας ηγάπων και τας δύο. Πολλοί αυτών ήσαν εκ των γνωρίμων της οικίας, αλλ' εάν ήσαν προς καιρόν, εκ μικράς παρεξηγήσεως, εις δυσμένειαν, ή εάν εκ του πλήθους των επισκεπτών, δεν υπήρχε δι' αυτούς χώρος εν τη συναναστροφή μιάς εσπέρας, έπαιρναν την κιθάραν των, τα μανδολίνα των, τες φυσαρμόνικες των, και με τους φθόγγους της μουσικής εζήτουν ν' αποκοιμίσωσι τον πόνον της καρδίας...Η Κούλα εχόρευεν ως να είχε πτερά εις τους πόδας, εκλέγουσα αυτή δια νεύματος τους συγχορευτάς της, επιτρέπουσα ως βασίλισσα να την παρακαλέσωσι να χορεύσει. Η Μέλπω εδέχετο πάσαν πρόσκλησιν, συμπονετική, μη θέλουσα ν' απορρίψει κανενός την παράκλησιν. Και η αυλή και η κλίμαξ εφεγγοβόλει, και από όλα τα παράθυρα εξήρχοντο ήχοι μουσικής, ως να ήτο η οικία όλη γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονίως ηχούν εκεί εις το ανασηκωμένον κράσπεδον της παλαιάς πόλεως. Και όταν επί μίαν στιγμήν έπαυον τυχόν οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξωθεν της αυλής ηκούετο μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών της γειτονιάς, όσοι διά τινα αφορμήν δεν ήσαν δεκτοί ν’ ανέλθωσιν εις την πολυθόρυβον και φιλόκοσμον οικίαν. Τότε η Κούλα ύψωνε αορίστως το υγρόν όμμα εις το κενόν, ενώ η Μέλπω ηκούετο ψιθυρίζουσα με τους οδόντας της: «Οι καημένοι!»».
Η περιγραφή του Παπαδιαμάντη ρίχνει φως στην παλαιότητα του κανταδόρικου τραγουδιού στην Παλιά Αθήνα του 1880. Είναι, επίσης ξεκάθαρο πως πρόκειται για κιθαρωδούς, δηλαδή ομάδα κιθαριστών που τραγουδούν μελαγχολική μελωδία, πιθανόν ελάσσονα τρόπου (μινόρε>minore). Τούτο δε προκύπτει από την λέξη μινόρε που σημαίνει μικρός / θλιβής εκ της ομηρικής ρίζας μίνυς εξόν και μινυρίζω= μουρμουρίζω θλιμμένα τραγούδια.
Περί των θρηνητικών ερωτικών ασμάτων είχε συγγράψει μια επουσιώδη μελέτη ο Γεώργιος Φαίδρος, αναφερόμενος στην καταγωγή του σμυρναϊκού μανέ - αμανέ. Για το άσμα του μανέ - αμανέ, το συσχετιζόμενο με τον αρχαίο ήχο του Μανέρωτα, παρέδωσε αναλυτικά τις εξής πληροφορίες: «Άδουσι δε οι σημερινοί Σμυρναίοι τον ήχον τούτο (εννοεί του Μανέρωτος) όπως εκφράσωσι προς τας ερωμένας αυτών ή αυταί προς τους εραστάς των το άλγος και την αγωνίαν της εκ του έρωτος διαφλεγομένης και πάσχουσης καρδιάς των, και κατά συνέπειαν τελούσι τας λεγομένας Πατεινάδας (serenades). Χρήσις επίσης γίνεται
τούτου εν συμποσίοις και εξοχικαίς διασκεδάσεις...».
Διακρίνουμε λοιπόν, στα σχόλια του Φαίδρου, μια βαθύτατη συγγένεια των ειδών του ερωτικού άσματος της πατινάδας ή αλλιώς σερενάτας που εκτελούνται στις γαμήλιες ή και εύχαρες εκδηλώσεις του ανθρώπινου βίου, μετά του θρηνώδους άσματος που συνδέεται με το μοιρολόι, τον αμανέ ήτοι και τις μελαγχολικές καντάδες - σερενάτες αναγόμενες στο έθος του αρχαίου κλαυσίθυρου ή παρακλαυσίθυρου ή του θυροκοπικού άσματος.
Μια βιαστική αναφορά, περί του έθους των ερωτευμένων που περνούσαν έξω από τις πόρτες των σπιτιών μετά από την παρέλευση του συμποσίου τραγουδώντας το παρακλαυσίθυρον άσμα, παραθέτει ο Πλούταρχος με τα εξής λόγια: «τίς οὖν ὁ κωλύων ἐστὶ κωμάζειν ἐπὶ θύρας, ᾁδειν τὸ παρακλαυσίθυρον, ἀναδεῖν τὰ εἰκόνια, παγκρατιάζειν πρὸς τοὺς ἀντεραστάς; ταῦτα γὰρ ἐρωτικά·» (Ερωτικός, p. 409).
Σύμφωνα με την Νεότερη εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ, η πατινάδα, είναι η επιβίωση της συνήθειας του κωμάζειν, εκ του διονυσιακού κώμου. Από τον κώμο προκύπτει το αρχαίο ρήμα κωμάζω, όπου η εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ παραθέτει τα εξής σχόλια: «κωμάζω-λαμβάνω μέρος εις την εορτήν του κώμου, περιέρχομαι μετ' άλλων διασκεδαστών ορχούμενος και άδων μετά μουσικής. Άδω παρά την θύρα ερωμένης, κοινώς: κάνω πατινάδα.».
Δια μέσω αυτών των πληροφοριών κατανοούμε λοιπόν την ομοιότητα της πατινάδας με την καντάδα και την κοινη καταγωγή αμφότερων από τον κώμο και το παρακλαυσίθυρον - θυροκοπικον άσμα.
Για την γενησιουργό έκφραση του ερωτογόνου στοιχείου και πάθος που προκαλεί, σημειώνει ο Πλούταρχος στο σύγγραμα του, "Ερωτικός", τα εξής περί του θυραυλίζειν της νυκτός: «τὴν δ᾽ ἐρωτικὴν μανίαν τἀνθρώπου καθαψαμένην ἀληθῶς καὶ διακαύσασαν οὐ μοῦσά τις οὐκ ἐπῳδὴ θελκτήριος οὐ τόπου μεταβολὴ καθίστησιν ἀλλὰ καὶ παρόντες ἐρῶσι καὶ ἀπόντες ποθοῦσι καὶ μεθ᾽ ἡμέραν διώκουσι καὶ νύκτωρ θυραυλοῦσι, καὶ νήφοντες καλοῦσι τοὺς καλοὺς καὶ πίνοντες ᾁδουσι.».
Επίσης, ο Παπαδιαμάντης, σε μια άλλη διάσταση του χρόνου, εμφανίζει την περίπτωση ενός κανταδώρικου ζακυνθινού τραγουδιού, στο διήγημα του "Η Νοσταλγός". Ο λόγιος συγγραφέας, γνωστός για τις ακέραιες καταγραφές των λαϊκών δρωμένων, ανάμεσα στις διηγηματικές του πλοκές, φαίνεται να αναπολεί με τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου, όπου τα τραγούδια γράφονταν υπό την μορφή ερωτικών ασμάτων, καντάδας ή σερενάτας.
Χαρακτηριστικό δείγμα της Αθηναϊκής καντάδας είναι η καντάδα του Ερμή Πόγγη, "Οι ξενύχτηδες" που συνέθεσε το 1918 σε στίχους του Αιμίλιου Δραγάτση. Πρόκειται για μια νυκτωδία σε ελάσσονα τρόπο και οκτασύλλαβο στίχο που μεταβάλλεται σε μείζονα τρόπο στην επωδό σε εξασύλλαβο και δεκατετρασύλλαβο μετρικό πόδα. Ιδού και στίχος:
Οι Ξενύχτηδες
Πώς θες να κλείσω μάτι πια,
που η φτωχή μου η καρδιά,
σαν ξυπνητήρι πια χτυπά,
για σε που αιώνια θ’ αγαπά.
Το βλέπω αγάπη μου χρυσή,
αλλά σ’αυτό τι φταις εσύ,
ο έρωτας σαν ξαγρυπνά,
ποιος τον ξενύχτη τον ρωτά.
Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητoύμ’εμείς ως το πρωί.
και σαν χαράζει η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά,
και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.
Αχ, για θυμήσου και για πες,
πόσες σε γέλασα βραδιές,
ίσα με να’ρθω η φτωχιά,
στο πρώτο μας ξενύχτι πια.
Μονάχο μ’άφηνες κακιά,
μεσ’ την τρελή αστροφεγγιά,
και μες τα ξημερώματα,
μου έκανες καμώματα.
Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητούμ’εμείς ως το πρωί.
και σαν χαράζ’ η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά,
και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.
Πώς ήθελα στα σκοτεινά
να σ’ είχα πάντα συντροφιά
μα έλα που κι αυτή η νυχτιά
θα ξημερώση η κακιά
Αν ήμουν πλάστης τ’ ουρανού
κι είχα τη δύναμη εκεινού
γιά το χατήρι σου καλέ
δε θα ξημέρωνα ποτέ
Καντάδα-Σερενάτα-Πατινάδα από το κιθαρωδικό δίδυμο Παπαδάκη -Φώτη Πολυμέρη προς χάριν της ταινίας"Έλα στο θείο" (έτος 1950).
Επιπλέον, η δομή των ερωτικών ασμάτων της δημώδους παραδόσεως, φαίνεται ότι ευθύς εξ αρχής συνθέτονταν πάνω στην αρμονία των εγχόρδων οργάνων, όπως π.χ. η κιθάρα, το λαούτο, ο ταμπουράς και το μαντολίνο.
Η κιθάρα, εμφανίζεται ήδη από το 1846 με 1860 στα δρώμενα της ερωτικής μουσικής δημιουργίας, όπως είναι η καντάδα και η πατινάδα. Χαρακτηριστική περιγραφή αποκαλύπτεται σε μια πατινάδα που τραγουδιούνταν εκείνα τα χρόνια, τα μετά της απελευθερώσεως της Ελλάδος. Τα τετράστιχα σε εφτασύλλαβο μέτρο λένε τα εξής:
ΠΑΤΗΝΑΔΑ
Μόνος μου με κιθάρα
Βγήκα να σεργιανίσω,
Τους πόνους μου ν' αρχήσω
Που έχω στην καρδιά.
Μα συ γλυκά κοιμάσαι,
Τίποτας δεν σε μέλει
Με πλήγωνες τα μέλη,
Μ' έσφαξες την καρδιά.
Ξύπνα και μή κοιμάσαι,
Σήκου από την κλίνη,
Χρυσό μου καναρίνι
Ν' ακούσ' πως τραγουδώ.
Πρόβαλλε ν' αγροικήσης
Τους πόνους της καρδιάς μου,
Τα πικροβάσανά μου
Που γιατ' εσέ περνώ.
(Βιβλίο "Ρωμαίικα τραγούδια")
(Βιβλίο "Ρωμαίικα τραγούδια")
Οι κωμαστές, της άνωθεν εικόνας, είναι μια αποτύπωση αρχαίου αγγείου. Ο χορός με συνοδεία αυλού εκτελεί τον κώμο - πατινάδα. Δύο από τους τρεις χορευτές κρατάνε λαμπάδες, ένδειξη ότι πρόκειται για γαμήλια πομπή κι ο τρίτος φέρει κρόταλα. Ο κώμος, της αρχαίας ελληνικής παραδόσεως είναι ο πρόγονος της σερενάτας - όπως την εκτελούσαν στην Νάπολη το 1221. Μάλιστα, στη Νάπολι, όπως μας πληροφορεί στην ιστοσελίδα του ο Carlo Fedele, το 1221 ο Manfredi, γιος του Φρειδερίκου Β', βγήκε το βράδυ από το παλάτι για να πάει να τραγουδήσει και να χορέψει κάνοντας σερενάτα στους δρόμους της πόλης. Το δρώμενο πήρε τέτοια διάσταση ώστε να εκδοθεί ένα διάταγμα απαγόρευσης, ύστερα από την καταγγελία των πολιτών που ισχυρίζονταν ότι οι συνεχόμενες μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις των κωμαστών δεν τους άφηναν να κοιμηθούνε.
ЭIЄ
Περί σερενάτας
Η σερενάτα είναι συνώνυμο της καντάδας. Στα γαλλικά η λέξη σερενάτα επεξηγείται με τις εξής έννοιες: sérénade albade > προβηγκιανή aubada>aube>σερενάτα της αυγής ή της χαραυγής. Το aubada σημαίνει ότι παίζει μουσική, νωρίς το πρωί κάποιος κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του.
Η ονομασία της σερενάτας, κατά μία πρόσφατη φιλολογική μελέτη, προέκυψε από την λατινική ονομασία serenus συνεκδοχικό της αρχαιοελληνικής λέξης σειρήνα. Η σερενάτα είναι ταυτόσημη έννοια με την καντάδα και έχει για πρόγονο της την καντάτα. Η μοναδική διαφορά τους είναι στο ότι η καντάτα είναι μουσική δωματίου ενώ η σερενάτα - καντάδα είναι δρομική και δη υπαίθρια. Συνηθίζονταν κυρίως να εκτελείται υπο το φέγγος τον άστρων ή του φεγγαριού.
Ωστόσο, υπήρχαν δύο ήδη σερενάτας, η νυκτερινή, που ονομάζονταν νυκτωδία-notturna serenata, και η πρωινή-λευκή σερενάτα που αποκαλούνταν alba ή aubada serenata.Ωραιότατο δείγμα της serenata notturna είναι η μουσική σύνθεση που έγραψε το 1842 ο Φέλιξ Μέντελσον στο σαιξπηρικό έργο "Ένα όνειρο καλοκαιρινής νύχτας". Η υπ0υεση του σαιξπηρικού έργου διαδραματίζεται στην αρχαία πόλη των Αθηνών. Το Γαμήλιο εμβατήριο, γραμμένο σε ντο μείζονα, θυμίζει κατά τρόπο τινά τα δρομικά άσματα (πατινάδα) του αρχαιοελληνικού έθους, κυρίως κατά την εποχήν των ομηρικών επών.
Εν ολίγοις, η διαφορά της καντάδας με την σερενάτα έγκειται στο ότι, η μεν πρώτη παίζονταν περί το δείλιν οψίας, δηλαδή κατά τις πρώτες βραδινές ώρες, π.χ 9:00 η ώρα, ενώ η δευτέρα λίγο πριν του μεσονυχτίου, δηλαδή κατά τίς 11:00 η ώρα. Μάλιστα, πάντοτε μετά συνοδεία κιθάρας. Η παλαιότητα της κιθαρωδικής νυκτωδίας στην Αθήνα επισημαίνεται το 1839 στο "Λεξικόν επίτιμον της ελληνικής γλώσσης" του Δ. Σκαρλάτου, στο λήμμα Νυκτιλάλος, ώσπερ ετυμολογείται "ο λαλών (ήχων) την νύχτα. κιθάρα".
Η λευκή σερενάτα, σε αντίθεση με την νυκτωδία, ταυτίζεται με τον όρθρο και πιο συγκεκριμένα με μια θεωρία βασιζόμενη στην ανατολή του άστρου Σείριου κατά την περίοδο του θέρους. Ή σερενάτα, στους τελευταίους δύο αιώνες, αναπτύχθηκε κυρίως στις ιταλικές πόλεις, Νάπολη και Βενετία.
Η Ναπολιτάνικη σερενάτα ήταν ένα τραγούδι που συνδέονταν με τους μενεστρέλους και τους τροβαδούρους[2]. Οι μυθολογικές παραδόσεις υποστηρίζουν την παρουσία μιας Σειρήνας, με το όνομα Παρθενόπη, στην περιοχή του κόλπου της Νάπολης κατά τα προϊστορικά χρόνια. Λένε ότι, σ' εκείνο το σημείο κάθονταν και τραγουδούσε με την γλυκιά της φωνή τις σερενάτες στους περαστικούς ταξιδιώτες.
Οι πρώτοι ταξιδιώτες που πέρασαν ίσως από εκεί ήταν Έλληνες ναυτικοί από την νήσο Ρόδο. Καθώς έπλεαν στα νερά του κόλπου, άκουσαν την φωνή της Σειρήνας Παρθενόπης και μαγεμένοι προσάραξαν στο γιαλό. Μετά από την παρέλευση ολίγου χρόνου αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα μικρό πόλισμα με την ονομασία της Σειρήνας Παρθενόπης. Την Παρθενόπη την προσέγγισαν οι ναυσιπλόοι Αθηναίοι και την βρήκαν μετά από αιώνες εξαθλιωμένη και σχεδόν ακατοίκητη. Στα ερείπια της έκτισαν μια νέα πόλη που την ονόμασαν Νεάπολη.
Η γονιδιακή κληρονομιά, των μουσικότατων και καλλικέλαδων Αθηναίων, ευνόησε τους ναπολιτάνους ως προς στην αιωνόβια εξέλιξη του τραγουδιστικού είδους που σήμερα ονομάζεται σερενάτα - καντάδα κλπ.
Κορυφαίος δραματικός τενόρος όλων των εποχών της ιταλικής όπερας, υπήρξε ο Ενρίκο Καρούσο, ο οποίος ανατράφηκε μουσικά μέσα στο κλίμα της ναπολιτάνικης σερενάτας. Υπάρχουν και σχετικές φωνογραφήσεις με το υπέροχο συσταλτικό ερμηνευτικό ήθος της φωνής του και την μοναδική στο είδος του παλμική δόνηση των φωνητικών χορδών (βιμπράτο).
Εν κατακλείδη σερενάτα, σύμφωνα με το εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica (λήμμα σερενάτα), είναι μια βραδινή μουσική που ξεκίνησε κατά τον μεσαίωνα ως μία φωνητική σύνθεση υποστηριζόμενη από ενόργανη συνοδεία ενός λαούτου ή μιας κιθάρας ή μαντολίνου.
Τον 17ο αιώνα, υπό την επιρροή της λυρικής τέχνης (καντάτα και όπερα) και της συμφωνικής μουσικής, αναπτύσσεται σε πολλαπλές εκφάνσεις. Εκείνη την περίοδο εκτιμάτε η επανεμφάνιση της σερενάτας και στην πόλη των Αθηνών. Ωστόσο, αποδεικνύεται ποικιλοτρόπος ότι, η Αθήνα υπήρξε η κοιτίδα του έθους της σερενάτας-καντάδας. Επί παραδείγματι, στο έμμετρο μυθιστόρημα του Βιντσέντζου Κορνάρνου, με τίτλο "Ερωτόκριτος", περιγράφεται μια σκηνή νυχτερινής σερενάτας με συνοδεία λαούτου από τον ήρωα του μυθιστορήματος Ερωτόκριτο.
Το έργο διαδραματίζεται στην Μεσαιωνική Αθήνα και οι πρωταγωνιστές είναι δύο γόνοι αθηναϊκών οικογενειών που ερωτεύονται παράφορα, ο Ερωτόκριτος κι Αρετούσα. Ιδού και οι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι που διηγούνται την ερωτική πατινάδα - καντάδα σερενάτα, του Ερωτόκριτου με το λαούτο:
Ωστόσο, υπήρχαν δύο ήδη σερενάτας, η νυκτερινή, που ονομάζονταν νυκτωδία-notturna serenata, και η πρωινή-λευκή σερενάτα που αποκαλούνταν alba ή aubada serenata.Ωραιότατο δείγμα της serenata notturna είναι η μουσική σύνθεση που έγραψε το 1842 ο Φέλιξ Μέντελσον στο σαιξπηρικό έργο "Ένα όνειρο καλοκαιρινής νύχτας". Η υπ0υεση του σαιξπηρικού έργου διαδραματίζεται στην αρχαία πόλη των Αθηνών. Το Γαμήλιο εμβατήριο, γραμμένο σε ντο μείζονα, θυμίζει κατά τρόπο τινά τα δρομικά άσματα (πατινάδα) του αρχαιοελληνικού έθους, κυρίως κατά την εποχήν των ομηρικών επών.
Εν ολίγοις, η διαφορά της καντάδας με την σερενάτα έγκειται στο ότι, η μεν πρώτη παίζονταν περί το δείλιν οψίας, δηλαδή κατά τις πρώτες βραδινές ώρες, π.χ 9:00 η ώρα, ενώ η δευτέρα λίγο πριν του μεσονυχτίου, δηλαδή κατά τίς 11:00 η ώρα. Μάλιστα, πάντοτε μετά συνοδεία κιθάρας. Η παλαιότητα της κιθαρωδικής νυκτωδίας στην Αθήνα επισημαίνεται το 1839 στο "Λεξικόν επίτιμον της ελληνικής γλώσσης" του Δ. Σκαρλάτου, στο λήμμα Νυκτιλάλος, ώσπερ ετυμολογείται "ο λαλών (ήχων) την νύχτα. κιθάρα".
Η λευκή σερενάτα, σε αντίθεση με την νυκτωδία, ταυτίζεται με τον όρθρο και πιο συγκεκριμένα με μια θεωρία βασιζόμενη στην ανατολή του άστρου Σείριου κατά την περίοδο του θέρους. Ή σερενάτα, στους τελευταίους δύο αιώνες, αναπτύχθηκε κυρίως στις ιταλικές πόλεις, Νάπολη και Βενετία.
Η Ναπολιτάνικη σερενάτα ήταν ένα τραγούδι που συνδέονταν με τους μενεστρέλους και τους τροβαδούρους[2]. Οι μυθολογικές παραδόσεις υποστηρίζουν την παρουσία μιας Σειρήνας, με το όνομα Παρθενόπη, στην περιοχή του κόλπου της Νάπολης κατά τα προϊστορικά χρόνια. Λένε ότι, σ' εκείνο το σημείο κάθονταν και τραγουδούσε με την γλυκιά της φωνή τις σερενάτες στους περαστικούς ταξιδιώτες.
Οι πρώτοι ταξιδιώτες που πέρασαν ίσως από εκεί ήταν Έλληνες ναυτικοί από την νήσο Ρόδο. Καθώς έπλεαν στα νερά του κόλπου, άκουσαν την φωνή της Σειρήνας Παρθενόπης και μαγεμένοι προσάραξαν στο γιαλό. Μετά από την παρέλευση ολίγου χρόνου αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα μικρό πόλισμα με την ονομασία της Σειρήνας Παρθενόπης. Την Παρθενόπη την προσέγγισαν οι ναυσιπλόοι Αθηναίοι και την βρήκαν μετά από αιώνες εξαθλιωμένη και σχεδόν ακατοίκητη. Στα ερείπια της έκτισαν μια νέα πόλη που την ονόμασαν Νεάπολη.
Η γονιδιακή κληρονομιά, των μουσικότατων και καλλικέλαδων Αθηναίων, ευνόησε τους ναπολιτάνους ως προς στην αιωνόβια εξέλιξη του τραγουδιστικού είδους που σήμερα ονομάζεται σερενάτα - καντάδα κλπ.
Κορυφαίος δραματικός τενόρος όλων των εποχών της ιταλικής όπερας, υπήρξε ο Ενρίκο Καρούσο, ο οποίος ανατράφηκε μουσικά μέσα στο κλίμα της ναπολιτάνικης σερενάτας. Υπάρχουν και σχετικές φωνογραφήσεις με το υπέροχο συσταλτικό ερμηνευτικό ήθος της φωνής του και την μοναδική στο είδος του παλμική δόνηση των φωνητικών χορδών (βιμπράτο).
Εν κατακλείδη σερενάτα, σύμφωνα με το εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica (λήμμα σερενάτα), είναι μια βραδινή μουσική που ξεκίνησε κατά τον μεσαίωνα ως μία φωνητική σύνθεση υποστηριζόμενη από ενόργανη συνοδεία ενός λαούτου ή μιας κιθάρας ή μαντολίνου.
Τον 17ο αιώνα, υπό την επιρροή της λυρικής τέχνης (καντάτα και όπερα) και της συμφωνικής μουσικής, αναπτύσσεται σε πολλαπλές εκφάνσεις. Εκείνη την περίοδο εκτιμάτε η επανεμφάνιση της σερενάτας και στην πόλη των Αθηνών. Ωστόσο, αποδεικνύεται ποικιλοτρόπος ότι, η Αθήνα υπήρξε η κοιτίδα του έθους της σερενάτας-καντάδας. Επί παραδείγματι, στο έμμετρο μυθιστόρημα του Βιντσέντζου Κορνάρνου, με τίτλο "Ερωτόκριτος", περιγράφεται μια σκηνή νυχτερινής σερενάτας με συνοδεία λαούτου από τον ήρωα του μυθιστορήματος Ερωτόκριτο.
Το έργο διαδραματίζεται στην Μεσαιωνική Αθήνα και οι πρωταγωνιστές είναι δύο γόνοι αθηναϊκών οικογενειών που ερωτεύονται παράφορα, ο Ερωτόκριτος κι Αρετούσα. Ιδού και οι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι που διηγούνται την ερωτική πατινάδα - καντάδα σερενάτα, του Ερωτόκριτου με το λαούτο:
Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.
Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
(στιχ. 375-380)
Ο πρώτος στίχος περιγράφει ξεκάθαρα την εκτέλεση μιαςνυκτωδίας (σερενάτα αγγλιστί serenade), ενώ στο τρίτο στίχο γίνεται η αναφορά μιας τραγουδιστικής ερμηνείας με συνοδεία λαούτου, υπό μορφή κανταδόρικης κιθαρωδίας καιδρομικής πατινάδας.
Παρά ταύτα, πρέπει να ειπωθεί ότι, η σερενάτα, στο αποκορύφωμα της μουσικής δημιουργίας των ευρωπαϊκών συνθετικών προτύπων, έφτασε στα επίπεδα μιας κοινωνικής καταγραφής γεγονότων. Πολύ συχνά δε, το θεματολόγιο της αφορούσε πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Τούτο είναι επιπλέον μία ένδειξη δια την προέλευση της ευρωπαϊκής σερενάτας, από το λυρικό ποιητικό είδος της αρχαιοελληνικής ερωτικής ωδής, όπου θα μπορούσε να ανιχνευτή η προτύπωση της στο προϊστορικό δραματοποιημένο άσμα του Οιτολίνου το συντεθιμένο από τον Αθηναίο μουσουργό - κιθαρωδό Πάμφω.
Παρά ταύτα, πρέπει να ειπωθεί ότι, η σερενάτα, στο αποκορύφωμα της μουσικής δημιουργίας των ευρωπαϊκών συνθετικών προτύπων, έφτασε στα επίπεδα μιας κοινωνικής καταγραφής γεγονότων. Πολύ συχνά δε, το θεματολόγιο της αφορούσε πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Τούτο είναι επιπλέον μία ένδειξη δια την προέλευση της ευρωπαϊκής σερενάτας, από το λυρικό ποιητικό είδος της αρχαιοελληνικής ερωτικής ωδής, όπου θα μπορούσε να ανιχνευτή η προτύπωση της στο προϊστορικό δραματοποιημένο άσμα του Οιτολίνου το συντεθιμένο από τον Αθηναίο μουσουργό - κιθαρωδό Πάμφω.
Pinelli Bartolomeo, La Serenata - Costumi di Roma, 1809, Roma
ЭIЄ
Σερενάτα, Σειρήνος και άστρο Σείριος
Η ονομασία της σερενάτας είναι εμφανώς παλαιότατη έχοντας δεχτεί μια μικρή λεκτική παραφθορά. Η προέλευση της ανάγεται στην ονομασία της Σειρήνας ενώ κατά την λατινική άποψη από κάποιο μυθικό πρόσωπο με το όνομα Σερένος-Σειρήνος-Σερήνος-Σειρήν.
Παρά ταύτα, η ετυμολογία της λέξεως Σειρήνα συνάδει με το όνομα του Σειρίου, του λαμπρότερου άστρου του ουράνιου στερεώματος. Ο Σείριος ήταν, για τους αρχαίους Έλληνες όπως και για άλλους όμορους λαούς, ένα ηλιακό άστρο που λατρεύονταν ως ουράνια θεότητα. Ταυτίζονταν με τον Απόλλωνα τον Διόνυσο και την Αθηνά (τριπλό άστρο).
Ο Παρθενώνας, στην Ακρόπολη των Αθηνών, είχε κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε όταν κατά τον θερινό μήνα εκατομβαιώνα (Ιούλιος) ανέτειλε ο Σείριος, στην γραμμή πορείας του στον ουρανό να διαπερνά η ακτινοβολία του τον σηκό του ναού.
Την περίοδο εκείνη του εκατομβαιώνος, δηλαδή του σημερινού μήνα Ιουλίου, συνέβαινε στην περιοχή της Μεσογείου το φαινόμενο των κυνικών καυμάτων. Ο πρωταίτιος του φαινομένου ήταν ο ανατέλλων Σείριος. Η ακτινοβολία του άστρου κυνός (σκύλου) ή Σείριου, όπως επισημαίνουν επιστημονικές μερίδες, επέφερε στην βιοποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας μια ψυχογενετική αλλοίωση.
Την περίοδο εκείνη του εκατομβαιώνος, δηλαδή του σημερινού μήνα Ιουλίου, συνέβαινε στην περιοχή της Μεσογείου το φαινόμενο των κυνικών καυμάτων. Ο πρωταίτιος του φαινομένου ήταν ο ανατέλλων Σείριος. Η ακτινοβολία του άστρου κυνός (σκύλου) ή Σείριου, όπως επισημαίνουν επιστημονικές μερίδες, επέφερε στην βιοποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας μια ψυχογενετική αλλοίωση.
Παράλληλα συντελούνταν και μια έξαρση συναισθημάτων μιας και η καυστικότητα του αιθέρους επενεργούσε δραματικά στις ερωτικές εξάρσεις. Οι πρωιμότερες αναφορές, της επιδράσεως του ήλιου Σείριου στον ανθρώπινο οργανισμό, δίδεται από τον Όμηρο. Ωστόσο, πιο καταφανείς είναι το αρχαίο λυρικό ποίημα του Αλκαίου που λέει τα εξής:
Βρέχε τα σπλάχνα με κρασί γιατί ψηλώνει τ' άστρο κι η ώρα τούτη είναι βαριά, διψούν όλ' απ' την κάψα γλυκά τραγούδια ο τζίτζικας μέσ' απ' τα φύλλα χύνει και τρίζει τα φτερά γοργά την ώρα που λιοπύρι σ' όλη τη γη διαχύνεται και όλα παντού ξεραίνει μονάχ' η σκίλλα τώρ' ανθεί. Πυρές είν' οι γυναίκες,
άμ' είν' οι άνδρες αχαμνοί ο Σείριος τους μαραίνει.
Το ποίημα του Αλκαίου που του δόθηκε ο τίτλος "τέγγε πλεύμονας οἴνωι" ανήκει στα επονομαζόμενα, κατά τους αρχαίους μουσικούς κανόνες, ως σκόλιον. Τα σκόλια χώρίζονταν σε κατηγορίες, όπως τα παροίνια (του κρασιού), τα ερωτικά, τα σατυρικά κλπ. Ορισμένοι στίχοι αναδυκνύουν μια ομοιότητα με τα κανταδόρικα τραγούδια της νεότερης ελληνικής εποποιίας. Μάλιστα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι και κατά μελωδικόν και ρυθμικόν τρόπο τα αρχαία σκόλια θα ομοίαζαν με τις σημερινές σερενάτες, όπως το εν λόγω ποίημα του Αλκαίου. Έτσι, υπο την επίδραση του φαινομένου των κυνικών καυμάτων δημιουργήθηκαν τραγουδιστικά δρώμενα από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια. Συνέχεια, αυτής της πανάρχαιας συνήθειας των Ελλήνων, είναι οι ερωτικές καντάδες ή σερενάτες[3] κατά την διάρκεια της αίθριας έναστρης νυκτός. Οι νέοι μετά συνοδείας οργάνων μπρος την πόρτα ή το παραθύρι της κοπέλας που είχαν ερωτευτεί εξέφραζαν τα ερωτικά τους αισθήματα, αν το πρόσωπο τους είχε αποδεχτεί ή την ερωτική τους απογοήτευση όταν η ερωτική τους προσκληση είχε απορριφθεί.
τέγγε πλεύμονας οἴνωι, τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται,
ἀ δ' ὤρα χαλέπα, πάντα δὲ δίψαις' ὐπὰ καύματος,
ἄχει δ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ...
ἄνθει δὲ σκόλυμος, νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται
λέπτοι δ' ἄνδρες, ἐπεὶ [ ] κεφάλαν καὶ γόνα Σείριος
ἄζει[ ]*
ἀ δ' ὤρα χαλέπα, πάντα δὲ δίψαις' ὐπὰ καύματος,
ἄχει δ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ...
ἄνθει δὲ σκόλυμος, νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται
λέπτοι δ' ἄνδρες, ἐπεὶ [ ] κεφάλαν καὶ γόνα Σείριος
ἄζει[ ]*
Μετάφραση:
Το έθος των Ελλήνων να τραγουδούν θρηνητικές ωδές, όπως π.χ. τον Αίλινο, τον Ιάλεμο, τον Οιτολίνο ή Λίνο, τονΜανέρω και τον Βώρμο, κατά την περίοδο των κυνικών καυμάτων, καταγράφεται από τον συγγραφέα ερευνητή Γεώργιο Φαίδρο, με τα εξής σχόλια: "Αυτός δε ο Αίλινος καθαρώτατα και νυν ακούεται εν τέλει του σημερινού Μανέ, ως και ο κωκυτός εν τοις νυν μοιρολογίοις. Παρά τοις Σμυρναίοις μάλιστα, ων κτήμα ίδιον είναι ο Μανές. Εις δε τας αγροτικάς εργασίας το άσμα τούτο ψάλλοντες θλιβερώς εμνημόνευον πάλαι και τον πόθον του τερπνού έαρος, όπερ κατέστρεψαν τα κυνικά καύματα τα συμπίπτοντα κατά την ανατολήν του Σειρίου του συμβολικώς δια κυνός παρισταμένου. Ούτως εθρήνουν και τον Βώρμον οι Μαρυανδυνοί με άσμα θρηνώδες, όστις εν ακμή θέρους απελθών ίνα κομίση ύδωρ εις τους θεριστάς κατεσύρθη υπό των Νυμφών του ρύακος και ηφανίσθη εν τω ύδατι. Όμοιον μονοφώνιον ήτο και η από των κορυφών των ορέων ανάκλησις του Ύλα παρά τοις γειτόσι αυτών Βιθυνοίς, παιδός αποπνιγέντος εντός πηγής, ου το όνομα ανταπέδιδον αδιαλείπτως κατά τον μύθον η Ηχώ. Και ο Ιάλεμος ήτο εις των τοιούτων νέων, όστις έπαθεν παραπλήσια, επνήγη δηλ. ή εδαγκάσθη υπό λησσώδους κυνός και απέθανεν και τότε θρηνολογείς με ήχον παραπλήσιον του λίνου Ιάλεμον τούτον επωνόμασαν.».
Ένας ελληνικός παραδοσιακός μανές, που ηχογραφήθηκε με την φωνή του Νταλγκά το 1931 σε τετράσημο μέτρο 4/4, όπως συμβαίνει και σε αρκετές αθηναϊκές καντάδες, έχει τον εξής δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο:
Τ' άστρο που βγαίνει την αυγή και το φεγγάρι μόνο
αυτά τα δυο γνωρίζουνε τον εδικό μου πόνο.
Ο άνωθεν στίχος τιτλοφορείτε ως "Μανές της αυγής" και εμπεριέχεται στον κύριο κατάλογο (ρεπερτόριο) του σμυρναϊκου τραγουδιού της Ιωνικής γης. Ο χαρακτηρισμός, μανές της αυγής, συνδυάζεται με το άστρο της αυγής και με την δυτική μουσική ορολογία της λευκής σερενάτας, δηλ. Serenata audade ή alba. Ωστόσο, ο εν λόγω μανές - αμανές είναι ένα θρηνητικό ερωτικό άσμα, εναρμονισμένο στην μελωδική γραμμή της ελαττωμένης μινόρε. Όπως είδαμε η λέξη μινόρε εκ του ομηρικού μίνυς και μινυρίζω εκφράζει το μικρό της κλίμακος και το θρηνώδες ήθος.
Είναι επίσης καταγεγραμμένο ότι, στα αρχαία χρόνια, κατά τον μήνα ελαφοβολιώνα (Μάρτης), η πόλη των Αθηνών τελούσε εορτή προς τιμήν του Άδωνη. Στα Αδώνεια, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, ένας όμιλος γυναικών τραγουδούσε θρηνητικά άσματα στο όνομα του αδικοχαμένου ερωτύλου. Ιδού και το αναφερθέν απόσπασμα: "Ἀδωνίων γὰρ εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκόντων εἴδωλα πολλαχοῦ νεκροῖς ἐκκομιζομένοις ὅμοια προὔκειντο ταῖς γυναιξί, καὶ ταφὰς ἐμιμοῦντο κοπτόμεναι, καὶ θρήνους ᾖδον."
Ο Άδωνης ήταν η προσωποποίηση της εαρινής αναγέννησης της φύσης. Παρουσιάζονταν δε, ως ερωτικός σύντροφος της Αφροδίτης. Και οι δύο θεότητες συνδέχθηκαν με μύθους που αφορούσαν την έναστρον νύκτα. Μάλιστα, στα λαογραφικά δρώμενα ταυτίζονται με τον Αυγερινό και τον Αποσπερίτη. Ωστόσο, η αστρονομία θεωρεί το άστρο της αυγής ταυτόσημο με τον Έσπερο, δηλαδή τον πλανήτη Αφροδίτη ή Δήμητρα - Ιω - Ίσιδα. Μια παλαιοτέρα άποψη συγχέει το άστρο της αυγής με Δία Άμμων - Όσιρι. Η Αφροδίτη, στην ελληνική μυθολογία θεωρούνταν θεά της ομορφιάς και προστάτιδα του έρωτα.
Ο Αλέξανδρος - Πάρης της Τροίας ήταν από τους πρώτους που διδάχτηκε την ελληνική γλώσσα και μελοποίησε ερωτική ωδή προς τιμήν της Αφροδίτης ονομάζοντας την κεστό (λεξικό Σουΐδα, λήμμα Πάριον).
Ο φτερωτός Ίμερος κι ο ερωτοτραγουδιστής Πάρης σε αττική λύκηθο του "ζωγράφου της ειμαρμένης" γύρω στο 480 π.Χ. Βρίσκεται στο μουσείο Antiken-sammlung, Βερολίνο.
Ο Πόθος ήταν ακόλουθος της Αφροδίτης και εξέφραζε τον ερωτικό πόθο της ψυχής. Το άγαλμα του Πόθου, στην άνωθεν εικόνα με την μορφή του Απόλλωνα κιθαρωδού, αποκαλύπτει τα μυστικά ίχνη της κιθαρωδίας στα μονοπάτια των ερωτικών - κανταδόρικων ασμάτων. Το άγαλμα είναι του 1ου ή 2ου αιώνος μ. Χ. αντίγραφο του 3ου αιώνος π.Χ. Σήμερα βρίσκεται στο μουσείο Καπιτωλίου.
Σύμφωνα με το λεξικό του Ιωάννη Ζωναρά η λέξη κεστός, εκτός από την ζώνη της Αφροδίτης, ετυμολογείται και ως κλαυσμός < κλαθμός. Η ετυμολογία ταύτη συνδυαζόμενη με την Πάριο ωδή του κεστού στην έννοια του αρχαίου άσματος του κλαυσίθυρου ή παρακλαυσίθυρου ή θυροκοπικού ή κώμου, που μετονομάστηκε στη πορεία των αιώνων καντάδα σερενάτα - νυκτωδία κλπ.
Η Αφροδίτη προστάτιδα του ουράνιου και του πάνδημου έρωτα συνδέθηκε αστρολογικά με το άστρο της ημέρας ή τον πρωινό αστήρ. Ίσως, γι' αυτό το λόγο και το άστρο της ημέρας ή Αυγερινός, αναφέρονταν σε πολλά ερωτικά τραγούδια ελληνικής μουσικοποιητικής παραδόσεως. Επίσης, μια παραλλαγή του λαογραφικού έθους μιλάει για τον έρωτα του Αυγερινού και της Πούλιας.
Η Αφροδίτη προστάτιδα του ουράνιου και του πάνδημου έρωτα συνδέθηκε αστρολογικά με το άστρο της ημέρας ή τον πρωινό αστήρ. Ίσως, γι' αυτό το λόγο και το άστρο της ημέρας ή Αυγερινός, αναφέρονταν σε πολλά ερωτικά τραγούδια ελληνικής μουσικοποιητικής παραδόσεως. Επίσης, μια παραλλαγή του λαογραφικού έθους μιλάει για τον έρωτα του Αυγερινού και της Πούλιας.
Σύμφωνα με την λαογραφική παράδοση της Προβηγκίας, κατά την χαραυγή που δύει η Πούλια κι ανατέλλει ο Αυγερινός, οι ερωτευμένοι νέοι τραγουδούσαν τις aubades>σερενάτες της αυγής, κάτω από το παραθύρι της αγαπημένης τους. Η λευκή(aubades) σερενάτα εκτελούνταν το πρωί κατά την ώρα του όρθρου. Εκείνη την ώρα ανατέλλει ο Αστήρ ο πρωινός ή ορθρινός, ταυτιζόμενος με τον πλανήτη Αφροδίτη ή πιο σωστά με τον πλανήτη Δία που συνδέεται με το άστρο Σείριο. Στον Σείριο βρίσκονται τα δώματα των Ολυμπίων... Επιπλέον, το άστρο της αυγής ή πλανήτης Δίας - Όσιρις εμπλέκεται και στα χριστιανικά κείμενα.
Για παράδειγμα, στην αγία γραφή, ο Παντοκράτωρ Ιησούς Χριστός κηρύσσει ότι είναι ο αστήρ ο πρωινός: "᾿Εγὼ ᾿Ιησοῦς ἔπεμψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις. ἐγώ εἰμι ἡ ρίζα καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνός." (Καινή Διαθήκη, Αποκάλυψη του Ιωάννου, κεφ. κβ' στιχ. 16).
Για παράδειγμα, στην αγία γραφή, ο Παντοκράτωρ Ιησούς Χριστός κηρύσσει ότι είναι ο αστήρ ο πρωινός: "᾿Εγὼ ᾿Ιησοῦς ἔπεμψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις. ἐγώ εἰμι ἡ ρίζα καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνός." (Καινή Διαθήκη, Αποκάλυψη του Ιωάννου, κεφ. κβ' στιχ. 16).
Είναι ευδόκιμο, συνάμα, να παρατεθεί το απόστιχον του όρθρου της ελληνορθόδοξης λειτουργίας, όπου και αναφέρεται νυκτερινή και πρωινή ωδή μετά συνοδείας κιθάρας. Ιδού το απόσπασμα του ψαλμού: "Αγαθόν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, ῞Υψιστε, τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα ἐν δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾿ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ." (Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμὸς ᾠδῆς, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου, 91). Η ωδή του ψαλμού 91 επικαλείται τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό που δίδαξε την αληθινή αγάπη. Η αληθινή αγάπη έχει τις ίδιες ιδιότητες με το ν αγνό έρωτα, τον ακλινής έρωτα που η ανάπτυξη της θεωρίας του συντελέσθηκε στο "Συμπόσιον" του Πλάτωνος.♥
Είναι βέβαιον ότι εκ των θρησκευτικών ωρών της παννυχίδος και του όρθρου προέκυψε η θρησκευτική καντάτα - καντάδα της δυτικής μουσικής. Εντέλει, οι άνωθεν συμβολισμοί, εν συναρτήση με τον πλανητικό αστέρα του όρθρου, φαίνεται ότι συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το άστρο του Σείριου και τις ασματικές ωδές προς αυτόν. Σημαντικές πληροφορίες, για την αλληγορία του ερωτικού συμβολισμού που αφορούν το άστρο Σείριος, παραδίδει ο Αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης, στο συμπόσιο του Πλάτωνα.
Ο μεταφυσικός ερευνητής και συγγραφέας, Θεόδωρος Αξιώτης, στο βιβλίο του "Παραδόσεις απ’ τον Σείριο", αναφέρει σχετικά με την επιρροή και επίδραση που ασκεί το φωτεινότερο άστρο του έναστρου ουρανού στους ανθρώπους. Ιδιαιτέρως, τονίζει την πανάρχαια ετυμολογία της ονομασίας του Σείριου, προερχομένης εκ της λέξεως Έρως. Ο Έρως, λατινιστί ονομάζεται amor εκ της διττής ονομασίας του Έρωτα - Ίμερο - αμόρε (αναγραμματισμός και εναλλαγή των φωνηέντων).
Ο Ίμερος ήταν ο εκφραστής της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας ή του ερωτικού πόθου. Ο Έρως ή Ίμερος, μαζί με τον Πόθο, είναι οι άγγελοι συνοδοί της θεάς του έρωτα Αφροδίτης. Ο Ησίοδος, στην θεογονία (στιχ. 201), προσδίδει στον Ίμερο: "το όνομα καλός τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἕσπετο καλὸς". Η προσωπικότητα του Ίμερου δείχνει ότι εισήχθη στην έκφραση της τέχνης κυρίως κατά την αρχαϊκή εποχή, συνταυτιζόμενος εμφανισιακά με τον Έρωτα. Θεωρείται ολύμπια θεότης και συναναστρέφεται μετά των Μουσών και των Χαρίτων συλλατρευόμενος μ' αυτές στον Ελικώνα.
Η εικονογραφική του απεικόνιση ως συντρόφου της Αφροδίτης φαίνεται ότι προϋπήρχε της αρχαϊκής εποχής, όπως για παράδειγμα πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα. Σπουδαία, επίσης, απεικόνιση υπήρχε και στην Ποικίλη στοά των Αθηνών του 570 π.Χ.
Η εικονογραφική του απεικόνιση ως συντρόφου της Αφροδίτης φαίνεται ότι προϋπήρχε της αρχαϊκής εποχής, όπως για παράδειγμα πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα. Σπουδαία, επίσης, απεικόνιση υπήρχε και στην Ποικίλη στοά των Αθηνών του 570 π.Χ.
Ο Θεόκριτος, ο πατριάρχης της βουκολικής ποιήσεως, χρησιμοποιεί την σύνθετη ονομασία ιμερόφωνος για να καταδείξει το είδος της ερωτικής φωνήσεως. Σύμφωνα με το λεξικό της ελληνικής γλώσσας των Liddell & Scott (τόμος 3) ο ιμερόφωνος είναι αυτός που έχει φωνή ερωτική ή θελκτική δηλαδή, φωνή κατάλληλη για ερωτικό τραγούδι.
Η σύνθετος λέξη προκύπτει εκ του Ίμερου και της φωνής άρα συνεκδοχικά της φωνής του Ίμερου. Εξ αυτού συνηθίζονταν από τον Όμηρο να αποκαλεί πολλάκις της ερωτικές φωνές ως ιμερόεις, εκ του ρήματος ιμείρω, που σημαίνει: αυτός που εγείρει την επιθυμία ή τον πόθο, εράσμιος, διεγερτικός, αγαπητός, ποθητός, θελκτικός, ερωτικός.
Η σύνθετος λέξη προκύπτει εκ του Ίμερου και της φωνής άρα συνεκδοχικά της φωνής του Ίμερου. Εξ αυτού συνηθίζονταν από τον Όμηρο να αποκαλεί πολλάκις της ερωτικές φωνές ως ιμερόεις, εκ του ρήματος ιμείρω, που σημαίνει: αυτός που εγείρει την επιθυμία ή τον πόθο, εράσμιος, διεγερτικός, αγαπητός, ποθητός, θελκτικός, ερωτικός.
Στην δυτική μουσική, της από 17ης εκατοντεντηρίδος αναπλασθείσα, υιοθετήθηκε ο όρος του ιμερόεις φωνητικού χρωματισμού και παραφθαρμένα αποκαλέστηκε αμορόζο (amorozo=ερωτικά). Επί τούτου, βλέπουμε στο διήγημα "Ποπολάρος", τον Γρ. Ξενόπουλο, να καταγράφει την παρουσία μιας ομάδας κανταδόρων που την σημειώνει με την τοπική ονομασία "αμορόζοι". Οι αμορόζοι ήταν οι κιθαρωδοί ερωτοτραγουδιστές της Ζακύνθου. Ο τίτλος αυτός είναι αντιδάνειο εκ της λατινικής λέξης amor=αγάπη, έρωτας, πόθος και με τη σειρά του το αμόρ (amor) προκύπτει από το αρχαιοελληνικό ρήμα ιμείρω>ιμερόεις>Ίμερος.
Επίσης, ο φωνητικός όρος, που μπορεί να ταυτιστεί με την ιμερόσσα αυδήν, είναι το sotto voce, δηλαδή το χαμήλωμα της έντασης της φωνής, το ημέρωμα. Το σόττο βότσε(εκ παραλλαγής της ελληνικής φράσης σείω τη βοή) χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τους αθηναίους κανταδόρους ερωτοτραγουδιστές που προσπαθούσαν να προσδώσουν έμφαση στο ερωτικό τους τραγούδισμα. Έτσι, οι ερωτοταγουδιστές της δύσης και της ανατολής βασίστηκαν επάνω στην παλαιότατη κανταδόρικη ιμερόεσσα φωνή, την αγγελόφωνη λεπτή και ήπια χροιά του θείου Ίμερου - Έρωτα Σείριου.
Επίσης, ο φωνητικός όρος, που μπορεί να ταυτιστεί με την ιμερόσσα αυδήν, είναι το sotto voce, δηλαδή το χαμήλωμα της έντασης της φωνής, το ημέρωμα. Το σόττο βότσε(εκ παραλλαγής της ελληνικής φράσης σείω τη βοή) χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τους αθηναίους κανταδόρους ερωτοτραγουδιστές που προσπαθούσαν να προσδώσουν έμφαση στο ερωτικό τους τραγούδισμα. Έτσι, οι ερωτοταγουδιστές της δύσης και της ανατολής βασίστηκαν επάνω στην παλαιότατη κανταδόρικη ιμερόεσσα φωνή, την αγγελόφωνη λεπτή και ήπια χροιά του θείου Ίμερου - Έρωτα Σείριου.
Ο Αξιώτης, κάνοντας τον ισχυρισμό περί της ερωτικής σχέσεως Δία - Διονύσου - Όσιρι και Αφροδίτης - Ιους - Ίσιδας με τον Έρως Σείριο, λέει τα εξής: «Στην Αίγυπτο ο ΈΡΩΣ ΣΕΙΡΙΟΣ γίνεται OSIRI ή SIRIO και συνδυάζεται με την Ίσιδα. Από το ISIRI (Όσιρις) και την Ίσιδα γεννήθηκε ο ΩΡΟΣ που ταυτίζεται με τον Απόλλωνα. Ο ΩΡΟΣ με μια αλλαγή του Ο σε Ε δίνει το ΕΡΩΣ " (Παραδόσεις του Σείριου, σελίδα 181). Εκπηγάζει λοιπόν, από τα συμφραζόμενα, η ιερότητα του ιδεώδους του Έρωτα στις κοινωνίες των λαών της Μεσογείου, μεπολιτιστικούς ηγέτες τους Έλληνες. Δια τούτο πρώτοι οι Έλληνες ορφικοί μελοποίησαν τιμητικούς ύμνους προς τιμήν του θεού Έρωτα και τους τραγουδούσαν με ιμερόεσσα φωνή, την δοθείσα εκ των Ουρανιώνων Μουσών, όπως λέει κι ο Ησίοδος: "δότε δ᾽ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν" (θεογονία, στιχ. 104). Αργότερα, όμως, κατά την περίοδο του Χριστιανισμού, οι παραδόσεις και τα έθιμα που του θεού Έρωτα, αφορίσθηκε λόγω της παραφθαρμένης ειδωλολατρικής έννοιας.
Ωστόσο, στην νεότερη εποχή, ένας φωτισμένος ιερέας του ορθόδοξου κλήρου, στα λεχθέντα του, επανέφερε τον ορισμό του Έρωτος. Για παράδειγμα, ο γάλλος κληρικός jean - claude larcet λέγει τα εξής: "Ο αληθής έρως είναι πάντοτε φαεινός ως η ηώς και σιωπηλός ως ο τάφος". Εδώ λοιπόν, παρομοιάζεται ο αληθινός και αγνός έρως με την ομηρική Ηώ ήτοι την αυγή που λάμπει.
Δια ταύτα, οι μουσικοσυνθέτες της Ευρώπης, με πρωτοπόρο τον Μπαχ, μελοποίησαν χριστιανικούς ύμνους, υπό την μορφήν ρομαντικής καντάτας, επηρεαζόμενοι από την Ορφική θεολογική διδασκαλία της ουρανίου επενέργειας του θείου Έρωτος - Διόνυσου - Φάνη εις την δημιουργία του σύμπαντος κόσμου. Το παράδοξο είναι ότι στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, οι πρώτοι χριστιανοί, που ζούσαν στις κατακόμβες συνταύτιζαν τον κύριο ημών Ιησού Χριστό με τον Διόνυσο ως δημιουργό του σύμπαντος και τον Απόλλωνα ως ήλιο.
Επιπλέον, οι ομηρικοί στίχοι της Ιλιάδος αναδεικνύουν την μακραίωνη παράδοση των Ελλήνων να τραγουδούν με συνοδεία κιθάρας τα ερωτικά τους τραγούδια. Ο τραγουδιστής του λίνου με θελκτική - ερωτική - κανταδόρικη φωνή τραγουδάει με την συνοδεία της υψίφωνης φόρμιγγας κιθάρας. Ιδού και οι στίχοι: "τοῖσιν δ' ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε λεπταλέῃ φωνῇ·" (ραψ. Σ, στιχ. 570).
Την παράδοση των υψιφώνων κιθαρωδικών μελών επισημαίνει η ιστορική καταγραφή περί των Ζακυνθινών κιθαρωδών του 19ου αιώνος. Επιπλέον, γίνεται εφικτό να διευκρινιστεί, διατί, η παρουσία της κιθάρας, λειτουργεί ως βασικό συνοδευτικό όργανο της καντάδας - σερενάτας.
Κατ' αρχήν, λόγω του ότι βασίζεται στην επί μέρους συνταύτιση της ετυμολογίας της με την Ουρανία - Κυθέρεια Αφροδίτη (Ως Ουρανία θεά – προστάτης της αγάπης και του αγνού έρωτα, με κύριο τόπο λατρείας τα Κύθηρα). Φαίνεται, ότι, το Κυθέρεια και η κιθάρα συνταυτίζονται ετυμολογικά έχοντας ως βασικό παραγωγικό τον ρηματικό τύπο κεύθω.
Η ετυμολογία της ονοματοθεσίας της κιθάρας ή κίθαρις, σύμφωνα με το λεξικό του Ιωάννη Ζωναρά, τοποθετείται στις λέξεις κεύθω και έρως (κίθαρις. παρά το κεύθειν τον έρωτα/ λεξικό Ιω. Ζωναρά). Στην κυριολεξία σημαίνει ο κεκρυμένος έρωτας. Τέτοιος έρως ήταν ο αγνός έρως που εξέφραζε η Ουράνια Αφροδίτη. Άλλωστε, γνωστή Αθηναϊκή καντάδα του 1956 με τίτλο "Η ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ" επισημαίνει την αγνότητα του έρωτος του κεκρυμμένου πίσω από τις γρίλιες. Ο στίχος στηρίχτηκε στην προϊούσα ποιητική δημιουργία της Αθηναϊκής ρομαντικής σχολής. Δια του λόγου το αληθές, ιδού και ο στίχος της επωδού:
Σε μια γειτονιά φτωχική
ο νους μου συχνά με γυρίζει
και κάποιες χαρές που περάσανε μου θυμίζει...
ω, ω, ω, ω, ω μια κιθάρα στο στενό
Ω, ω, ω, ω, ω, ω με καημό για έναν έρωτα αγνό
Να ξεχάσω ποτέ δεν μπορώ
τον παλιό τον καλό τον καιρό
μια γωνιά στην παλιά γειτονιά
Παράθυρο μισοκλειστό
η πρώτη μου αγάπη στη γρίλια
του έρωτα η πρώτη χαρά και η πρώτη ζήλια...
(Στίχοι: Γιώργος Ασημακόπουλος & Βασίλης Σπυρόπουλος & Πάνος Παπαδούκας)
Οι οξύτονοι στίχοι του τραγουδιού, εννεασύλλαβοι και έκαστος από έναν δωδεκασύλλαβο και δεκαπεντασύλλαβο, μελοποιήθηκαν από τον Γιώργο Μουζάκη σε τρίσημο ρυθμικό πόδα (3/4) βασιζόμενο στην ρυθμοποιία του χορού βαλς, που συνηθίζονταν ως μετρικός πόδας στα μεταπολεμικά κανταδόρικα τραγούδια.
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις καντάδες ή σερενάτες ή πατινάδες συνηθίζονταν η χρήση της ρυθμοποιίας των δισήμων 2/4, τρισήμων (βαλς 3/4 ή 3/8) και τετρασήμων 4/4 και εξασήμων (βαρκαρόλα 6/8).
ЭIЄ
Ο Σειρήνος, Σειρήνα κι σερενάτα
Ο Σειρήνος, πληθυντικός η Σειρήνα, φαίνεται ότι ταυτίζεται με το άστρο του Κυνός τον Σείριο. Ο Σειρήνος είναι το πουλί καναρίνι και ετυμολογείται ως εξής: καναρίνι < βενετική διάλεκτο canarin +-i < γαλλική canarie < ισπανική canario < λατινική Canariae insulae = νησιά με πολλούς σκύλους< canarius < canis,= σκύλος - κύνας. Η άλλη λοιπόν εκδοχή του ονόματος του Σερήνου είναι το κυνάριον (κανάριον μεταβολή του υ σε α λόγω διαλεκτικής προφοράς), δηλαδή εκ του άστρου του Κύνα < κυνάριον.
Ο Σειρήνος Τιμπράδο ή Τιμπράντο (του είδους serinus canaria εκ των κανάριων νήσων αγριοκάναρα) φημίζεται για το υψίφωνο μελωδικό και ποικιλματικό κελάηδισμα του, το οποίο χρησιμοποιεί για να σαγηνέψει το θηλυκό του είδους του. Στην ουσία θα λέγαμε ότι της κελαηδεί σερενάτες, προσπαθώντας να την πείσει να ζευγαρώσουν. Χαρακτηριστικό ποίκιλμα του Σειρήνου Τιμπράντο, είναι κατά πολύ παρόμοιο με το βιμπράτο της ανθρώπινης φωνής[4].
Η παλμική δόνηση μιας ελαφριάς διακύμανσης ήτοι επονομάζεται βιμπράτο, όπως προαναφέραμε, είναι ένα φωνητικό χαρακτηριστικό που επιτυγχάνεται δια μακρόχρονης φωνητικής ασκήσεως. Μεγάλες φωνές, όπως ο Ενρίκο Καρούζο της όπερας κι ο Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς του Σμυρναίικου τραγουδιού χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο κυρίως όταν ερμήνευαν τα ερωτικά άσματα.
Παράλληλα, εκτός από τον Σειρίνο - καναρίνι, με τον Σείριο συνδέεται και η Σειρήνα. Η Σειρήνα, ήταν ένα μυθολογικό ον με μορφή στρουθίου και κεφάλι ανθρώπινο ενώ σε μια ύστατη παραλλαγή με κεφάλι και σώμα ανθρώπινο και ουρά ψαριού σαν την γοργόνα. Βέβαια, η Σειρήνα δεν ήταν μία αλλά πολλές, άλλοτε τέσσερις κι άλλοτε οκτώ. Αποτελούνταν από ένα πολυφωνικό σχήμα με τετράφωνο σχήμα στην πρώτη εκδοχή και πολυφωνικό ογδόης στην δεύτερη. Τα άσματα τους ήταν κιθαρωδικά και θελκτικά, όπως οι καντάδες (δες ετυμολ. λέξης κατάδω), και μάγευαν όσους τα άκουγαν.
Στο βιβλίο "Εκλογή Ιστοριών" δίδεται αναφορά της μελίρρυτης κιθαρωδικής τέχνης με τα εξής σχόλια: "ο δε νεώτερος Πλούταρχος εξέθετο, ότι οι Σειρήνες γυναίκες ήσαν πόρναι οικούσαι τας λεγομένας πέτρας νήσους και τους παριόντας ξένους κολακείας ηδονών και ασμάτων και κιθαρών μέλεσι θέλγουσαι, ηπάτων τους παριόντας." [ANECDOTA GRAECA σελ. 212-213].
Παρόμοια ηδυφωνία παρουσίαζε και το γένος των Αθηναίων, όπως το καταγράφει ο Καμπούρογλου στο βιβλίο του "Ιστορία των Αθηνών", με τα εξής σχόλια: "...εξ ων συμβαίνει τους νυν Αθηναίους τινάς ήδη βαρβαρωθέντας φύσει μνήμονας και ευφώνους είναι, μέλεσι διαφόροις θέλγειν, ως Σειρήνων μέλη τους ακούοντας..." ( Ιστορία των Αθηνών τόμος Γ, σελ. 32). Επίσης, και οι ξένοι περιηγητές παρατήρησαν την μελίγηρυν (γλυκιά) φωνή των Αθηναίων, όπως διέσωσε στο βιβλίο "Ξένοι Περιηγητές" ο Σιμόπουλος.
ЭIЄ
Ο συγκριτισμός της καντάδας - σερενάτας με το αρχαίο ποιητικό μέτρο
Όπως είδαμε στις παραπάνω σημειώσεις το είδος της καντάδας, στη λυρική του μορφή, έλκει τις καταβολές του από την αρχαία υμνωδία. Το ύφος της μουσικής όταν εκφράζεται μέσα από ποιητικά μέτρα μεταλλάσσεται από λαϊκή δημιουργία σε λόγια.
Ενδεικτικά άσματα, λόγιας γραφής, είναι η "Ανθισμένη Αμυγδαλιά" σε στίχους Γεωργίου Δροσίνη, "Η νύχτα φεύγει ολόχαρη ή Σερενάτα" Σημαντική καντάδα - νυκτωδία εκείνης της εποχής είναι η επονομαζόμενη "Σερενάτα" ή αλλιώς "Η νύχτα φεύγει ολόχαρη" σε μουσική του Τίτου Ξηρέλη και στίχους του ποιητή Ιωάννη Πολέμη:
Σερενάτα
(Η νύχτα φέγγει ολόχαρη)
(Η νύχτα φέγγει ολόχαρη)
Η νύχτα φέγγει ολόχαρη,
νεράϊδα μου, κοιμάσαι
ή βλέπεις τ' άστρα κι αγρυπνάς
κι εμένανε θυμάσαι.
Κι αν έρθει ο ύπνος, μυστικά
τα βλέφαρά σου κλείσει,
ο έρως μου, σαν όνειρο
θα 'ρθεί να τα φιλήσει.
Κι αν, άγρυπνη, τ' άστρα θωρείς,
όπου ψηλά φωτίζουν,
τ' άστρα κι εγώ θε' να θωρώ
κι έτσι οι ματιές μας σμίγουν.
Ευκρινής γίνεται η ομοιότητα της έννοιας του στίχου "ή βλέπεις τ' άστρα κι αγρυπνάς" με το αρχαίο Σαπφικό στίχο "ὀφθάλμοις δὲ μέλαις νύκτος ἄωρος"(Poetae Lyrici Graeci - Poetae Melici part III, Lipsiae Sappho, 58.[39]. σελ. 839).
Επίσης, σημαντικό δείγμα αρχαίου άσματος, που διασώθηκε μέσα στους αιώνες, διατρανώνει την συνέχεια της νυχτερινής ωδής στα ελληνικά μουσικά δρώμενα εδώ και 2.700 χρόνια. Πρόκειται για την νυκτωδία της βαρβιτωδού Σαπφούς από την Λέσβο. Το τετράστιχο ποίημα που διεσώθη λέει τα εξής:
Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα καὶ Πληΐαδες,
μέσαι δέ νύκτες, πάρα δ' ἔρχετ' ὤρα,
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.
μετάφραση:
[Να, το φεγγάρι έγειρε,
βασίλεψε κι η Πούλια,
να το φεγγάρι έγειρε,
βασίλεψε κι η Πούλια.
Είναι μεσάνυχτα, περνά, περνά η ώρα,
κι εγώ κοιμάμαι μόνη μου.]
Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ερωτικά άσματα του Αλκμάνος, όπως το δίστιχο εντεκασύλλαβο λιανοτράγοουδ πυο ακολουθεί εγκωμιάζοντας τον έρωτα:
῎Ερως με δαὖτε Κύπριδος ἕκατι
γλυκὺς κατείβων καρδίαν ἰαίνει."
Ο εντεκασύλλαβος πόδας του Αλκμάνος και το λυρικό του στοιχείο επηρέασε άρδην την ναπολιτάνικη κανσονέτα, το πολυφωνικό μαδριγάλι, την γαλλική βιλανέλλα και την καντάτα. Τα προαναφερθέντα είδη είναι οι πρώιμες μορφές της καντάδας - σερενάτας.
Μια άλλη μορφή τραγουδίσματος των αρχαίων θεατρικών δρωμένων που μπορεί να συσχετίζεται με το είδος της καντάδας ήταν η ιλαρωδία. Η ιλαρωδία ήταν ένα θεατρικό είδος που αφορούσε την τέχνη του Ιλαρωδού. Ο Ιλαρωδός θεωρούνταν ο τραγουδιστής των εύθυμων τραγουδιών που πολλάκις σατύριζε πρόσωπα και καταστάσεις της καθημερινότητας. Στη παραδοσιακή μουσική της νεοτέρας ιστορίας των Αθηνών παρέμεινε η αρχαία τέχνη της ιλαρωδίας, όπως για παράδειγμα στο νυκτερινό άσμα της λαϊκής καντάδας "Βιάσου Δημητρούλα". Ιδού και οι περιπεκτικοί στίχοι:
Εν ολίγοις, η ιλαρωδία συσχετιζόμενη με τον κώμο έλαβε μέρος στις Αριστοφανικές κωμωδίες. Για παράδειγμα, στις "Εκκλησιάζουσες" του Αριστοφάνη γίνεται ένας δραματοποιημένος ερωτικός διάλογος μεταξύ του νέου και της νέας. Οι σύγχρονοι φιλόλογοι ερευνητές έχουν καταλήξη στο συμπέρασμα ότι, το εμβόλιμο τραγούδι, που δεν συντάχθηκε στο χειρόγραφο του έργου, ήταν μια ερωτική διωδία του τύπου σερενάτα - καντάδα.
Στο τέλος του έργου καταγράφεται ο χορός που τραγουδάει ένα χορικό άσμα με στιχουργικές φράσεις που θυμίζουν το προαναφερθέν αθηναϊκό κανταδώρικο άσμα "Βιάσου Δημητρούλα".
Βιάσου Δημητρούλα τρούλα τρούλα
Βιάσου Δημητρούλα πάρε με
και στην αγκαλιά σου αγκαλιά σου αγκαλιά σου
άνοιξε και βάλε με
Οοοοοοοο αγκινάρες και κουκιά
κόκκινες καλές ντομάτες
δυο δεκάρες την οκά
Οι Ιλαρωδοί υπήρξαν μία σοβαρή συντεχνία που έχαιρε μεγάλου σεβασμού στα θεατρικά δρώμενα. Έκφανση της Ιλαρωδίας αποτελούσε η Ιλαροτραγωδία. Οι απαρχές της ιλαρωδίας ανάγονται στην ομηρική ποίηση, όπως για παράδειγμα η βατραχομυομαχία. Εκεί, ο Όμηρος, περιγράφει τη φωνή ενός κήρυκα με τη λέξη ηπύτας, δηλαδή μεγαλόφωνος με δυνατή φωνή όπως οι βαρύτονοι & οι τενόροι που συνήθιζαν να άδουν τις άριες - αρέκιες, καντάτες - καντάδες.Εν ολίγοις, η ιλαρωδία συσχετιζόμενη με τον κώμο έλαβε μέρος στις Αριστοφανικές κωμωδίες. Για παράδειγμα, στις "Εκκλησιάζουσες" του Αριστοφάνη γίνεται ένας δραματοποιημένος ερωτικός διάλογος μεταξύ του νέου και της νέας. Οι σύγχρονοι φιλόλογοι ερευνητές έχουν καταλήξη στο συμπέρασμα ότι, το εμβόλιμο τραγούδι, που δεν συντάχθηκε στο χειρόγραφο του έργου, ήταν μια ερωτική διωδία του τύπου σερενάτα - καντάδα.
Στο τέλος του έργου καταγράφεται ο χορός που τραγουδάει ένα χορικό άσμα με στιχουργικές φράσεις που θυμίζουν το προαναφερθέν αθηναϊκό κανταδώρικο άσμα "Βιάσου Δημητρούλα".
Χορός:
καὶ τάσδε νῦν ...
Λαγαρὰς τοῖν σκελίσκοιν τὸν ῥυθμόν.
τάχα γὰρ ἔπεισι
λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεο-
1170 κρανιολειψανοδριμυποτριμματο-
σιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενο-
κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτεκεφαλλιοκιγκλοπε-
λειολαγῳοσιραιοβαφητραγα-
1175 νοπτερυγών: σὺ δὲ ταῦτ᾽ ἀκροασάμενος
ταχὺ καὶ ταχέως λαβὲ τρύβλιον:
εἶτα λαβὼν κόνισαι
λέκιθον, ἵν᾽ ἐπιδειπνῇς:
ἀλλὰ λαιμάττουσί που.
1180 αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαὶ εὐαί.
δειπνήσομεν, εὐοῖ εὐαί,
εὐαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ:
εὐαί, εὐαί, εὐαί, εὐαί.
Λαγαρὰς τοῖν σκελίσκοιν τὸν ῥυθμόν.
τάχα γὰρ ἔπεισι
λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεο-
1170 κρανιολειψανοδριμυποτριμματο-
σιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενο-
κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτεκεφαλλιοκιγκλοπε-
λειολαγῳοσιραιοβαφητραγα-
1175 νοπτερυγών: σὺ δὲ ταῦτ᾽ ἀκροασάμενος
ταχὺ καὶ ταχέως λαβὲ τρύβλιον:
εἶτα λαβὼν κόνισαι
λέκιθον, ἵν᾽ ἐπιδειπνῇς:
ἀλλὰ λαιμάττουσί που.
1180 αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαὶ εὐαί.
δειπνήσομεν, εὐοῖ εὐαί,
εὐαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ:
εὐαί, εὐαί, εὐαί, εὐαί.
Εν κατακλείδι, οι λιγοστές ενδείξεις που παρέθεσα στο μικρόν τούτο πόνημα, αναδεικνύουν εμπεριστατωμένα την μακραίωνη συνέχεια των μουσικών δρωμένων στην περιοχή του Ελλαδικού χώρου και δη της Αθηναϊκής γης. Ενδείκνυται δε να επισημανθεί η επιστημονικότητα της ελληνικής μουσικοποιητικής παραδόσεως μετά της μακραίωνης φιλοσοφικής εμβάθυνσης, επιρροής και εμπνεύσεως, των αρχαίων ποιητών - μελωδών - κιθαρωδών - λυρωδών.
Οι νεότερες γενιές των Ελληνοπαίδων που παρέλαβαν αυτόν τον θησαυρό της αρχαϊκής, κλασικής, ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου, προσδίδοντας και την μουσικότητα της εποχής τους, κατάφεραν, κυρίως εις την πόλη των Αθηνών, να δημιουργήσουν την εποποιία του ελαφρού κανταδόρικου τραγουδιού, την παννελληνίως γνωστή αθηναϊκή καντάδα.
Υποσημειώσεις
[1]. Όταν επήλθε μετάβαση από την πολυφωνία στην αρμονία παρέμειναν σε χρήση μονάχα δύο εκκλησιαστικοί τρόποι, προερχόμενοι από τους αρχαιοελληνικούς μουσικούς νόμους ο Ιωνικός και ο Αιολικός. Έκτοτε, επικράτησε ο μείζων και ο ελάσσων τρόπος και τα αμφότερα παράγωγά τους, δηλαδή οι τρίφωνες συγχορδίες.
[2]. Το ναπολιτάνικο τραγούδι δεν προέρχεται από μια λαϊκή μουσική σύνθεση. Είναι ένας μουσικός όρος που σημαίνει το αποτέλεσμα των αμέτρητων αρχαίων αυτοσχεδιασμών και διασκευών από γενιά σε γενιά από ανώνυμους τροβαδούρους. Ωστόσο, ορισμένες φορές χαρακτηρίζεται κι ως λαϊκή μουσική, καθώς η έκφρασης του αντικατοπτρίζει το αίσθημα της ευφορίας, της μελαγχολίας της χαράς, της μοιρολατρίας και χιλιάδες άλλα συναισθήματα που ο ναπολιτάνικος χαρακτήρας έχει κληρονομήσει από την αρχαιοελληνική του καταγωγή. Πολλές από τις σύγχρονες σερενάτες έχουν μεταβιβαστεί στην Βενετία κι έχουν μετατραπεί σε θαλασσινά άσματα του ναύτη. Οι γονδολιέρηδες (gondoliers) τραγουδούν αυτά τα τραγούδια γιατί θέλουν οι τουρίστες να τα ακούσουν. Γι' αυτούς το O sole mio, το Funiculi Funicula , το Santa Lucia κ.α θεωρούν ότι είναι η Ιταλία. Αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα. Αυτά είναι la canzone di Napoli, δηλαδή τα τραγούδια της Νάπολη, ήτοι της Νεαπόλεως αποικίας των αρχαίων Αθηναίων.
[3]. Σερενάτα και Σείριος φαίνεται να συνδέονται αφού η λέξη Σείριος προέρχεται εκ του επιθέτου σειρός = καυτός, εξόν και τα κυνικά καύματα. Δες λεξικό του Ευάγγελου Μαντουλίδη, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, λήμμα Σείριος (=θερμός, καυστικός). Ἀπ’ τό σειρός (=θερμός). Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό εἵλη (=ζέστη τοῦ ἥλιου).
[4]. Παρόμοιο ποίκιλμα της φωνητικής τέχνης είναι και το μέλισμα το οποίο εκ της αρχαίας ελληνικής φωνήσεως διατηρήθηκε και στην βυζαντινή ψαλμωδία.
Βιβλιογραφία
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αποκριάτικη νυχτιά
- Γεώργιος Φαίδρος, Περί Σμυρναϊκού μανέ, εκδ. Κουλτούρα 1881
- CarloFedele,http://www.linkabile.it/la-napolimusicale-dalla-serenata-al-melodramma-dal-1200al-1700/
- Θεόδωρος Αξιώτης, Παραδόσεις από τον Σείριο, εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα
- A, NECDOTA GRAECA, E CODD. MANUSCRIPTIS, BIBLIOTHECAE REGIAE PARISIENSIS, edit J.A. CRAMER, S.T.P. VOL. II OXONII, E TYPOGRAPHEO ACADEMICO, MDCCCXXXIX
- IOHANNISZONARAELEXICΟΝ,ILIPSIAEsvмт1вvssIEGFR.LEвR.сRvsII MIIDCCCVIIT
- Πάπυρος Larousse Britannica, Αθήνα 2007
- Ρωμαίικα τραγούδια POPVLARIA CARMINA edit ARNOLDVS PASSOW, εκδ. Χ. Τεγόπουλος Ν. Νίκας, Αθήνα
- Δ. Σκαρλάτου του Βυζαντίου, Λεξικόν επίτιμον της ελληνικής γλώσσης, έκδοση Ανδρέου Κορομηλά του Αθηναίου, Αθήνα 1839
- Νεότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ηλίου, εκδ. Ιωάννης Πασσάς, Αθήνα