Η μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο αποτελεί μία ιδιαίτερα αγχογόνα κατάσταση για τα παιδιά και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής προκειμένου αυτό το φυσιολογικό και αναμενόμενο άγχος να μη μετατραπεί σε φοβία και αποστροφή του παιδιού προς το σχολείο.
Συνήθως το άγχος εμφανίζεται μετά την πρώτη εβδομάδα και όχι από την αρχή κάτι που με μια πρώτη ματιά φαίνεται περίεργο, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι. Τις πρώτες μέρες το παιδί έχει χαρά και περιέργεια για το καινούριο που θα συναντήσει και κάποιο καμάρι, αφού νιώθει ότι μεγαλώνει και πηγαίνει πλέον στο μεγάλο σχολείο. Όταν όμως καταλάβει ότι το μεγάλο σχολείο, συνεπάγεται ότι πρέπει να υπακούει σε κανόνες, να συνεργάζεται με παιδάκια που δε θα ήθελε, να έχει εργασία για το σπίτι, να ανταποκρίνεται στις γνωστικές απαιτήσεις που υπάρχουν, τότε ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του κάθε παιδιού αρχίζουν να εμφανίζονται και τα πρώτα συννεφάκια στον ορίζοντα που αν δεν τύχουν της κατάλληλης προσοχής θα οδηγήσουν σε σχολική άρνηση και μόνιμο στρες. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι το άγχος εντοπίζεται σε παιδιά υπερβολικά χαιδεμένα. Φυσικά η αγάπη των γονιών δεν έχει και δεν πρέπει να έχει όρια, όταν όμως τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα υπερβολικά προστατευτικό περιβάλλον, φοβούνται να ανοίξουν τα φτερά τους και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής γιατί νιώθουν ότι οπουδήποτε αλλού πέρα από την αγκαλιά της μαμάς τους είναι ευάλωτα.
Τα σημάδια που δείχνουν ότι ένα παιδί νιώθει πιεσμένο από τη σχολική πραγματικότητα είναι τα εξής:
- άρνηση να πάει σχολείο
- παράπονα για πονόκοιλο, ναυτία, πονοκέφαλο
- κλάμμα και έντονες αντιδράσεις πανικού
- παλλινδρόμηση σε παλιότερα στάδια, πχ νυχτερινή ενούρηση, εφιάλτες κ.α.
- κατάθλιψη, στενοχώρια, κλείσιμο στον εαυτό τους
Μπροστά σε τέτοιου είδους αντιδράσεις είναι αναμενόμενο οι γονείς να πανικοβάλλονται και να μη γνωρίζουν πως να το χειριστούν. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναλλάβουν δράση, αποφεύγοντας να δείχνουν και να μεταδίδουν την αγωνία τους στα παιδιά γιατί τότε τα παιδιά ενδέχεται να υιθετήσουν μόνιμα μια τέτοια συμπεριφορά και να λειτουργούν χειριστικά.
Αρχικά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουν στο παιδί να μείνει στο σπίτι. Κάτι τέτοιο αφενώς δεν εγγυάται ότι και την επόμενη μέρα δε θα τεθούν τα ίδια ζητήματα και αφετέρου μεγαλώνει τα κενά του παιδιού και ενισχύει τις δυσκολίες. Το ότι το παιδί θα πάει στο σχολείο και η μητέρα στη δουλειά είναι και πρέπει να παραμείνει αδιαπραγμάτευτο.
Σε δεύτερη φάση μιλούν με το δάσκαλο του παιδιού, ο οποίος είναι σε θέση να γνωρίζει από που πηγάζει το άγχος δεδομένου ότι πολλά παιδιά δε μιλούν στους γονείς τους για τη μέρα που είχαν στο σχολείο. Πολλές φορές πηγή άγχους για τα παιδιά αυτής της ηλικίας είναι το αν θα καταφέρουν να τα αποδεχτούν οι συμμαθητές τους και να κάνουν φίλους. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά σε αυτό το κομμάτι. Να καλέσουν για παιχνίδι στο σπίτι κάποιο συμμαθητή του παιδιού που κάνει έστω και λίγη παρέα για να ενισχύσουν το δεσμό ή να τα γράψουν σε κάποια εξωσχολική δραστηριότητα μαζί με κάποιο συμμαθητή τους. Οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων προσφέρουν τέτοιες ευκαιρίες μέσα από τις απογευματινές δραστηριότητες που οργανώνουν για τα παιδιά π.χ. χορό, σκάκι κλπ.
Οι γονείς πρέπει στέκονται κοντά στα παιδιά και τα βοηθούν με τη μελέτη τους τον πρώτο καιρό γιατί τα παιδιά της πρώτης Δημοτικού ξεχνάνε τι έμαθαν στο σχολείο και δε μπορούν να διαβάσουν μόνα τους. Θέλουν διαρκώς κάποιον να τους υπενθυμίζει τα γράμματα, τους κανόνες, τους αριθμούς κλπ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να δείχνουν υπομονή και να μη θεωρούν τίποτα δεδομένο. Το φυσιολογικό για ένα παιδί Α' δημοτικού είναι να ξεχνάει και να μπερδεύει τα γράμματα. Αν περιμένει ότι θα το μαλώσουμε επειδή μετά από ένα μήνα ακόμα πχ. μπερδεύει το π με το τ και το μ με το ν τότε θα προσπαθεί να αποφύγει το διάβασμα χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο. Από πονόκοιλο μέχρι ψέμματα. Είναι σημαντικό να στεκόμαστε κοντά στα παιδιά και να νιώθουν ότι σεβόμαστε τον αγώνα που κάνουν για να μάθουν και ότι είμαστε βοηθοί στην προσπάθειά τους.
Ένα άλλο κομμάτι που δημιουργεί άγχος στα παιδιά του σχολείου είναι η κάθε είδους αξιολόγηση. Τα παιδιά έχουν μάθει μέχρι τώρα ότι είναι τα πιο όμορφα, τα πιο έξυπνα, τα πιο καλά και συνετά και φοβούνται να χάσουν την πρωτιά. Σε μία σχολική τάξη όμως είναι αδύνατον να είναι όλοι τα πιο "λαμπρά αστέρια". Αυτό που είναι σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό στα παιδιά ότι η κάθε προσωπικότητα είναι διαφορετική και μοναδική και ότι ο καθένας κρίνεται και αξιολογείται σε σχέση με τον εαυτό του και όχι με τους άλλους. Ένα παιδί που είναι άριστο και παραμένει άριστο δεν αξίζει περισσότερο από το παιδί που ξεκίνησε από χαμηλά και με πολύ κόπο έφτασε κάπου. Γι' αυτό το λόγο η αξιολόγηση στο σχολείο έχει αξία μόνο όταν είναι περιγραφική και όχι όταν δίνεται με ένα βαθμό. Πώς μπορεί ένα δέκα, ένα 8 ή ένα άριστα να χωρέσει μέσα του τη μαγεία που βιώνουμε σε σχέση με την πρόοδο του κάθε παιδιού χωριστά. Και γιατί ένα 10 όταν μπαίνει σε μαθητή με μαθησιακές δυσκολίες ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων σε γονείς και μαθητές; Κανένα τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να κρίνει τον αγώνα που έκανε ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες και να αποφανθεί ότι δεν αξίζει το 9 ή το 10 ή το άριστα. Κάποτε έγινε κάτι στην τάξη που με στενοχώρησε και με προβλημάτισε. Είπα σε ένα μαθητή ότι η ζωγραφιά του ήταν πραγματικά πολύ όμορφη και με εντυπωσίασε. Μία μαθήτρια λοιπόν αφού μου έκανε παρατήρηση ότι όλες οι ζωγραφιές είναι ωραίες, γύρισε στη συμμαθήτριά της και είπε "η κυρία είπε ότι ο …….. έχει την καλύτερη ζωγραφιά". Πέρα από το γεγονός ότι τα λόγια της κυρίας παραποιήθηκαν το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο θέλω να δείξω πόσο έντονος είναι ο ανταγωνισμός ενώ δε θα έπρεπε. Χρειάζεται πολύ δουλειά τόσο από την πλευρά των δασκάλων όσο και των γονιών για να γίνει κατανοητό στα παιδιά ότι πρέπει όλοι να προσπαθούμε για το καλύτερο, να επιβραβεύουμε τις καλές προσπάθειες, ακόμα και όταν δεν προέρχονται από εμάς και ότι όλοι έχουμε μια καλή πλευρά του εαυτού μας που κάποτε θα φανεί και θα εκτιμηθεί αρκεί να είμαστε αυθεντικοί και ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τους άλλους. Δουλειά του δασκάλου δεν είναι να μοιράζει μπράβο. Είναι να βοηθήσει τα παιδιά να προοδεύσουν και να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να γίνουν άνθρωποι χρήσιμοι και καλοί στην κοινωνία.
Τέλος, γονείς και δάσκαλοι είναι επιφορτισμένοι με μια μεγάλη ευθύνη. Να διδάξουν στα παιδιά τις τεχνικές που θα τα βοηθήσουν να διαχειριστούν τις στρεσογόνες καταστάσεις. Να τα βοηθήσουν να βρουν μόνα τους τη λύση στο πρόβλημά τους και όχι να τους λύσουν το πρόβλημα. Είναι σημαντικό να στοχεύουμε μακροπρόθεσμα και να είμαστε ρεαλιστές σκεπτόμενοι ότι δε θα είμαστε πάντα εκεί για να λύνουμε τα προβλήματα των παιδιών μας. Κάτι τέτοιο δε συνεπάγεται ότι εγκαταλείπουμε τα παιδιά αβοήθητα να βρουν μόνα τους τις λύσεις. Υπάρχουν συγκεκριμένες στρατηγικές και τεχνικές για να το πετύχουμε αυτό τις οποίες θα αναλύσω σε επόμενη ανάρτηση και περιγράφονται πολύ καλά στο καταπληκτικό βιβλίο του John Gottman "η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών".