“Η ιστορία και η τέχνη του Καραγκιόζη όπως τα μαθε από τους Καραγκιοζοπαίχτες και πρώτα από τον Παντελή Μελίδη ο Τζούλιο Καίμης” είναι ο τίτλος ενός υπέροχου βιβλίου που εκδόθηκε το 1937 (η ορθογραφία διατηρήθηκε αυτούσια)
Οι θρύλοι του Καραγκιόζη είναι πολλοί καί διάφοροι στην Ελλάδα και όσο για τούς καραγκιοζοπαίχτες αυτοί δίνουν μεγάλη σημασία στό να λένε ότι ο Καραγκιόζης έζησε πραγματικά, γιατί αλλοιώτικα όλο τό θέατρό τους θα κρημνισθή σαν χάρτινος πύργος.
Στα χρόνια των Δουκάτων στήν πόλι Σεβρί Χισάρ της Προύσης τής Μικρασίας ο Δούκας ήθελε νά κτίση ένα απέραντο παλάτι. Ο εργοδηγός ο καί ευνοούμενος του Δούκα, ο οποίος όνομάζετο Χατζηαβάτης, άρχισε τό έργο καί προσέλαβε όλους τούς απαιτουμένους έργατες. Κατά την τρίτη έβδομάδα πήρε κι έναν κτίστη ασχημον μέ μορφήν πιθήκου καί μέ μεγάλη ευστροφία καί πνεύμστος καί ο όποιος μέ τήν μεγάλη του εύγλωττία δέν αφηνε τούς έργάτας νά δουλεύουν, μέχρι τού σημείου ώστε όταν ένύκτωνε νά ανάβουν τά φώτα γιά νά τόν βλέπουν καί νά τόν ρωτάνε. Αύτός ό κτίστης όνομάζετο Κάρα-Γικιός.
Αυτή ή κατάστασις έβάσταξε μία εβδομάδα. Ο Δούκας κάθε Παρασκευή επιθεωρούσε τό κτίριο. Καί άφού τό επιθεώρησε είδε πώς δέν προχωρούσε ή δουλειά. Κάλεσε λοιπόν τότε τόν ευνοούμενον του εργολάβον καί τόν έρώτησε γιατί δέν προχωρούσε η δουλειά. Τότε ο εργοδηγός του είπε ότι ύπήρχε ένας κτίστης όνομαζόμενος Κάρα-Γκιός, πού μέ τά τόσα του ωραία αστεία απασχολούσε τούς έργάτας καί δέν τούς άφινε νά έργασθούν. Έθύμωσε τότε πολύ ό Δούκας καί διέταξε αμέσως νά τόν σκοτώσουν καί τόν σκότωσαν. Μετά τόν θάνατον του Καραγκιόζη έτελείωσε τό κτίριον καί άφού έτελείωσε τό κτίριον, ένας άλλος βασιλεύς κήρυξε τόν πόλεμο κατά του Δούκα. Ο Δούκας έχασε τόν πόλεμο καί ύποχρεώθηκε νά πλήρωσή ένα μεγάλο ποσόν καί είχε γίνει σκεπτικός καί μελαγχολικός.
Τότε ό εύνοούμενος του Χατζηαβάτη του λέγει: «Άν άφινες νά ζήση ό Καραγκιόζης μέ τά αστεία του είμαι βέβαιος πώς θά σέ έκανε νά γελάσης. Ό δέ Δούκας τού λέγει: «’Εσύ πού τόν παρακολούθησες τόσον καιρό δέν μπορείς νά μου τόν άναπαραστήσης; » Τότε ό Χατζηαβάτης έφτιαξε άπό χαρτόνι τό ομοίωμα τού Καραγκιόζη, τό δικό του καί των άλλων εργατών. Καί αφού πήρε λευκό πανί καί έβαλε φώτα άπό μέσα καί κάρφωσε τά χαρτόνια σέ ξυλάκια, έβλεπε κανείς τις σκιές κυττάζοντας άπό την άλλη μεριά του πανιού.Πραγματικά τα έλεγε τόσο έξυπνα ό Χατζηαβάτης πού ο Δούκας γέλασε καί μετάνοιωσε γιά τόν θάνατο τού Καραγκιόζη καί προς τιμήν του έκαμε ένα μεγάλο μνήμα καί μέσα έβαλε τά οστά του Καραγκιόζη τα όποια υπάρχουν καί σήμερα στό Σεβρί-Χισάρ. Ο δέ Χατζηαβάτης αμα είδε τήν επιτυχία του άρχισε νά κάνη τουρνέ σ’ όλη τήν επαρχία καί τότε διεδόθη η τέχνη του αύτή καί πολλοί Τούρκοι τήν έμαθαν μαζί μέ αυτούς δέ καί ό Ναζίμ Βέης πού διακρίθηκε σάν καλλίτερος τους καί άπέθανε δοξασμένος στα 1320.
Τελειώνει εδώ ο πρώτος θρύλος του Καραγκιόζη.
Κατά τό δέκατο όγδοο αιώνα στην Κίνα, βρέθηκε ένας Έλλην άπό τήν ‘Ύδρα πού τόν έλεγαν Γεώργιον Μαυρομάτην. Άφού στην Κίνα απόκτησε καί έχασε τά λεπτά του καί έγινε τεμπέλης μιά μέρα πήρε τό Μπερτόλδο κι έλεγε : «Νά μπορούσα κι εγώ νά κάμω αύτά πού κάνει ο Μπερτόλδος». ήταν δέ πάρα πολύ έξυπνος. Σκέφτηκε τό λοιπόν νά κάμη σέ χαρτόνια μερικά ανθρωπόμορφα τέρατα πού νά ομοιάζουν μέ Μπερτόλδο καί αμέσως έκοψε τον πρωναγωνιστήν, τόν ονόμασε μέ τόν επώνυμό του στήν Τουρκία Καραγκιόζη καί τόν σύντροφό του τόν ονόμασε Χατζηαβάτη κι έστησε ένα λευκό πανί· έβαλε φώτα άπό μέσα καί έκάρφωσε τά χαρτόνια μέ ξυλάκια έτσι ο κόσμος κυττάζοντας άπ’ έξω άπό τό πανί νά βλέπη τις σκιές’
Άφού λοιπόν έτελείωσε όλη αύτή τήν έργασία άρχισε τήν παράστασι καί έλεγε διάφορα χονδροκομμένα αστεία, κάλεσε τούς δέκα φίλους του καί οί φίλοι του του είπαν πώς είναι πολύ ώμορφα. Έπειτα λοιπόν άπό τήν καλή έντύπωσι πού άφήκε στούς φίλους του τό θέαμα αύτό άπεφάσισε νά τό έκμεταλλευθή καί άρχισε τάς παραστάσεις είς διάφορα καφφενεία καί κέρδισε πολλά λεπτά.
Άφού λοιπόν έπλούτισε στήν Κίνα έφυγε για τήν Πόλι, όταν δέ έφτασε εκεί συνάντησε μίαν ήμέραν τόν Μπαρμπαγιάννην τόν Βραχάλη τόν όποιον άφού τόν πήρε βοηθόν του άρχισε τήν παράστασίν του. Στήν Πόλιν έμαθαν τήν τέχνην πολλοί Εβραίοι καί Τούρκοι, όπως ο Σαμουήλ Άαρών, κι’ άρχισαν νά τήν έκμεταλλεύωνται.
Επειδή όμως τό Κοράνιον απαγορεύει τήν ήθοποιία αι παραστάσεις αυτές του Καραγκιόζη σταμάτησαν, μά ένας Τούρκος πού είχε τά μέσα στο Σουλτάνο καί όνομάζετο Νιαζίμ Μπέης, κατόρθωσε νά πάρη άδεια καί νά παίξη μόνον τό Άραμαζάν. Ο Βραχάλης άφού έλευθερώθη η Ελλάς σκέφτηκε κατά τό έτος 1850 νά έλθη στήν Ελλάδα, καί πράγματι άνεχώρησε καί έγκατεστάθηκε στον Πειραιά, δπου άρχισε νά παίζη διάφορες παραστάσεις μέ χονδροειδές περιεχόμενον. Στο περιβολάκι απέναντι στό ώρολόγι ήτο τό πρώτο θέατρο στήν Ελλάδα. Οι βοηθοί του, ο Κόντος καί ο Λεβαντίνος, πεθαίνοντας ο Μπαρμπαγιάννης, τό 1880 άρχισαν νά κάνουν μερικές ασήμαντες μεταρυθμίσεις. Από τάς παραστάσεις αύτάς λένε ότι ο Λεβαντίνος έκέρδισε πολλά. Πήρε ένα μορφωμένο παιδί τόν Δημήτριο Μίμαρ ο όποιος ήτο πολύ πεπειραμένος καί σκέφθηκε νά τό κάμη τό θέατρο ηθικό καί ελληνικό, καί έγινε θέατρον γιά οικογένεια. ’
Εδώ τελειώνει ό δεύτερος θρύλος του Καραγκιόζη.
Στήν έποχή του Άλή Πασά μεταξύ τών αύλικών ήτανε καί ένας Εβραίος όνόματι Ιακώβ, ο όποιος κάτι έκαμε σέ μιά γυναίκα καί ό Άλή Πασάς τόν έστειλε σέ εξορία, στήν Πόλι. Στήν Πόλι αύτός έφοβείτο νά πή πώς είναι του Άλή Πασά καί γιά νά ζήση έσκέφτηκε νά άναπαρασταίνη τά διάφορα άνήθικα επεισόδια τής αυλής του Άλή Πασά.
Διά τόν σκοπόν αύτόν έπήρε χαρτόνι καί έκοψε άπό αύτό τις μορφές του Άλή Πασά καθώς καί τών γυναικών του, έστησε ένα πανί, έτοποθέτησε είς τό εσωτερικόν φώτα, έκάρφωσε τά χαρτονένια ομοιώματα απάνω σέ ξυλάκια, τά έτοποθέτησε μεταξύ τoυ πανιού καί τών φώτων καί έτσι έκείνοι πού κυττάζαν άπ’ έξω έβλεπαν τις σκιές.
Εδώ τελειώνει καί ο τρίτος θρύλος.
Καί γενικά καί οι τρεις πού άναφέραμε είναι οι θρύλοι πού κυκλοφορούν στους καραγκιοζοπαίκτας όπως μου τις διηγήθηκαν οι ίδιοι.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Η ιστορία και η τέχνη του Καραγκιόζη όπως τα μαθε από τους Καραγκιοζοπαίχτες και πρώτα από τον Παντελή Μελίδη ο Τζούλιο Καίμης”
Αντικλείδι , http://antikleidi.com