Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: «Τους φάγαμε». Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: «Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940».
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου:
Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου Επιτελείου στην Αθήνα; Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.
Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί αντικαθεστωτικοί. (…) Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα.
Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς. Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει.
Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
από το βιβλίο του Κώστα Χατζηχρήστου:
Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. «Τι είν’ αυτούνοι;» μου λέει άγρια! «Ιταλοί», του λέω εγώ. «Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;» Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: «Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!» Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: «Πώς σε λένε ρε;» «Κώστα Χατζηχρήστο» του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.
από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου «Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ»
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ
“Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα”
Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:
Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.
“Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;”
“Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;”
“Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!”
“Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”.
“Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ.
“Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;”
“Τι θα μου ‘λεγε;”
“Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”.
Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
από το Χρονικό 1940-1944 των Α. και Κ. Κύρου:
Το παρακάτω περιστατικό έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1941:
Πενήντα ή εξήντα ανάπηροι, με τα πόδια ή τα χέρια κομμένα, άλλοι με τα καροτσάκια των και άλλοι με τις πατερίτσες των, ενεφανίσθησαν εμπρός εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου. Οι καραμπινιέροι, οι οποίοι εφρουρούσαν ακόμη εκεί, απεπειράθησαν εις την αρχήν να τους εμποδίσουν. Αλλ’ ήτο τόσον επιτακτική και περιφρονητική η χειρονομία, με την οποίαν οι επικεφαλής ανάπηροι τους διέταξαν -ναι, τους διέταξαν!- να παραμερίσουν, ώστε υπεχώρησαν και τους άφησαν να περάσουν. Οι ανάπηροι εσχημάτισαν ημικύκλιον γύρω από το Μνημείον και τρεις επροχώρησαν διά να καταθέσουν ένα απέριττον δάφνινον στέφανον. Ο ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα «ξυλοπόδαρά» του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:
«Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,
Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…»
Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.
Έπειτα, κατέληξεν απλά:
«Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε».
Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν ήκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941…
από το βιβλίο «ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944, ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ»
«από τις προσωπικές σημειώσεις των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Κύρου Αδ. Κύρου»
”25η Μαρτίου 1942″ από τον Γ. Καφταντζή
Ο Γιώργος Καφταντζής διηγείται τι συνέβη στη δοξολογία που έγινε στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης στις 25 Μαρτίου του 1942:
Η 25 Μαρτίου 1942 ήταν μια παγωμένη μέρα με δυνατό βαρδάρη. Αποβραδίς πολλά συνεργεία του ΕΑΜΝ έγραψαν συνθήματα στους τοίχους και κατέθεσαν λουλούδια στα ηρώα της Θεσσαλονίκης. Και την άλλη μέρα το πρωί οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην Αγια Σοφιά, που οι πληγές της απ’ το βομβαρδισμό των Ιταλών ήταν ανοιχτές ακόμα. Στη δοξολογία χοροστατούσε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, μα δεν είπε λέξη ως το τέλος για τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή του σύγχρονου ελληνισμού. Μόλις όμως ειπώθηκε το “δι’ ευχών” της απολύσεως, ένας φοιτητής φώναξε δυνατά μέσα απ’ το πλήθος: “Ζήτω η Ελλάδα!” Η συγκλονιστική εντύπωση της κραυγής εκείνης κάτω απ’ τους αυστηρούς θόλους της αρχαίας εκκλησίας ήταν σαν αστραπόβροντο σε αίθριο ουρανό. Αμέσως μια δεύτερη φοιτητική φωνή ακούστηκε το ίδιο καθάρια και ζεστή: “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!” και τότε όλο το εκκλησίασμα σαν ηλεκτρισμένο επανέλαβε ένα μυριόστομο “Ζήτω!” που έκανε να ταραχτεί παράξενα η εκκλησία. Πολλοί κλαίγανε, άλλοι δάγκαναν τα χείλια να μη δακρύσουν, μερικοί σφίγγανε τις γροθιές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ “ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
από τα Τετράδια Ημερολογίου του Γιώργου Θεοτοκά:
22 Νοεμβρίου 1941
Το θέαμα ανθρώπων που πέφτουν στο δρόμο από την πείνα έχει γίνει κάτι απλό, καθημερινό. Μερικοί στέκουνται, προσπαθούν να βοηθήσουν με κάτι φαγώσιμα ή με λίγα χρήματα, ξέροντας πόσο ασήμαντη είναι η βοήθειά τους. Οι περισσότεροι κάνουν πως δε βλέπουν. Με τι εκπληκτική ευκολία γίναμε αναίσθητοι!
Σε ορισμένες στιγμές νιώθω τόση ντροπή, σα να ήμουνα εγώ ο υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει.
4 Δεκεμβρίου 1941
Χειμώνας δυνατός και πρόωρος.
Η πείνα έχει απλώσει τη φοβερή σκιά της παντού.
Η Αθήνα γίνεται ένας τόπος φρίκης.
Στην οδό Κηφισίας, στην οδό Σταδίου, στην οδό Πανεπιστημίου άνθρωποι πέφτουν αναίσθητοι από την πείνα.
Το κάρο που κουβαλά τους πεθαμένους.
1943Γενικά το πλήθος έδειξε συμπόνια και συμπάθεια στους Ιταλούς και προσπάθησε να τους βοηθήσεις, δίνοντάς τους ρούχα πολιτικά και, σε πολλές περιπτώσεις, κρύβοντάς τους όπως έκρυβε στα 1941 τους Άγγλους για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Είναι παράξενος λαός οι συμπατριώτες μου, με αντιδράσεις απροσδόκητες και, όπως είδαμε τόσες φορές τα τελευταία χρόνια, μ’ ένα βάθος ανθρωπισμού εξαιρετικού. Ενώ, δυο χρόνια τώρα, όλος ο πληθυσμός βυσσοδομούσε εναντίον των Ιταλών και απειλούσε πως, όταν θα φεύγουν θα τους κάνει και θα τους δείξει, ξαφνικά, μόλις τους είδε πεσμένους, τους λυπήθηκε. Κανέναν δεν πείραξε και ίσια – ίσια τους βοηθεί με κάθε τρόπο, θαρρείς πως μόλις καταθέσανε τα όπλα και διαλύθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς η ατμόσφαιρα του πολέμου, ξαναήρθε αυτόματα στην επιφάνεια κάποια κρυμμένη αλληλεγγύη προς τους «ανθρώπους που μας μοιάζουν».
Ίσως πάλι, κατά πρώτο λόγο, είναι η απλή αλληλεγγύη ανθρώπου προς άνθρωπο, προς τον εχθρό που, πέφτοντας, ξαφνικά ξαναγίνεται «άνθρωπος».
Χαίρουμαι γι’ αυτό που σημειώνω. Είναι κάτι πολύτιμο. Φανερώνει πως η ηθική ζωή αυτού του λαού έχει ορισμένες γερές βάσεις, πως τα βαθύτερα ένστικτά του είναι καλά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ «ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
από διήγηση του Φοίβου Τσέκερη:
Θα ‘θελα να περιγράψω ένα περιστατικό που συνέβη μια σκοτεινή, όπως όλες τότε, νύχτα χειμωνιάτικη. Πρωταγωνιστής ήτανε ο Νείλος Μαστραντώνης, σπουδαστής του Πολυτεχνείου, που κάποτε ο λαός μας θα τον τοποθετήσει πλάι στις μεγάλες μορφές του Εθνικοαπελευθερωτικού μας Αγώνα.
Κατεβαίναμε την οδό Τοσίτσα μια ομάδα σπουδαστών του Πολυτεχνείου. Είχαμε σκοπό να γράψουμε συνθήματα στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Συναντήσαμε στη γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας ένα συνεργείο από μαθητές του 5ου Γυμνασίου να γράφει ΕΠΟΝίτικα συνθήματα στον τοίχο του Πολυτεχνείου. Τους είπαμε να τον περιποιηθούν καλά τον τοίχο του σχολείου μας. «Καλλιγραφικά γράμματα, συναγωνιστές, και προπάντων όχι ανορθογραφίες!» Απομακρυνθήκαμε προς την Πατησίων. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε απ’ το μέρος που γράφανε οι μαθητές πυροβολισμούς, ριπές αυτομάτων, τρεχαλητά και φωνές γερμανικές και μετά απόλυτη ησυχία. Τρυπώσαμε στο αλσύλλιο, που είναι μπροστά στο Μουσείο, και περιμέναμε. Σε λίγο ο Νείλος, που ήταν επικεφαλής του συνεργείου μας, μας είπε: «Περιμένετε. Πάω να δω τι έγινε». Πράγματι, σε λίγο γύρισε και μας είπε: «Όλα εντάξει. Τα παιδιά το σκάσανε».
Συνεχίσαμε με κέφι και βάψαμε ένα μεγάλο μέρος της 3ης Σεπτεμβρίου. Όταν τελειώσαμε και χωριζόμαστε, ο Νείλος μας λέει: «Τώρα θα σας αποκαλύψω κάτι που δε θέλησα να σας το πω πιο πριν, για να μη δειλιάσετε. Προηγουμένως που πλησίασα στο σημείο που γράφανε τα παιδιά, είδα στο πεζοδρόμιο της οδού Μπουμπουλίνας το σώμα του μαθητή που έγραφε. Τον σκότωσαν οι Γερμανοί».
από το βιβλίο του ΧΑΡΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ «Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»
Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΟΤΤΗ
από τα Φύλλα Κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου:
21 Δεκέμβρη 1943. Σήμερα μέσα στις άλλες μια γυναίκα ήρθε στο Γραφείο. Γλυκειά, δειλή, με πλησίασε και μου είπε σιγά: «Έχω το γιο μου φυλακισμένο στο Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθώ να τον δω και δεν μπορώ. Τον λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα; Μήπως έγινε κανένα κακό;» Μόλις άκουσα το όνομα, πάγωσα. Το θυμόμουνα. Το είχα δει μέσα στους τελευταίους καταλόγους των σκοτωμένων ομήρων… Δεν είχα τη δύναμη να πω την αλήθεια, μα πάλι ούτε ψέματα στα γαλανά μάτια που με κοίταζαν με απόλυτη εμπιστοσύνη… Με κοίταζε και περίμενε με υπομονή… «Τον έχουν πάρει από το Χαϊδάρι», είπα σιγά. «Δεν τον βρίσκω πουθενά». Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλή. Ένας σπασμός στο λαιμό έδειχνε όλη της τη συγκίνηση. Έπειτα με κόπο απάντησε: «Ίσως να τον έχουν σκοτώσει». Της πήρα το χέρι. Το στομάχι μου και το κεφάλι μου πονούσαν φριχτά… «Κατεβαίνομε μαζί;» ρώτησα δειλά. Και σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στο δρόμο. Ούτε ο καλός ήλιος του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ο ζεστός, ο μαγικός ήλιος μπόρεσε να βοηθήσει. Έμοιαζε σαν ψεύτικο σκηνικό και μας άφησε παγωμένες και τις δύο. Στο σπίτι κάθησα μηχανικά στο τραπέζι… Ένιωσα όλα να γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα, πήγα με κόπο στο κρεβάτι μου, ξέσπασα σ’ ατέλειωτο αναφυλλητό. Έχω τσακίσει, δεν κυβερνώ τα νεύρα μου πια.
22 Δεκέμβρη 1943. Το πρωί στο γραφείο, μέσα στα άπειρα πρόσωπα ήταν πάλι το πρόσωπό της. «Αφήστε με να καθίσω, αφήστε με να έρχομαι» μου είπε. Και στο σπίτι ακόμα, όπου γυρίσω, βλέπω τα μάτια της να με κοιτάζουν. Νιώθω το χάος κάτω από τα πόδια μου.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ «ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ»
Η Ιωάννα Τσάτσου για τον Χρήστο Καρβούνη:
Αντιγράφω πάλι από τη Ημερολόγιό μου:
27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
“Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.
28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο”.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΩΝ 9″ Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ / ΕΥΘΥΝΗ
από τις μνήμες κατοχής του Τάκη Μπενά:
Ο Τζέμος. Δωδεκανήσιος, το ‘χε σκάσει από τα σκλαβωμένα νησιά και στον πόλεμο του ‘40 βρέθηκε εθελοντής στο Αλβανικό. Γύρισε ανάπηρος στο πόδι, περπατούσε με μπαστούνι. Γενναίος άνθρωπος το ‘χε δείξει, μα προπαντός όμορφη ψυχή. Γλύκα, όλο με το γέλιο ήτανε. Και αγωνιστής πρώτος. Βγήκε Πρόεδρος της τάξης μας, σχεδόν παμψηφεί. Κύλησε το ‘42 και το μισό ‘43, με τον Τζέμο Πρόεδρο των πρωτοετών και πρώτο στις διαδηλώσεις, στο ξύλο με τους Ιταλούς και στις μεγάλες φασαρίες για το φοιτητικό συσσίτιο. Μπροστά πάντοτε. Ψηλός, λιγνός, με το αναπηρικό σήμα στο πέτο και το μπαστουνάκι του, είχε γίνει το πιο αξιαγάπητο παιδί στο Πανεπιστήμιο. Και οι καθηγητές τον εκτιμούσαν. Τον άκουγαν που πήγαινε και τους τα ‘λεγε, αιτήματα, προβλήματα, ακόμα και απαιτήσεις καθαρά αγωνιστικές, για κάποιους συναδέλφους τους, που είχαν ορκιστεί υπουργοί του Λογοθετόπουλου και του Ράλλη. Από τότες -εδώ και σαράντα πέντε χρόνια- περάσανε αμέτρητοι συνδικαλιστές φοιτητές κι έτυχε να γνωρίσω πολλούς, πάρα πολλούς. Σαν τον Τζέμο, κανένα. Με απέραντο κύρος, γνήσιος και προπαντός άξιος αντιπρόσωπος μιας γενιάς, που δεν έπασχε από έλλειψη ψυχωμένων παιδιών. Αυτός ήτανε ο Τζέμος, το καμάρι μας. Τον σφάξανε σαν πρόβατο με μαχαίρι, μέσα στο Πανεπιστήμιο. Πάνω στο χαλί του Πρύτανη, το Σεπτέμβρη του 1943, οι τσολιάδες. (…) Οι Ιταλοί δεν τα κατάφεραν να τον φάνε, εκεί πάνω στο Πόγραδετς, τον λαβώσανε μονάχα κι έτσι καθώς έμεινε κουτσός δεν μπόρεσε να τρέξει, να ξεφύγει από τους τσολιάδες της Κατοχής. Άξιος ο μισθός τους τότε και η σύνταξη που τους έδωσε μετά, το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Άξιο και το Πανεπιστήμιο, που δεν έστησε το άγαλμά του στο προαύλιο, να το βλέπουν οι γενιές των Ελλήνων φοιτητών. Φρόντισαν όμως να πλύνουν το χαλί του Πρύτανη. Οι Πόντιοι Πιλάτοι.
ΤΑΚΗΣ ΜΠΕΝΑΣ “ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΣΑΝ ΧΡΕΟΣ” Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ
“Ανάστασι δίχως σταυρό τίποτα δεν λογίζει”
Μαρτυρίες για τον Ρούσο Κούνδουρο:
Μιχάλης Κοκολάκης: (Ο Ρ. Κούνδουρος) πήγε στις αρχές Μαΐου 1944 στην Παγκρήτια σύσκεψη της επιτροπής του ΕΑΜ στα Χανιά και γύρισε ενθουσιασμένος από τη δράση του ΕΑΜ στην Κρήτη. Μετά τη σύλληψή του είπε σ’ εκείνους που τον επισκέφθηκαν στις επανορθωτικές κάτω φυλακές του Ηρακλείου ότι τον κατηγορούν ως κομμουνιστή και οργανωτή ανταρτών, κυρίως ο Δεσπότης και κύκλοι “λογίων” γύρω απ’ αυτόν. Παρά τις κινητοποιήσεις φίλων, συγγενών και συναδέλφων του προς το Δεσπότη να διαψεύσει και να ανακαλέσει τα όσα είχε πει και κάνει για τον Ρούσο Κούνδουρο, ειδεμή θα τον εκτελούσαν, όχι μόνο δεν έκαμε τίποτε, αλλά συνέχισε τα από άμβωνος κηρύγματα κατά των ΕΑΜοκομμουνιστών και των αρχηγών τους, αφήνοντας να εννοηθεί η ενοχή του Κούνδουρου.
Μάρκος Ζουριδάκις: Μου εκμυστηρεύθηκε ότι δεν ήταν κομμουνιστής αλλά συνεργαζόταν με όλους τους πατριώτες για να κτυπηθούν οι κατακτητές. Πιστεύω ότι σ’ αυτόν κυρίως οφείλεται η εξάπλωση της οργανωμένης αντίστασης στο Λασίθι.
Εμμ. Μ. Τσιριμονάκης: Όταν το γερμανικό αυτοκίνητο που τον μετέφερε μαζί με άλλους στα Χανιά, σταμάτησε στο Ρέθυμνο πλησίον καφενείου, φίλοι του προσωπικοί, διαπιστώνοντες τη χαλαρότητα της φρουρήσεως από τους Γερμανούς, του επρότειναν να δραπετεύσει υπό την προστασίαν των. Αυτός όμως απάντησε: “Και οι άλλοι που θα μείνουν τι θα πούν; Δεν αναλογίζεσθε τι μπορούν να πάθουν από τους Γερμανούς, αυτοί, η οικογένειά μου, σεις και άλλοι εδώ; Όχι! Δεν φεύγω, ευχαριστώ. Αντιμετωπίζω με ψυχραιμία τα πάντα…”
Μια ώρα πριν εκτελεστεί έγραψε στον τοίχο του κελιού του: Ανάστασι δίχως σταυρό, τίποτα δεν λογίζει, και λευτεριά δίχως σκλαβιά, τίποτα δεν αξίζει.
από το βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΥΛΑΚΗ “ΡΟΥΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ 1891-1944″ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
“Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι” από τον Γ. Καζάκο
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι κομμουνιστές κρατούμενοι στον Αη Στράτη -εξόριστοι εκεί από τη δικτατορία του Μεταξά- αφέθηκαν από τους Έλληνες δεσμοφύλακές τους να πεθάνουν από την πείνα. (Στο θέαμα των ετοιμοθάνατων κρατουμένων λύγισαν ακόμα κι οι Γερμανοί όταν επισκέφθηκαν τον Αη-Στράτη):
Μπροστά τους τέσσερις νεκροί περίμεναν άταφοι. Όλοι οι άλλοι, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, ζωντανά πτώματα, αποσκελετωμένα, άπνοα. Δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν ακόμα ζωντανοί ή αν ήταν πεθαμένοι από μέρες. Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι και τελικά ο πιο ανώτερος φώναξε: -Μα τι είναι, τέλος πάντων, εδώ μέσα;… (…) Σε λίγο έφτασε κι ο Βουδικλάρης. Με την εμφάνισή του ακούστηκε ένα ομαδικό μούγκρισμα διαμαρτυρίας απ’ τους κατάκοιτους συντρόφους. Ο Βουδικλάρης είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε να του πει, ποιος του έδωσε διαταγή γι’ αυτά τα μέτρα που είχε πάρει. Ο Βουδικλάρης, αφού ξεροκατάπιε μερικές φορές, έντονα ταραγμένος, βρήκε τη δύναμη να πει πως ήταν διαταγή της Γερμανικής Διοίκησης της Λήμνου. Οι Γερμανοί του ζήτησαν τη διαταγή κι αυτός, μουδιασμένος, τους είπε πως ήταν προφορική η διαταγή. Οι Γερμανοί φαίνεται πως είχαν αντίρρηση κι έβαλαν τις φωνές, σα να τον έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο Γερμανοί στρατιώτες με τρόφιμα μέσα σε σακιά κι άρχισαν να τα μοιράζουν στα κρεβάτια των αρρώστων, δίπλα στο προσκέφαλό τους. Κανείς όμως δεν είχε τη δύναμη ν’ απλώσει το χέρι του για να πάρει απ’ αυτά που τόσο είχε ανάγκη. Οι Γερμανοί απόρησαν και ρώτησαν το σύντροφο Λαζανά που τους εξήγησε πως δεν έχουν τη δύναμη ν’ απλώσουν το χέρι τους απ’ την εξάντληση. Για λίγο στάθηκαν παρατηρώντας ένα γύρω το θάλαμο με τους ετοιμοθάνατους ακίνητους, σα νεκρούς, χωρίς να βγάλουν λέξη. Μας χαιρέτησαν κι έφυγαν.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΖΑΚΟΣ “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ” Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
“Ήτανε μια Παναγία η Μαρία”
Μαρτυρίες για τη δράση της Μαρίας Δημάδη, ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, που εκτελέστηκε στις 31/8/1944, στο Αγρίνιο από Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών:
Ιερέας Κων/νος Παπαβαλής: Όπου επρόκειτο οι Γερμανοί να κάνουν επίθεση, η Μαρία μας ειδοποιούσε, για να παίρνουμε τα μέτρα μας. Μια γερμανική αμαξοστοιχία με πυρομαχικά, στις 9 Απριλίου έρχονταν από Κρυονέρι – Αγρίνιο. Και στη θέση Σταμνά, την ανατίναξε ο Ελασίτης Καπετάν Βονόρτας με τα παλικάρια του. Και οι 65 Γερμανοί στρατιώτες νεκροί.
Γιαγιά Ερασμία: Όταν ρωτούσαμε τη Μαρία τι κάνει, πού πάει, μας απαντούσε: “τρέχω να σώσω τον κόσμο που κινδυνεύει”. Όταν πιάσανε όλους τους Πετροχωρίτες από το χωριό Μακρυνία (…) τους φυλάκισαν. Κι έγινε η δίκη. Η Μαρία φρόντισε με όλους τους τρόπους και τους αθώωσε. Όταν βγήκανε, πήγανε στη Μαρία και την ευχαριστήσανε, και την είπανε: “Τι θέλεις, τρόφιμα ή χρήματα;” Κι η Μαρία τους είπε: “Δε θέλω τίποτα, μόνον φύγετε αμέσως να μη σας ξαναπιάσουνε”. Τότες της είπανε: “Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου κάνει όλο το χωριό ένα μεγάλο δώρο”. Και όταν μάθανε το θάνατό της χτυπήσανε την καμπάνα και πήγε όλο το χωριό και της κάνανε μνημόσυνο.
Ευάγγελος Κουκούλης: Με τη Μαρία τα λέγαμε συχνά. Ήταν σε κάθε φιλανθρωπική εκδήλωση. Ήτανε μέσα στο αίμα της να κάνει καλό στον άνθρωπο που χρειάζονταν βοήθεια. Γι’ αυτό όλοι στο Αγρίνιο την εκτιμούσαν. (…) Μετά εμένα με επιστράτευσαν βιαίως τα Τάγματα Ασφαλείας. Τι να έκανα; Και σαν υπαξιωματικός που ήμουν με τοποθέτησαν αρχιφύλακα στις φυλακές της Αγίας Τριάδας. Βοηθούσα κρυφά τους κρατούμενους. Τους έδινα ψωμί, φαγητό, φάρμακα. Τους διευκόλυνα όσο μπορούσα, με κίνδυνο της ζωής μου. Μια νύχτα οι τσολιάδες φέραν μια γυναίκα. Όταν αναγνώρισα ότι ήταν η Μαρία Δημάδη ανατρίχιασα. Αμέσως την έσυραν πιο πέρα και μπροστά στα μάτια μου την εκτέλεσαν.
από το βιβλίο του ΦΙΛΙΠΠΑ ΓΕΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΑΔΗ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ” Εκδόσεις ΝΕΣΤΟΡΑΣ
από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ:
Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μια εξ ενέδρος επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν. Ως αντίποινα θα εκτελεστούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς την Σπάρτην έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος
(από τις εφημερίδες)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»
Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς”
Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
¹στο βιβλίο του Δ. Ψαθά ο ήρωας Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
Χρήστος Καπράλος (1909-1993) ”Ο ΠΟΛΕΜΟΣ” (μέρος της ζωφόρου)
από το «Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη
“Η ανοιξιάτικη επίθεση”
Η μεγάλη ανοιξιάτικη επίθεση των Ιταλών, η επίθεση της 10ης Μαρτίου, όπως τη λέγαμε εμείς, που τόσο διθυραμβικά την προαναγγέλνανε τόσον καιρό και που σ’ αυτή στήριζαν τις ύστατες ελπίδες τους, είχε αρχίσει – πραγματικά φοβερή. Το πολεμικό τους υλικό ήταν άφθονο και το ρίχνανε αφειδώς. Το δικό μας, γλίσχρο, αγωνιώδες, προβληματικό, μα σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμετάκλητη απόφαση: “Δε θα περάσουν”. (…)…με τα μηχανήματά μας υποκλοπής, μ’ αυτά τα συνεχή ραδιοτηλεφωνήματα και τηλεγραφήματά τους, παρακολουθούσαμε και βλέπαμε καλά την κατάστασή τους. Τις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, την άμεσή τους ανάγκη από τραυματιοφορείς, από υγειονομική υπηρεσία, και από πολεμικό υλικό, τις δικαιολογίες τους “εν αμαρτία” για την ομίχλη που εμποδίζει κάθε ορατότητα, τη σχεδόν αδιάκοπη αλλαγή κι αντικατάσταση των Διοικητών τους, τους νεκρούς, τους τραυματίες, και τις εσπευσμένες, αγωνιώδεις τους αιτήσεις για όλμους! για όλμους! για όλμους! και για εντονότερη, συνεχή, ακατάπαυτη και ιδίως πιο αποτελεσματική δράση του Πυροβολικού τους. Και, προσοχή! Προς Θεού, προσοχή! – τους χτυπάει πολλές φορές αυτούς τους ίδιους!
Μα και τα δικά μας τηλεφωνήματα που λάβαινα τη νύχτα, είχαν κι αυτά μέσα τους όλη τη δραματικότητα της στερνής απόφασης με σφιγμένα δόντια. Υ λ ι κ ό ! Υ λ ι κ ό ! γυρεύανε από παντού. Όλα τελειώνουν, οι εφοδιοπομπές είναι ανεπαρκείς, υπάρχουν τμήματα που σε λίγο θα εξαντλήσουν το τελευταίο τους φυσίγγιο. Και τότε ήταν οι κατεπείγουσες διαταγές να παρθούν όλα, ανεξαιρέτως όλα τ’ αυτοκίνητα, από κάθε μονάδα, όπου και να βρίσκεται, όποια και να ‘ναι – Πυροβολικό, Μηχανικό, Αεροπορία, Όρχος – και να μη μείνει ούτε ένα, ό,τι και να ‘ναι, όποιο σαράβαλο και να ‘ναι, που να μην κατέβει να φορτώσει στα Γιάννενα και να τραβήξει ολοταχώς μες στα όλα για πάνω.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
“Γράμματα στο μέτωπο”
Ήταν ένα μεγάλο δέμα που όταν κάπως ανοίχτηκε άφησε να παρουσιαστεί ένα μεγάλο στενόψηλο ντενεκεδένιο κουτί. Γράμματα έλεγε ο Γιατρός που τώρα παιδευότανε με το καπάκι του, γράμματα, δόξα το Θεό, λαβαίνει τόσα και κάθε μέρα, που δεν προφταίνει ν’ απαντάει, που δεν επαρκεί. Η Μιμή, η Λέλα, η Μαρία, η Καίτη – μα πού να θυμηθεί όλη αυτή την ταξιαρχία του! Και το πιο αστείο είναι που δεν τις ξέρει, που δεν τις έχει δει ποτέ στη ζωή του. Μια ξαδέρφη του του τα σκάρωσε όλα αυτά όταν κάποτε της έγραψε πως θα ‘θελε, έτσι για να περνάει λίγο η ώρα, ν’ αλληλογραφήσει με καμιά άγνωστη δεσποινίδα. Και το γράμμα του, από χέρι σε χέρι, του ‘φερε όλο τούτο το τσούρμο, που, όπως μας είπε , δεν επαρκεί για να το ικανοποιήσει. Και στην πρώτη απάντησή του τις έβαλε όλες να αυτοπεριγραφούν – κι εκεί να δεις γλέντι όταν έφτανε μια μια η περιγραφή! Μάτια, χείλια, κορμοστασιά, ξανθές και μελαχρινές και μια κοκκινομάλλα – κι άλλη που είναι αισθηματική, κι άλλη πάντα υπέρ της χειραφετήσεως και της προόδου και του ελεύθερου έρωτα ακόμη, κι άλλη που θα ‘θελε να ‘ναι εδώ πάνω μαζί μας για να πολεμάει στα βουνά, σαν την Μπουμπουλίνα!
Δεν ξέρετε, κύριε Μπεράτη, εσείς που είσαστε νεοφερμένος εδώ, τι γλέντι γίνεται μ’ αυτά τα γράμματα! Αν έχετε καμιά καλή ιδέα, αύριο, στην απάντηση, να μας την πείτε. Δεν ξέρετε τι δούλεμα τους κάνω, με τι χιούμορ τους τα γράφουμε όλα. Και προχτές τους έγραφα για το χαρέμι από φαλαγγίτριες που έχει ο καθένας μας και πόσο τις περιποιούμαστε όλοι μας αφού τις δίνουμε και το αίμα μας ακόμη – κι έτσι δεν έχουμε καμιά ανάγκη του ελευθέρου τους έρωτος που ας κάθεται ν’ αλωνίζει και να μαραίνεται στην Αθήνα, αφού όλα τα ομορφόπαιδα είναι εδώ. Φαλαγγίτριες; Δεν ξέρω; Μα βέβαια έτσι τις έχουμε βαφτίσει προ καιρού εδώ τις ψείρες μας, τ’ αγαπημένα μας αυτά κι απαραίτητα διακριτικά μας ζωύφια, που στοματάκι έχουν και μιλιά δεν έχουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
Αλέξανδρος Αλεξανδράκης (1913-1968) “Ξαφνικά μέσα στη νύχτα”
Σ’ ένα τέτοιο στένεμα, πίσω απ’ τη γωνιά του βράχου, χωρίς ακόμη να τους βλέπουμε, ακούσαμε ποδοβολητά και φωνές. Σε λίγο ξεμπουκάρανε τα πρώτα τους μουλάρια. Ήμαστε ακριβώς στα από κάτω μέρη της Γκάυτσας κι ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε ακατάπαυτα. Οι φάλαγγές μας σταματήσανε η μια απέναντι στην άλλη. Ήταν αδύνατο να περάσουνε ούτ’ αυτοί, ούτ’ εμείς, και το χειρότερο: ήταν αδύνατο να στρίψουμε τα μουλάρια. Αρχίσανε φωνές, καυγάδες. Σχεδόν περνώντας κάτω απ’ τις κοιλιές των μουλαριών μας, εγώ κι ο Νώντας φτάσαμε στο κεφάλι της δικής μας φάλαγγας. Το ‘να μουλάρι μας είχε κολλήσει πάνω στ’ άλλο κι ήτανε αδύνατον εδώ να κρατήσεις καμιά απόσταση, όπως ο Ταγματάρχης κι η Λογική είχανε συμβουλέψει.
Έφτασα ως τον αξιωματικό της άλλης φάλαγγας. Καλά, τι θα γίνει τώρα που μπερδευτήκαμε έτσι;
Πάντως αυτός μεταφέρει βαρέως τραυματισμένους και το καταλαβαίνω καλά κι εγώ πως έπρεπε να περάσει.
Βεβαίως, να περάσει. Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν.
Αχ! Θεέ μου, πώς γίνηκαν όλ’ αυτά! Πώς καταφέραμε, βοηθώντας όλοι μαζί, ν’ ανεβάσουμε όλα τα μουλάρια μας στα δίπλα μας βράχια για ν’ αφήσουμε ελεύθερο αυτό το μονοπάτι! Από πάνω μας εκεί στην άκρη άκρη της κορφής που ελάχιστα απείχε, οι εκρήξεις των οβίδων ήταν όλο και πιο συνεχείς, έτσι σα να σε πλησιάζει όλο και πιο πολύ μέσα σ’ ένα εφιάλτη κάτι το αναπόδραστο. Κι η άλλη φάλαγγα, γυρίζοντας τη βράχινη γωνιά, άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Ξεδιπλωνότανε με βόγγους, με βλαστήμιες, με φωνές. Με κομμένα χέρια, με σπασμένα πόδια, με τυλιγμένα αιμόφυρτα κεφάλια, τους είχανε επάνω στα μουλάρια γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όπως μπορούσαν τους κρατούσαν από δω κι από κει δυο στρατιώτες, κι εκείνοι γέρναν ακατάπαυτα πότε μπρος, πότε πίσω, δεξιά, αριστερά, κι όλο βογγούσαν, όλο δάγκαναν τα χείλια τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μαύρα και πελιδνά. Τα μάτια τους μας κοιτούσαν σα να μη μας βλέπανε. Ήταν χαμένα, πυρετώδη, στιγματισμένα με αίμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941»:
Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι.
Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες. Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθιά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου. Είχε κι αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική. Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμπακερό νυχτικό του ένα βεστόνι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.
Η πόρτα υπηρεσίας του σπιτιού του Ι. Μεταξά
Ο Γκράτσι, όταν ήτανε να ξεκινήσουν από την Αθήνα, για να μην προκαλέσει την προσοχή έστω και σε ώρα τόσο προχωρημένη, είχε σκεφτεί να μην πάρουν το μεγάλο, πρεσβευτικό αυτοκίνητο. Είχε διαλέξει το λιγότερο θεαματικό του Στρατιωτικού Ακολούθου. Οδηγούσε ο ίδιος ο Ακόλουθος, με πλάι του το διερμηνέα της Πρεσβείας, τον Ντεσάντο, έναν Αλβανό από χρόνια εγκατεστημένο στην Αθήνα, χρήσιμο για τη συνεννόηση με το σκοπό. Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Ο Στρατιωτικός Ακόλουθος με το διερμηνέα έμειναν στο δρόμο, ο πρωθυπουργός με τον πρεσβευτή πέρασαν την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκαν στο σπίτι. Μπήκανε σ’ ένα σαλονάκι με πολύ απλή επίπλωση, στο πρώτο πάτωμα, κάθισαν. Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωνε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο.
(…..)
Το σαλόνι του σπιτιού του Ι. Μεταξά
Το κείμενο ήταν μακρύ. Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες αιτιάσεις: Ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία μαζί του, εχθρικές πράξεις κατά της Ιταλίας, καταπιέσεις των Αλβανών της Τσαμουριάς, ό,τι μπόρεσε να στρατολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία, για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της. Αν συναντήσουν αντίσταση, η αντίδραση αυτή «θα καμφθεί διά όπλων».
Εμμανουέλε Γκράτσι (1891-1961)
Ο Γκράτσι στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια μ’ έντονο -αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν υγρά. Αυτό -εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν ήτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική κι επίσημη. Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του. Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθιά φωνή της εθνικής ψυχής. Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε:
-Alors, c’ est la guerre. Ώστε, λοιπόν, πόλεμος.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ 1940-1941»
Εκδόσεις ΓΕΣ
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το: http://www.ioannismetaxas.gr
Μνημόνιο Καλαβρύτων
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Καλδίρη «Το δράμα των Καλαβρύτων», το οποίο αναφέρεται στη σφαγή των Καλαβρύτων, τη μαζική εξολόθρευση δηλαδή από τους Γερμανούς του ανδρικού πληθυσμού της πόλης των Καλαβρύτων και γειτονικών χωριών στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 (ακριβείς εκτιμήσεις για τον το συνολικό αριθμό των θυμάτων δεν υπάρχουν. Οι νεκροί υπολογίζονται από 650 έως 1.300). Η σφαγή αυτή έγινε με αφορμή την εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων, από αντάρτες του ΕΑΜ.
Όσο για τον τίτλο της ανάρτησης και ιδιαίτερα για τη λέξη Μνημόνιο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως Μνημόνιο σύμφωνα με το λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη, σημαίνει υπόμνημα, και υπόμνημα, πάντα σύμφωνα με το ίδιο λεξικό, είναι το «σημείωμα με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι». Αυτή λοιπόν την έννοια έχει ο τίτλος Μνημόνιο: την έννοια της υπενθύμισης. Και βέβαια κάθε συσχετισμός με γεγονότα της επικαιρότητας, μόνο τυχαίος δεν είναι…
Ο Γιώργης Γιωργαντάς διηγείται τις αναμνήσεις του από τη σφαγή των Καλαβρύτων:
Τότε έδωσε το σύνθημα του θανάτου ο Πυράρχης στα πολυβόλα, που άρχισαν να μας γαζώνουν. Τον πρώτο που είδα να πέφτει από τις πρώτες ριπές, ήταν ο Αθανασιάδης, που θέλησε να διαμαρτυρηθεί. Εγώ με τις πρώτες ριπές έπεσα αμέσως κάτω και άλλοι έπεσαν πάνω μου, γι’ αυτό και δεν έπαθα τίποτα από τους πολυβολισμούς. (…) Κάποτε τα πολυβόλα σταμάτησαν και νομίσαμε ότι θα γλυτώναμε. Για κακή μας τύχη όμως άφησαν τα πολυβόλα οι στρατιώτες και πλησίασαν στο σωρό των πτωμάτων. Τραβούσαν ένα – ένα από το πόδι ή το χέρι και, αν ανάσαινε, του ‘διναν τη χαριστική. Ο Πανταζής που ήταν δίπλα μου με ρώτησε τι είναι αυτοί. Του εξήγησα, ότι πρόκειται για χαριστική βολή. Τότε απελπίσθηκε. Όταν μας πλησίασαν οι Γερμανοί στρατιώτες, αποχαιρετισθήκαμε για πάντα. Είπα στον Πανταζή να κρατήσει την ψυχραιμία του, μήπως και τους ξεγελάσουμε, κάνοντας το σκοτωμένο. Δυστυχώς, όταν τον έσυρε ένας Γερμαναράς, δεν μπόρεσε να κρατήσει το φριχτό του πόνο και βόγγηξε. Δεν άκουσα πάλι τη φωνή του. Μόνο μια ντουφεκιά, που τον αποτέλειωσε. Ο φαρμακοποιός Πανταζής ήταν πλέον νεκρός. Εγώ, όπως ήμουν κάτω από δυο πτώματα, έπεφτε το αίμα τους όλο στα μούτρα μου, και με τα χέρια μου άλειφα το πρόσωπό μου με αίμα, γιατί σκέφθηκα, πως μόνο, αν τους ξεγελάσω, κάνοντας τον πεθαμένο, μπορούσα να γλυτώσω. (…) Ο πρώτος, που μ’ έσυρε, πράγματι ξεγελάστηκε. Νόμισε πως ήμουνα σκοτωμένος και με φιλοδώρησε με μια κλωτσιά φεύγοντας. Κοντά από τον πρώτο ήλθε και δεύτερος στρατιώτης. (…) Τελικά δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο την αναπνοή μου και ανάσανα. Τότε με πυροβόλησε με το πιστόλι του στο λαιμό κι έφυγε αμέσως. Το αίμα άρχισε να τρέχει πολύ και να με πνίγει. Έβηξα λίγο και ανέπνευσα. Σε λίγο έχασα τις αισθήσεις μου από τη μεγάλη αιμορραγία. Στην αρχή δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου. Μόνο το μυαλό μου λειτουργούσε. Στην πληγή μου κόλλησε χώμα κι έτσι σταμάτησε η αιμορραγία. Τότε άρχισα να επανέρχομαι στη ζωή και ένιωθα πως μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου και τα πό
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΔΙΡΗΣ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ
Μαριγώ Φερφελή: Όταν βγήκα από το σχολειό, κράταγα στα χέρια τον Αλέξη μου, που ήταν τότε δέκα χρονώ. Τα τρία άλλα παιδιά μου τα χώρισαν με τους άνδρες. Ο Κίμωνας μάλιστα, που ήταν 13 χρονώ, την ώρα του χωρισμού έκλαιγε και ήθελε να πάει με τους άνδρες. Τον τράβηξα κοντά μου, αλλά μου ξέφυγε και μπήκε στην αίθουσα των ανδρών. (…)
Πήδαγα τα πτώματα, πάταγα κι απάνω, χωρίς να θυμάμαι ποιοι ήσαν, κι έφθασα κοντά του. Πλησίασα το παιδί μου και αφού είδα, πως δεν ήταν σοβαρά, το ρώτησα:
-Πού είναι, Αργύρη μου, ο Βασίλης μας;
-Νάτος, μάνα, μου λέει, και έδειξε δίπλα το αναίσθητο πτώμα του Βασίλη.
-Ο Κίμωνας πού είναι;
-Να και ο Κίμωνας. Κοντά του και το παιδάκι μου κουβαριασμένο.
-Τον άκουσα τον Κίμωνα, μάνα, να φωνάζει στους Γερμανούς, γιατί με σκοτώνετε εμένα. Είμαι μικρός, δεν έκανα τίποτα. Όταν σταμάτησε όμως η φωνή του, σταμάτησε και η ζωή του.
Για την εκτέλεση των 77 Γερμανών αιχμαλώτων από το ΕΑΜ πολλά έχουν γραφτεί. Αρκετοί ισχυρίζονται πως η εκτέλεση ήταν μια λανθασμένη ενέργεια γιατί ήταν βέβαιο πως οι Γερμανοί θα προχωρούσαν σε τερατώδη αντίποινα. Συστήθηκε και μία επιτροπή από προκρίτους του Αιγίου που προσπάθησε – χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα – να αλλάξει την απόφαση των ανταρτών. Μέλος της επιτροπής εκείνης ήταν ο πατήρ Κωνστάντιος που υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας:
Πατήρ Κωνστάντιος: Ο σκοπός της αποστολής μου, άγνωστον πώς, ήτο τοις πάσι γνωστός. Διάφοροι δε ανταρτικαί ομάδες καθ’ οδόν και συναγωνισταί του ΕΑΜ μας έλεγαν ότι θα ήτο μάταιος κόπος και ότι θα έπρεπε να προσέχωμεν μήπως κρατηθώμεν και ημείς αιχμάλωτοι. Τα ίδια ηκούσαμεν και εν Σκεπαστώ παρά των διαφόρων επισήμων και ανεπισήμων μέχρι της 10 π.μ. της Κυριακής οπότε εγίναμεν δεκτοί υπό του αρχηγού.
Η συζήτησις μετά τούτου υπήρξεν οργίλου χαρακτήρος, θυελλώδης και κυρίως μεταξύ εμού και αυτού μόνον, διότι τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής εφοβήθησαν, ο δε του Εργατικού Κέντρου, επήρε μάλλον το μέρος των ανταρτών.(…)
Εγώ έφθασα εις το σημείον να του είπω να προσέξουν, διότι θα τους πάρωμεν όλοι «με τις πέτρες», αν επιβληθώσιν αντίποινα, πράγμα όπερ εθεώρησαν προσβολήν και εγένετο επεισόδιον.
«Είναι απειλή και πρόσεξε», μου είπεν ένας εξ Αιγίου ιατρός εκ των αρχηγών του ΕΑΜ, που παρίστατο κατά την συζήτησιν.
«Δεν υπολογίζω την ζωήν μου, όπως σεις, που κρύπτεσθε υπό ψευδώνυμα και κάνετε τον παλληκαρά εν ασφαλεία εδώ ευρισκόμενοι», του απήντησα, «και αδιαφορείτε διά τους υπολοίπους».
(…)
Ενώ δηλαδή περίπου τριακόσιοι κάτοικοι των Καλαβρύτων (άνδρες και γυναίκες) με περιεστοίχισαν και ηρώτων περί του αποτελέσματος των ενεργειών της επιτροπής, κάποιος αντάρτης του εκεί τμήματος παρενέβη κι είπεν, ότι δεν θ’ απολυθούν κ.λ.π., οπότε κι εγώ αγανακτήσας τους είπα ότι «θα πάρουν τον κόσμο στο λαιμό τους», διότι αυτοί, όταν οι Γερμανοί κάνουν προς τα επάνω θα το σκάσουν, ως πάντοτε, και θα πληρώσουν οι αθώοι, απευθυνόμενος δε προς τους Καλαβρυτινούς τους είπα επί λέξει: «Εάν δεν απολυθούν οι αιχμάλωτοι, όταν μάθετε, ότι έρχονται οι Γερμανοί, να φύγετε, διότι θα σας εκτελέσουν, ή, εάν έλθουν αεροπλάνα, να κρυβήτε διότι θα σας βομβαρδίσουν…»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΔΙΡΗ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ
Μερικά ακόμη ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Καλδίρη είναι τα παρακάτω:
ο αποχωρισμός
Κάθε μια οικογένεια, κάθε μια γειτονιά, που έμπαινε στη σιδερένια εξώπορτα του σχολειού, περνούσε στις αίθουσες, χωρισμένη πλέον. Σ’ άλλη αίθουσα οι άνδρες από 12 ως 80 χρονώ και σ’ άλλη τα γυναικόπαιδα.
Εκείνος ο χωρισμός ήτανε πραγματικός σπαραγμός.
Οι άνδρες φιλούσανε τα παιδιά τους, έριχναν στ’ απεγνωσμένα πρόσωπά τους μια τελευταία ματιά, σφούγγιζαν τα δάκρυά τους και προχωρούσαν. Κείνη η στιγμή ήτανε ανεπανάληπτη, μοναδική.
Ήτανε αιώνιος χωρισμός.
Χωρίζονταν αιώνια ανδρόγυνα, οικογένειες, αδελφοί, φίλοι, συγγενείς.
Το πλιάτσικο
Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε 12 το μεσημέρι όταν ξαναγύρισαν οι Διευθυντές των Τραπεζών και ο ταμίας. Όλοι τους ήτανε κίτρινοι και κατσουφιασμένοι. Τους πλησιάζουν οι άλλοι ανάστατοι και ρωτούν να μάθουν τι γίνεται στην πόλη.
«Γερμανοί αξιωματικοί, είπανε, αφού μας διέταξαν κι ανοίξαμε τα χρηματοκιβώτια, σούφρωσαν ό,τι υπήρχε μέσα. Λήστεψαν και μας τους ίδιους. Μας έψαξαν και μας πήραν τα ρολόγια, δακτυλίδια, τις βέρες μας και ό,τι άλλο πολύτιμο αντικείμενο είχαμε».
Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια οι άλλοι μούδιασαν. Σκέψεις εφιαλτικές περάσανε από το μυαλό τους.
Λιλή Μαρλέν
Οι Γερμανοί πλησιάζουν κι αρχίζουν τις χαριστικές. Όσοι δεν κορέσθηκαν από το αίμα, δείχνουν όλη τη σαδιστική τους λαιμαργία.
Όσους ανάσαιναν, τους σέρνουν και τους πυροβολούν με τα πιστόλια και τα ατομικά τους όπλα. Σε πολλούς σχίζουν τα κεφάλια με τα τσεκούρια. Εκεί φάνηκε όλη η αγριότητά τους και η βρωμιά της ψυχής τους.
Όταν χόρτασαν από αίμα, μαζεύονταν απο τη φαλακρή ράχη του Τσιλίρα τ’ αλώνια και του Καπή μπροστά στο σωρό των νεκρών. Τα μυδράλια σκύψανε τις μουσούδες τους στο χώμα, ο ουρανός καθάρισε από το θανατερό κρότο τους. Το Καλαβρυτινό κορμί ήταν κατάκοιτο και τρύπιο από τις πληγές.
Έμειναν λίγο ακόμα οι Γερμανοί μπροστά στους νεκρούς ανασαίνοντας τη μυρουδιά του αίματος. Μπαίνουν ύστερα όλοι στη γραμμή και, χαρούμενοι για τη «νίκη» τους, προχωρούν πίσω από το νεκροταφείο προς το σταθμό, τραγουδώντας τη «Λιλή Μαρλέν»…
Ο δρόμος μέχρι το Νεκροταφείο ήταν κατακόκκινος
Με τι κουράγιο ν’ αρχίσουν το θάψιμο των νεκρών οι άμοιρες και ανήμπορες γυναίκες; Πώς να τους μεταφέρουν στο Νεκροταφείο; Με τι να σκάψουν να τους χώσουν; Σε τούτη τη δύσκολη ώρα ο Θεός έστειλε κουράγιο και δύναμη σ’ όλες.
Κάθε μια, αφού αναγνώρισε τον δικό της, τον τραβούσε πιο πέρα και παρακαλούσε, ζητούσε βοήθεια.
Οι γέροι που γλύτωσαν έβαζαν πάνω σε μια ξύλινη σκάλα τα πτώματα και τα σώριαζαν στο Νεκροταφείο. Οι γυναίκες που ‘χαν ένα νεκρό, τον δίπλωναν σε μια κουβέρτα και τον έσερναν. Η μια βοηθούσε την άλλη στο θάψιμο των ηρώων.
Ο δρόμος από τον τόπο της εκτέλεσης μέχρι το Νεκροταφείο ήταν κατακόκκινος από το αίμα.
Τι επακολούθησε
Τι θα ‘τρωγαν τώρα τα γυναικόπαιδα; Με τι θα άλλαζαν τα ματωμένα ρούχα τους; Τι θα ‘καναν τους τραυματίες, που δεν είχαν τα μέσα να τους περιποιηθούν; Πού θα ‘μεναν τα μικρά παιδιά στην περίοδο του χειμώνα; Το θαύμα, όμως, βρίσκεται πάντα πολύ κοντά στην απελπισία.
Από τα γύρω χωριά, μόλις κόπασε η θύελλα, έφθασαν οι εθελοντές της αγάπης και πρόσφεραν τις πρώτες τους βοήθειες.
Από την Κέρτεζη, το Σκεπαστό, από τα Βραχνέικα ακόμη έφθασαν χωρικοί με ψωμί, γάλα, σταφίδα, τυρί και ό,τι άλλο βρέθηκε στο σπιτικό τους, για να προλάβουν τα σκελετωμένα ορφανά από τον βέβαιο θάνατο. Η προσφορά μιας κουβέρτας, μιας χωριάτικης βελέντζας, μιας κουρελούς στις χήρες και στα ορφανά, που έτρεμαν φοβισμένα σαν παρασυρμένα από τον αέρα φύλλα, ήταν μια σωτήρια χειρονομία.
Οι ίδιοι οι χωρικοί βοηθούσαν τη νύχτα -γιατί φοβόντουσαν τη μέρα, μήπως ξανάρθουν οι βάρβαροι- για την καλή ταφή των νεκρών. Έμπαιναν τα βράδια στην ερειπωμένη πόλη και το πρωί έφευγαν.
Τα λίγα σπίτια, που τυλίχθηκαν στους καπνούς και γλύτωσαν τη φωτιά, ήσαν γεμάτα από γυναικόπαιδα.
Όσες οικογένεις δεν είχαν «πού την κεφαλήν κλίναι», χώθηκαν στους αχυρώνες, στα κοτέτσια, κάτω από μερικούς τσίγκους, που έστησαν πρόχειρα, και πολεμούσαν με την πείνα, το κρύο, τις ψείρες, τον ψυχρό θάνατο, με τον ίδιο τέλος εαυτό τους.
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΔΙΡΗ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ
Ίσως ο καλύτερος επίλογος για τη σημερινή ανάρτηση είναι το παρακάτω απόσπασμα από ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου που αναφέρεται σε μια επίσκεψή του στα Καλάβρυτα είκοσι χρόνια μετά τη σφαγή:
Ίσως θα ‘ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών. Μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. (…)
Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα μ’ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλυνε λίγο με κόκκινο κρασί, τ’ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ’ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονώ όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα είχε αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι’ αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.
Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο. Είχα γίνει ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε. Ίσως και να το ζήλεψε.
απόσπασμα από το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «13-12-43»
από τη συλλογή «ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ»
από τα «ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ ΟΕΔΒ 1983
.
εν ταις ημέραις εκείναις
από το βιβλίο «Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ»:
Θα προσπαθήσω ώστε η κατάθεσή μου αυτή για τον διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επί γερμανικής κατοχής να είναι ξερή -ξερή και στεγνή- χωρίς ιστορικές και φιλολογικές επεκτάσεις ή αμφίβολα ακούσματα. Και όλα αυτά από σεβασμό προς το φριχτό μαρτύριό τους, που μόνο το πένθος και την άκρα σοβαρότητα εμπνέει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Πρώτα πρώτα, από την αρχή της κατοχής εμφανίστηκαν σε ορισμένα μαγαζιά, και μάλιστα της Τσιμισκή, κάτι τυπωμένα χαρτόνια, που έγραφαν: “Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι”. Τα χαρτόνια αυτά τα έβαζαν στο τζάμι της βιτρίνας και της εισόδου. Στην αρχή αυτό μας έκανε εντύπωση, άσχημη εντύπωση, αλλά γρήγορα το συνηθίσαμε, καθώς είχαμε κάθε μέρα και νέα βάσανα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι…
Ύστερα μάθαμε πως στην πλατεία Ελευθερίας -τι ειρωνική σύμπτωση!- οι Εβραίοι έπαθαν από τους Γερμανούς μεγάλη νίλα κάποιο πρωινό. Αυτά όλα τα μαθαίναμε από τον κόσμο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας δεν έβγαζαν άχνα. Εκείνος όμως ο κύριος Σιντώ είχε μείνει πετσί και κόκαλο.
Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ’ ένα μεγάλο πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδύνευαν. Και αυτό τότε δεν σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας και πάλι δεν έβγαζαν άχνα. Νόμιζαν ίσως πως με την άκρα υπομονή και ταπείνωση θα κατόρθωναν να κάμψουν τον παράφρονα διώκτη τους.
Η Θεσσαλονίκη για αρκετές ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα, κινούμενα άστρα. Πραγματικά ήταν πολύ καλομελετημένο το σημάδι. Διακρινόταν από πολύ μακριά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Καθώς, λοιπόν, δεν είχαμε Εβραίους, οι συμμαθηταί μου δεν ενδιαφέρονταν για τα παθήματά τους, γι’ αυτό και εγώ δεν μιλούσα καθόλου για όσα έβλεπα και άκουγα στη γειτονιά μου. Ακολουθούσα ασυναίσθητα την τακτική σιωπής των Εβραίων απέναντι σε τρίτους. Το ίδιο έκαμνα και στα συσσίτια των κατηχητικών σχολείων, όπου έτρωγα κάθε μεσημέρι. Δεν γινόταν λόγος και δεν μιλούσα. Και δεν νομίζω πως ήταν από φόβο. Δεν είχαμε συναίσθηση του κινδύνου.
Έτσι δεν είπα τίποτε, όταν κάποια μέρα είδα στην πόρτα του διαμερίσματος των Εβραίων κολλημένο απέξω ένα χαρτί, που έγραφε τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν μέσα. Το ονόματα ήταν πολύ περισσότερα από όσα ξέραμε κι έτσι μάθαμε πως μέσα στο διαμέρισμα είχαν εγκατασταθεί -άθελά τους, βέβαια- και άλλες οικογένειες Εβραίων, από άλλες γειτονιές, μη εβραϊκές, όπου ήταν δύσκολο να φρουρούνται.
Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν, γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ -Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου- έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες -δικοί μας χωροφύλακες- που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι, ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμειναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν.
Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένας είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.
Οι υπόλοιποι, εμείς, μπαινοβγαίναμε στο μεταξύ ελεύθερα από το γκέτο. Εγώ πήγαινα κανονικά στο σχολείο και οι δικοί μου στις διάφορες δουλειές. Ουδείς μας εμπόδισε, ούτε μας ζήτησε ποτέ ταυτότητα. Και μήπως είχαμε ταυτότητα; Γι’ αυτό πιστεύω πάντοτε, πως ακόμα και την ύστατη εκείνη στιγμή ήταν αρκετά εύκολη η διαφυγή πολλών Εβραίων. Βέβαια, υπήρχαν εκείνες οι καταστάσεις στην πόρτα. Αλίμονό τους αν δεν βρίσκονταν σωστοί σε μια καταμέτρηση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Ώσπου ένα ξημέρωμα του Απριλίου, ιδιαίτερα νομίζω γλυκό, ξέσπασε το μέγα κακό. Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει στο δρόμο. “Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση!”. Είναι το αυτοκίνητο της προπαγάνδας, ένα μαύρο “Όπελ”. Λαρυγγώδεις φωνές, κτηνώδη προστάγματα γερμανικά. Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Κρυφοκοιτάζοντας βλέπουμε Γερμανούς των SS και εκείνους τους λεγόμενους “πεταλάδες” να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στα σπίτια, κραυγάζοντας άγρια και βροντολογώντας τις πόρτες. “Τους παίρνουν τους Εβραίους!”.
Ντυνόμαστε όπως όπως και κατεβαίνουμε από το πέμπτο πάτωμα στο δεύτερο, όπου επικρατούσε θρήνος και σύγχυση. Οι καινούργιοι Εβραίοι είχαν κιόλας κατεβεί και έτσι δεν τους είδαμε. Έμεναν οι δικοί μας, που βρίσκονται σε αλλοφροσύνη. Αλλοφροσύνη όχι τόσο απελπισίας, όσο ετοιμασίας. Να μην ξεχάσουν τίποτε από τα απαραίτητα, από όσα είχαν σκεφθεί. Τα βασικά τα έχουν, βέβαια, έτοιμα, από μέρες αμπαλαρισμένα, αλλά τρέχουν αλλόφρονες για τα ψιλοπράγματα. Η κυρία Σιντώ βράζει αυγό για τον Ίνο, θα είναι το τελευταίο του. Του το μπουκώνει, ενώ από την εξώπορτα κάτω έρχονται κτηνώδεις προσταγές. Οι πόρτες όλες ορθάνοιχτες, σύμφωνα με τη διαταγή. Όσοι κρυφοκοίταζαν από τα παράθυρα είδαν τις ίδιες στιγμές τους Γερμανούς να τραβοκοπούν τους Εβραίους από τα σπίτια της οδού Σιατίστης και να τους σέρνουν στη φάλαγγα. Ιδίως είδαν γέρους και γριές, που τους τραβοκοπούσαν με τα νυχτικά. Στο δεύτερο πάτωμα έχουν κατεβεί και από τα άλλα πατώματα συγκάτοικοι, γυναίκες κυρίως. Φιλιούνται σταυρωτά με την κυρία Σιντώ. Μια δικιά μας σταυροκοπιέται και λέει δυνατά: “Μάρτυς μου ο Θεός, θα σας τα δώσω πίσω όλα”. Φαίνεται της έχουν εμπιστευθεί πράγματα και μπορώ να πω ότι σωστά την έχουν διαλέξει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Τότε, εκεί ανάμεσα στα πεύκα που περιβάλλουν την Παναγία Χαλκέων, παρατήρησα ομάδες γύφτων, αλλά όχι μόνο γύφτων, που αγνάντευαν με βουλιμία προς τη γειτονιά μας. Για την ώρα όμως δεν τολμούσαν να πλησιάσουν γιατί υπήρχαν οι σκοποί. Ήταν, βέβαια ειδοποιημένοι και προφανώς κάπως έμπειροι από άλλα μαζέματα Εβραίων, σε άλλες γειτονιές, που είχαν γίνει τις προηγούμενες μέρες, αλλά εμείς δεν τα πήραμε είδηση.
(…)
Το μεσημέρι γυρίζοντας άρχισα, μόλις ξαναβρέθηκα στην περιοχή της μεγάλης πλατείας, να ξαναμπαίνω στο κλίμα. Όσο πλησίαζα τόσο καταλάβαινα, ότι είχε γίνει διαρπαγή – γιάγμα. Άλλωστε, κάτι τελευταίοι κακομοίρηδες ακόμη σέρναν μπαούλα και ντιβάνια και αδειανά συρτάρια μέσα στα χώματα. Και κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων δερματόδετους.
Στο σπίτι μας η εξώπορτα διπλανοιγμένη, παραγεμίσματα από στρώματα, χαρτιά και σκουπίδια στις σκάλες. Το διαμέρισμα των Εβραίων ορθάνοιχτο και σαφώς λεηλατημένο. Δεν είχε σχεδόν τίποτα μέσα.
(…)
Από ψηλά, από την πίσω μεριά του σπιτιού, βλέπαμε από την πρώτη μέρα κιόλας το εξής φαινόμενο: Είχαν ανοίξει τα εβραίικα μαγαζιά από πίσω και τα άδειαζαν. Δηλαδή διάφοροι κάτοικοι της οδού Κλεισούρας άδειαζαν τα μαγαζιά της Ιουστινιανού. Και έβλεπες κρεβάτια, μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο. Όλα αυτά μέσα σε φοβερή βιασύνη και σε αγωνιώδεις κινήσεις. Σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί μοίρασαν τα μαγαζιά σε διάφορους τύπους, που ίσως μπορεί να φαντασθεί κανείς πώς τους διάλεξαν. Αλλά τα μαγαζιά βρέθηκαν άδεια και αυτό ήταν μια καλή, αν και η μόνη, τιμωρία τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός, οδηγούσε τραίνα. (…) Ένα βράδυ, αργά, γύρισε ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τραίνο με Εβραίους μέχρι τη Νις. “Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους”, έλεγε. “Τους πηγαίνουν με εμπορικά βαγόνια κατάκλειστα, χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί μας αναγκάζουν να σταματούμε το τραίνο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλωτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα παιδάκι σαν τον Λάκη μας”, είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ’ αυτό τον έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Έγραψα εδώ, κατά μήνα Φεβρουάριο του 1983, όσα είδα και διεπίστωσα ο ίδιος για τον διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς.
Και τα έγραψα μόνον για τους αθώους εκείνους και για κανέναν άλλο…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ “ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…”
από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου “Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
.
Ιστορία πρώτη
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.
Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του ’44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.
Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού – κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα.
Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)
Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.
Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.
Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών – και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά αλλά δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Γεγονός πάντως πως μας έλειπε – και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.
Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι – και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας – κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.
Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.
Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ – είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.
Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ από τις ΕΠΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
από το http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=44%20
.
Πώς κατέβηκε η γερμανική σημαία από την Ακρόπολη
Ο Λάκης Σάντας (1922-2011) ήταν ο άνθρωπος ο οποίος, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, κατέβασε, στις 30 Μαΐου 1941, τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη.
Ο Λάκης Σάντας αφηγείται στον Άρη Σκιαδόπουλο, στην εκπομπή «ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ», τις λεπτομέρειες του εγχειρήματός τους:
…Θέλαμε να κάνουμε κάτι θεαματικό βέβαια, διότι το να σκοτώσεις ένα Γερμανό και να πάρεις ένα πιστόλι δε είχε καμία αξία διότι πρώτα θα σκοτωνόμαστε επιτόπου γιατί οι Γερμανοί ήταν πάνοπλοι και σιδερόφραχτοι, πολεμιστές πραγματικοί και τους έβλεπες και σ’ έπιανε τεταρταίος πυρετός που λέει ο λόγος. Αυτή είναι η αλήθεια κι αυτά που γυρίζουνε τώρα τα έργα και δείχνουνε ένα Αμερικάνο που πάει και σκοτώνει τη μισή Γερμανία αυτά είναι… κουραφέξαλα.
Και έρχεται η ιδέα να πάρουμε τη πολεμική τους σημαία. Και αρχίζουμε και καταστρώνουμε το σχέδιο. Εγώ με τον Μανώλη. Αρχίζουμε και μελετάμε. Πάμε στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και παίρνουμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις», βλέπουμε σχεδιαγράμματα – πώς μπορούμε ν’ ανεβούμε στην Ακρόπολη. Και κάνουμε και μία κατόπτευση. Μια Κυριακή πρωί πηγαίνουμε πάνω στην Ακρόπολη για να δούμε. Οι Γερμανοί τη σημαία τους, ακριβώς από κάτω είχαν μια ξύλινη σκοπιά. Είχαν σκοπό και τη φυλάγανε.
Είναι ακριβώς πάνω από τους αέρηδες, δεν είναι;
Όχι, αυτό δεν το έχουμε βρει ακόμα. Όταν κάναμε την κατόπτευση είδαμε ότι οι Γερμανοί έχουν φρουραρχείο έξω στα Προπύλαια. Εκεί που πουλάν τις κάρτες τώρα. Αυτό ήταν το φρουραρχείο τους. Και επάνω (κάτω από το στρογγυλό που ήταν ο ιστός της σημαίας) είχαν ξύλινη σκοπιά. Για να μπαίνει ο σκοπός μέσα όταν βρέχει. Είχαν σκοπό λοιπόν που τη φύλαγε. Τα είδαμε όλα αυτά. Είδαμε το μέρος. Πού είναι η σημαία, πώς είναι και λοιπά. Βέβαια δεν τα προσέξαμε όλα γιατί δε θέλαμε να δώσουμε και προσοχή, να μη μας προσέξει κανείς.
Φεύγουμε κι εξακολουθούμε τη μελέτη. Βρίσκουμε λοιπόν ότι στο βράχο προς τη μεριά που είναι το Μοναστηράκι υπάρχει μία σπηλιά. Μία σπηλιά η οποία έχει σχισμή και βγαίνει μέχρι απάνω. Στο Ερεχθείο. Στο βάθρο του Ερεχθείου. Αυτό το είχε το σχεδιάγραμμα της Ακρόπολης από τις ανασκαφές που είχαν κάνει Γάλλοι αρχαιολόγοι. Βλέπουμε λοιπόν αυτό και θέλουμε να το κατοπτεύσουμε. Και σηκωνόμαστε και πάμε. Και βλέπουμε ότι είναι κλεισμένο με μία ξύλινη πρόχειρη πόρτα. Και μ’ ένα λουκέτο. Και πάμε βράδυ, μ’ ένα φανάρι, το ανοίγουμε και βλέπουμε ότι μπορεί να βγει κανένας απάνω, υπάρχει κενό, αλλά υπάρχουνε μαδέρια, από την εποχή που κάνανε τις ανασκαφές. Τώρα πού φτάναν τα μαδέρια δεν ξέραμε. Πάμε μια άλλη νύχτα πάλι και καταφέρνουμε και φτάνουμε μέχρι απάνω! Και ξέρουμε πια ότι μπορούμε να ανεβούμε από εκεί. Και να βγούμε στο βάθρο του Ερεχθείου.
Εκεί γύρω δεν έκαναν περιπολίες εντωμεταξύ;Όχι. Καθόμαστε λοιπόν και σκεφτόμαστε πότε να πάμε. Και τρέχει ο Μάιος. Αρχίζει η μάχη της Κρήτης. 16 με 17 του μηνός νομίζω. Γίνεται η μάχη της Κρήτης και βλέπουμε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Εντωμεταξύ οι Γερμανοί είχαν πάρει τη μισή Κρήτη. Κατά τις 25 του μηνός. Και αποφασίζουμε, κατόπιν μελέτης την οποία κάναμε οι δυο μας, και συνεδριάσεως, να πάμε τη νύχτα που θα πέσει η Κρήτη. Για να δείξουμε στον ελληνικό λαό ότι δ ε ν π ρ έ π ε ι ν α τ ο β ά λ ο υ μ ε κ ά τ ω. Γιατί η Κρήτη ήταν το τελευταίο οχυρό του ελληνικού λαού.. του έθνους… του κράτους του ελληνικού.
Και πράγματι έτσι κάναμε. Στις 30 Μαΐου συνθηκολόγησε η Κρήτη και τη νύχτα εκείνη, επήγαμε, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, συρθήκαμε μέσα απ’ τα δέντρα μέχρι τη σπηλιά, ανοίξαμε την πόρτα, την οποία είχαμε σπάσει το λουκέτο από προηγούμενες φορές και ανεβήκαμε, χωρίς βέβαια φανάρι…
Καλά, είχατε σπάσει μέρες πριν την πόρτα; Και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί;
Όχι την πόρτα. Το λουκέτο.
Το λουκέτο, ναι.
Το λουκέτο. Και το είχαμε έτσι. Δε φαινότανε ότι…
Δεν το είχανε πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί. Μάλιστα. Η πιο δύσκολη στιγμή του εγχειρήματος ποια είναι;
Είναι όταν ανεβαίνουμε από τα μαδέρια για να βγούμε στο βάθρο του Ερεχθείου μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Και κάτω δεν υπάρχει βάση, είναι ένα ξεροπήγαδο το οποίο βγαίνει άλλα τριάντα μέτρα κάτω. Αυτό που ψάχναμε τότε με τη Μελίνα για να βρούμε τη σημαία, δεν ξέρω άμα το θυμάστε…
Την οποία τελικά δεν βρήκατε.Την οποία δε βρήκαμε, γιατί είχανε πέσει μπάζα… Σαράντα χρόνια, σαράντα πέντε…
Κατεβάσατε τη σημαία…Όταν λοιπόν ανεβήκαμε επάνω έγινε το εγχείρημα, ο σκοπός δεν ήταν απάνω γιατί γλεντάγανε στο Φρουραρχείο στα Προπύλαια επειδή είχε πέσει η Κρήτη. Και γέλια και φωνές και… ντριγκ και λοιπά… ναι, φαγοπότι… Φτάσαμε με το Μανώλη και πετάγαμε πέτρες για να δούμε: είναι ο σκοπός στη σκοπιά; Τελικά ο σκοπός δεν ήτανε στη σκοπιά και ανεβήκαμε και ύστερα από μεγάλο αγώνα γιατί είχανε μπλέξει τα σύρματα και εμείς προσπαθούσαμε να σπάσουμε τα σύρματα… δεν κατέβαινε η σημαία… κατέβαινε μέχρι ένα σημείο και εντωμεταξύ δεν μπορούσαμε να αναρριχηθούμε γιατί ο ιστός ήτανε πολύ ψηλός και ήτανε λείος και ήτανε αδύνατο να αναρριχηθούμε μέχρι απάνω… την τραβάγαμε και δεν κατέβαινε… Και στο τέλος σπάσαμε τις στρόφιγγες από τους βράχους που ήταν προσαρμοσμένα τα σύρματα και τα ελευθερώσαμε… (Στο σημείο αυτό ο Λάκης Σάντας δείχνει με τα χέρια ότι κατέβηκε η σημαία).
Τους πιάσατε στον ύπνο δηλαδή στην κυριολεξία…
Βέβαια. Αφού λοιπόν την κόψαμε… η σημαία ήταν τεράστια… Αυτό φαίνεται και στη φωτογραφία που έχω δώσει, που δείχνει πόσος είναι ο Γερμανός και πόσο πιο μεγάλη είναι η σημαία. (Στο σημείο αυτό ο τηλεοπτικός φακός δείχνει την παρακάτω φωτογραφία):
Είχε τον αγκυλωτό σταυρό στη μέση, τα χρώματα, το κόκκινο, το μαύρο και το άσπρο και απάνω το γοτθικό σταυρό του Κάιζερ, στην αριστερή γωνία. Κόψαμε πολλά κομμάτια ο καθένας από τον αγκυλωτό σταυρό, τα βάλαμε στον κόρφο μας και μετά την τυλίξαμε… μάλλινη ήτανε… γερή… Έγινε ένας μπόγος τέτοιος. Δεν μπορούσαμε να το πάρουμε. Και εντωμεταξύ η κυκλοφορία η οποία ήτανε μέχρι τις 11 είχε τελειώσει. Είχαμε περάσει τις 11. Την πήραμε και λέμε τώρα πού θα την πάμε; Πάμε πάλι απ’ τον ίδιο δρόμο, κατεβαίνουμε από το βάθρο – ακόμη χειρότερα αυτή τη φορά – διότι αυτή τη φορά έπρεπε να πηδήξουμε για να φτάσουμε στο πρώτο μαδέρι… Τελικά τα καταφέραμε… Νέα παιδιά ήμασταν…
Τα καταφέρατε.
Κατεβήκαμε κάτω και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούμε να τη βάλουμε είναι να την πετάξουμε μέσα στο ξεροπήγαδο. Την πετάξαμε, κάναμε έτσι και ρίξαμε και μερικά χώματα και ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε.
Αυτό αμέσως διεδόθη την άλλη μέρα, υποθέτω, έτσι;…Την άλλη μέρα το πρωί σηκώνεται ο κόσμος και δε βλέπει τη γερμανική σημαία, την πολεμική, η οποία κυμάτιζε μεγάλη με τον αγκυλωτό σταυρό… Έβλεπες την Ακρόπολη και δεν έβλεπες την τύφλα σου…
Καλά ξημέρωσε και η Ακρόπολη ήταν χωρίς τη σημαία; Δεν το πήραν χαμπάρι; Ούτε το πρωί;Τί-πο-τα!
Μάλιστα.
Μέχρι τις 10 η ώρα! Είχαν πανικοβληθεί οι Γερμανοί! Και κυμάτιζε η ελληνική η μικρή… Αρχίσαν λοιπόν οι διαδόσεις. Φύγαν οι Γερμανοί, θα έρθουν οι Εγγλέζοι, ξέρω γω, αυτό, και διάφορα… και λοιπά…
Καλά εσείς με το Μανώλη…
Και κατά τις 12 η ώρα πήγαν και βάλανε μια πιο μικρή σημαία εκεί πέρα, συλλάβανε όλους τους φρουρούς, όπως μάθαμε, συλλάβανε όλους τους φύλακες της Ακροπόλεως, αλλά εμείς πριν να φύγουμε σκεφτήκαμε με το Μανώλη και αφήσαμε τα αποτυπώματά μας απάνω στον ιστό… και τα δύο χέρια εγώ και παραπάνω ο Μανώλης… ούτως ώστε, αυτοί την άλλη μέρα επειδή καλέσανε και Έλληνα εισαγγελέα, πήραν αποτυπώματα, πιάσαν τους φύλακες και λοιπά, αλλά δεν ήταν δικά τους τα αποτυπώματα και δεν μπορούσαν βέβαια να τους κρατήσουνε… Απολύσαν όλους τους διοικητάς των τμημάτων και τους υποδιοικητάς και λοιπά και όλες τις φρουρές που ήταν τότε σε αστυνομικά τμήματα γύρω απ’ την Ακρόπολη και λοιπά… και περιορίσαν την κυκλοφορία στις 8 η ώρα. Και εμάς, ας πούμε, κάναν ανακοίνωση στις τότε εφημερίδες που βγαίνανε… Βραδυνή, ξέρω γω…
Πότε εντοπίζουν ότι είστε εσείς…
Δεν εντοπίζουν, δεν ξέρουνε. Άγνωστοι δράστες. Μίσθαρνα όργανα, λέγανε, των Εγγλέζων και διάφορα και κατεβίβασαν και υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία της Ακροπόλεως… Και κατηγορούνται δι’ εκτάκτου στρατοδικείου και καταδικάζονται εις θάνατον ερήμην.
ΛΑΚΗΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) ΣΑΝΤΑΣ από αφήγησή του στην εκπομπή του Άρη Σκιαδόπουλου
«ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ» (1/1/1994)
.
“Μετά από τη ζωή”
(χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)
Είπες: “Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη” κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: “Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα”· ο παπάς σού έψαλε: “Αιωνία η μνήμη”· και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: “Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943″.
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε “ιεροσυλία”. Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: “Ο θάνατός σου ζωή μου”.
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική· αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους· αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και “παν, παν…”
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την “ταυτότητά” τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός) δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα· θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα “ονόματα” των άλλων· κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι “αυτοί”.
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το “εγώ” του.
Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο “ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
.
Η σημερινή ανάρτηση περιέχει απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Αυγουστή, ο οποίος, σε ηλικία 15 χρονών (την περίοδο 1943-1944), ήταν διερμηνέας του γερμανικού φρουραρχείου Ελασσόνας.
Έξω από την Ελασσόνα προς Κοζάνη περίπου 3-4 χιλιόμετρα, όπου υπάρχουν και στροφές, δέχθηκαν τα δύο διερχόμενα αυτοκίνητα φορτηγά των Γερμανών ριπή ή ριπές πολυβόλου. Κατέβηκαν αμέσως οι στρατιώτες από τα αυτοκίνητα, κρατώντας τα αυτόματα (τα στάγερ). Δεν ακούστηκαν άλλες ριπές.
Είδαν όμως οι Γερμανοί, σε κοντινές αποστάσεις από αυτούς, διάφορα άτομα να βόσκουν προβατάκια. Τους θεώρησαν ύποπτους και κινήθηκαν με το χέρι στη σκανδάλη, τους συνέλαβαν και βάζοντάς τους στα αυτοκίνητα επέστρεψαν στην Ελασσόνα.
Αυτά ανέφερε στο Γερμανό φρούραρχο ο διερχόμενος αξιωματικός. Πιθανόν να υπήρχε και άλλη εκδοχή για όσα παραπάνω γράφω. Εγώ γράφω ό,τι άκουσα από το Γερμανό αξιωματικό να λέει προς το φρούραρχο, παρουσία εμού και του γιατρού Φράγκου.
Ακούγοντας όλα αυτά ο φρούραρχος Στορκ και προ πάντων ότι υπάρχουν όμηροι μέσα στα αυτοκίνητα, έγινε πάλι θηρίο. Ρώτησε τον αξιωματικό αν είχαν απώλειες, τραυματίες ή θύματα. Η απάντηση ήταν όχι. Διέταξε να κατεβάσουν τους ομήρους από τα αυτοκίνητα και να τους οδηγήσουν στο προαύλιο του Σχολείου (με προτεινόμενα τα όπλα), εκεί όπου ήμασταν κι εμείς. Κάτι είπαν μεταξύ τους οι δύο αξιωματικοί, χαιρετήθηκαν πάλι και τα δύο διερχόμενα αυτοκίνητα αναχώρησαν, δεν ξέρω προς ποια κατεύθυνση.
Αγαπητοί μου, από δω και πέρα νομίζω διαβάζοντάς με, θα διαπιστώσετε τα τραγικά παιχνίδια της τύχης που είμαι βέβαιος, όσο και αν αντέχουν τα μάτια σας στο να μη δακρύσουν, θα κυλήσει κάποιο δάκρυ, αν όχι, πράγμα δύσκολο, θα νιώσετε μεγάλη συγκίνηση.
Για μένα τα άτομα αυτά ήταν τελείως άγνωστα. Είδα ανάμεσά τους ένα παιδί της ηλικίας μου. Τον ρώτησα. Ήταν πράγματι 15 ετών, όπως κι εγώ, αφού είχε γεννηθεί το 1928.
Κάνω μια περιγραφή της τραγικής εμφάνισης των ανθρώπων αυτών. Έτρεμαν, τα είχαν κυριολεκτικά χαμένα, όπως ήταν και φυσικό εξάλλου. Μου έχει μείνει η εντύπωση ότι ήταν επτά, τον αριθμό, οι Έλληνες όμηροι.
Από στοιχεία που μπόρεσα να συγκεντρώσω, αναφέρω τα εξής ονόματα:
1ος Ο συνομήλικός μου Στέφανος Σφύκας, κάτοικος Δρυμού Ελασσόνας.
2ος Κανάκης Γεώργιος από Άζωρο (Βουβάλα).
3ος Παπαθανασίου Ιωάννης από Άζωρο.
4ος Λαφαζάνης Ιωάννης ή Ζαμπόιας, κάτοικος Ελασσόνας.
Πρέπει να ήτανε άλλοι δύο. Παρ’ όλες τις προσπάθειες μου, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα περισσότερο. Και μεταξύ τους οι ανωτέρω ήταν άγνωστοι όταν γνωρίστηκαν, ήταν στα τελευταία τους.
Μεγάλη αγωνία είχα να ακούσω απ’ τα χείλη του Γερμανού φρούραρχου την τύχη που θα είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Είχα την εντύπωση, όπως και την προηγούμενη μέρα με την υπόθεση “Παπασάρρου”, ότι θα παιζόταν το ίδιο “θέατρο”, δηλαδή “φέρε μου τον Πρόεδρο”, δικαστήριο κλπ.
Διαψεύστηκα. Δε χρειάσθηκαν όλα αυτά. Φαίνεται ότι ήταν κουρασμένος από την προηγούμενη ημέρα με δύο εκτελέσεις. Διέταξε πάλι τον ίδιο υπαξιωματικό να ετοιμάσει το εκτελεστικό απόσπασμα και να οδηγήσει τους Έλληνες πατριώτες στον τόπο εκτέλεσης, γνωστό σ’ αυτούς από τις εκτελέσεις της προηγούμενης ημέρας. Ήταν το νεκροταφείο της Ελασσόνας.
Αυτά συνέβησαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Να σκεφθεί κανείς ότι ακόμη ο γιατρός δεν είχε οδηγηθεί στην αίθουσα του Σχολείου για να εξετάσει τους αρρώστους.
Ακούγοντας εγώ, αφού μεγαλοφώνως τα έλεγε ο φρούραρχος, τη διαταγή για το εκτελεστικό απόσπασμα, ποιος ξέρει τι εμφάνιση είχα, αντελήφθη ο γιατρός Νίκος Φράγκου και με ρώτησε: “Τι γίνεται, Γιωργάκη;”. Του απάντησα, χωρίς να μπορέσω να κρατήσω τα δάκρυά μου και με τρεμάμενα χείλη, μπόρεσα να ψελλίσω ότι: “Θα τους εκτελέσει κι αυτούς.”!!!
Ύστερα από αυτά, κάναμε μια μεγάλη προσπάθεια και τον παρακαλέσαμε τόσον εγώ, όσον και ο γιατρός, να τους χαρίσει τη ζωή! Αμέσως πήραμε την απάντηση, για μένα αναμενόμενη, αφού είχα πρόσφατη τη γεύση της προηγούμενης ημέρας. Αυτή τη φορά ήτανε “νάιν”, αντί για “νιξ”, που σήμαινε το ίδιο.
Ο γιατρός, πιστεύοντας ότι έχουν κάποια υποχρέωση σ’ αυτόν για τις υπηρεσίες που θα τους πρόσφερε ως γιατρός, επανέλαβε την παράκλησή του. Τη μετέφρασα στο Γερμανό. Στη δεύτερη απάντησή του ήτανε πιο αυστηρός και πιο αρνητικός.
Τότε ζητήσαμε επίμονα, παρακαλώντας τον πάντα, να εξαιρεθεί από την εκτέλεση ο μικρότερος όλων των ομήρων, ο Στέφανος Σφύκας. Για μένα, όπως ανάφερα παραπάνω, ήταν άγνωστος. Για δε το γιατρό γνωστός. Αυτή τη φορά ο φρούραρχος, όχι μόνο αρνητικός ήταν, αλλά εξοργίστηκε λέγοντάς μου ότι, αν τον ξαναενοχλήσουμε, θα μας έστελνε κι εμάς τους δύο μαζί με τους άλλους στο νεκροταφείο.
(…)
Η αλήθεια είναι ότι ο γιατρός Φράγκου παρεκάλεσε και ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ για το μικρό Σφύκα Στέφανο, εγώ δε, παρέλειψα να αναφέρω παραπάνω, τον Σφύκα τον παρουσίασα στο Γερμανό Φρούραρχο ως μακρινό μου εξάδελφο.
Ο γιατρός έφυγε. Το εκτελεστικό απόσπασμα με τους Έλληνες πατριώτες, αν θυμάμαι καλά, ενώ εγώ και ο γιατρός βρισκόμασταν στους αρρώστους, είχε ξεκινήσει πεζή για τον τόπο εκτελέσεως (το νεκροταφείο). Εγώ παρέμεινα. Δεν μπορούσα να φύγω χωρίς διαταγή.
Από δω αρχίζει αυτό που λένε: Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
Ζήτησα την άδεια από το φρούραρχο να μου επιτρέψει να φύγω κι εγώ να πάω σπίτι μου. Βλέπετε τα συγκλονιστικά γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο, τα μεν χθες, τα δε σήμερα. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του για αύριο. Και πόσο θα άντεχε σ’ αυτά η ψυχή ενός 15χρονου παιδιού, που ήμουνα τότε εγώ; Μου έδωσε την άδεια να φύγω λέγοντάς μου στις 4 το απόγευμα να βρίσκομαι στο φρουραρχείο, διότι με χρειάζεται.
Από εδώ, για μένα, έγινε το μεγάλο θαύμα!!! Ποιος ξέρει, τι εμφάνιση είχα και με ρώτησε γιατί ήμουν έτσι, αφού είδε τα μάτια μου κλαμένα. Και πώς να μην ήταν, ύστερα από ό,τι έγινε;
Του απάντησα ότι είμαι έτσι, γιατί ενώ τον παρακάλεσα να χαρίσει τη ζωή σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που σε τίποτα δεν έφταιξαν, δεν έγινε τίποτα. “Σας παρακάλεσα τουλάχιστον να εξαιρέσετε από την εκτέλεση τον ξάδελφό μου”. Αυτά τα έλεγα με λυγμούς, προετοιμασμένος να δεχθώ τη γνωστή απειλή του.
Ιδού το θαύμα!!! Έκπληκτος είδα στα χείλη του ένα ελαφρό χαμόγελο και μου είπε: “Ε! τώρα είναι αργά πλέον για το μικρό εξάδελφό σου”. Μου το είπε αυτό, γιατί πίστευε ότι όλα εντός ολίγου θα είχαν τελειώσει. Αυτή την εντύπωση είχα.
Ακούστε τώρα και δώστε μόνοι σας την εξήγηση, στην ιδέα που μου κατέβηκε εκείνη τη στιγμή, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και την ηλικία μου. Η ιδέα μου ήταν να πω στο Γερμανό φρούραρχο, αφού η συμπεριφορά του είχε αλλάξει: “Κύριε φρούραρχε, δώστε μου έναν στρατιώτη να τρέξουμε μαζί στο νεκροταφείο και αν τους προλάβουμε, να πάρω το μικρό συγγενή μου για να τον φέρουμε εδώ”. Η παρουσία του Γερμανού, με τον οποίο θα τρέχαμε μαζί στον τόπο της εκτελέσεως, ήταν απαραίτητη, διότι θα αποτελούσε εγγύηση για τη διαταγή του φρουράρχου στον αξιωματικό του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Δεν μπόρεσα να εξηγήσω, τι φώτιση του ήρθε εκείνη τη στιγμή και ικανοποίησε την επιθυμία μου, διατάζοντας έναν στρατιώτη να έρθει μαζί μου.
Άρχισε το τρέξιμο, εγώ 15 ετών, ο Γερμανός στρατιώτης 21. Τα 800 περίπου μέτρα, που είναι η απόσταση Σχολείο – Νεκροταφείο, σε πόσο λίγο χρόνο τα καλύψαμε!!! Θαρρώ ούτε οι καλύτεροι δρομείς δεν θα τα κάλυπταν τόσο γρήγορα. Πρέπει να σημειώσω ότι ο Γερμανός στρατιώτης, που έτρεχε μαζί μου, από ό,τι διαπίστωσα, ήθελε πάρα πολύ να προλάβουμε και να σώσουμε το μικρό Στέφανο. Για μένα ήταν σχεδόν απίθανο να προλάβουμε την εκτέλεση.
Αυτή η διαδρομή των 800 μέτρων είναι φυσικό να μου έχει μείνει αξέχαστη και συγκινούμαι πάντα όταν φέρνω στη μνήμη μου το μαύρο γεγονός της ημέρας εκείνης. Όπως είναι ευνόητο, όλα αυτά τα χρόνια, έχω συνοδεύσει στην τελευταία τους κατοικία προσφιλή μου πρόσωπα, συγγενείς, φίλους και συμπολίτες. Ή για οιονδήποτε λόγο κάνω αυτή τη διαδρομή, στη μνήμη μου έρχεται η θλιβερή ανάμνηση της ημέρας εκείνης. Είμαι δε βέβαιος ότι και στην υπόλοιπη ζωή μου όταν για οποιοδήποτε λόγο θα διανύω το δρόμο αυτόν, θα θυμάμαι τον εαυτό μου και το Γερμανό στρατιώτη να τρέχουμε για τη σωτηρία ενός συνανθρώπου μας.
Να που η τύχη, λοιπόν, θέλησε να βάλει το χέρι της, γιατί φθάνοντας στα τελευταία σπίτια της Ελασσόνας (μεσολαβεί ένα ακατοίκητο μέρος), είδαμε ανάμεσα στα κυπαρίσσια του νεκροταφείου (τότε υπήρχαν πάρα πολλά) όρθιους ανθρώπους και αρχίσαμε τις φωνές. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, δεν είχε θόρυβο και εύκολα ακούστηκαν οι φωνές μας. Μας άκουσαν και μας περίμεναν. Μπαίνοντας μέσα στο νεκροταφείο, τους βρήκαμε στημένους, έτοιμους για εκτέλεση.
Ο Γερμανός στρατιώτης διαβίβασε τη διαταγή του φρούραρχου λαχανιασμένος από το τρέξιμο, όπως κι εγώ. Εγώ δε, πήρα από τη σειρά το Στέφανο Σφύκα.
Δεν πέρασε μισό λεπτό και έγινε μπροστά στα μάτια μας η εκτέλεση των άλλων πατριωτών!!! Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό, τραγικό και μακάβριο. Το είδαμε με τα μάτια μας, τόσον εγώ, όσο και ο συνομήλικός μου Σφύκας, ακούγοντας συγχρόνως κλάματα, ουρλιαχτά και διάφορες λέξεις. Άλλος φώναζε τη μάνα του και άλλος τα παιδιά του. Αμέσως οι ριπές των αυτομάτων όπλων έκοψαν το νήμα της ζωής των εν λόγω Ελλήνων και τους σώριασαν στο έδαφος.
Βλέπετε οι σφαίρες δεν είχαν την πολυτέλεια να διαλέξουν άλλο μέρος από τα σώματα των μαρτυρικών αυτών ανθρώπων, αφού οι εκτελεστές, σ’ ένα μόνο σημείο σκόπευαν. Στο κεφάλι!!!
Αυτά που είδαμε στη συνέχεια, φρίκη και τρόμο μας προκάλεσαν!!! Από άλλον πεταγμένα μυαλά, από άλλους μάτια. Θέαμα που κανείς να μη βρεθεί σε θέση να το αντικρίσει.
Αποτέλεσμα ήταν ο Σφύκας να σωριαστεί λιπόθυμος από το σοκ που έπαθε. Εγώ δεν λιποθύμησα, αλλά το σοκάρισμα που έπαθα, με έκανε πρώτον να μη δω τον ομαδικό τάφο, τον οποίο αργότερα μου περιέγραψε ο Σφύκας, την εκσκαφή του οποίου είχαν κάνει οι ίδιοι οι μάρτυρες εκτελεσθέντες. Επί αρκετές νύχτες στον ύπνο μου έβλεπα τις εφιαλτικές εκείνες στιγμές και τις τρομερές εικόνες των συμπολιτών μου, μετά την εκτέλεση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ “ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ 1943-1944″ ΕΛΑΣΣΟΝΑ 1997
Μια διαφορετική απεργία
χαρακτικό που απεικονίζει τη διαδήλωση της 5ης Μαρτίου 1943
από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (4/6/2006)
Ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του “Αντίσταση” περιγράφει μια διαφορετική απεργία που έγινε το Μάρτιο του 1943:
Μάρτιος του 1943.
Ανάστατη είναι η Αθήνα από μια είδηση. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να κηρύξουν επιστράτευση πολιτική. Όλοι οι άνδρες από 16 θα επιστρατευθούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Άξονα. Πρόσωπα ανήσυχα ολούθε.
-Τα ‘μαθες; Επιστράτευση!
Ο κόσμος τρομάζει με τούτη την καινούρια συμφορά που ζυγώνει την Ελλάδα. Μάνες τρέμουν για τα παιδιά τους, γυναίκες για τους άντρες, παιδιά για τους πατεράδες. Κι ο φόβος γίνεται αναβρασμός. Κι ο αναβρασμός, μια θέληση. Κι η θέληση, μια κραυγή που τη βροντοφωνά ο τοίχος: ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Την παίρνει το χωνί και τη διαλαλά στις γειτονιές. Κάτω η επιστράτευση! Τυπώνουν τα μυστικά τυπογραφεία προκηρύξεις. Κάτω η επιστράτευση. Κυκλοφορούν οι μυστικές εφημερίδες: Κάτω η επιστράτευση. Γεμίζουν οι δρόμοι μ’ αμέτρητα χαρτάκια: Κάτω η επιστράτευση. Κι όλος αυτός ο αναβρασμός φουσκώνει στα στήθια του λαού για να ξεσπάσει σ’ ένα απ’ τα πιο μεγάλα κι απίστευτα συλλαλητήρια που βλέπει η Αθήνα.
5 Μαρτίου.
Είναι η μέρα που όρισε το ΕΑΜ για το συλλαλητήριο. Ο τρόπος κι ο μηχανισμός του ο ίδιος, όπως πάντα. Σε μικρές ομάδες θα ξεχυθεί ο κόσμος προς το κέντρο. Σε μικρές ομάδες θα πιάσει τις παρόδους. Κρυμμένες θα είναι οι σημαίες κάτω απ’ τα σακάκια, τα φουστάνια, κρυμμένες κι οι ταμπέλες με τις επιγραφές. Κι όταν δοθεί το σύνθημα την ορισμένη ώρα, τότε θα χυθεί ο λαός στον κεντρικό δρόμο που ορίστηκε για το συλλαλητήριο. Ας χτυπήσουν. Το μόνο που δεν λογαριάζουν ως την ώρα που θα πέσουν τα κορμιά. Δεκαπέντε μέρες τώρα απεργίες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες. Ο συνετός βλέπει τα συλλαλητήρια -τ’ ακούει δηλαδή- και λέει πως τούτοι οι άνθρωποι σίγουρα είναι τρελοί. Τρελοί όμως ήταν κι όσοι πολέμησαν στον Μαραθώνα. Τρελοί όσοι σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες. Τρελοί ήταν η φούχτα των ανθρώπων που ξεσηκώθηκε το ’21. Τρελοί ήταν αυτοί που χύμηξαν στην Πίνδο. Η ιστορία της Ελλάδας για την οποίαν πολύ καυχιέσαι, συνετέ, είναι μια αλυσίδα από τρέλες.
(……)
Το σκέφτονται οι Γερμανοί… Πώς να τον επιστρατεύσεις τούτον τον λαό; Και τι υπηρεσίες μπορεί να σου προσφέρει; Απ’ τη στιγμή που μαθεύτηκαν τα σχέδιά τους, βλέπουν ολούθε τον αναβρασμό. Ολούθε συγκεντρώσεις. Ολούθε ομιλίες. Στις γειτονιές, στις λαϊκές αγορές, στις εκκλησίες. Ζητούν τρόπους κατευνασμού. Ο Λογοθετόπουλος δημοσιεύει ανακοίνωση ότι δεν πρόκειται να γίνει η επιστράτευση κι ότι κάθε συγκέντρωση θα χτυπηθεί με όπλα. Ο δήμαρχος της Αθήνας Γεωργάτος ζητά με το καλό 3.000 εργάτες για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών και βεβαιώνει ότι δεν θα βγουν όξω απ’ την Αθήνα. Ο μυστικός τύπος λυσσά: Όσοι παρουσιάστηκαν στην πρόσκληση έχουν σταλεί στη Γερμανία. Στη Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε η επιστράτευση “εν ονόματι του Φύρερ”. Κοχλάζει η Αθήνα. Αστυνομία, χωροφυλακή στο πόδι. Ισχυρές δυνάμεις Γερμανών κι Ιταλών έχουν διαταγή να χτυπήσουν κάθε συγκέντρωση στους δρόμους.
Και φτάνει η μέρα. Ξεσπάει η απεργία.
Τράπεζες, δημόσια γραφεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, μαγαζιά -όλα κλειστά. Τρίζει τα δόντια η ψευτοκυβέρνηση. Οι απεργοί θα παταχθούν! Κι όταν ο Γκοτζαμάνης στρώνεται να γράψει το διάταγμα της απόλυσης των απεργών, δεν βρίσκει μια δακτυλογράφο να το δακτυλογραφήσει! Τα εργοστάσια σταματημένα. Κι όλες οι επιχειρήσεις. Η κίνηση της πόλης έχει νεκρωθεί. Πλημμυρίζει η πόλη με παράνομο Τύπο. Μπρος λαέ της Αθήνας! Μπρος αδούλωτη Ελλάδα! Μπρος για τη μάχη των μαχών! Κι ας περιμένουν στους δρόμος έτοιμα τα ντουφέκια. Τα μάθαμε αυτά. Άλλο από το να σκοτώνουν δεν μπορούν.
(…..)
Φωτογραφία από διαδήλωση της 24/2/1943
(από την ιστοσελίδα: http://hellas1940.blogspot.com/)
Στην οδό Πραξιτέλους γίνεται κακό. Οι Ιταλοί σκορπίζουνε το πλήθος. Σηκώνουν τα όπλα, βαράνε κοντακιές, ρίχνουν. Μια κοπέλα ορθώνεται μπροστά τους:
-Πίσω, παλιόσκυλα!
Ένας Ιταλός τη σημαδεύει. Βροντά το όπλο, σωριάζεται η κοπέλα. Φεύγουν άλλοι, χυμάνε να πάρουν το κορμί. Σε λίγο ο κόσμος που περνά βλέπει στον τόπο που έπεσε η κοπέλα και δακρύζει. Γύρω – τριγύρω στα αίματα έχουν βάλει πέτρες. Τάφος συμβολικός. Όλη μέρα περνάει πλήθος και ρίχνει λουλούδια. Γλυκοχαράζει η άνοιξη στη γη της Αττικής. Κι εκεί, στην οδό Πραξιτέλους, πάνω στην άσφαλτο που βάφηκε με το αίμα ενός κοριτσιού, στέλνει τριαντάφυλλα, γαρούφαλα και πασχαλιές. Ένας σωρός από λουλούδια.
Αλλού μάχες σωστές.
Κοντά εκατό χιλιάδες τραβούν προς το πολιτικό γραφείο. Φωτιά σκορπίζουν οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί. Μηχανοκίνητα βογγούν. Χειροβομβίδες σκάνε. Πέφτουν οι λαβωμένοι, οι νεκροί. Τους αρπάζουν οι διαδηλωτές και φεύγουν μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Πρόθυμα ανοίγουν τις πόρτες τους τα σπίτια για να δεχτούν τα θύματα. Γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς βοηθάνε. Κι ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά στις μπούκες των όπλων σκορπίζει, αλλά δεν εννοεί να διαλυθεί:
-Στου υπουργείο Εργασίας!
Άλλο κακό εκεί. Στις 11.30΄ είναι μαζεμένοι κοντά πενήντα χιλιάδες διαδηλωτές γύρω – τριγύρω χωμένοι στις παρόδους. Τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο και χυμάνε με πέτρες και με ξύλα. Σπάζουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Κατακίτρινος ο υπουργός Καλύβας ακούει την οχλοβοή ανάμεσα στους καραμπινιέρους που τον φρουρούνε. Φτάνει ενίσχυση της δύναμης. Αστυνομία ελληνική, Ιταλιάνοι, Γκεστάπο.
-Πίσω! Διαλυθείτε!
-Μπρος, παιδιά! Απάνω τους!
-Θα σας σκοτώσουμε!
-Σκοτώστε μας!
Αρχίζει το πολυβόλο. Σκάει η χειροβομβίδα. Και τότε γίνεται τούτο τ’ απίστευτο. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ορμούν με πέτρες και με ξύλα πάνω στην ένοπλη δύναμη που ρίχνει. Λαβώνονται πολλοί. Κι άλλοι κουβαλάνε πέτρες στα μαντίλια, άλλοι ξεριζώνουν τις πλάκες απ’ τα πεζοδρόμια. Μάχη πρωτάκουστη. Τους κυνηγάνε εδώ, φυτρώνουν από κει. Κι ένα πράμα μονάχα δεν έχουν στο μυαλό τους – να διαλυθούν.
Τρελοί;
Τρελοί! Εδώ ένας σωριάστηκε τραυματισμένος. Εκεί άλλος κείτεται νεκρός. Εδώ μια ομάδα κοριτσιών που ρίχνουνε πέτρες. Αλλού άλλη ομάδα που κυνηγιέται για να κρυφτεί στους γύρω δρόμους. Εδώ με ξύλα δέρνονται διαδηλωτές και αστυφύλακες. Εκεί δουλεύει πιστολίδι. Χτυπάν τις πόρτες. Ανοίξτε, τραυματίες! Κι οι πόρτες ανοίγουν όλες. Γεμίζουν οι δρόμοι με χαρτάκια: Κάτω η πολιτική επιστράτευση. Αρπάζει η Γκεστάπο πολλούς απ’ τους διαδηλωτές: Μαζέψτε τα! Τα μαζεύουν και, καθώς τους πάνε στην Κομαντατούρ ή στο Κομάντο Πιάτσα, τα ξανασκορπάνε. Το μυρίζονται οι Γερμανοί. Ξύλο.
Ώρες κρατάνε οι διαδηλώσεις.
Ώρες αντηχεί η αντάρα κι ο αλαλαγμός της πόλης.
Το βράδυ απεργούν οι κινηματογράφοι και ο Τύπος. Το άλλο πρωί δεν έχει εφημερίδες. Πόσα τα θύματα; Η αστυνομία δίνει νούμερο. Μόνο 3 νεκρούς και 77 τραυματίες. Ο παράνομος τύπος δίνει άλλα: 13 νεκροί και 134 τραυματίες. Κι είναι σωστότεροι αυτοί οι αριθμοί, γιατί η Αστυνομία μετρά μονάχα τα θύματα που πάνε στα νοσοκομεία. Αυτούς που νοσηλεύονται στα σπίτια δεν τους ξέρει. Ούτε βάζει στους νεκρούς, αυτούς που πρόφτασαν να αρπάξουν οι διαδηλωτές ή τους άλλους που βαριά τραυματισμένοι πέθαναν σε λίγες μέρες.
5 Μαρτίου 1943.
Μια μέρα ακόμα ανοιχτού πολέμου μέσα στην Αθήνα. Η ιστορία της Αντίστασης γραμμένη με το αίμα του ανυπόταχτου λαού στους δρόμους της. Η επιστράτευση δεν έγινε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
Αλέκος Σακελλάριος: λες και ήταν χθες
Αλέκος Σακελλάριος (1913-1991)
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει μία από τις πολλές ιστορίες που υπάρχουν στο βιβλίο του Αλέκου Σακελλάριου “ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ”:
Είμαστε μια μικρή παρέα τότε, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Κώστας Βουτσινάς κι εγώ, που τα σκοτεινά βράδια της κατοχής τρυπώναμε σε μια ταβερνίτσα της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου -κοντά στην οδό Ηπείρου- που η μαυραγορίτικη δραστηριότης του καταστηματάρχη της επεφύλασσε εκπλήξεις στην πειναλέα πελατεία της.
Πότε υπήρχε λίγη φέτα νωπή και άνοστη σαν χορτάρι, πότε υπήρχε λαδάκι του Θεού, που έμπαινε “έξτρα” στα νερόβραστα όσπρια, πότε υπήρχε καμιά γερμανική κονσέρβα και πού και πού υπήρχε και ψωμί “ζυμωτό”, που το κατεβάζαμε αμάσητο και το νιώθαμε ύστερα στο στομάχι μας σαν μια γροθιά τσιμεντένια.
Μέσα σ’ αυτήν τη μαυραγορίτικη ταβέρνα περιφερότανε μελαγχολικός πάντα ένας ξερακιανός σκύλος, που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα πλευρά του. Βέβαια, μεζέδες για σκύλους δεν περίσσευαν εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι ψάχνανε, πριν από τις γάτες, τους σκουπιδοτενεκέδες, για να βρούνε κάτι φαγώσιμο. Αλλά κι ο καημένος ο Φλοξ -Φλοξ τον λέγανε τον πειναλέο σκύλο της ταβέρνας- που είχε απαρνηθεί αναγκαστικά την κρεατοφαγία, κατέβαζε αδιαμαρτυρήτως ό,τι είχε την ευχαρίστηση να του προσφέρει η εξίσου πειναλέα πελατεία της κατοχικής ταβέρνας, που πεινασμένη καθότανε, πεινασμένη σηκωνότανε. Τέτοια ήταν η πείνα του έρημου του Φλοξ, που ακόμα και τη νερόβραστη λαχανίδα καταβρόχθιζε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, ο Κώστας ο Βουτσινάς έτυχε να συναντηθεί με το μαυραγορίτη ταβερνιάρη.
-Το βράδυ, κυρ-Κώστα, πάρ’ τον κυρ-Χρήστο και τον κυρ-Αλέκο κι ελάτε στο μαγαζί να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
-Τι Χριστούγεννα να κάνουμε, μωρ’ αδελφέ μου; Χριστούγεννα με λαχανίδα;
Ο μαυραγορίτης γέλασε πονηρά.
-Άμα σας λέω ελάτε, ελάτε.
Κάτι πονηρεύτηκε ο Κώστας.
-Γιατί, δηλαδή, θα ‘χεις τίποτα της προκοπής;
-Έσκυψε στ’ αυτί του Κώστα ο μαυραγορίτης και του ψιθύρισε συνωμοτικά το μεγάλο μυστικό:
-Θα ‘χουμε κρέας!
-Κρέας;
-Κρέας, μάλιστα!
Χτυπήσανε τα τέλια αμέσως, ειδοποιηθήκαμε ο Χρήστος κι εγώ και νωρίς – νωρίς, πριν ακόμα σουρουπώσει τελείως, μην τυχόν προλάβουν τίποτ’ άλλοι και μας το φάνε το κρέας, θρονιαστήκαμε στην ταβέρνα, που λόγω της ημέρας ήταν στολισμένη με κλαδιά από έλατα και διάφορα χάρτινα μπιχλιμπίδια.
-Φέρε λοιπόν.
-Τι να φέρω;
-Κρέας να φέρεις.
-Να σας φέρω πρώτα κάτι ορεκτικό; Κάτι για να σας ανοίξει την όρεξη;
-Βρε, δε θέλουμε να ανοίξει η όρεξη. Ανοιχτή είναι, πανάθεμά τη. Να κλείσει θέλουμε. Έχεις τίποτα, να μας την κλείσεις;
-Να σας φέρω, δηλαδή, αμέσως το κρέας;
-Αμέσως.
-Να φέρω και σαλάτα;
-Να φέρεις.
-Έχω και φέτα.
-Να φέρεις και φέτα.
-Και ψωμί;
-Και ψωμί.
Βέβαια, με τέτοια παραγγελία, ήτανε σίγουρο ότι θ’ αφήναμε στο μαυραγορίτη ταβερνιάρη όλη την κινητή μας περιουσία, γιατί κανείς από τους τρεις μας δεν είχε ακίνητη. Μόνο κινητή περιουσία είχαμε και, μάλιστα, ευκολομετακίνητη, μια και δεν προλάβαινε ούτε να ζεσταθεί στις τσέπες μας. Τι σημασία είχε, πόσα κατοχικά βρωμοεκατομμύρια θα πληρώναμε; Το βέβαιο ήταν, ότι θα κάναμε Χριστούγεννα.
Ήρθε, λοιπόν, καμιά φορά το κρέας, λίγο μαυρισμένο, λίγο περίεργο, λίγο αχαμνό, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πέσαμε και οι τρεις με τα μούτρα. Από την πρώτη, όμως, μπουκιά απογοητευτήκαμε. Κοιταχτήκαμε ερωτηματικά. Ύστερα, ο Χρήστος είπε:
-Ξινό δεν είναι;
-Ναι, μωρ’ αδερφέ μου. Ξινό και σκληρό.
-Αρνάκι, λέει.
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του κι έψαξε όλο το μαγαζί. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε και κάτω απ’ τα τραπέζια. Ο Χρήστος τον ρώτησε:
-Τι ψάχνεις;
-Ο Φλοξ πού είναι;
Αλήθεια, ο Φλοξ πού ήταν; Πώς και δε φάνηκε ακόμα αυτός, που με το πρώτο κουδούνισμα μαχαιροπήρουνου, έτρεχε σαν νεοσύλλεκτος σε προσκλητήριο;
Ρωτήσαμε τον ταβερνιάρη.
-Τι να σας πω; Κι εγώ δεν ξέρω. Από χτες το βράδυ τον έχασα.
Οι πρώτες μας ανησυχητικές υποψίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Τη σάρκα και τα οστά του κατακαημένου του Φλοξ, που φαίνεται ότι τον τρώγαμε αντί χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας. Κανείς δεν είπε τίποτα, όμως, μη τυχόν χαλάσει το κέφι των αλλωνών. Και μόνο ο Βουτσινάς μουρμούρισε:
-Σήμερα έτυχε να λείπεις, ρε Φλοξ, που υπάρχουν και κόκαλα;
Ύστερα από λίγα χρόνια -μετά απ’ την απελευθέρωση- ο Χρήστος κι εγώ μεταφέραμε αυτήν τη σκηνή με το Φλοξ στην κωμωδία μας “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”.
ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ “ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ” Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ
από τις αναμνήσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου:
Το χειμώνα του 1942 η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο για όλους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, τον Φλεβάρη του 42, και σε πλήρη εξαθλίωση, μάνα και γιος, αποφασίζουμε και μεις να πέσουμε κάτω και να πεθάνουμε. Σας φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι υπερβολή. Αν το παίρναμε απόφαση να πλαγιάσουμε ένα βράδυ στο παχύ χιόνι των τριάντα πόντων στο χωματένιο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αθηνών (έτσι λεγόταν τότε η σημερινή οδός Παπαναστασίου), το πρωί θα μας έβρισκαν σίγουρα κοκαλωμένους. Άλλωστε αυτή ήταν και η τακτική που ακολουθούσαν εκατοντάδες άνθρωποι κάθε μέρα, οι οποίοι αποφάσιζαν να πεθάνουν: έπεφταν σε μια γωνιά ή σε ένα πεζοδρόμιο, και το πρωί περνούσε το κάρο της δημαρχίας και τους μάζευε ξυλιασμένους. Ένα απόγευμα, λοιπόν, λέει η μάνα μου: «Ως εδώ ήταν οι μέρες μας». Πέφτουμε λοιπόν στα χιόνια και περιμένουμε να πεθάνουμε. (…) Εκεί λοιπόν που πέσαμε εξαντλημένοι στο πεζοδρόμιο με τα χιόνια, ξαφνικά εμφανίζεται η Καλλιοπίτσα, που κι αυτή είχε τελειώσει τη δουλειά της στους Γερμανούς. (…) «Καλέ, Κυρα-Φανή, καλέ, τι κάνετε εδώ, είστε με τα καλά σας;». «Ε, να», λέει η μητέρα μου, «εμάς, αφήστε μας, ήρθε η ώρα μας, εσείς τραβήξτε». «Μα πώς θα τραβήξουμε, αστειεύεσαι; Είναι σοβαρά πράματα αυτά; Σήκω, επάνω, που θα πεθάνετε!» «Όχι, όχι, δεν μπορούμε. Αφήστε μας και φύγετε». «Βρε, σήκω, που σε λένε». Η μητέρα μου αντιδρούσε και δεν ήθελε να σηκωθούμε. Οπότε αυτές οι δύο μας σηκώνουν στο πι και φι και μας βάζουν να καθίσουμε επάνω στο χιόνι. Τότε οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει ακόμη τους Εβραίους. Οι δε Εβραίοι συνήθως πουλούσαν διάφορα πράγματα στο δρόμο, μεταξύ των οποίων και κανναβούρι ψημένο. Με ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ, σου έδιναν σ’ ένα χαρτί κανναβούρι ψημένο, που, όπως ξέρετε έχει λάδι μέσα, είναι και νόστιμο και δυναμωτικό. Περνάει λοιπόν ένα φουκαράδικο Εβραιάκι έχοντας λίγο κανναβούρι για πούλημα, του δίνουν λίγα λεφτά η Καλλιοπίτσα και η άλλη, παίρνουν ένα φλιτζανάκι κανναβούρι κι αρχίζουν να μας ταΐζουν. Όπως πώς θα πηγαίναμε μέχρι τον Αη-Θανάση; Δεν υπήρχε συγκοινωνία, και τα λίγα γκαζοζέν που υπήρχαν δεν έκαναν αυτό το δρομολόγιο. Τα γκαζοζέν ήταν κυρίως στην Εγνατία. Ξαφνικά, για καλή μας τύχη, εμφανίζεται ένα κάρο με άλογο. Το είχε ένας χωριάτης από την Καμπτσίδα. Τον σταματάει λοιπόν η Καλλιοπίτσα και του λέει: «Καλέ, μπάρμπα, πόσα θέλεις να πάρουμε αυτούς τους ανθρώπους και να τους πάμε μέχρι τον Αη-Θανάση;» Αυτός μας είδε λίγο ψυχρά και ζήτησε ένα ποσό που η Καλλιοπίτσα το βρήκε λογικό. Μας αρπάζουν λοιπόν και μας ξαπλώνουν πάνω στο κάρο, ανεβαίνουν κι αυτές, κάθονται δίπλα μας και μπροστά ο αμαξάς με το καμτσίκι, πίσω εμείς οι τέσσερις, και ξεκινάμε. (…) Εκεί που πηγαίναμε, γυρίζει ξαφνικά ο αμαξάς και λέει στην Καλλιοπίτσα: «Μετάνιωσα». Η Καλλιοπίτσα τρόμαξε. «Έχει γούστο να μας κατεβάσει τώρα, κι άντε να βρεις άλλο κάρο», σκέφτηκε. «Μετάνιωσα», λέει ο αμαξάς, «που σας ζήτησα λεφτά, δε θέλω τίποτα. Θα σας πάω τζάμπα». Πρωτοφανές, είχε συγκινηθεί και είχε έρθει στο φιλότιμο. Και πράγματι, μας πήγε όχι μόνο μέχρι τον Αη-Θανάση, αλλά μέχρι και το σπίτι μας που ήταν αρκετά αψηλά, κοντά στην οδό Αγίου Δημητρίου.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (ραδιοφωνική αφήγηση στον 9.58) από το βιβλίο «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ, ΟΥ Μ’ ΕΘΕΣΠΙΣΕΝ…» Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει μία από τις πολλές ιστορίες που υπάρχουν στο βιβλίο του Αλέκου Σακελλάριου “ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ”:
Είμαστε μια μικρή παρέα τότε, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Κώστας Βουτσινάς κι εγώ, που τα σκοτεινά βράδια της κατοχής τρυπώναμε σε μια ταβερνίτσα της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου -κοντά στην οδό Ηπείρου- που η μαυραγορίτικη δραστηριότης του καταστηματάρχη της επεφύλασσε εκπλήξεις στην πειναλέα πελατεία της.
Πότε υπήρχε λίγη φέτα νωπή και άνοστη σαν χορτάρι, πότε υπήρχε λαδάκι του Θεού, που έμπαινε “έξτρα” στα νερόβραστα όσπρια, πότε υπήρχε καμιά γερμανική κονσέρβα και πού και πού υπήρχε και ψωμί “ζυμωτό”, που το κατεβάζαμε αμάσητο και το νιώθαμε ύστερα στο στομάχι μας σαν μια γροθιά τσιμεντένια.
Μέσα σ’ αυτήν τη μαυραγορίτικη ταβέρνα περιφερότανε μελαγχολικός πάντα ένας ξερακιανός σκύλος, που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα πλευρά του. Βέβαια, μεζέδες για σκύλους δεν περίσσευαν εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι ψάχνανε, πριν από τις γάτες, τους σκουπιδοτενεκέδες, για να βρούνε κάτι φαγώσιμο. Αλλά κι ο καημένος ο Φλοξ -Φλοξ τον λέγανε τον πειναλέο σκύλο της ταβέρνας- που είχε απαρνηθεί αναγκαστικά την κρεατοφαγία, κατέβαζε αδιαμαρτυρήτως ό,τι είχε την ευχαρίστηση να του προσφέρει η εξίσου πειναλέα πελατεία της κατοχικής ταβέρνας, που πεινασμένη καθότανε, πεινασμένη σηκωνότανε. Τέτοια ήταν η πείνα του έρημου του Φλοξ, που ακόμα και τη νερόβραστη λαχανίδα καταβρόχθιζε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, ο Κώστας ο Βουτσινάς έτυχε να συναντηθεί με το μαυραγορίτη ταβερνιάρη.
-Το βράδυ, κυρ-Κώστα, πάρ’ τον κυρ-Χρήστο και τον κυρ-Αλέκο κι ελάτε στο μαγαζί να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
-Τι Χριστούγεννα να κάνουμε, μωρ’ αδελφέ μου; Χριστούγεννα με λαχανίδα;
Ο μαυραγορίτης γέλασε πονηρά.
-Άμα σας λέω ελάτε, ελάτε.
Κάτι πονηρεύτηκε ο Κώστας.
-Γιατί, δηλαδή, θα ‘χεις τίποτα της προκοπής;
-Έσκυψε στ’ αυτί του Κώστα ο μαυραγορίτης και του ψιθύρισε συνωμοτικά το μεγάλο μυστικό:
-Θα ‘χουμε κρέας!
-Κρέας;
-Κρέας, μάλιστα!
Χτυπήσανε τα τέλια αμέσως, ειδοποιηθήκαμε ο Χρήστος κι εγώ και νωρίς – νωρίς, πριν ακόμα σουρουπώσει τελείως, μην τυχόν προλάβουν τίποτ’ άλλοι και μας το φάνε το κρέας, θρονιαστήκαμε στην ταβέρνα, που λόγω της ημέρας ήταν στολισμένη με κλαδιά από έλατα και διάφορα χάρτινα μπιχλιμπίδια.
-Φέρε λοιπόν.
-Τι να φέρω;
-Κρέας να φέρεις.
-Να σας φέρω πρώτα κάτι ορεκτικό; Κάτι για να σας ανοίξει την όρεξη;
-Βρε, δε θέλουμε να ανοίξει η όρεξη. Ανοιχτή είναι, πανάθεμά τη. Να κλείσει θέλουμε. Έχεις τίποτα, να μας την κλείσεις;
-Να σας φέρω, δηλαδή, αμέσως το κρέας;
-Αμέσως.
-Να φέρω και σαλάτα;
-Να φέρεις.
-Έχω και φέτα.
-Να φέρεις και φέτα.
-Και ψωμί;
-Και ψωμί.
Βέβαια, με τέτοια παραγγελία, ήτανε σίγουρο ότι θ’ αφήναμε στο μαυραγορίτη ταβερνιάρη όλη την κινητή μας περιουσία, γιατί κανείς από τους τρεις μας δεν είχε ακίνητη. Μόνο κινητή περιουσία είχαμε και, μάλιστα, ευκολομετακίνητη, μια και δεν προλάβαινε ούτε να ζεσταθεί στις τσέπες μας. Τι σημασία είχε, πόσα κατοχικά βρωμοεκατομμύρια θα πληρώναμε; Το βέβαιο ήταν, ότι θα κάναμε Χριστούγεννα.
Ήρθε, λοιπόν, καμιά φορά το κρέας, λίγο μαυρισμένο, λίγο περίεργο, λίγο αχαμνό, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πέσαμε και οι τρεις με τα μούτρα. Από την πρώτη, όμως, μπουκιά απογοητευτήκαμε. Κοιταχτήκαμε ερωτηματικά. Ύστερα, ο Χρήστος είπε:
-Ξινό δεν είναι;
-Ναι, μωρ’ αδερφέ μου. Ξινό και σκληρό.
-Αρνάκι, λέει.
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του κι έψαξε όλο το μαγαζί. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε και κάτω απ’ τα τραπέζια. Ο Χρήστος τον ρώτησε:
-Τι ψάχνεις;
-Ο Φλοξ πού είναι;
Αλήθεια, ο Φλοξ πού ήταν; Πώς και δε φάνηκε ακόμα αυτός, που με το πρώτο κουδούνισμα μαχαιροπήρουνου, έτρεχε σαν νεοσύλλεκτος σε προσκλητήριο;
Ρωτήσαμε τον ταβερνιάρη.
-Τι να σας πω; Κι εγώ δεν ξέρω. Από χτες το βράδυ τον έχασα.
Οι πρώτες μας ανησυχητικές υποψίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Τη σάρκα και τα οστά του κατακαημένου του Φλοξ, που φαίνεται ότι τον τρώγαμε αντί χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας. Κανείς δεν είπε τίποτα, όμως, μη τυχόν χαλάσει το κέφι των αλλωνών. Και μόνο ο Βουτσινάς μουρμούρισε:
-Σήμερα έτυχε να λείπεις, ρε Φλοξ, που υπάρχουν και κόκαλα;
Ύστερα από λίγα χρόνια -μετά απ’ την απελευθέρωση- ο Χρήστος κι εγώ μεταφέραμε αυτήν τη σκηνή με το Φλοξ στην κωμωδία μας “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”.
ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ “ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ” Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ
από τις αναμνήσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου:
Το χειμώνα του 1942 η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο για όλους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, τον Φλεβάρη του 42, και σε πλήρη εξαθλίωση, μάνα και γιος, αποφασίζουμε και μεις να πέσουμε κάτω και να πεθάνουμε. Σας φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι υπερβολή. Αν το παίρναμε απόφαση να πλαγιάσουμε ένα βράδυ στο παχύ χιόνι των τριάντα πόντων στο χωματένιο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αθηνών (έτσι λεγόταν τότε η σημερινή οδός Παπαναστασίου), το πρωί θα μας έβρισκαν σίγουρα κοκαλωμένους. Άλλωστε αυτή ήταν και η τακτική που ακολουθούσαν εκατοντάδες άνθρωποι κάθε μέρα, οι οποίοι αποφάσιζαν να πεθάνουν: έπεφταν σε μια γωνιά ή σε ένα πεζοδρόμιο, και το πρωί περνούσε το κάρο της δημαρχίας και τους μάζευε ξυλιασμένους. Ένα απόγευμα, λοιπόν, λέει η μάνα μου: «Ως εδώ ήταν οι μέρες μας». Πέφτουμε λοιπόν στα χιόνια και περιμένουμε να πεθάνουμε. (…) Εκεί λοιπόν που πέσαμε εξαντλημένοι στο πεζοδρόμιο με τα χιόνια, ξαφνικά εμφανίζεται η Καλλιοπίτσα, που κι αυτή είχε τελειώσει τη δουλειά της στους Γερμανούς. (…) «Καλέ, Κυρα-Φανή, καλέ, τι κάνετε εδώ, είστε με τα καλά σας;». «Ε, να», λέει η μητέρα μου, «εμάς, αφήστε μας, ήρθε η ώρα μας, εσείς τραβήξτε». «Μα πώς θα τραβήξουμε, αστειεύεσαι; Είναι σοβαρά πράματα αυτά; Σήκω, επάνω, που θα πεθάνετε!» «Όχι, όχι, δεν μπορούμε. Αφήστε μας και φύγετε». «Βρε, σήκω, που σε λένε». Η μητέρα μου αντιδρούσε και δεν ήθελε να σηκωθούμε. Οπότε αυτές οι δύο μας σηκώνουν στο πι και φι και μας βάζουν να καθίσουμε επάνω στο χιόνι. Τότε οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει ακόμη τους Εβραίους. Οι δε Εβραίοι συνήθως πουλούσαν διάφορα πράγματα στο δρόμο, μεταξύ των οποίων και κανναβούρι ψημένο. Με ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ, σου έδιναν σ’ ένα χαρτί κανναβούρι ψημένο, που, όπως ξέρετε έχει λάδι μέσα, είναι και νόστιμο και δυναμωτικό. Περνάει λοιπόν ένα φουκαράδικο Εβραιάκι έχοντας λίγο κανναβούρι για πούλημα, του δίνουν λίγα λεφτά η Καλλιοπίτσα και η άλλη, παίρνουν ένα φλιτζανάκι κανναβούρι κι αρχίζουν να μας ταΐζουν. Όπως πώς θα πηγαίναμε μέχρι τον Αη-Θανάση; Δεν υπήρχε συγκοινωνία, και τα λίγα γκαζοζέν που υπήρχαν δεν έκαναν αυτό το δρομολόγιο. Τα γκαζοζέν ήταν κυρίως στην Εγνατία. Ξαφνικά, για καλή μας τύχη, εμφανίζεται ένα κάρο με άλογο. Το είχε ένας χωριάτης από την Καμπτσίδα. Τον σταματάει λοιπόν η Καλλιοπίτσα και του λέει: «Καλέ, μπάρμπα, πόσα θέλεις να πάρουμε αυτούς τους ανθρώπους και να τους πάμε μέχρι τον Αη-Θανάση;» Αυτός μας είδε λίγο ψυχρά και ζήτησε ένα ποσό που η Καλλιοπίτσα το βρήκε λογικό. Μας αρπάζουν λοιπόν και μας ξαπλώνουν πάνω στο κάρο, ανεβαίνουν κι αυτές, κάθονται δίπλα μας και μπροστά ο αμαξάς με το καμτσίκι, πίσω εμείς οι τέσσερις, και ξεκινάμε. (…) Εκεί που πηγαίναμε, γυρίζει ξαφνικά ο αμαξάς και λέει στην Καλλιοπίτσα: «Μετάνιωσα». Η Καλλιοπίτσα τρόμαξε. «Έχει γούστο να μας κατεβάσει τώρα, κι άντε να βρεις άλλο κάρο», σκέφτηκε. «Μετάνιωσα», λέει ο αμαξάς, «που σας ζήτησα λεφτά, δε θέλω τίποτα. Θα σας πάω τζάμπα». Πρωτοφανές, είχε συγκινηθεί και είχε έρθει στο φιλότιμο. Και πράγματι, μας πήγε όχι μόνο μέχρι τον Αη-Θανάση, αλλά μέχρι και το σπίτι μας που ήταν αρκετά αψηλά, κοντά στην οδό Αγίου Δημητρίου.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (ραδιοφωνική αφήγηση στον 9.58) από το βιβλίο «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ, ΟΥ Μ’ ΕΘΕΣΠΙΣΕΝ…» Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ
ιστορίες από τους βομβαρδισμούς
Ο Τζον Στάινμπεκ περιγράφει τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου του 1943:
…Πηγαίνεις να δειπνήσεις σ’ ένα μικρό εστιατόριο. Απέναντι από το εστιατόριο υπάρχει ένα ερείπιο, ένα διαλυμένο, καταστρεμμένο πέτρινο σπίτι. Ο σύντρόφός σου λέει:
-Ένα από τα προηγούμενα βράδια είχα ένα ραντεβού για να δειπνήσω με μια κυρία σ’ αυτό ακριβώς το εστιατόριο. Θα με συναντούσε εδώ. Είχα έρθει νωρίς και σε λίγο μια βόμβα έπληξε αυτό το κτίριο.
Δείχνει το ερείπιο.
-Βγήκα στο δρόμο. Έβλεπες ολοκάθαρα, οι φλόγες φώτιζαν όλη την πόλη. Εκείνος ο μπροστινός τοίχος είχε πέσει συντρίμμια στο δρόμο. Έβλεπες τη μουσούδα ενός ταξί να εξέχει κάτω από το σωρό τις πεσμένες πέτρες. Πεσμένο ακριβώς μπροστά στα πόδια μου τη στιγμή που βγήκα από την πόρτα ήταν ένα γαλάζιο βραδινό γοβάκι. Η μύτη του ήταν στραμμένη προς το μέρος μου.
Ένας άλλος δείχνει προς έναν τοίχο· το κτίριο έχει γκρεμιστεί αλλά υπάρχουν πέντε τζάκια, το ένα πάνω από το άλλο, στον απέναντι τοίχο. Ο σύντροφός σου δείχνει το πιο πάνω από τα τζάκια.
-Ήταν πολύ ισχυρή βόμβα, λέει. Βλέπεις εκείνο το τζάκι; Επί έξι μήνες μήνες κρεμόταν ένα ζευγάρι μακριές κάλτσες μπροστά σ’ εκείνο το τζάκι. Θα πρέπει να ήταν καρφωμένες εκεί. Κρέμονταν εκεί επί μήνες όπως ακριβώς τις είχαν βάλει για να στεγνώσουν.
-Περνούσα από το Χάιντ Παρκ, λέει ένας άλλος άντρας, όταν άρχισε ένας φοβερός βομβαρδισμός. Χώθηκα στο χαντάκι. Πάντα αυτό να κάνεις όταν δεν μπορείς να βρεις καταφύγιο. Είδα ένα μεγάλο δέντρο, ένα σαν εκείνα εκεί, να τινάζεται στον αέρα και να πέφτει όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόμουν – ακριβώς εκεί που βλέπεις εκείνη τη σκούπα. Και τότε ένα σπουργίτι έπεσε ακριβώς δίπλα μου στο χαντάκι. Ήταν νεκρό. Τα τραντάγματα σκοτώνουν εύκολα τα πουλιά. Χωρίς να ξέρω γιατί, το σήκωσα και το κράτησα για αρκετή ώρα. Δεν είχε πουθενά αίμα. Το πήρα στο σπίτι μου. Αστείο μου φαίνεται γιατί δεν το πέταξα αμέσως.
Μια νύχτα, όταν οι βόμβες μαίνονταν, ένας πρόσφυγας που είχε μεταφερθεί από τόπο σε τόπο και παντού βασανιστεί μέχρι τελικά να φτάσει στο Λονδίνο, δε μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο. Έκοψε το λαιμό του και πήδησε από ένα ψηλό παράθυρο. Μια κοπέλα, που εκείνη τη νύχτα οδηγούσε ένα ασθενοφόρο, λέει:
-Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει μαζί του. Τώρα τον καταλαβαίνω κάπως, αλλά κείνο το βράδυ ήμουν έξαλλη από θυμό μαζί του. Υπήρχαν τόσοι που βρήκαν το θάνατο εκείνη τη νύχτα χωρίς να το επιδιώκουν. Του φώναξα πως έλπιζα να πεθάνει και τελικά πέθανε.
Οι άνθρωποι κοιτάνε να διασώσουν τα πιο περίεργα πράγματα. Ένας ηλικωμένος άντρας έχασε όλο του το σπίτι από τη φωτιά. Διέσωσε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Την κουβαλούσε παντού μαζί του· δεν την άφηνε ούτε στιγμή. Όλη του η οικογένεια είχε σκοτωθεί, αλλά εκείνος δεν αποχωριζόταν την κουνιστή πολυθρόνα του. Ποτέ δεν καθόταν πάνω της. Καθόταν δίπλα της στο χώμα, αλλά δε μπορούσες να του την αποσπάσεις.
Δυο δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν ένα βομβαρδισμό στο ξενοδοχείο Σαβόι παίζοντας σκάκι. Όταν οι βόμβες πλησίασαν κοντά, χώθηκαν κάτω απ’ το τραπέζι.
-Κάπου – κάπου ο ένας από τους δυο μας άπλωνε το χέρι του στη σκακιέρα κι έκλεβε, λέει ο ένας από τους δημοσιογράφους.
Εκατοντάδες ιστορίες και όλες τους τελειώνουν μ’ ένα μικρό περιστατικό, ένα μικρό, απλό γεγονός που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη σου.
-Θυμάμαι τα μάτια των ανθρώπων που ξεκινάνε το πρωί για τη δουλειά τους, λέει ένας άντρας. Υπήρχε μια κούραση στα μάτια τους που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν πέρα από κάθε κούραση που μπορείς να φανταστείς – ένα απελπισμένο είδος εξαντλήσεως από την οποία δε φαντάζεσαι πώς θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς. Τα μάτια των ανθρώπων μοιάζουν να είναι χωμένα βαθιά μέσα στα κεφάλια τους και οι φωνές τους μοιάζουν να έρχονται από πολύ μακριά. Και θυμάμαι ακόμα στην διάρκεια ενός βομβαρδισμού πως είδα έναν τυφλό να στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, να χτυπάει το μπαστούνι στο πλακόστρωτο και να περιμένει κάποιον να τον οδηγήσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτοκίνητα φυσικά δεν κυκλοφορούσαν, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φλόγες, αλλά ο τυφλός στεκόταν εκεί και χτυπούσε το μπαστούνι του, ώσπου κάποιος πλησίασε και τον οδήγησε σ’ ένα καταφύγιο.
Σ’ όλες αυτές τις σύντομες ιστορίες είναι το συνηθισμένο, το κοινότοπο γεγονός ή περιστατικό που με υπόβαθρο το βομβαρδισμό δημιουργεί την ανεξίτηλη εικόνα.
-Μια γριά πουλούσε φτηνές κολόνιες από λεβάντα. Η πόλη έτρεμε κάτω από τις βόμβες και τα φλεγόμενα κτίρια έκαναν τη νύχτα να φαντάζει σα μέρα. Οι εκρήξεις από τις βόμβες ήταν εκκωφαντικές. Και μέσα σ’ όλα αυτό το πανδαιμόνιο ακουγόταν η φωνή της – μια στριγγλιά φωνή: “Λεβάντα!” έλεγε. “Αγοράστε λεβάντα για γούρι”.
Με τον καιρό οι βομβαρδισμοί ξεθωριάζουν και φαντάζουν σαν όνειρα. Οι μικρές εικόνες παραμένουν το ίδιο ζωντανές όπως όταν ήταν νωπές.
απόσπασμα από το βιβλίο του ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ “ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΟΣ”
Εκδόσεις ΤΣΕΠΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ Μετάφραση: Ειρ. Μπαρτζινοπούλου
https://logomnimon.wordpress.com
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
…Πηγαίνεις να δειπνήσεις σ’ ένα μικρό εστιατόριο. Απέναντι από το εστιατόριο υπάρχει ένα ερείπιο, ένα διαλυμένο, καταστρεμμένο πέτρινο σπίτι. Ο σύντρόφός σου λέει:
-Ένα από τα προηγούμενα βράδια είχα ένα ραντεβού για να δειπνήσω με μια κυρία σ’ αυτό ακριβώς το εστιατόριο. Θα με συναντούσε εδώ. Είχα έρθει νωρίς και σε λίγο μια βόμβα έπληξε αυτό το κτίριο.
Δείχνει το ερείπιο.
-Βγήκα στο δρόμο. Έβλεπες ολοκάθαρα, οι φλόγες φώτιζαν όλη την πόλη. Εκείνος ο μπροστινός τοίχος είχε πέσει συντρίμμια στο δρόμο. Έβλεπες τη μουσούδα ενός ταξί να εξέχει κάτω από το σωρό τις πεσμένες πέτρες. Πεσμένο ακριβώς μπροστά στα πόδια μου τη στιγμή που βγήκα από την πόρτα ήταν ένα γαλάζιο βραδινό γοβάκι. Η μύτη του ήταν στραμμένη προς το μέρος μου.
Ένας άλλος δείχνει προς έναν τοίχο· το κτίριο έχει γκρεμιστεί αλλά υπάρχουν πέντε τζάκια, το ένα πάνω από το άλλο, στον απέναντι τοίχο. Ο σύντροφός σου δείχνει το πιο πάνω από τα τζάκια.
-Ήταν πολύ ισχυρή βόμβα, λέει. Βλέπεις εκείνο το τζάκι; Επί έξι μήνες μήνες κρεμόταν ένα ζευγάρι μακριές κάλτσες μπροστά σ’ εκείνο το τζάκι. Θα πρέπει να ήταν καρφωμένες εκεί. Κρέμονταν εκεί επί μήνες όπως ακριβώς τις είχαν βάλει για να στεγνώσουν.
-Περνούσα από το Χάιντ Παρκ, λέει ένας άλλος άντρας, όταν άρχισε ένας φοβερός βομβαρδισμός. Χώθηκα στο χαντάκι. Πάντα αυτό να κάνεις όταν δεν μπορείς να βρεις καταφύγιο. Είδα ένα μεγάλο δέντρο, ένα σαν εκείνα εκεί, να τινάζεται στον αέρα και να πέφτει όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόμουν – ακριβώς εκεί που βλέπεις εκείνη τη σκούπα. Και τότε ένα σπουργίτι έπεσε ακριβώς δίπλα μου στο χαντάκι. Ήταν νεκρό. Τα τραντάγματα σκοτώνουν εύκολα τα πουλιά. Χωρίς να ξέρω γιατί, το σήκωσα και το κράτησα για αρκετή ώρα. Δεν είχε πουθενά αίμα. Το πήρα στο σπίτι μου. Αστείο μου φαίνεται γιατί δεν το πέταξα αμέσως.
Μια νύχτα, όταν οι βόμβες μαίνονταν, ένας πρόσφυγας που είχε μεταφερθεί από τόπο σε τόπο και παντού βασανιστεί μέχρι τελικά να φτάσει στο Λονδίνο, δε μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο. Έκοψε το λαιμό του και πήδησε από ένα ψηλό παράθυρο. Μια κοπέλα, που εκείνη τη νύχτα οδηγούσε ένα ασθενοφόρο, λέει:
-Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει μαζί του. Τώρα τον καταλαβαίνω κάπως, αλλά κείνο το βράδυ ήμουν έξαλλη από θυμό μαζί του. Υπήρχαν τόσοι που βρήκαν το θάνατο εκείνη τη νύχτα χωρίς να το επιδιώκουν. Του φώναξα πως έλπιζα να πεθάνει και τελικά πέθανε.
Οι άνθρωποι κοιτάνε να διασώσουν τα πιο περίεργα πράγματα. Ένας ηλικωμένος άντρας έχασε όλο του το σπίτι από τη φωτιά. Διέσωσε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Την κουβαλούσε παντού μαζί του· δεν την άφηνε ούτε στιγμή. Όλη του η οικογένεια είχε σκοτωθεί, αλλά εκείνος δεν αποχωριζόταν την κουνιστή πολυθρόνα του. Ποτέ δεν καθόταν πάνω της. Καθόταν δίπλα της στο χώμα, αλλά δε μπορούσες να του την αποσπάσεις.
Δυο δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν ένα βομβαρδισμό στο ξενοδοχείο Σαβόι παίζοντας σκάκι. Όταν οι βόμβες πλησίασαν κοντά, χώθηκαν κάτω απ’ το τραπέζι.
-Κάπου – κάπου ο ένας από τους δυο μας άπλωνε το χέρι του στη σκακιέρα κι έκλεβε, λέει ο ένας από τους δημοσιογράφους.
Εκατοντάδες ιστορίες και όλες τους τελειώνουν μ’ ένα μικρό περιστατικό, ένα μικρό, απλό γεγονός που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη σου.
-Θυμάμαι τα μάτια των ανθρώπων που ξεκινάνε το πρωί για τη δουλειά τους, λέει ένας άντρας. Υπήρχε μια κούραση στα μάτια τους που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν πέρα από κάθε κούραση που μπορείς να φανταστείς – ένα απελπισμένο είδος εξαντλήσεως από την οποία δε φαντάζεσαι πώς θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς. Τα μάτια των ανθρώπων μοιάζουν να είναι χωμένα βαθιά μέσα στα κεφάλια τους και οι φωνές τους μοιάζουν να έρχονται από πολύ μακριά. Και θυμάμαι ακόμα στην διάρκεια ενός βομβαρδισμού πως είδα έναν τυφλό να στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, να χτυπάει το μπαστούνι στο πλακόστρωτο και να περιμένει κάποιον να τον οδηγήσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτοκίνητα φυσικά δεν κυκλοφορούσαν, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φλόγες, αλλά ο τυφλός στεκόταν εκεί και χτυπούσε το μπαστούνι του, ώσπου κάποιος πλησίασε και τον οδήγησε σ’ ένα καταφύγιο.
Σ’ όλες αυτές τις σύντομες ιστορίες είναι το συνηθισμένο, το κοινότοπο γεγονός ή περιστατικό που με υπόβαθρο το βομβαρδισμό δημιουργεί την ανεξίτηλη εικόνα.
-Μια γριά πουλούσε φτηνές κολόνιες από λεβάντα. Η πόλη έτρεμε κάτω από τις βόμβες και τα φλεγόμενα κτίρια έκαναν τη νύχτα να φαντάζει σα μέρα. Οι εκρήξεις από τις βόμβες ήταν εκκωφαντικές. Και μέσα σ’ όλα αυτό το πανδαιμόνιο ακουγόταν η φωνή της – μια στριγγλιά φωνή: “Λεβάντα!” έλεγε. “Αγοράστε λεβάντα για γούρι”.
Με τον καιρό οι βομβαρδισμοί ξεθωριάζουν και φαντάζουν σαν όνειρα. Οι μικρές εικόνες παραμένουν το ίδιο ζωντανές όπως όταν ήταν νωπές.
απόσπασμα από το βιβλίο του ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ “ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΟΣ”
Εκδόσεις ΤΣΕΠΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ Μετάφραση: Ειρ. Μπαρτζινοπούλου
https://logomnimon.wordpress.com
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.