Όσοι πιστεύουν πως ο Αρχιμανδρίτης έχει σχέση με την αρχαία λέξη μάνδρα, τη γνωστή μάντρα, που γνωρίζουμε ως περιφραγμένη έκταση για τον σταβλισμό ζώων, δηλαδή το μαντρί, τη στάνη, αλλά και ως περίφρακτο οικόπεδο, έχουν δίκιο. Διότι μια ακόμα σημασία της μάνδρας, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι το μοναστήρι. Είναι επίσης και η κοιλότητα του δαχτυλιδιού, όπου τοποθετείται ο δακτυλιόλιθος, η πέτρα του.
Η μάνδρα είναι αβέβαιης ετυμολογίας –σχετίζεται πιθανώς με το ινδοευρωοπαϊκό «mandira», που σημαίνει «κατοικία, εγκατάσταση». Τώρα, ο αρχιμανδρίτης, από το ρήμα «άρχω» και το «μάνδρα», είναι ο ηγούμενος Μονής ή ο επόπτης μοναστηριών μιας περιφέρειας. Επίσης, είναι ο άγαμος ή ο χήρος πρεσβύτερος, αλλά αυτή η σημασία της λέξης, η σημερινή δηλαδή, επικράτησε από το Μεσαίωνα.
Λίγοι θα υπέθεταν ωστόσο πως ο σεπτός Αρχιμανδρίτης, ο σεβάσμιος κληρικός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη λατρεία του Θεού, έχει την οιαδήποτε σχέση με τον μαντράχαλο, το μεγαλόσωμο αγόρι ή τον σωματώδη άνδρα. Αυτός λοιπόν ο χαρακτηρισμός, είναι συνήθως ειρωνικός ή υποτιμητικός: «κοτζάμ μαντράχαλος έγινες, και κάνεις τέτοια πράγματα;», λέμε. Η λέξη παράγεται από το «μάντρα» και το «χαλί», το οποίο δεν έχει σχέση με τον τάπητα που στρώνουμε στο πάτωμα, αλλά είναι το διχαλωτό ξύλο στις μάντρες για ανάρτηση δοχείων.
Ψηλός κι άχαρος λοιπόν σαν αυτό το διχαλωτό ξύλο, και βέβαια χωρίς να χαλάει, χωρίς να καταστρέφει καμία μάντρα, ο μαντράχαλος έχει μακρινή ετυμολογική συγγένεια με τον αρχιμανδρίτη, επιβεβαιώνοντας τη θαυμαστή όσο και αναπάντεχη λειτουργία της γλώσσας.
Παύλος Μεθενίτης