Η αρχική του σημασία της λέξης καιρός, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι η κατάσταση της ατμόσφαιρας, οι επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες. Όμως, «καιρός» είναι και η κατάλληλη στιγμή για κάποια ενέργεια, η ευνοϊκή περίσταση.
Επίσης, «καιρός» είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ολοκληρώνεται η ωρίμανση, για καρπούς και φυτά, ας πούμε. Καιρό λέμε τον χρόνο, τις χρονικές περιόδους, αλλά και τις συνθήκες τις ζωής, τις περιστάσεις... Για παράδειγμα, όταν οι παλιότεροι έλεγαν θυμωμένοι «τον κακό σου τον καιρό», μάλλον δεν εννοούσαν την ατμόσφαιρα από πάνω σου...Το ωραίο είναι πως η λέξη «καιρός» είναι αβέβαιης ετυμολογίας! Είναι φοβερό το ότι για κάποιες από τις πιο σημαντικές λέξεις στη γλώσσα μας, και στη ζωή μας, δεν ξέρουμε από πού κρατά η σκούφια τους. Πάντως, κατά πολλές γνώμες, ο καιρός συσχετίζεται με το αρχαία ελληνικό κείρω (: κόβω).
Ο «μετέωρος» προέρχεται από το «μετά» και το ρήμα «αείρω», που σημαίνει «υψώνω». Είναι ο υψωμένος στον αέρα, και κατ’ επέκταση, ο αβέβαιος, ο ασταθής, όπως ακριβώς ο καιρός...
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.