Το κίνημα της Σοφιστικής εκδηλώθηκε στην κοινωνία που βγήκε από τους περσικούς πολέμους με τις ανάγκες της για νέα παιδεία. Στην έρευνα οι Σοφιστές μετατόπισαν το κέντρο του βάρους από τον κόσμο στον άνθρωπο. Έτσι αυτοί πρώτοι μελέτησαν μεθοδικά όχι μόνο τη γνώση και την πράξη του ανθρώπου, την ψυχολογία και τη συμπεριφορά του ως ατόμου, αλλά και τις σχέσεις του και τη θέση του μέσα στο κοινωνικό σύνολο, όπως επίσης και την ίδια την κοινωνία, τα κοινωνικά φαινόμενα και τον πολιτισμό.
Οι ίδιοι οι Σοφιστές ως πολίτες ανέπτυξαν έντονη δημόσια δραστηριότητα και πήγαιναν από πόλη σε πόλη, για να μεταδώσουν τις γνώσεις τους ως επαγγελματίες και με αμοιβή. Δίδασκαν κυρίως ρητορική, διαλεκτική, ηθική, πολιτική θεωρία, υφολογία, μυθολογία, μουσική θεωρία, αστρονομία και μετεωρολογία. Σκοπός τους ήταν να κάνουν τους μαθητές τους όσο γίνεται πιο ικανούς στη σκέψη, στο λόγο και στην πράξη, για να έχουν όσο γίνεται μεγαλύτερη επιτυχία στη ζωή και να συμβάλουν στις κοινωνικές εξελίξεις.
Πρωταγόρας
Ο Πρωταγόρας (490/485-420/415 π.Χ.) ξεκίνησε από τη θέση του Ηράκλειτου για τη γενική μεταβλητότητα και πίστευε ότι όλα τα πράγματα υπόκεινται σε αδιάκοπη μεταβολή. Γι’ αυτό, έλεγε, δεν μπορούμε να πούμε για κανένα πράγμα ότι είναι έτσι ή αλλιώς, αλλά μόνο πώς μας φαίνεται το κάθε πράγμα στην κάθε στιγμή, δηλαδή να κάνουμε μόνο σχετικές κρίσεις. Έτσι ο Πρωταγόρας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν». (Απόσπ. 1: «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε μη όντων ως ουκ έστιν»). Τόσο χαρακτηριστική όσο και συνεπής με τη γνωσιοθεωρία του είναι και η στάση του απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας: «Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε ποιας λογής είναι· γιατί πολλά είναι αυτά που μας εμποδίζουν να μάθουμε και η αδηλότητα και το ότι σύντομος είναι ο βίος του ανθρώπου». («Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι, ουθ’ ως εισίν ουθ’ ως ουκ εισίν ούθ’ όποιοι τινές ιδέαν- πολλά γάρ τα κωλύοντα ειδέναι η τ’ αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου»).
Ο Γοργίας (490/483-380/376 π.Χ.) αντέδρασε βίαια στη νοοκρατία της ελεατικής φιλοσοφίας (που, στο όνομα ενός υπερβατικού όντος, παρουσίαζε τα φυσικά γεγονότα περίπου ως παραισθήσεις και φαντασιώσεις) και υπερασπίστηκε την κοινή λογική και την καθημερινή πείρα των πρακτικών ανθρώπων ως μοναδικά κριτήρια για τη γνώση, αρνούμενος κάθε αλήθεια πέρα από τα φυσικά πράγματα και τις σχέσεις τους. Έτσι στη θεωρία των Ελεατών ότι μόνο το ον υπάρχει και ότι μόνο αυτό μπορούμε να κατανοούμε και γι’ αυτό να μιλούμε, ο Γοργίας, με το έργο του «Περί του μη όντος ή Περί φύσεως», χρησιμοποιώντας την ίδια τη συλλογιστική των Ελεατών, απάντησε αντιστρέφοντας τα επιχειρήματά τους και καταλήγοντας στο γενικό συμπέρασμα ότι το ον ούτε υπάρχει ούτε νοείται ούτε ανακοινώνεται, γιατί αυτό που ανακοινώνουμε είναι λόγια, όχι το ον.
Με το ίδιο πνεύμα, στο «Ελένης εγκώμιον», δείχνοντας πόσο άδικος είναι ο «μώμος» της Ελένης, «ήτις είτ’ ερασθεϊσα είτε λόγω πεισθείσα είτε βία αρπασθείσα είτε υπό θείας ανάγκης αναγκασθείσα έπραξεν α έπραξεν», ο Γοργίας άφησε να διαφανεί ότι οι κρίσεις μας στηρίζονται όχι σε αντικειμενικές αλήθειες αλλά σε τρέχουσες, αναπόδεικτες και συχνά αλληλοαναιρούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Αυτή την πραγματικότητα την υποδήλωσε ακόμα πιο χαρακτηριστικά με την «Υπέρ Παλαμήδους απολογία», όπου βέβαια φαίνεται ότι η κρίση για την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» δεν έχει στηριχτεί ούτε σε αποδείξεις ούτε καν σε γεγονότα, που απλούστατα δεν υπάρχουν.
Με την απόρριψη του κριτηρίου μιας απόλυτης αλήθειας ο Γοργίας, πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος έχει όχι γνώση αλλά μόνο γνώμη για την πραγματικότητα, συγκέντρωσε την προσοχή του στη ρητορική, που γι’ αυτόν ήταν «πειθούς δημιουργός», δηλαδή μέθοδος για να διατυπώνει ο άνθρωπος τη γνώμη του με τρόπο πειστικό και να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει κάθε φορά. Έτσι ο Γοργίας μελέτησε πρώτος το λόγο και την επίδρασή του στον ψυχισμό του ανθρώπου. Ο λόγος, είπε, «δυνάστης μέγας εστίν, ος σμικροτάτω σώματι και αφανεστάτω θειότατα έργα αποτελεί· δύναται γάρ και φόβον παύσαι και λύπην αφελείν και χαράν ενεργάσασθαι και έλεον επαυξήσαι». Σχετικά, ο Γοργίας διαπίστωσε πρώτος ότι ο λόγος επενεργεί στην ψυχή όπως τα φάρμακα στο σώμα και τόνισε ότι ακριβώς σ’ αυτή την αρχή στηρίζονται όλες οι «επωδές», που μεταχειρίζονται η τέχνη, η μαγεία και η θρησκεία, για να «γοητεύσουν» την ψυχή και να τη «μεταστήσουν» στην κατάσταση που θέλουν.
Θετικές και αρνητικές συνέπειες της σοφιστικής. Διδασκαλία με διάλογο
Συμμετέχοντας στον κοινωνικό προβληματισμό, που εγκαινιάστηκε ακριβώς στην εποχή του, ο Αντιφώνδιατύπωσε ανάμεσα σε άλλες και τις ακόλουθες σκέψεις: Φύση και νόμος είναι αντίθετα. Πολλά από εκείνα που αναφέρονται στο νόμο είναι αντίθετα με τη φύση («πολεμίως τη φύσει»). Τα φυσικά είναι αναγκαία και έμφυτα, τα του νόμου θετά και συμφωνημένα. Τα φυσικά είναι ελεύθερα και συμφέροντα για τη συντήρηση της ζωής, τα του νόμου είναι «δεσμά της φύσεως». Η φύση δεν διακρίνει Έλληνες και βαρβάρους, ελεύθερους και δούλους. Για την ευτυχία του ο άνθρωπος πρέπει να δίνει προτεραιότητα στο φυσικό δίκαιο έναντι του θετού δικαίου.
Άλλοι σοφιστές με ευρύτερη απήχηση στην κοινωνία της εποχής τους ήταν ο Πρόδικος, ο Θρασύμαχος, ο Κριτίας, που ασχολήθηκε πρώτος με τις μορφές των πολιτευμάτων, τις ανακαλύψεις και την ιστορία του πολιτισμού, και ο Ιππίας, ο «εγκυκλοπαιδιστής» της Σοφιστικής. Αυτός έγραψε εισαγωγές στη διαλεκτική, στη γεωμετρία, στην αστρονομία, στη μουσική, στη ρυθμική και καταπιάστηκε με προβλήματα θεωρίας της τέχνης, προϊστορίας και γλωσσολογίας.
Η σημασία της Σοφιστικής έγκειται στο ότι αυτή έφερε στο επίκεντρο της μελέτης τον άνθρωπο, τη γνώση και την πράξη του, έθεσε από την αρχή το γνωσιολογικό πρόβλημα, θεμέλιωσε τη διαλεκτική και τη λογική, εγκαινίασε την ψυχολογία, ενδιαφέρθηκε για τα κοινωνικά προβλήματα και μελέτησε την καταγωγή της γλώσσας, της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα. Η Σοφιστική όμως, πολεμώντας τη μυθοκρατική και τη δογματική σκέψη της παλαιότερης κοινωνίας, θεωρήθηκε ως ένα βαθμό υπεύθυνη για έντονα αντικοινωνικές τάσεις μηδενισμού και αμοραλισμού, μέσα σε μια γενικότερη αμφισβήτηση, ρευστότητα και αβεβαιότητα, που επέτεινε την ανάγκη να οριστούν οι έννοιες των πραγμάτων κατά το δυνατό πάνω σε βάση γενικότερα αποδεκτή. Μέσα από αυτήν την ανάγκη βγήκε ο Σωκράτης.
Πηγή: Ευάγγελος Ν. Ρούσσος, διδάκτωρ φιλοσοφίας, Φιλοσοφία Γ’ Λυκείου. Εκδόσεις ΟΕΔΒ,1984.