Ο Βάκχος συνομιλεί με το Θεό πρώτα, με το Σέργιο ύστερα…
Δεν χρειάστηκε ο Βάκχος να γυρέψει ακρόαση απ’ το Θεό, γιατί ο ‘Υψιστος, πανταχού παρών, άκουσε την επιθυμία του φίλου μας και αποφάσισε να την εκπληρώσει.
Έτσι, καθώς ο Βάκχος καθόταν μονάχος σε μια απόμερη γωνιά του Παραδείσου, βυθισμένος σε στοχασμούς κι απορίες, βλέπει μπροστά του μιαν άξαφνη λάμψη, τόσο τυφλωτική, που τρόμαξε κι έκλεισε τα μάτια.
Σαστισμένος καθώς ήταν, προσπάθησε να τα ματανοίξει μα αμέσως τα ξανασφάλισε, τόσο δυνατή ήταν η λαμπεράδα. Με μιας κατάλαβε. Έπεσε μπρούμυτα, προσκύνησε κι είπε:
-Σ΄ευχαριστώ, Πανάγαθε, που εισάκουσες την παράκλησή μου. Έπρεπε έστω και μια φορά, να μιλήσω με το Θεό, ενώπιος ενωπίω. Να μου εξηγήσει μερικά πράγματα πολύ μπερδεμένα…
Μια φωνή βαριά, γλυκιά και γαληνεμένη του αποκρίθηκε:
Μια φωνή βαριά, γλυκιά και γαληνεμένη του αποκρίθηκε:
ΦΩΝΗ: Δεν είμαι ο Θεός…
Ο Βάκχος, ξαφνιασμένος, έκανε να σηκώσει το κεφάλι μα αμέσως το ξανακατέβασε, μη μπορώντας να υποφέρει το φοβερό φέγγος. Και γεμάτος απορία ρώτησε:
ΒΑΚΧΟΣ: Πώς είπες; Δεν είσαι ο Θεός;
ΦΩΝΗ: Όχι, δεν είμαι.
ΒΑΚΧΟΣ: Τότε ποιος είσαι;
ΦΩΝΗ: Είμαι ο Θεός σου.
ΒΑΚΧΟΣ: (ξαφνιασμένος) Πώς; Ο καθένας έχει δικό του θεό;
ΦΩΝΗ: Ο Θεός είναι ένας, μα ο κάθε άνθρωπος τον βρίσκει ακολουθώντας τους δρόμους της δικής του ψυχής. Αν με βρει…
ΒΑΚΧΟΣ: (τον διακόπτει) Αν Σε βρει, είπες; Μα έτσι ομολογείς πως είσαι ο Θεός!
ΦΩΝΗ: Είμαι ο μοναδικός Θεός, που εσύ με βρήκες. Για όποιον με βρει, σημαίνει πως υπάρχω. Για όποιον δεν με βρει, σημαίνει πως δεν υπάρχω.
ΒΑΚΧΟΣ: Κι όμως υπάρχεις…
ΦΩΝΗ: Πού το ξέρεις;
ΒΑΚΧΟΣ: Αφού Σε βλέπω…
ΦΩΝΗ: Πώς μπορείς να με βλέπεις με κλειστά μάτια;
ΒΑΚΧΟΣ: Πώς να τα κρατήσω ανοιχτά μπροστά στο τρομερό σου φέγγος;
ΦΩΝΗ: Φέγγος; Ποιο φέγγος; Νομίζεις πως υπάρχει φέγγος; Το ‘φτιαξες μέσα στην ψυχή σου και το ‘στησες μπροστά στα μάτια σου, τη στιγμή που με βρήκες.
Ο Βάκχος σήκωσε το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια και διαπίστωσε πως το φέγγος πια δεν υπήρχε.
-Έφυγε! Μουρμούρισε απογοητευμένος. Μα η φωνή αντήχησε ξανά.
-Έφυγε! Μουρμούρισε απογοητευμένος. Μα η φωνή αντήχησε ξανά.
ΦΩΝΗ: Όχι, εδώ είμαι. Μα ήθελα να σου αποδείξω πως το επιχείρημά σου ότι υπάρχω επειδή με βλέπεις, είναι ασύστατο. Να, που δεν με βλέπεις!
ΒΑΚΧΟΣ: Δεν σε βλέπω, αλλά Σ΄ακούω!
ΦΩΝΗ: Με βλέπεις και μ’ ακούς επειδή με βρήκες. Αυτό όμως δεν είναι απόδειξη πως υπάρχω.
ΒΑΚΧΟΣ: Για να σε βρω, σημαίνει πως υπάρχεις κι είναι ωραίο πράμα να ξέρεις πως υπάρχει Θεός. Έτσι μονάχα νιώθεις πως δεν είσαι μόνος κι απροστάτευτος στη ζωή. Ότι η ζωή σου δεν έχει τέρμα το θάνατο της σάρκας. Ότι υπάρχει δίκαιος κριτής των πράξεών σου.
ΦΩΝΗ: Τι ανοησία! Ο Θεός δεν είναι κριτής, μα δάσκαλος του Καλού και του Κακού!
ΒΑΚΧΟΣ: (ξαφνιασμένος) και του Κακού;
ΦΩΝΗ: Πώς θα γνωρίσεις το Καλό αν δεν διδαχτείς και το αντίθετό του νόημα; Σ’ εσένα εναπόκειται ν’ ακολουθήσεις τον ένα ή τον άλλο δρόμο, γνωρίζοντας ποιος ο σωστός και ποιος ο σφαλερός.
ΒΑΚΧΟΣ: Δηλαδή, δεν υπάρχει κριτής;
ΦΩΝΗ: Ο καθένας είναι κριτής του εαυτού του. Αν πιστεύεις πως οι κακές πράξεις σου είναι καλές, η καλοπροαίρετη τούτη πλάνη σου δεν είναι δίκιο να σε οδηγήσει στην καταδίκη.
ΒΑΚΧΟΣ: Σωστά! Αλλά μονάχα ο Θεός, διδάσκοντάς μας ποιο το Καλό και ποιο το Κακό, μπορεί να μας γλιτώσει από την πλάνη. Λοιπόν, δεν είναι κρίμα να μη διδάξουμε την ύπαρξή Σου σ’ εκείνον που δεν μπόρεσε να Σε βρει;
ΦΩΝΗ: Ο Θεός δεν διδάσκεται. Αν υπάρχει, βρίσκεται. Σου ξαναλέω πως για εκείνον που μόνος του δεν μπόρεσε να με βρει, σημαίνει πως δεν υπάρχω. Να, γιατί δεν μπόρεσε να με βρει…
ΒΑΚΧΟΣ: Δεν μπόρεσε, ή δεν θέλησε;
ΦΩΝΗ: Γίνεται ποτέ ο άνθρωπος να μη θελήσει να βρει το Θεό; Όλοι με γύρεψαν, με γυρεύουν και θα γυρεύουν. Πόσοι όμως με βρήκαν, με βρίσκουν και θα με βρουν;
ΒΑΚΧΟΣ: Όσοι δεν Σε βρίσκουν, πέφτουν σε πλάνη ολέθρια.
ΦΩΝΗ: Ίσως ναι, ίσως όχι. Μα τι νοιάζεσαι για τις πλάνες των ανθρώπων; Συ βρήκες το δρόμο που σε οδήγησε σε μένα; Πες μου ευχαριστώ και μη γυρεύεις τίποτε άλλο.
ΒΑΚΧΟΣ: Να αδιαφορήσω για τη σωτηρία των άλλων ανθρώπων – των αδελφών μου;
ΦΩΝΗ: Αυτή είναι δική μου φροντίδα. Τι είσαι συ που τολμάς να με υποκαταστήσεις;
ΒΑΚΧΟΣ: Δίκιο έχεις, Θεούλη μου! Ήμαρτον! Αλλά… αλλά με τούτο σου το λόγο καταδικάζεις σύμπαντα τον οργανισμό της Εκκλησίας, που φροντίδα έχει τη σωτηρία των ανθρώπων…
ΦΩΝΗ: Η Εκκλησία είναι ένα απαραίτητο υποκατάστατό μου, για εκείνους που επιθυμούν και δεν δύνανται να με βρουν. Για όσους με βρήκαν, η παρέμβαση των κληρικών ανάμεσα σ’ αυτούς κι εμένα είναι περιττή.
ΒΑΚΧΟΣ: Εγώ θαρρούσα πως εμείς, οι παπάδες, βοηθούσαμε τους ανθρώπους να Σε βρούν…
ΦΩΝΗ: Πλάνη! Πώς θα βοηθήσετε τον άλλον να βρει κάτι που εσείς δεν μπορέσατε να βρείτε; Δεν το λέω για σένα, Βάκχο ούτε για το Σέργιο. Εσείς είστε λαμπρές κι ελάχιστες εξαιρέσεις μέσα σ’ ένα σύνολο αλαζονείας.
Κατ’ αρχήν, οι άνθρωποι που βρήκαν το Θεό δεν αυτοδιορίζονται αντιπρόσωποί Του επί γης γιατί ξέρουν πως ο Θεός δεν έχει ανάγκη από επιτελείς κι εκτελεστικά όργανα.
ΒΑΚΧΟΣ: Μα εσύ είπες, Θεούλη μου, ότι ο Κλήρος είναι απαραίτητο υποκατάστατό Σου!
ΦΩΝΗ: Ο κλήρος με υποκαθιστά, αλλά δεν με αντιπροσωπεύει.
ΒΑΚΧΟΣ: Τώρα καταλαβαίνω σε τι φοβερή αμαρτία αλαζονείας έπεσα!
ΦΩΝΗ: Κάθε άλλο! Εσύ κι ο Σέργιος γινήκατε κληρικοί κατά λάθος. Υπήρξατε κακοί κληρικοί, γι’ αυτό και σας έκανα αγίους. Ο καλός κληρικός πρέπει να είναι νοήμων, ειδάλλως αδυνατεί να πράξει το χρέος του.
Μακάριοι μόνο οι πτωχοί τω πνεύματι, επειδή η αναζήτηση του Θεού γίνεται μονάχα ανάμεσα απ’ την ψυχή. Το πνεύμα οδηγεί στην άρνηση.
ΒΑΚΧΟΣ: Για να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, μονάχα οι κουτούτσικοι μπορούν να Σε βρουν. Εγώ ναι, παραδέχομαι πως δεν ανακάλυψα την πυρίτιδα. Ο Σέργιος όμως, ο πανέξυπνος, πώς Σε βρήκε;
ΦΩΝΗ: Επειδή, μολονότι πανέξυπνος, είναι λιγότερο έξυπνος από σένα, τον κουτούλη, κατά πως λες. Τι ωφελεί η νοημοσύνη όταν οδηγεί στην άρνηση; Αν κυριότατος σκοπός του ανθρώπου είναι η βασιλεία των ουρανών, τότε δεν υπάρχουν πιο έξυπνοι από τους πτωχούς τω πνεύματι, που με την πνευματική τους ένδεια την πετυχαίνουν.
ΒΑΚΧΟΣ: Που να πάρει ο διάβολος! Δεν το είχα σκεφτεί!
ΦΩΝΗ: Επειδή δεν είχες συνειδητοποιήσει τη νοημοσύνη σου. Τώρα που το μπόρεσες, θα καταλάβεις ένα σωρό πράγματα, που σου ήταν ακατανόητα. Επομένως, δεν είναι ανάγκη να σου αποσαφηνίσω τις απορίες που σε ανάγκασαν να μου ζητήσεις ακρόαση. Θα τις λύσεις μόνος σου.
Και τώρα, σε χαιρετώ. Άλλη επαφή μαζί μου δεν θα έχεις ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Κάθε τόσο οι Αρχάγγελοι θα σου λεν πως ο Θεός πρόσταξε τούτο κι εκείνο. Να υπακούς, έστω κι αν αμφιβάλλεις γιατί αλλιώς η απαραίτητη θεϊκή τάξη του κάτω και του πάνω κόσμου θα διασαλευτεί κι ουδέν χειρότερο από την αναρχία.
Για όλα τα άλλα ζητήματα, πίστευε την άποψη που μόνος σου έχεις σχηματίσει. Όποιος προσπαθεί να με ερμηνέψει αντικειμενικά, είναι ανόητος και πεφυσιωμένος. Όντας ο Θεός του καθενός, μονάχα υποκειμενικά ερμηνεύομαι.
Έτσι μίλησε η φωνή και χάθηκε στο διάστημα. Ο Βάκχος απόμεινε κάμποση ώρα, συλλογιζόμενος αυτά που άκουσε. Κατόπιν πήγε και βρήκε το Σέργιο.
-Πού ήσουν τόση ώρα; Τον ρωτάει ο Σέργιος.
-Ήμουν με το Θεό μου, του αποκρίνεται ο Βάκχος.
ΣΕΡΓΙΟΣ: (αυστηρά) Το Θεό σου; Τι κουβέντες είναι αυτές; Το Θεό, θέλεις να πεις…
ΒΑΚΧΟΣ: Είπα αυτό που είπα. Μολονότι έχω μεγάλη υπόληψη στο μυαλό σου, από τώρα και στο εξής δεν πρόκειται να παραδεχτώ τις δογματικές διδαχές σου. Είμαι άλλος άνθρωπος. Να!
ΣΕΡΓΙΟΣ: (πάλι αυστηρά) Άνθρωπος; Ξεχνάς πως δεν είσαι άνθρωπος, αλλά άγιος;
ΒΑΚΧΟΣ: Αν δεν ήμουν άνθρωπος, άγιος δεν θα γινόμουν. Ανθρωπιά κι αγιοσύνη πάνε αντάμα… ασχέτως τούτου, σε ειδοποιώ πως ο θεός μου με βοήθησε να αποκτήσω προσωπικότητα. Μου απόδειξε πως είμαι πανέξυπνος! Ατσίδα!
Το λοιπόν, Σέργιε, οι διδαχές, το προστατευτικό ύφος, τα κατσαδιάσματα, τα «είσαι ανόητος» και τα παρόμοια, τελεία και παύλα! Σέβομαι τη γνώμη σου, σεβάσου και τη δική μου!
ΣΕΡΓΙΟΣ: (κεραυνόπληχτος) Σού στριψε, μωρέ;
ΒΑΚΧΟΣ: Παρακαλώ θερμώς να ξεχάσεις κάτι χυδαίες εκφράσεις, που περιμάζεψες κατά τη στρατιωτική και κληρική σου ζωή. Εδώ είναι Παράδεισος, κι όχι στρατώνας ή μοναστήρι!
Τα γαλόνια του κεντυρίωνα δεν έχουν πέραση, ούτε η πατερίτσα του ηγούμενου. Πολύ λιγότερο η πνευματική καταπίεση της στρατιωτικής και της κληρικής ιεραρχίας!
ΣΕΡΓΙΟΣ: (παγερά) Δεν είναι στα καλά σου, φίλτατε…
ΒΑΚΧΟΣ: Όχι φίλτατε. Είμαι μια χαρά! Μόνο εσύ δεν κατάλαβες τη δημοκρατική διάρθρωση της υποκειμενικής θεϊκής τάξης.
ΣΕΡΓΙΟΣ: (κατάπληκτος) Τι έκφραση είναι αυτή; Ποιος σου φούσκωσε τα μυαλά με τέτοιες μπούρδες;
ΒΑΚΧΟΣ: Ο Θεός μου, που υπάρχει, διότι τον βρήκα και που είναι και Θεός σου διότι τον βρήκες. Και που δεν είναι θεός μερικών πεφυσιωμένων κληρικών, διότι δεν τον βρήκαν. Άρα γι’ αυτούς, δεν υπάρχει Θεός!
ΣΕΡΓΙΟΣ: (έξω φρενών) Δεν έχεις το Θεό σου, ανόητε! Χάσου από μπροστά μου!
ΒΑΚΧΟΣ: Όταν σου λείπουν τα επιχειρήματα, το ρίχνεις στο νταηλίκι της πνευματικής ανωτερότητας. Αυτά τα κόλπα δεν πιάνουν πια! Εδώ, φίλτατε, είναι δημοκρατία και ο καθένας πρώτος μεταξύ ίσων. Και τώρα, με την άδειά σου, πηγαίνω να ανοίξω λακριντί με μερικούς σοφούς, που, άλλοτε, τα επιχειρήματά τους με τρομοκρατούσαν. Αν δεν τους κολλήσω στον τοίχο, να μην με λεν Βάκχο!
Μ. Καραγάτσης, απόσπασμα από το έργο «Σέργιος και Βάκχος»