Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, το ζεϊμπέκικο πήρε το όνομά του από τους Ζεϊμπέκους, τους εξισλαμισθέντες Έλληνες της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ονομάζονταν και «ιππότες των ορέων» εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ορίζει τους «Ζεϊμπέκους» ως χωροφύλακες ή στρατιώτες της Οθωμανικής Τουρκίας.
Η ίδια η λέξη «Ζεϊμπέκος» παράγεται από τη φρυγική λέξη «Ζεϋ» από το «Ζευς», και το «βέκος», την επίσης φρυγική λέξη για τη μπουκιά ή το ψωμί. Οπότε, ο Ζεϊμπέκος είναι αυτός που ολοκληρώνεται ψυχικά και σωματικά, ενώ ο χορός του συμβολίζει την απελευθέρωσή του από ό,τι τον εμποδίζει ακριβώς να ολοκληρωθεί.
Άλλες θεωρίες που θέλουν τον ζεϊμπέκικο να έχει καθαρή αρχαιοελληνική προέλευση, από τον χορό «αρτοζήν», στηρίζονται στο ρυθμό του, των εννιά ογδόων, που διαφαίνεται στις ωδές της Σαπφούς.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.